«Δίνει μια στο καλυμμαύχι, βγάζει και το ράσο και μπαίνει πρώτος και καλύτερος στο χορό…»
Ο Χαρίλαος Φλωράκης για τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ: «Να στρωθεί στο χορό, ήτανε κάτι εντυπωσιακό, κάτι εντελώς ασυνήθιστο. Ήθελε, πώς να το κάνουμε, μεγάλη λεβεντιά. Αλλά εκείνον ούτε που τον ένοιαζε. Ήταν ωραίος, αλέγρος και αυθόρμητος τύπος…»
Με αφορμή την επέτειο γέννησης (10 του Φλεβάρη 1913) του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, αντιγράφουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Άννας Παναγιωταρέα «Κι σέν’ πώς σ’ λεν; Χαρίλαος Φλωράκης» (εκδ. Καστανιώτη -4η– Αθήνα 2001). Ο Χαρίλαος διηγείται ένα περιστατικό από τα νεανικά του χρόνια, με πρωταγωνιστή τον συμμαθητή του Βησσαρίωνα Τίκα, τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ενδεικτικό των φιλικών αισθημάτων που έτρεφαν οι δυο άντρες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
«Στην παραπάνω τάξη από μένα, στο ίδιο σχολείο, πήγαινε και ο Σεραφείμ – ο αρχιεπίσκοπος. Ήταν πολύ ατίθασος μαθητής. Βλεπόμαστε τακτικά όσο ήμαστε μαζί. Μετά, όταν τελειώσαμε το Σχολαρχείο, χάθηκε από προσώπου γης ο Σεραφείμ. Ύστερα από καιρό τον βλέπουμε να μας καταφθάνει με παπαδίστικα. Καλογεροπαίδι, φορούσε ράσα. Είχε πάει στην ιερατική Σχολή της Άρτας κι είχε έρθει στην Καρδίτσα, θα ήτανε ίσως γιορτές, για επίσκεψη στην οικογένειά του. Εμείς τότε ήμαστε μια παρέα συμμαθητές, τέσσερις πέντε, και πηγαίναμε όλοι μαζί στην ταβέρνα του Παεζάνου. Είχε ένα πατάρι κι εκεί καθόμαστε εμείς. Παίρναμε ένα κατοσταράκι κρασί και πίναμε για να περάσει η ώρα συζητώντας. Για να φαινόμαστε κι εμείς άντρες.
Τότε στην Καρδίτσα υπήρχαν κάνα δυο άλλα μαγαζιά, που έδιναν κρασί και με την ώρα. Πλήρωνες πέντε δραχμές την ώρα κι έπινες όσο κρασί ήθελες. Στην αρχή είχαν μεγάλη πελατεία γιατί ήταν παράξενο γεγονός: να πίνεις με πέντε δραχμές ελεύθερα, όσο θέλεις. Μετά από λίγο όμως σταμάτησε, γιατί τελικά δεν συνέφερε σε κανέναν. Γιατί πόσο κρασί θα πίνες μέσα σε μια ώρα, Για να ξεπεράσεις το τάλιρο και να πιεις και πάλι, έπρεπε και να φας κάτι για να μη ζαλιστείς και να καθίσεις περισσότερη ώρα. Πάντως για ξεροσφύρι ούτε λόγος. Ποιος να άντεχε. Η καινοτομία δούλεψε στην αρχή. Είχε κι αυτή το γούστο της. Μετά γυρίσαμε στην παράδοση και σταμάτησαν και οι νεοτερισμοί.
Εμείς, λοιπόν, πηγαίναμε στο πατάρι μια φορά τη βδομάδα και πίναμε ένα κατοσταράκι και για μεζέ παίρναμε καμιά μαριδούλα, καμιά σαρδέλα, τέτοια. Έρχεται και ο Σεραφείμ με τα παπαδίστικα και κάθεται στην παρέα σαν μη συνέβαινε τίποτα. Να γέλια και πειράγματα. Κάτω παίζανε τα όργανα και τα κλαρίνα. Σε λίγο βλέπω τον Σεραφείμ να δίνει μια στο καλυμμαύχι — βγάζει και το ράσο και μπαίνει πρώτος και καλύτερος στο χορό. Για την εποχή εκείνη, καλογεροπαίδι να στρωθεί στο χορό, ήτανε κάτι εντυπωσιακό, κάτι εντελώς ασυνήθιστο. Ήθελε, πώς να το κάνουμε, μεγάλη λεβεντιά. Αλλά εκείνον ούτε που τον ένοιαζε. Ήταν ωραίος, αλέγρος και αυθόρμητος τύπος.
Μετά πέρασε ο καιρός και δεν τον ξανάδα. Ήξερα όμως ότι είχε προχωρήσει και τον είχανε κάνει και μητροπολίτη Ιωαννίνων και ότι είχε μπει και στην αντίσταση, στο ΕΔΕΣ. Συναντηθήκαμε πάλι εδώ, για πρώτη φορά στην Αθήνα. Αυτός αρχιεπίσκοπος κι εγώ γραμματέας του ΚΚΕ. Και θυμηθήκαμε τα παλιά. Γελούσαμε πολύ με όσα κάναμε εκείνη την εποχή που μας άρεσε πολύ. Ήτανε τα νεανικά μας χρόνια. Περασμένα πια…»