«Δεν πρόκειται να δικαστεί κανένας κι ούτε λόγο θα δώσετε. Κάψτε, ρημάξτε και σκοτώστε»… – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Τι κάναμε εμείς; Κι εγώ να είμαι η μικρότερη των γυναικών…Τούτες τις στιγμές του τρόμου, τούτα τα βιαστικά βήματα στα σκαλιά του σχολείου είναι ολοζώντανα στην ψυχή μου και στα αυτιά μου. Πέρασαν εβδομήντα και… χρόνια, και ακόμα πετάγομαι στους θορύβους αυτούς. Έτρεμα και νόμιζα πως ήμουν χωρίς καρδιά…
Η Μάγδα Ζορμπά – Μητρογώγου γεννήθηκε το 1928 στο Παλιούρι Χαλκιδικής. Είναι κόρη του Αστέριου Ζορμπά και της Ευγενίας το γένος Θεμελή. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο Παλιούρι Χαλκιδικής. Η οικογένεια Ζορμπά έχει τέσσερα παιδιά: Μιχάλης, Μάγδα, Νίκος και Μαίρη. Η Κατοχή τους βρίσκει στο Παλιούρι. Ζουν την τρομοκρατία και τα κυνηγητά της εποχής.
Ο πατέρας της είναι από τους πρώτους αριστερούς κυνηγημένους. Βγαίνει στο βουνό με την αντίσταση ενάντια στους κατακτητές. Πιάνεται και μπαινοβγαίνει φυλακές και εξορίες. Βασανίζεται και δικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε στην Αίγινα το 1948. Στη Χαλκιδική κάνει τα πρώτα της αγωνιστικά βήματα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ.
Η οικογένεια τραβάει τον Γολγοθά της. Φεύγουν για Θεσσαλονίκη και ζούνε τις περιπέτειες των αριστερών, κυνηγημένων αγωνιστών.
Η Μάγδα παντρεύεται τον αγωνιστή Φιλήμονα Κύρου. Γρήγορα τον χάνει λόγω βασανιστηρίων. Αργότερα παντρεύεται με τον αγωνιστή Αριστείδη Μητρογώγο. Αποκτούν δύο παιδιά, τον Παναγιώτη και τον Αστέριο (Στέργιο). Μετά από δεκατρία χρόνια χάνει και τον Αριστείδη(1977). Μεγαλώνει μόνη της τα δύο παιδιά.
Συμμετέχει στους αγώνες μέσα από την ΕΔΑ. Είναι μέλος συμβουλίων σε διάφορους συνδέσμους φιλίας. Ενεργό μέλος της Δημοκρατικής Μέριμνας Θεσσαλονίκης και δραστήριο μέλος στην Επιτροπή Ειρήνης και από τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου εμποροϋπαλλήλων και του πρώτου Συλλόγου γυναικών στη Θεσσαλονίκη.
Μετά τη Χούντα, από την ΕΔΑ περνάει στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Συμμετέχει ενεργά στον αγώνα. Είναι μέλος της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ με καθημερινή παρουσία, δράση και προσφορά στο κίνημα. Ακούραστη μέχρι σήμερα. Ζει στη Θεσσαλονίκη.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο “Μάγδα Ζορμπά – Μητρογώγου: Δεν μας λυγίσανε 1940-1974”, που κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη το 2017, σε επιμέλεια Άννας Κεφαλέλη.
Στα μέσα του Ιουνίου του 1945, ακολουθούν τα χειρότερα για μας, για την οικογένειά μας αλλά και για το χωριό. Βρισκόμαστε στο χωριό. 1946. Είμαστε κλεισμένοι και περιορισμένοι, δεν μπορούμε να φύγουμε απ’ το χωριό μας.
Οι μαυροσκούφηδες αλωνίζουν στις γειτονιές μας. Οργιάζουν οι φήμες για τρομοκρατία και όργια, φήμες για εκβιασμούς και τέτοια… παντού.
Ήρθε και ένας αξιωματικός με στολή ντυμένος, εκεί, απέναντι, στην πλατεία κι έβγαλε λόγο κατά των «συμμοριτών». Έκλεινε την ομιλία του με τα τελευταία λόγια κι όπως τον θυμάμαι: «Δεν πρόκειται να δικαστεί κανένας και ούτε λόγο θα δώσετε. Κάψτε, ρημάξτε και σκοτώστε»…
Εμείς τότε ούτε στην πλατεία βγαίναμε. Βλέπουμε και ακούμε από μέσα τούτες τις προτροπές. Δεν ήθελε και πολύ. Άρχισαν κι έσπαγαν τζάμια, έκαιγαν κάτι χαμηλά σπιτάκια. Το δικό μας σπίτι ήταν μεγάλο και καινούργιο. Δεν το κάψανε. Όχι πως δεν το ήθελαν αλλά, να, με τo δικό μας θα καίγονταν και το σπίτι ενός δεξιού γείτονα που ήταν κολλητά με το δικό μας.
Μετά ο Αξιωματικός ήρθε σε μένα. Θυμάμαι ότι είχε ένα αστέρι και μπερέ σαν των Άγγλων. Μαζί του είχε και έναν άλλον με καταγωγή από Πελοπόννησο. Θηρίο τον έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια. Ήταν μεγάλο κάθαρμα. Σκότωνε και κυνηγούσε…
Τότε η μάνα μου έτρεχε στον Πολύγυρο.
Προσπαθούσε να βγάλει τον πατέρα μου από τις φυλακές της Κασσάνδρας. Ούτε την στιγμή της επίσκεψης αυτών των μαυροσκούφηδων δεν ήταν η μάνα μας στο χωριό, στο Παλιούρι. Κείνη τη στιγμή τα δύο μικρά μας αδερφάκια κρύβονται κάτω από το τραπέζι, ο άλλος μου αδερφός και μεγαλύτερος είναι στο βουνό. Και αυτός κρύβεται. Και στο τέλος, ήρθε και ο Πρόεδρος του χωριού και μου λέει: Μόνο για μία ανάκριση σε θέλω. Αυτά τα παλιοτόμαρα, με πρώτο και καλύτερο τον Πρόεδρο της τότε Κοινότητας περιμένουν να κατέβω…
Κατέβαινα εγώ, παγωμένη και τρομαγμένη, με καρδιά που χτυπά έτοιμη να βγει απ’ έξω. Βλέπω και τους δύο στρατιωτικούς έξω και πάνω στα άλογα. Ήξερα μέχρι τότε πως το γραφείο είναι κοντά στο σπίτι.
Και πού να ξέρω εγώ; Αυτός μου λέει ότι το γραφείο δεν είναι εδώ… Εκεί, εκεί το ξαναλέω μας πιάνανε και μας κουρεύανε εμάς τις γυναίκες. Το είπα και παραπάνω. Το αναφέρω και πάλι γιατί υπάρχουν άνθρωποι ακόμη και σήμερα που ακούνε και δεν το χωράει ο νους. Κι όμως έγιναν. Εδώ κουρέψανε και την μάνα μας την επαύριον, όταν επέστρεψε από τον Πολύγυρο. Αφού μας πιάσανε εμένα και μερικές γυναίκες (την Ευτυχία Βρασταμήνου, Στέλλα Σταματίου, Αρχόντω Μαυρουδή, Γερακίνα Παπανικολάου και Κατίνα Ευσταθίου), μας πήγαν στο διπλανό χωριό. Και τι γυρεύαμε εμείς εκεί; Όλες, μα όλες ήταν μέχρι 25-30 χρονών. Πάντως, όχι μεγαλύτερες.
Καμία δεν πονηρεύτηκε για την ανάκριση στο διπλανό χωριό… Τι δουλειά είχαμε εκεί; Τι ανάκριση θα μας έκαναν στο διπλανό χωριό; Τι κάναμε εμείς; Κι εγώ να είμαι η μικρότερη των γυναικών. Μόνο δεκαέξι χρονών και τα μάτια μου γουρλωμένα στο ΓΙΑΤΙ… Μαύρα φίδια μ’ έτρωγαν. Δεν ξέρω γιατί αλλά το μυαλό γρήγορα πήγαινε στο κακό. Λέω στις γυναίκες, θα δείτε, εδώ θα μας κουρέψουν… Να πάρτε και μαντίλια εκ των προτέρων. Κι αυτές γελούσαν ανυποψίαστες και μου πετούσαν και ένα «δεν ντρέπεσαι να φοβάσαι τη φωτιά»…
Ναι, αλλά εγώ βλέπω ότι μας πήγαν στο διπλανό χωριό, στο Δημοτικό σχολείο που ήταν ένα πανύψηλο κτήριο, όπως το έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια. Εκεί όμως, ο πατέρας μου είχε την έδρα του μιας και ασχολούνταν και με τα δάση, την ξυλεία. Εδώ στο χωριό ζούσε και μία αδερφή της μάνας μου παντρεμένη. Τότε το χωριό το λέγανε Καψόχωρα και αργότερα το ονομάσανε Πευκοχώρι (όπως το ξέρουμε σήμερα).
Αρχίζω και τρέμω στην ιδέα του κακού. Κατάλαβα ότι σε λίγο νυχτώνει κι εγώ που θα πάω; Η θεία μου στο χωριό εδώ είναι παντρεμένη, με μεγάλα παιδιά κι έναν άντρα που τρέμει μην έρθουν οι κομμουνιστές και τα πάρουν… Κι αυτός ο άνθρωπος ήταν κάργα δεξιός, φασίστας παραπάνω και δεν είχε τίποτα… αλλά φοβόταν μην του πάρουν και το τίποτα. Θυμάμαι που στην Κατοχή, ο πατέρας μου τους τάιζε και αυτούς και τους εργάτες.
Πίστευα ότι, ο θείος μου θα μάθαινε για τον ερχομό μας στο χωριό του και κάποια στιγμή θα έρθει να με δει. Τελικά, ούτε ήρθε, ούτε τον είδα. Τώρα μας ανεβάσανε ψηλά στο σχολείο και η κατάστασή μου χειροτέρεψε. Είμαστε απάνω στον όροφο, απομονωμένες από τα κάτω αλλά και από τα πλάι που δεν μπορείς να δεις και τίποτα.
Μας βάλανε και καθίσαμε στα θρανία. Κείνη τη στιγμή εμφανίζεται και ο αγροίκος τον οποίο δεν ξέχασα ποτέ μαζί με έναν συνεργάτη του.
Ο αγροίκος μένει κάτω στην πόρτα, στην είσοδο δηλαδή… και ο άλλος με το άστρο ανεβαίνει επάνω. Και ήταν αυτός που μας ανέκρινε, ο παλιάνθρωπος, το κάθαρμα που μού ‘βγαλε την καρδιά απ’ έξω…
Ήταν δικηγόρος στο επάγγελμα και το όνομά του δεν το ξέχασα ποτέ, δεν ξέρω την καταγωγή του αλλά λέγονταν Αλέκος Χαραλαμπίδης.
Ψύχραιμος αυτός κάθεται εκεί μπροστά και μας κοιτάει μία, μία και με τη σειρά.
Ποιος μπορεί να φανταστεί κείνες τις στιγμές μας; Πώς να περιγράψω τον ιδρώτα μας, την ψυχή μας, την καρδιά μας που δε σταματά να χτυπά στους ρυθμούς του τρόμου; Ποιος μπορεί να δει τον τρόμο στα γουρλωμένα μάτια μας;
Αρχίζουν οι πρώτες ερωτήσεις. Ακόμα βουίζουν στ’ αυτιά μου οι κουβέντες του: «Εσύ, είσαι η τάδε; Φύγε εσύ και θα δούμε μετά. Φύγε κι εσύ λέει στην Ευθυμίου από Παλιούρι, το χωριό μου». Και τώρα κρατάει μόνο τρεις γυναίκες. Η μία είναι μια ξανθιά που είμαστε και συγγενείς, Στέλλα το όνομά της, την Αρχοντιά Μαυρουδή (Αρχόντω τη φωνάζαμε) και τρίτη εγώ. Έδιωξαν την Γερακίνα Παπανικολάου και την Κατίνα Ευσταθίου. Όλες είχαν κάπου να πάνε. Στα γύρω, γύρω χωριά είχαν συγγενείς και βολεύονταν.
Εγώ είχα τον θείο μου τον φασίστα παντρεμένο με αδερφή της μάνας μου. Ήταν και κοντά το σπίτι του. Μας χώριζε η Εκκλησία μόνο απ’ το σχολείο. Η ώρα περνάει κι εμείς ακόμα εκεί… Νύχτωσε για τα καλά. Για φως, ρεύμα κείνα τα χρόνια ούτε κουβέντα. Αυτό ήρθε πολύ αργότερα. Ίσως και μετά το 1964 στο χωριό μου, στο Παλιούρι Χαλκιδικής. Μία γκαζόλαμπα έχει το σχολείο. Εμείς είμαστε σε μια μεγάλη αίθουσα και το πιθανότερο να κάνανε μαθήματα εδώ μαζεμένες όλες οι τάξεις. Γιατί, όπως την έβλεπα πραγματικά ήταν πολύ μεγάλη.
Και τώρα μένουμε μόνο οι τρεις και αρχίζουμε και φοβόμαστε. Κοιτούσαμε η μια την άλλη μουδιασμένες και τρομαγμένες. Ήρθε η ώρα μας σκεφτήκαμε. Και ξαφνικά και απρόσμενα για κείνη τη στιγμή έρχεται ένας άντρας με τη γυναίκα του. Όμορφη γυναίκα, γύρω στα τριανταπέντε με σαράντα να ήταν.
Απ’ ότι άκουγα, απ’ το χωριό Νέα Γωνιά Χαλκιδικής. Είχε παντρευτεί στη Χανιώτη (Κουτσοχώρι παλιά) με έναν χωριάτη. Αυτός αγαθός φαινόταν και αυτή της πόλης όπως έλεγαν, με πολύ περιποίηση και τέτοια… που δεν βλέπαμε και πολύ τότε στα χωριά μας.
Κάποια στιγμή αυτή ήρθε στο χωριό μας, πήγε στο αμπέλι τους, κι εκεί δεν ξέρω αν ήταν λόγια του κόσμου, τυχαία ή κατόπιν συνεννόησης συνάντησε έναν γείτονά τους. Γρήγορα μεταδόθηκε στο χωριό… ότι βρέθηκαν στο αμπέλι. Αυτή ισχυρίζονταν ότι αυτός εκεί την βρήκε και τα κουτσομπολιά του χωριού, καλά κρατούσαν.
Τότε ο άντρας της την πήρε και ήρθαν να καταγγείλουν και να καταθέσουν το συμβάν εδώ που είμαστε, στη μεγάλη αίθουσα.
Σκέφτηκε ο άντρας της ότι έτσι θα δικαιολογήσει την τιμή της γυναίκας του… Και δέχτηκε να καταθέσει αυτός ο άνθρωπος στον Διοικητή από την Κασσάνδρα, στον άνθρωπο με το άστρο όπως ανέφερα… στο κάθαρμα αυτό που δεν ξέχασα ποτέ. Ήρθαν και απάνω, εκεί στην αίθουσα που μας κρατούσαν και περιμέναμε με κομμένη την ανάσα να δούμε τι θα γίνει με μας.
Η γυναίκα έκατσε δίπλα μου στο θρανίο. Μόλις την είδα δίπλα μου πήρα θάρρος. Η αλήθεια είναι πως πήρα και λίγο κουράγιο.
Μέχρι τώρα τον έβλεπα κι έλεγα μέσα μου… τούτος εδώ θα μας βάλει και χέρι εδώ… Τώρα που είναι και αυτή, είναι και όμορφη… έχουμε ακόμη μπροστά τη μέρα. Κουβέντιαζα με το ΕΙΝΑΙ μου και έλεγα ας δούμε πρώτα τι θα γίνει απόψε και πως θα τη βγάλουμε… Σκέψεις που έρχονταν η μία με την άλλη. Παγωμένες μόνο κοιτάμε. Δεν μας αφήνουν ούτε να μιλάμε. Κι όμως η γυναίκα έκατσε κοντά μου. Τολμώ και της ψιθυρίζω «κάτσε απόψε μαζί μας».
Με είδε που μίλησα ο άγριος και τη ρώτησε τι της είπα. Αμέσως του είπε τα λόγια μου, κι αυτός δεν αργεί να της πει: Α… για να γλυτώσει αυτή; Εκείνη ούτε που κατάλαβε ότι μπροστά μας είναι ένας παλιάνθρωπος που μας έφερε εκεί. Το δέχτηκε κιόλα γιατί μέχρι εκεί έφτανε το μυαλό της. Δεν πήρε χαμπάρι για τίποτα.
Αυτός αμέσως κατάλαβε ότι εγώ τη θέλω τη γυναίκα αυτή για ασπίδα για προκάλυμμα σωτηρίας ας το πω. Ήξερε καλά αυτός ο άγριος τι ήθελε. Γι’ αυτό της είπε ότι τώρα έχει δουλειά, ανάκριση και τέτοια και λέει και στον άντρα της: «Ας μείνει απόψε εδώ και αύριο θα δούμε την δική της περίπτωση».
Αγαθός και απονήρευτος φεύγει ο άντρας της και τότε πέφτει απάνω της ο αγροίκος. Μόλις πριν πρόλαβε και με ρωτούσε αυτή αν είμαι η μικρή του Ζορμπά… γνωστός στην περιοχή από την δουλειά του και τις ασχολίες του. Ο Διοικητής την πήρε, φωνάζει και τον αγροίκο από κάτω και του λέει: Κοίταξε, εγώ φεύγω. Μη με ενοχλήσει κανείς… Τις δύο ό,τι θέλεις κάνεις… Την μικρή όμως εδώ , όπως είναι.
Ήμασταν πέντε-έξι γυναίκες στην αρχή κλεισμένες στο τμήμα και τρέχουν οι μάνες τους εκτός από τη δική μου.
Κείνες τις μέρες έτρεχε η μάνα μου στον Πολύγυρο για τη δίκη του πατέρα μου. Την θυμάμαι ακόμη και πως ήταν ντυμένη. Φορούσε ρούχα ευρωπαϊκά ας τα πω έτσι. Δεν φορούσε τις ντόπιες φαρδιές φουστάνες που είχαμε στα χωριά μας. Φύγαν οι πολλές στα σπίτια τους κείνο το βράδυ και δεν είπαν τίποτα στο χωριό για μας που μείναμε και μας κράτησαν για ανάκριση. Δεν ξέραμε που θα μας πήγαινε αυτή η βραδιά.
Η σύμπτωση ήταν ότι δίπλα στο σχολείο υπήρχε ένα χαμηλό σπίτι, ισόγειο, όπου έμενε η μάνα της ξανθιάς. Ήταν και συγγενής μας όπως ξαναείπα. Το σπίτι αυτό είχε μία αυλόπορτα. Τότε τα σπίτια όλα είχαν μία αυλή, μία ξύλινη πόρτα που άνοιγε στα μισά κι ένα σκοινί που τραβούσαν για να ανοίξει. Μόλις περνούσε ο αλήτης από εκεί. Πήγαινε να βγάλει από το σπίτι την ξανθιά, να πάει να τη βιάσει… Τότε ακριβώς εμφανίζεται η ξανθιά και πάει να περάσει για να μπει στο σπίτι της μάνας της. Την σκουντάει αυτός και προλαβαίνει αυτή και μπαίνει μέσα. Παίρνει όμως την επόμενη, την άλλη, την τραβάει αν και ήταν δυνατή γυναίκα, την παίρνει και την πάει έξω από το χωριό. Έπαιρνε και τα μέτρα του ο αλήτης. Σου λέει εδώ στο χωριό θα φωνάξει αυτή και θα τους πάρουν χαμπάρι. Αντιστέκεται με όλες τις δυνάμεις. Φωνάζει όσο μπορεί.
Εγώ είμαι ακόμα στο σχολείο και ακούω κραυγές, φωνές αγωνίας που έρχονται μέσα στο σκοτάδι. Εκείνος προσπαθεί να τη σύρει, να τη βγάλει έξω από το χωριό. Και ήταν ο αλήτης με άστρο… Τώρα παρασύρθηκα, τα λέω και γυρνάω το χρόνο πίσω. Είναι τρομερό. Τα θυμάμαι, σα να ήταν χτες. Ήμασταν κρατούμενες όπως θα έλεγα. Ήμασταν στα χέρια τους. Ήμασταν γυναίκες και διπλός ο κίνδυνος.
Τι να πρωτοθυμηθώ… Τον Διοικητή που πήρε την άλλη απ’ το γραφείο και δίπλα είχε ένα δωμάτιο με κρεβάτι; Γι’ αυτόν τον Πελοποννήσιο Διοικητή μιλάω, γι’ αυτόν τον άγριο που δεν ξέχασα ποτέ. Την δεύτερη γυναίκα ακόμα την πάλευε… Τραβάει αυτός, αντιστέκεται αυτή. Την πάει στον τοίχο του σχολείου. Δεν τους βλέπω, είναι νύχτα. Μόνο οι φωνές της σκίζουν την σιωπή της νύχτας. Όχι, δεν μπορείς του έλεγε κι έσπαγε η καρδιά σου. Ήταν γερή κοπέλα, θαρραλέα και μόνο εικοσιπέντε ετών. Δεν τη χτυπούσε. Είχε και όπλο μαζί του.
Θα μπορούσε ακόμα και να τη σκοτώσει μες στο σκοτάδι.
Πρόλαβε και πιάστηκε με όση δύναμη είχε από τα σίδερα των παραθύρων. Και όμως προσπαθούσε αυτός να την τραβήξει… Κι εγώ εκεί απάνω πώς να μην τρέμω; Πώς να αντέξω; Πώς να περιμένω τη σειρά μου; Άκουγα τις κραυγές και σπάραζε η ψυχή μου. Και πάνω στην απόγνωσή μου ακούω και βήματα να ανεβαίνουν δυο, δυο τα σκαλιά και να λέω «αυτό ήταν, μέχρι εδώ»…
Ποιος είναι; Τι θέλει; Κάτω ακόμα ακούγονται οι φωνές. Εδώ, πώς μου φαίνεται πως ανεβαίνουν τρέχοντας; Τι είναι πάλι αυτό; Η καρδιά μου είχε βγει απ’ έξω. Άκουγα δυνατά τους χτύπους μου και νόμισα πως βγήκε απ’ την θέση της. Ένοιωθα μια γροθιά που με χτυπά εκεί, πάνω στο στήθος. Όχι, η καρδιά μου δεν ήταν στη θέση της. Και μέχρι να δω ποιος ανεβαίνει και τρέχει κιόλα… πέρασαν όχι λεπτά… αλλά μέρες μου φάνηκαν. Έσπασε η καρδιά μου. Φοβόμουν τον άγριο και έτρεμα. Πήγαινε το μυαλό μου σ’ αυτόν και άδειαζε το είναι μου… έτοιμο να παραδοθεί στον τρόμο. Τούτες τις στιγμές του τρόμου, τούτα τα βιαστικά βήματα στα σκαλιά του σχολείου είναι ολοζώντανα στην ψυχή μου και στα αυτιά μου. Πέρασαν εβδομήντα και… χρόνια, και ακόμα πετάγομαι στους θορύβους αυτούς. Έτρεμα και νόμιζα πως ήμουν χωρίς καρδιά. Στάθηκα σ’ αυτές τις στιγμές λίγο παραπάνω γιατί με σημάδεψαν στη ζωή.
Άνοιξε η πόρτα και αντικρίζω έναν γνωστό που έτρωγε και έπινε κάποτε στο σπίτι μας. Ήταν χαφιές, σίγουρα της Ασφάλειας και δεν τον πήραμε χαμπάρι. Δεν το ήξερε κανείς. Έκανε τον αριστερό, έκανε πως ήρθε στην περιοχή μας για να περάσει την Κατοχή. Έλεγε πως δεν έχει οικογένεια και είναι μόνος του. Και ήταν αυτός που ενημέρωνε την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Πολλές φορές γυρνάω το χρόνο πίσω. Εκεί, σ’ αυτούς που έρχονταν στο σπίτι μας και ήταν χαφιέδες. Ήταν εντεταλμένοι της Ασφάλειας κι εμείς… τους σερβίραμε να μην πεινάσουν… Και δεν τους παίρναμε μυρουδιά. Ένας απ’ τους κυνηγημένους ήταν ο γεωπόνος από εδώ, έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη και τον εκτέλεσαν αργότερα στη Βάλτα. Ο Γεωπόνος ήταν κρατούμενος στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης και κατάλαβε ότι αυτός (με τα πολιτικά που τον αντίκρισα) που έρχεται στο χωριό μας είναι ύποπτος. Και αυτό γιατί πήγαινε και τους έβρισκε στους αχυρώνες που κρύβονταν οι δικοί μας. Κάποια στιγμή είπε και στον πατέρα μου: βρε Στέργιο τι θα γίνει με αυτόν εδώ; Και μετά από λίγο ξαναβλέπει αυτό το κάθαρμα στην Ασφάλεια. Ο γεωπόνος το είπε καθαρά: αυτός είναι ασφαλίτης… Ασφαλίτης που όμως δεν το έδειχνε. Έκανε καλά τη δουλειά του και κατασκόπευε τη δράση της οργάνωσης και όλες τις κινήσεις…
Γι’ αυτό το Κόμμα μας και για πολλά χρόνια έλεγε ότι στις δικές μας γραμμές μπορούν να περάσουν μέσα… Εμείς, στις δικές τους δε μπορούμε να μπούμε εύκολα. Γι’ αυτό και η επαγρύπνηση επιβάλλονταν. Έπαθε βέβαια και πολλές ζημιές από τους εντεταλμένους αυτού του ρόλου και χάσαμε πολλούς, πάρα πολλούς αγωνιστές και συναγωνιστές.
Η έκπληξη όταν αντίκρισα τον χαφιέ δεν περιγράφεται. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο σκοπός του και τι ήθελε. Εμένα πάντως σε καλό μου βγήκε ο ερχομός του. Είμαι σφιγμένη και μόνο το μυαλό δουλεύει. Δεν ξέρω πώς, αλλά ο άνθρωπος όταν πιέζεται ή αντιμετωπίζει συνθήκες τρόμου και φόβου μαζί, βρίσκει τη δύναμη του σώματος και του μυαλού για να παλέψει.
Δεν σκέφτηκα ούτε λεπτό να παραδοθώ κι ας ήμουν μόνο δεκαπέντε, δεκαέξι χρονών. Εκεί που λίγο πριν δεν μπορούσα να προσδιορίσω τις συνθήκες, απρόσμενα βλέπω και το τι με περιμένει… παίρνει μπρος ο εγκέφαλος. Ακούω πάλι τα βήματα, βουίζουν τα αυτιά μου και πάνω στο τρέμουλό μου μπαίνει ο άγριος, ο άθλιος αξιωματικός και του επιτίθεμαι και τον ρωτώ: Ποιος είναι ο σκοπός που σ’ έφερε; Αν νομίζεις ότι με αγγίζεις γελάστηκες. Βγαίνω γρήγορα έξω, στη βεράντα του σχολείου και τον απειλώ. Θα σε πετάξω από εδώ, εγώ… εγώ η ίδια …Αυτός έτρεμε, δεν προλάβαινε να πει πως είδε φως στο σχολείο και ήρθε. Και τον ρωτώ, δεν ακούς κάτω φωνές; Δε βλέπεις εκεί κάτω που την έχει ο άλλος και την παιδεύει; Δεν ντρέπεσαι που σου έφερνα το πρωινό και έτρωγες στο σπίτι μας; Τι γυρεύεις εδώ; Τέτοια καθάρματα είσαστε εσείς… Και φωνάζει ο Διοικητής τον Αξιωματικό με το όπλο και του διατάζει να φέρει την κοπέλα απάνω.
Και πώς να μην σκέφτομαι ακόμα και σήμερα αυτόν τον άθλιο άντρα με το όπλο μαζί του, να στριμώχνει την κοπέλα μέσα στο σκοτάδι και στη γωνία εκεί κάτω; Πώς να ξεχάσω αυτόν που έλεγε πως κάνει αγώνα ενάντια στον αγωνιστή και κομμουνιστή πατέρα μου… και έδειχνε το μπόι του στις ανυπεράσπιστες ψυχούλες…
Επιτέλους ανεβαίνει και η Αρχόντω με τον Αξιωματικό, μου δίνει και μία με τον βούρδουλα στην πλάτη γιατί ότι έλεγα επάνω, τα άκουγε αυτός κάτω. Με το άγριο βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου με απειλούσε « θα σε στείλω στο Επταπύργιο»… κι έτριζαν τα δόντια του.
Μπροστά σ’ αυτό το σκηνικό βρέθηκε και ο γνωστός μου… χαφιές. Ντυμένος στα πολιτικά, ζητάει από τον Διοικητή να με πάει στον θείο μου. Μιλάμε για τον θείο μου τον φασίστα που ανέφερα νωρίτερα. Και έτοιμη να φύγω κάνω πως σκοντάφτω μπαίνοντας εκεί, στην πόρτα του μπαλκονιού. Το έκανα επίτηδες. Βγαίνουν αυτοί να τρέξουν κι εγώ παίρνω τα κλειδιά του σχολείου και τα πετάω όπου, όπου κάτω. Το σκούντημα δεν ήταν αληθινό. Το σκάρωσε το μυαλό μου για να τους καθυστερώ. Τώρα ήταν υποχρεωμένοι να ψάχνουν στην αυλή, να βρουν τα κλειδιά και να κλείσουν το σχολείο.
Για μας είχαν τα σχέδιά τους. Εμένα εκεί κοντά, στον θείο μου θα με πήγαιναν και την άλλη κοπέλα στο σπίτι της που δεν ήταν και κοντά. Φτάνουμε στην πόρτα του θείου μου και τίποτα. Χτυπούσαμε με τον γνωστό χαφιέ που προσφέρθηκε να με πάει και αυτοί δεν άνοιγαν την πόρτα στην αρχή. Έκαναν πως δεν άκουγαν κι εγώ έτρεμα ολόκληρη. Επιτέλους άνοιξαν και το πρωί τους διηγήθηκα την περιπέτεια της νύχτας, εκεί στο σχολείο και στο λεγόμενο τμήμα των ανακρίσεων… Ποτισμένος με τον φανατισμό του φασίστα με ρωτάει: Δεν ήταν αντάρτες αυτοί; Να τρελαθώ εγώ, με πατέρα αντάρτη και κυνηγημένο, ο γαμπρός της μάνας μου ρωτάει αν ήταν αντάρτες αυτοί, οι τύραννοι της νύχτας. Αγρίεψα στο άκουσμα. Ατάραχος, να μου λέει ότι αυτοί ήταν αντάρτες έτσι κι αλλιώς. Βγήκαν τα μάτια μου, βγήκε η ψυχή μου και φώναζα να μου δώσει ονόματα ανταρτών που έκαναν κάτι τέτοιο εδώ στο χωριό μας ή σε άλλη περιοχή.
Ζητούσα ονόματα παθόντων γυναικών, εδώ… εδώ και τώρα. Να τα δω, να τα ακούσω… Όχι λόγια του αέρα… «Κάνετε τη δουλειά σας, συνεχίζετε να συκοφαντείτε » του είπα.
Πίστευα πως εδώ τώρα γλύτωσα. Με φέρανε στο σπίτι του μπάρμπα μου και τελειώσαμε. Μένω για λίγο ήσυχη εκεί και δεν μπορώ να φανταστώ το παρακάτω. Και πώς να προλάβω τα διεστραμμένα μυαλά; Όλες τους τις δυνάμεις τις έριξαν πάνω σε μένα, δεκαέξι χρονών παιδί… Και πώς να προλάβω να πιάσω τις επόμενες σκέψεις τους;
Έβλεπα μπροστά μου τον θείο και τις κόρες, μεγάλες και αυτές… και όλοι μαζί, να με κοιτάνε έτσι, στραβά… σα να μην τους τάραζε τίποτα. Και τότε εμφανίστηκε ένας χωρικός από το χωριό μας, που τάχα ήταν στο Κοινοτικά Συμβούλιο, σταλμένος από τον στρατιωτικό. Έδωσε εντολή ο Αξιωματικός να φέρει τη Ζορμπά (εμένα) για ανάκριση… Ο χαφιές ξέρει ότι σύντομα φεύγω από το σπίτι αυτό. Όλα είναι υπό παρακολούθηση. Κάνω να φύγω και ο σύμβουλος Κοινότητας που ήταν και Δικηγόρος, λέει « Όχι από εκεί… να, εδώ δίπλα είναι ένα γραφείο»… Δίπλα όπως έβλεπα, ήταν ένα σπίτι. Μπαίνω σε μια αυλή και στο βάθος η οικία. Φτάνω στην πόρτα, χτυπάω και μπαίνω. Και τι να δω; Ποιόν να δω απέναντι; Τον στρατιωτικό. Μα δεν μου έμοιαζε για γραφείο… Είχε και ένα παράθυρο, καλυμμένο, σκεπασμένο, πώς να το πω δεν ξέρω, με μία κουρτίνα χοντρή, κι έβλεπε στο πίσω μέρος. Είχε μια πόρτα μπροστά και ένα κρεβάτι δίπλα σιδερένιο.
Τώρα πώς να μην παγώσει το ΕΙΝΑΙ μου; Πως να μην τρομάξω μετά από τόσες περιπέτειες; Ένα ανυπεράσπιστο παιδί και μόνο δεκαπέντε – δεκαέξι χρονών, με πατέρα στις φυλακές και μάνα στους πέντε δρόμους… με τέσσερα παιδιά κυνηγημένη; Πού να πήγαινε η γυναίκα; Που θα έβρισκε το μεγάλο της γιο με ένταλμα σύλληψης στην πλάτη και περιπλανώμενος στα βουνά για να σωθεί… Και αυτός παιδί ακόμα, κουβαλούσε το όνομα του Ζορμπά…του πατέρα δημοκράτη και αγωνιστή. Που θα έκρυβε τα μικρά (τα παιδιά) της για να τα προστατέψει;
Και τώρα είμαι κι εγώ στα χέρια τους. Μαζεύω τις δυνάμεις που μου απέμειναν και χωρίς δεύτερη σκέψη ρωτώ τον Αξιωματικό: Εδώ είναι το γραφείο; Και ποια είναι η ανάκριση που με φωνάξατε; Γύρω, γύρω έφερνα τα μάτια μου και δεν ήξερα από πού θα μου έρθει… Αυτός, σίγουρος για τη δουλειά του και τη δύναμή του μου απαντάει: Λογαριασμό θα σας δώσω; Ταυτόχρονα έβαλε το κλειδί στην πόρτα και το γύρισε κιόλα. Που να πάει το μυαλό του ότι τώρα έχω εμπειρία; Το μυαλό μου πήγε στα κλειδιά του Δημοτικού Σχολείου που ήταν σωτήρια κείνο το βράδυ.
Πάλι κάτι τέτοιο άρχισα να σκέφτομαι. Εδώ ήταν και το σφάλμα του. Περιεργαζόμουν το χώρο κι ας έτρεμα γι’ αυτό που έρχεται. Έβλεπα ένα κρεβάτι, ένα παράθυρο σκεπασμένο και κλειστό, μία πόρτα κλειδωμένη κι ένα κάθισμα που κάθονταν ο ίδιος. Γύρω, γύρω τα μάτια μου και πάλι απ’ την αρχή. Μόνο η φωνή του σπάει τη σιωπή… Ότι έκανε ο πατέρας σου… τα εγκλήματά του, τα πληρώνεις εσύ. Δεν άντεξα. Δεν ξέρω πως βγήκε η φωνή μου. Δεν ξέρω που πήγε ο κόμπος που τόση ώρα με έπνιγε. Φώναξα όμως: Ο πατέρας μου δεν έκανε έγκλημα… Εσείς όμως το κάνετε, είστε άνανδρος. Δεν πρόλαβα να τελειώσω και μου τραβάει ένα χαστούκι και μετά κάθισε στην καρέκλα του και συνέχισε:
«Άκουσε τι θα σου πω… Όπως είδες, στο στρατό δε σας πήραν, αλλά επειδή υπάρχει λόγος να τιμωρηθώ για βιασμό, θα μείνεις εδώ. Κανένας δεν πρόκειται να σε ζητήσει… Κι έτσι θα απαλλαγώ από τις κατηγορίες».
Δεν κατάλαβες καλά, βιάζομαι να του πω κι ας χάσω… έλεγα από μέσα μου. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω τίποτα μαζί μου. Ούτε την ψυχή μου έχω, ούτε την καρδιά μου έχω. Μόνο ο εγκέφαλος πάλι ενεργοποιείται και ψάχνει κάτι να σκαρώσει. Συλλογιέμαι και αναλύω τον χώρο και τις συνθήκες. Με παίρνει ή δε με παίρνει… Μετράω και λέω: είναι άντρας, είμαι παιδί, γυναίκα… Τον κοίταγα και το βλέφαρο κολλημένο πάνω του. Η πόρτα είναι κλειστή. Το παράθυρο είναι στην πίσω πόρτα. Εγώ από δω πως θα γλυτώσω… Κι εκεί που άρχισα να τρέμω και τα πόδια μου να λυγάνε, με κυριεύει και το ΤΩΡΑ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ…
Ψάχνω το ΕΙΝΑΙ μου και δε σταματώ. Θα το πω και όπου με βγάλει… «Σας είπα στην αρχή άνανδρο, τώρα σας λέω πως είσαστε πολλές φορές άνανδρος». Και τότε, δε διστάζει να πάρει το βούρδουλα και με δύναμη με χτυπάει στην πλάτη και στον πισινό. Δύο αξέχαστες βουρδουλιές. Του πέφτει κιόλα ο βούρδουλας, τον κλοτσάω με όση δύναμη είχα και πάει κάτω από το κρεβάτι. Σταμάτησε εκεί, στο βάθος. Που να φτάσει το βούρδουλα; Να χωθεί κάτω απ’ το κρεβάτι δεν τον έπαιρνε, να το φτάσει δεν το έφτανε… έκατσε για δευτερόλεπτα κάτω, με κοίταγε για να μην φύγω… Τότε είδα ότι ο βούρδουλας ήταν από καλώδια στριμμένα, σαν αυτά τα ηλεκτρικά που βλέπω τώρα και στην άκρη έναν δεμένο κόμπο. Δεν πόνεσα από τις βουρδουλιές που έφαγα. Ο φόβος ήταν αυτός που με παρέλυσε… Τούτη η στιγμή μου φάνηκε αιώνας. Αυτός στην καρέκλα του κι εγώ ψάχνω την ψυχή μου, ψάχνω την ευκαιρία να γλυτώσω.
Και πως μου φάνηκε χτυπάει η πόρτα; Πως άκουσα βήματα μέσα στην ζάλη μου; Κι όμως, η πόρτα χτύπησε. Είναι κάποιος από το διπλανό χωριό. Δεν μπόρεσα να τον βρω, δεν μπόρεσα να πάω να τον φτύσω. Ξέρω μόνο ότι ήταν από την Αγ. Παρασκευή Χαλκιδικής, έφερε στον Διοικητή κατάσταση με ονόματα συγχωριανών του. Τους είχε άλλους γραμμένους για τις φυλακές και άλλους για εξορίες. Ο Διοικητής ζορίζεται. Πρέπει να φανεί σοβαρός και στο έργο του και στο πόστο του… Δε θέλει να δώσει εντύπωση ότι ξεκουράζεται εκεί που έχει και το δωμάτιο με το κρεβάτι. Όλα τα μετράει με γρήγορες κινήσεις. Ξεκλειδώνει, ανοίγει την πόρτα, την σπρώχνει με δύναμη πίσω. Κι εγώ παγωμένη μένω σφηνωμένη, σφιγμένη πίσω από την πόρτα. Κατάλαβα. Δεν θέλει να φαίνομαι.
Έλα ντε, μπαίνει ο συνεργάτης του διπλανού χωριού, κάνει δύο βήματα μπροστά και με λεπτομέρειες εξηγεί τα ονόματα της κατάστασης. Δεν με είδε αυτός βέβαια. Δεν ξέρει αν είμαι από πίσω… Δεν γνωρίζει ότι τον ήξερα και με ήξερε. Δείχνει τα ονόματα στον Διοικητή και συμπληρώνει: Αυτά εδώ είναι που θα πάνε για εξορία και αυτά εδώ είναι που θα πάνε φυλακή…
Κι εγώ τον ακούω και σταματάει το αίμα μου. Δύσκολη και η θέση του Διοικητή. Παγιδευμένος και αμήχανος ψελλίζει ένα γρήγορο καλά, καλά και τότε μόνο ξεπετάγομαι, περνάω κάτω και μέσα απ’ τα πόδια τους και βγαίνω κατρακυλώντας. Αυτοί ακόμα τρεκλίζανε και εδώ που τα λέμε, κόντεψα να τους παρασύρω με τη βουτιά μου, να τους ρίξω και κάτω… Σκεφτόμουν αργότερα: Δύο φασίστες, δύο άνανδροι (άντρες) και τους κάνει πέρα ένα κοριτσάκι δεκαέξι χρόνων…
Κι όμως δεν γλυτώνω. Κάτω με περιμένει άλλη έκπληξη. Στην είσοδο βλέπω γυναίκες πέντε – έξι μαζεμένες. Όλες από το χωριό μου το Παλιούρι, με ρόλο ταγματασφαλιτών. Είχαν καταθέσει πως τους άντρες τους τάχα (δήθεν) οι αντάρτες τους σκότωσαν. Και ήταν οι άντρες τους που φαρδιά πλατιά είχανε βάλει υπογραφές στις λίστες που προόριζαν… άλλες για κούρεμα, άλλες για ξύλο… Και μες στα ονόματα κι εγώ.
Αυτές άκουσαν πως με έχουν εκεί, ειδοποιημένες βέβαια, σκηνοθετημένα όλα όπως αυτοί ήξεραν και με περίμεναν απ’ έξω, δήθεν για να χαρούν για την επιτυχία της σύλληψής μου.
Δεν άκουσαν όμως τίποτα. Μαθαίνουν μόνο ότι αντιστέκομαι. Ακούγανε όμως κάθε μου κουβέντα προς τον Διοικητή. Και την ώρα που βγαίνω, με πιάνουν όλες αυτές και με τραβάνε άλλες από τα μαλλιά και άλλες απ’ όπου φτάνανε. Κόντευε και μία να με πνίξει. Με τραβούσε από το λαιμό, κόντευαν να μου βγουν τα μάτια, κόντευα να λυγίσω. Αυτές ήταν οι δυνάμεις μου. Σκέφτηκα και το ‘πα μέσα μου… Μάγδα, μέχρι εδώ… αυτό ήταν, κι ας μην ήξερα ΓΙΑΤΙ. Κάποια στιγμή αυτές φύγανε. Τελειώνει το βάσανο. Φεύγουμε κι εμείς: η Στέλλα, η Αρχόντω κι εγώ. Όλες φύγανε για τα σπίτια τους.
Εδώ κάνω μια παρένθεση, ξεφεύγω λίγο γιατί μετά από δεκαετίες αντάμωσα τη Στέλλα. Ίσως και πριν τέσσερα – πέντε χρόνια. Κουβεντιάζαμε και πάλι στα παλιά γυρνούσαμε. Θυμηθήκαμε κείνες τις στιγμές που μας είχαν κλεισμένες. Είχα και κάποια απορία που πάντα με βασάνιζε και της λέω: Έχω κάποιο παράπονο Στέλλα και απορία που την κουβαλάω χρόνια. Πες μου, γιατί όταν βγήκατε τότε που μας πιάσανε εκεί στο χωριό και γλυτώσατε από εκείνον τον άγριο και φύγατε όλες, ΠΩΣ (και γιατί) δε σκεφτήκατε τόσα χρόνια και μετά, να με ρωτήσετε και μένα ΠΩΣ έφυγα τότε; Τι έγινα; Και το πιστεύω τρομάρα είχαμε όλες… Κουβέντα στην κουβέντα και η απάντηση της Στέλλας τα λέει όλα: «Μάγδα, που να σκεφτούμε; Κοιτάγαμε που και πώς να κρυφτούμε, να γλυτώσουμε. Μας πήρε η μάνα μου και φύγαμε»… Εγώ έλεγα τα πάθη μου και αυτές της παρέας έκλαιγαν. Μέχρι που ψύχραιμα εγώ τις ρωτάω : Καλέ τι κλαίτε; Εγώ τα πέρασα εσείς κλαίτε; Και επανέρχομαι στην περιπέτεια.
Όλη τη φασαρία την παρακολουθούν από πάνω. Έβλεπε πως υπάρχει κίνδυνος ακόμη και να με σκοτώσουν. Ρίχνει με το όπλο του κάνα δύο ριπές και μόνο έτσι με άφησαν. Να όμως, πως έρχονται τα πράγματα. Πάνω στη φασαρία με τις γυναίκες περνούσε ένας του χωριού (γνωστός και για αριστερός) και λίγο συγγενής με τον θείο μου τον φασίστα, πως αλλιώς να τον αποκαλώ… με βλέπει ότι παραπατώ και τα έχω χαμένα. Αδύναμη και ζαλισμένη, προσπαθώ να συνέρθω. Βλέπει περίεργες κινήσεις εκεί στην πόρτα και με παίρνει από το χέρι και με πάει στον περίεργο αυτόν μπάρμπα… Όταν του αφηγήθηκα τα πάθη μου, ήρθε και ο άλλος θείος μου (αδερφός της μάνας μου). Περνούσε με τη γυναίκα του από εκεί… κάτι θέλανε να πάρουν. Έγινε ντόρος στο χωριό. Μαθεύτηκε ότι μας μάζεψαν και τέτοια. Και δεν προλαβαίνουν την κουβέντα και ο θείος μου ο φασίστας δείχνει εμένα… να, εδώ είναι… Ξαναείπα την ιστορία τι και πως έγινε και από εκείνη τη στιγμή απευθυνόμενη σε αυτόν του λέω: Για μένα τώρα τελειώσατε. Ούτε θέλω να σας ξέρω.
Ξεκίνησα με τον αδερφό της μάνας μου για το χωριό, για το Παλιούρι, για το σπίτι μας. Με τα πόδια εγώ, με το γαϊδουράκι ο θείος. Μέχρι εδώ δεν γνώριζε τα πάθη μου. Στο δρόμο προσπαθούσα και ότι μπορούσα να εξηγήσω. Η απορία του ήταν πως δεν έφυγα με τις άλλες. Δε γνώριζε ότι εμένα, την κόρη του Ζορμπά με κράτησε ο Διοικητής. Τι άλλο να έλεγα; Όταν φτάσαμε στο χωριό, στο σπίτι μας, τα δύο μικρά αδερφάκια μου ήταν ακόμα κρυμμένα. Δεν ήξεραν τι έγινα εγώ. Έφτασα εξαντλημένη. Ξάπλωσα στο κρεβάτι σχεδόν άρρωστη.
Αργά το βράδυ γύρισε και η μάνα μου που όλο έτρεχε εδώ κι εκεί, να φέρει τον πατέρα μου από τις φυλακές Κασσάνδρας στις φυλακές Πολυγύρου. Τα είπα όλα στη μάνα μου για κείνο το μαρτυρικό βράδυ που έζησα. Το πρωί η μάνα μου βγαίνει και πάει κατευθείαν στην πλατεία, εκεί που μαζεύονται οι ταγματασφαλίτες του χωριού στο καφενείο και παρακολουθούν κινήσεις. Σε μικρή απόσταση είναι και το σπίτι μας. Ξαφνιάστηκαν. Τους πλησιάζει η μάνα μου εκεί που κάθονται και αρχίζει χωρίς δεύτερη κουβέντα και πρόλογο: «Φτου, φτου σας που δεν ντρέπεστε. Παλιάνθρωποι που μέχρι χτες ερχόσαστε στο σπίτι μας και τρώγατε… και πήγατε να κάνετε τόσο κακό… Κάνατε τόσα στον άντρα μου και τώρα το κορίτσι μου… Ποιος σας πείραξε τα κορίτσια; Είσαστε άνανδροι πέρα για πέρα». Δεν ήθελε να συνεχίσει γιατί καταλάβαινε ότι μεταξύ αυτών υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν σχέση με αυτά. Την άλλη μέρα πάλι ήρθαν στο χωριό μας, στο Παλιούρι ο Στρατιωτικός και ο άλλος ο παλιάνθρωπος.
Τώρα η μάνα μου τα ξέρει όλα. Ξεκίνησαν πάλι να μαζεύουν γυναίκες από τα διπλανά χωριά και μετά ήρθαν και στο δικό μας. Είχανε ξανακάνει τέτοια απόπειρα. Δεν ήταν μόνο η δική μου περιπέτεια. Μεταξύ των γυναικών που μάζεψαν ήταν και η μάνα μου. Την πήραν με το ζόρι, τη χτυπούσαν με τον υποκόπανο. Τις πήγαν πάλι σ’ ένα σπίτι στην άκρη του χωριού, δήθεν για ανάκριση. Ήταν πέντε – έξι γυναίκες και τις δέρνανε κιόλα. Τις πήγαν εκεί στην άκρη για να μην τις ακούει κανείς.
Ο κόσμος κλείνονταν μέσα φοβισμένος. Έβλεπε εκεί κοντά μία μες απ’ το παράθυρο. Σ’ αυτό το σπίτι κούρεψαν κάποια δασκάλα και τις γυναίκες μεταξύ αυτών και τη μάνα μου. Μεταξύ των γυναικών ήταν και η Σ.Γ, πάνω από εικοσιπέντε χρονών. Κρατούν στο τέλος την μάνα μου και αυτήν (Σ.Γ- Στέλλα Γεράκη, Στεργιανή την φωνάζαμε).
Κουρεμένη τώρα η μάνα μου, δαρμένη όπως είναι και εξαντλημένη, πάει να κατέβει, να φύγει, κι εκείνος ο άγριος την κλοτσάει και πάει να πέσει να σκοτωθεί από εκεί. Πρόλαβε η μάνα μου, πιάνεται από την κουπαστή χωρίς δυνάμεις. Τα χέρια της ήταν σακατεμένα. Όταν την έδερναν της δάγκωναν τα χέρια για να μολυνθεί. Θυμάμαι που της έλειπαν κομμάτια από τα δάχτυλά της… Κατέβηκε η φουκαριάρα, τρεκλίζοντας και ζαλισμένη έφτασε στο σπίτι. Πίσω όμως, άφησε μία κοπέλα, την Στεριανή. Όπως έλεγε αργότερα, ο παλιάνθρωπος την κράτησε τελευταία, την έδειρε, ζαλίστηκε και την διακόρευσε. Αυτά έλεγε η Στεριανή στην αδερφή της. Ήταν πέντε αδερφές και δύο αδέρφια (αγόρια). Τον έναν τον είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί για εκδίκηση… Αυτά τα μαθαίνω αργότερα, όχι τότε. Κρυβόμαστε. Δεν βγαίνουμε έξω. Μας κυνηγάνε και δεν έχουμε καμία επαφή. Τότε κάναμε τις διαδρομές από το χωριό μας το Παλιούρι, Χανιώτη, Φώκαια, Άθυτο, Πολύγυρο, Μουδανιά, Ποτίδαια, Επανομή και πάλι πίσω… Γίνεται μεγάλο σούσουρο στο χωριό μας και στις γύρω περιοχές για την περιπέτεια των γυναικών. Κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα και από χωριό σε χωριό πως ο παλιάνθρωπος αυτός, διακόρευσε την Στέλλα. Κάποια στιγμή πήγε και στον θείο μου τον δεξιό ο παλιάνθρωπος και είπε ότι έκανε αυτό και αυτό… Αν και συζητούσαν στο χωριό για το γεγονός αυτό, ο θείος μου δεν ήξερε, δεν είχε μάθει τίποτα. Ακούγοντάς τον όμως δεν αργεί να του πει «το κρίμα στο λαιμό σου που ήταν και παρθένα»… Κι όμως ο παλιάνθρωπος αυτός, ήταν και δικηγόρος. Μπαινόβγαινε εκεί στους κρατούμενους των φυλακών.
Το περίεργο ήταν στην συμπεριφορά και των άλλων. Δεν ξέρω ποιος το οργάνωσε και το σχεδίασε. Αλλά κάθε βράδυ έξω από το σπίτι της κοπέλας που βίασε, μαζεύονταν κόσμος και το φύλαγε. Και γιατί; Γιατί, όπως έλεγαν, να μην την πάρει ο πατέρας της και την πάει στο γιατρό. Ακόμη σκέφτομαι πόση τύφλα είχαμε, πόση αγραμματοσύνη και μίσος υπήρχε κείνα τα χρόνια στα χωριά μας.
Φεύγουν κάποια στιγμή οι φασίστες που φύλαγαν το σπίτι και ο πατέρας έβαλε την κόρη στο γαϊδούρι απάνω και την πήγε στη Βάλτα σήμερα Κασσάνδρεια. Την πήγε στο γιατρό. Του περιγράφει πως έγιναν τα γεγονότα, ζητάει την εξέτασή της να γίνει κιόλα.
Στην έκθεση την ιατρική έγραφε: Εδώ υπάρχει ένας βιασμός. Και πού να πάνε τώρα; Πού να βρουν το δίκιο τους; Εκεί σταμάτησε η Ιστορία της κοπέλας. Της στοίχισε όμως πολύ. Ήταν γνωστό το θέμα στην περιοχή μας και είχε συνέπειες στη ζωή της. Στιγματίστηκε εκείνα τα χρόνια, περνούσε ο καιρός και πολύ, πολύ αργότερα παντρεύτηκε.
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.