Δεν μπορείς να μη θαυμάσεις τον Άνθρωπο, τον Αγωνιστή, τον Κομμουνιστή Γιώργο Φαρσακίδη
Κάθε συνάντησή μας ήταν ένα μάθημα Ιστορίας. Ατέλειωτες ώρες γεμάτες συναισθήματα και αναμνήσεις. Για τον τραυματισμό του διάβασα στα βιβλία του. Και ήταν μόνο δεκαεννιά χρονών. Τα σημάδια στα χέρια του φαίνονται. Στραπατσαρισμένες και οι δύο παλάμες του…
Αν και περάσανε λίγες μέρες από το κακό μαντάτο που χτύπησε την πόρτα μας, είναι πολύ δύσκολο να το συνηθίσω, να πορευθώ με την ιδέα της απουσίας του.
Ο λόγος για τον Γιώργο Φαρσακίδη, ζωγράφο, συγγραφέα πολλών βιβλίων… μα παν’ απ’ όλα Αγωνιστή και Άνθρωπο.
Τυχερή που τον γνώρισα αν και η γνωριμία μας ήρθε αργά, το 2014. Αφορμή στάθηκε το βιβλίο του «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ» που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Γνώριζα αρκετά για τα βιβλία του και τα έργα του που κοσμούσαν πολλά εξώφυλλα βιβλίων. Τώρα είδα το βιογραφικό του κι έπεσα με τα μούτρα να το διαβάσω. Εκεί διάβασα πως μεγάλωσε στις γειτονιές του ΝΤΕΠΩ στη Θεσσαλονίκη. Εδώ ήταν και η αρχή του αγώνα του. Διάβαζα και πεταγόμουν κάθε τόσο. Έτρεχε το μυαλό μου και στον πατέρα μου. Εδώ, στη Θεσσαλονίκη ήταν και το πέρασμά του. Αγροτόπαιδο, από χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη, πηγαινοερχότανε ο πατέρας μου για να πουλήσει τα προϊόντα του (ζαρζαβατικά) στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα, στα χρόνια της Κατοχής τράβηξε το δρόμο του Αγώνα όπως χιλιάδες Έλληνες αγωνιστές. Δύσκολα χρόνια.
Τώρα διάβαζα το βιβλίο του αγωνιστή Φαρσακίδη, περπατούσα μία μία τις σελίδες κι όλο έλεγα: Λες να ανταμώσανε; Λες να ήταν και μαζί στον Αγώνα;…
Κοντοστάθηκα σε μια φωτογραφία με το όνομα Παπαργύρης. Γι’ αυτόν μιλούσε κάποτε ο πατέρας μου. Στα παιδικά μου ακούσματα ήταν ο καπετάν Παπαργύρης. Γι’ αυτόν έγραψε και η μητέρα μου στα χειρόγραφά της. Αυτά θυμότανε και αυτή από τις αφηγήσεις του πατέρα μου. Για τον καπετάν Παπαργύρη κάνει αναφορά και ο Γιώργος Φαρσακίδης στο βιβλίο του. Και τότε, ήταν θέμα χρόνου να τον γνωρίσω από κοντά. Να τον ρωτήσω και για τον δικό μου πατέρα μιας και δεν πρόλαβε να μου πει πολλά. Έφυγε νωρίς και λίγα είπαμε…
Η ώρα της συνάντησης δεν άργησε. Τα χτυποκάρδια και από τις δύο πλευρές δεν έλεγαν να σταματήσουν. Τι να πω και τι να περιγράψω; Φοβάμαι πως δε θα καταφέρω να περιγράψω τούτες τις στιγμές.
Η κουβέντα μας ξεκίνησε με τη γνωριμία μας. Με άκουγε ο αγωνιστής Γ. Φαρσακίδης και όλο προσπαθούσε να θυμηθεί τον πατέρα μου. Δεν ήταν εύκολο. Πολλές δεκαετίες περάσανε, πολλά τα χρόνια από ΤΟΤΕ… Όλο με κοιτούσε και όλο ψιθύριζε το ψευδώνυμο του πατέρα μου. Είπαμε πολλά εκείνο το βράδυ. Ξαναβρεθήκαμε πολλές φορές, πότε στο σπίτι του και πότε στο σπίτι μου.
Κάθε συνάντησή μας ήταν ένα μάθημα Ιστορίας. Ατέλειωτες ώρες γεμάτες συναισθήματα και αναμνήσεις. Για τον τραυματισμό του διάβασα στα βιβλία του. Και ήταν μόνο δεκαεννιά χρονών. Τα σημάδια στα χέρια του φαίνονται. Στραπατσαρισμένες και οι δύο παλάμες του. Όταν όμως ακούς ζωντανά για κείνες τις στιγμές του τραυματισμού είναι κάτι άλλο. Δε μπορείς να μην συγκινηθείς, να μη σου πετάγονται τα μάτια και να μην θαυμάσεις τον Άνθρωπο, τον Αγωνιστή, τον Κομμουνιστή Γ. Φαρσακίδη.
Κάθε αναφορά του για το ΧΤΕΣ σε καθηλώνει. Πότε για τον τραυματισμό του ρωτάω, πότε για τα βασανιστήρια και πότε για τις περιπέτειες της εποχής μιλάμε. Και όλο ρωτάω, σαν το μικρό παιδί που δεν ξέρει πού να σταματήσει με τα ΓΙΑΤΙ του… Δεν ήταν και λίγα τα χρόνια του βασανισμού και της εξορίας στη Μακρόνησο. Και όλα μαζί ήταν πάνω από δεκαέξι… Πού να χωρέσουν όλα αυτά στις ολιγόωρες συναντήσεις και συζητήσεις;
Τι να πρωτογράψω… Οι αναφορές του στα κρατητήρια της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης είναι συγκλονιστικές. Δεν παραλείπει ποτέ να μιλήσει για την ηρωίδα Κούλα Ελευθεριάδου που την αντάμωσε ως κρατούμενος στα κρατητήρια της Ασφάλειας. Λίγες αράδες γράφω από την ηχογραφημένη συζήτησή μας:
«Ξέρεις πού με είχαν; Εδώ στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Απολλωνίας, πίσω από την Αγία Σοφία… Με κρέμασαν κάποια φορά εκεί στην Ασφάλεια, με το κεφάλι κάτω και φώναζαν: πέφτει, πέφτει, φύγε, πέφτει… και δήθεν έρχονται από κάτω τρομαγμένοι περαστικοί… Τάχα φωνάζουν οι βασανιστές στον κόσμο να φύγει… Δημιουργούσαν έτσι ατμόσφαιρα φόβου και σε μένα τον κρατούμενο αλλά και στον κόσμο για να σταματήσει να αγωνίζεται… Εγώ δεν πίστεψα ούτε στιγμή. Τους ακούω να λένε «ίσως αυτό είναι το λιγότερο»… Πού να φανταζόσουν τον Αβραμόπουλο πάλι… Ήταν η οχιά… Σαν φίδι έρχονταν να εκμαιεύσει πληροφορίες. Ούρλιαζε θα σου βάλω καρφάκια στα νύχια, θα σε πάω στη Μίκρα, θα σε πάω στη θάλασσα και θα βγεις με το βοριαδάκι και θα πας από πνευμονία, και τότε… ούτε βασανιστήρια, ούτε τίποτα»…
Ο σ. Γιώργος καταλάβαινε πως η καρδιά μου βάραινε και όλο το γυρνούσε στα πειράγματα γιατί ήταν και πειραχτήρι. Δεν άφηνε κανέναν στην παρέα. Τα πειράγματά του βγάζανε εξυπνάδα, διαπεραστικό βλέμμα, ευγένεια και πολιτισμό. Γλυκός και στα πειράγματα όπως λέμε. Ξεχωριστή προσωπικότητα, ξεχωριστός Άνθρωπος. Όποιος διαβάσει το βιβλίο του «Πολιτιστικά και Ευτράπελα από τα στρατόπεδα εξορίστων» θα μάθει πολλά για την καθημερινότητα των κυνηγημένων ανθρώπων στα χρόνια των διώξεων, των βασανιστηρίων, της φυλακής και της εξορίας. Όλοι κράτησαν ψηλά το κεφάλι τους και με περηφάνια έλεγε ο σ. Γιώργος.
Κι εγώ δεν αφήνω το χρόνο να περάσει και πάλι στην Ιστορία το γυρνάω.
-Και πόσο κρατούσαν αυτά τα βασανιστήρια; Ήταν ώρες, ήταν μέρες;
-Μέχρι να γίνει η δίκη. Αυτό μπορούσε να κρατήσει από ώρες μέχρι μέρες.
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω και ο σ. Φαρσακίδης συνεχίζει:
«Δέστε τώρα μία άλλη σκηνή. Με φέρανε πρώτη φορά στο Αστυνομικό τμήμα στη Λεωφόρο Νίκης. Με βάζουν σε μια μεγάλη αίθουσα, μισοσκότεινη. Μόνο δύο πάγκοι μέσα. Στον έναν εγώ, στον άλλο η Κούλα Ελευθεριάδου. Απέναντί μου τη βάλανε. Αμίλητη αυτή και οι χωροφύλακες γουρλωμένοι γύρω μας είναι έτοιμοι να πιάσουν κανένα νεύμα αν γνωριζόμαστε, αν έχουμε κάποια σχέση συνεργασίας στον αγώνα μας… Θέλουν να δουν αν διασταυρώνονται τα βλέμματά μας…
Εγώ όμως θυμόμουνα αυτά που μας λέγανε στην παρανομία: Στην Ασφάλεια θα κλείνεις το στόμα σου, θα κατεβάζεις το κεφάλι σου και δε θα μιλάς. Εγώ, ούτε που την κοίταγα. Το ίδιο κι εκείνη. Ούτε στιγμή διασταυρώσαμε τα βλέμματά μας. Την ξαναείδα στην αυλή όταν με σέρνανε οι δήμιοι απ’ τις μασχάλες μετά τα βασανιστήρια. Μου έγνεφε με τρόπο κράτα γερά, κουράγιο… σύντροφε. Εδώ τα μάτια του πλημυρίζουν με δάκρυα που καίνε κι εκείνος προσπαθεί να κρατηθεί.
Οι στιγμές δε με παίρνουν ούτε να ρωτάω, ούτε να διακόπτω. Με πνίγει ο κόμπος στο λαιμό και κοιταζόμαστε. Ο σ. Γιώργος συνεχίζει χαμηλόφωνα το συλλογισμό του: «Κείνη τη στιγμή η Κούλα έκοβε βόλτες στην αυλή. Οι εκτελέσεις συνεχίζονταν κι εκείνη έλεγε δε θα ξαναδώ τον ήλιο… Κι εγώ να λέω μέσα μου η Κούλα θα τον ξαναδεί… Που να ξέρω πως η Κούλα Ελευθεριάδου θα εκτελεστεί πριν από εμένα κι εγώ θα είμαι Ελεύθερος»…
Τον άκουγα και πολλές σκέψεις και εικόνες περνούσαν απ’ το μυαλό μου. Πότε θυμόμουν τα παιδικά μου ακούσματα από τους γονείς μου και τους συναγωνιστές τους και πότε τα βιβλία του αγωνιστή Γ. Φαρσακίδη μετρούσα… Και μόλις μας έπαιρναν οι σκέψεις, ο σ. Γιώργος με ρωτούσε για τη δική μου ζωή, για τον πατέρα μου, αν έμαθα κάτι παραπάνω… για τον ερχομό μου στην Πατρίδα, για τον δικό μου αγώνα και τη ζωή μας στην Πολιτική Προσφυγιά. Ομολογώ πως λίγοι με ρώτησαν για τη ζωή μας στις χώρες που μας φιλοξένησαν.
Και όταν άρχιζα να αφηγούμαι για τη δική μας ζωή και τον αγώνα επιστροφής μας στην Ελλάδα, ο Γιώργος Φαρσακίδης με άκουγε με τέτοιο ενδιαφέρον που ούτε οι βλεφαρίδες κουνιόντουσαν. Όλη την ώρα κρατούσε το τραυματισμένο χέρι του στην καρδιά του και όλο με ευχαριστούσε που μάθαινε κάτι για μας.
Κι εκεί που έπαιρνα φόρα και φορτίζονταν με συναισθήματα το ΕΙΝΑΙ μας, ο Αγωνιστής Γιώργος Φαρσακίδης με νοήματα και λέξεις σπασμένες από τα εγκεφαλικά του μού ψιθύριζε: «Καλύτερα να γράφεις, παρά να μιλάς»… Τότε τον κοίταγα απορημένη και τον ρωτούσα…
-Γιατίιι;;; Δεν τα λέω καλά;;; Δεν μιλάω ωραία;;;…
-Όχι Άννα, τα λες καλά και ωραία αλλά αυτά πρέπει να μείνουν γραπτά… και ξέρεις, ο χρόνος περνάει γρήγορα. Καλό είναι που άρχισες και γράφεις. Συνέχισε.
Και τότε πιάναμε τα κειμενάκια μου. Του πήγαινα και το περιοδικό ΚΑΛΗΜΕΡΑ [σημ. Κατ.: διμηνιαίο περιοδικό της Ελληνικής Κοινότητας Πράγας] και δεν ήξερε πώς να με ευχαριστήσει. Του διάβαζα κείμενα από το περιοδικό και το χέρι του δεν έλεγε να φύγει από την καρδιά του. Τα ευχαριστώ του δεν έλεγαν να σταματήσουν. Έτσι τελείωνε κάθε βραδιά που συναντιόμασταν. Φορτισμένοι και γεμάτοι συναισθήματα κλείναμε το ραντεβού μας για την επόμενη συνάντηση.
Δυστυχώς το ρολόι του χρόνου σταμάτησε στις 22/07/2020.
Με τις λίγες αυτές αναμνήσεις μοιράζομαι τούτες τις στιγμές και τα συναισθήματά μου με τους αναγνώστες του περιοδικού ΚΑΛΗΜΕΡΑ, με την ΚΑΤΙΟΥΣΑ και όλους τους νέους που θέλουν να μάθουν κάτι παραπάνω για τον Άνθρωπο Γιώργο Φαρσακίδη. Καλό ταξίδι σύντροφε.