ΔΣΕ – Μάθημα ήθους και περηφάνιας, με την Ελένη Τσιομπανίδου-Κουρού (Νίκη)
«Δε λυπάμαι που έχασα τα μάτια μου, λυπάμαι που δεν είμαι δίπλα στους συναγωνιστές μου…Γιατί βλέπεις Άννα μου, η περηφάνια μας ήταν αυτή… ο Αγώνας μας…»
Μιλάω στο τηλέφωνο, όπως κάθε βράδυ, με τη θεία Νίκη από το χωριό Καναδάς του Έβρου. Πολιτική Πρόσφυγας στην πόλη Οράντεα της Ρουμανίας. Σήμερα μένει στη Βέροια. Μόλις δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εθνική Αντίσταση (τεύχος 3/2014) η ιστορία της στον αγώνα, ο τραυματισμός της, η μόνιμη απώλεια όρασης από βαρύ τραύμα πολέμου (Εμφύλιος)… Γενάρης του 1949. Από τότε τυφλή. Όλες οι γνωματεύσεις των γιατρών καταλήγανε στο 100% αναπηρία ματιών.
Τυφλή η Νίκη, ζει Πολιτική Πρόσφυγας για πολλά χρόνια. Το κείμενο του περιοδικού έφτασε στα χέρια πολλών ανθρώπων που έζησαν μαζί στην προσφυγιά, στην γειτονιά των Ελλήνων όπως έλεγαν, στην Οράντεα.
Πέσανε πολλά τηλεφωνήματα. Το ένα πίσω από το άλλο. Την ενημερώνω. Με ρωτάνε αν γράφω για τη Νίκη που ήταν στη Ρουμανία… και αν πραγματικά ήταν τυφλή. Τους συγκλόνισε και η ιστορία της βέβαια… και δεν πρόλαβα να τελειώσω και η Νίκη μού απαντά γρήγορα και κοφτά: «Ναι, εγώ είμαι. Όλη την Οράντεα την περπατούσα… αλλά είχα το θάρρος και την τόλμη… Περνούσα και τον δρόμο αλλά εγώ πρόσεχα… Περίμενα πολύ ώσπου να περάσω και να σιγουρευτώ. Άκουγα αν πλησίαζαν αυτοκίνητα και όταν το σιγούρευα μόνο τότε έφευγα. Κάποιες φορές κρατούσα και ένα άσπρο μπαστούνι. Το σήκωνα. Γνώριζαν οι οδηγοί για τα άσπρα μπαστούνια και σταματούσαν. Ήταν εκπαιδευμένοι. Άλλες φορές το είχα μαζεμένο στην τσάντα μου. Εγώ δεν ήθελα να το δείχνω κιόλα ότι είμαι τυφλή.
Δεν ήθελα να με λυπούνται και να λένε η καημένη… Εγώ είχα και παιδιά και έπρεπε να δείχνω φυσιολογική… Γυναίκα, Μάνα, Αγωνίστρια. Ξέρεις Άννα, εκεί στις πολυκατοικίες που μέναμε, σχεδόν όλοι οι Έλληνες, είχε ένα πάρκο με παγκάκια. Εκεί μαζευόμασταν τα βράδια. Μερικές φορές περνούσα από δίπλα και δεν χαιρετούσα γιατί δεν τους έβλεπα. Οι δικοί μας νόμιζαν ότι απαξιώ να τους μιλήσω, δεν τους μιλάω, δεν τους υπολογίζω… και δεν τους χαιρετώ. Εγώ όμως δεν τους έβλεπα. Δεν πήγαινε και το μυαλό τους ότι δεν βλέπω, ότι είμαι τυφλή. Και αυτό γιατί εγώ φρόντιζα να μην το δείχνω και να μην το λέω.
Όταν τραυματίστηκα ακόμα, αποφάσισα να το παλέψω, έτσι… «Όρθια όπως στον πόλεμο, στον Αγώνα… έτσι και στη Ζωή».
Της μίλησα για τον Γιώργο Κ. από Ορεστιάδα και για τα χαιρετίσματά του. Η Νίκη τα θυμάται όλα… Πριν πολλά χρόνια, με τον επαναπατρισμό της πέρασε από την Ορεστιάδα. Θυμάται που ξαναπήγε εκεί με έναν παλιό γνωστό της, στο μαγαζάκι του Γ. Κυριαλανίδη τότε ήταν πρόεδρος των Αντιστασιακών της περιοχής. Μιλήσανε για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης… Θα έβαζε μπρος και τα δικά της χαρτιά μιας και την απέρριψαν στην Βέροια όπου κατοικούσε. Εκείνες οι στιγμές στην Ορεστιάδα ξαναζωντάνεψαν στο μυαλό της.
Μου περιγράφει τόσο φυσιολογικά, μα τόσο φυσιολογικά για μία στιγμή… που δεν τόλμησα να την διακόψω. Μα ούτε και πρόλαβα.
«Πηγαίναμε δίπλα, δίπλα και σιγά, σιγά με τον γνωστό μου ως το εργαστήριο-τσαγκαράδικο του Γ. Κυριαλανίδη. Λοιπόν, φτάνουμε εκεί, κουβεντιάζουμε και σε λίγο φεύγουμε. Πάλι για αιτήσεις και δικαιολογητικά αναγνώρισης Εθνικής Αντίστασης ο λόγος… Σε λίγο φύγαμε. Στο γυρισμό, εγώ ξέρεις… πάλι προσεκτική περπατώ και ο άνθρωπος δίπλα μου ξεθαρρεύει… Γιατί βλέπεις Άννα μου, η περηφάνιά μας ήταν αυτή… ο Αγώνας μας…
Καταλάβαινα όμως πως αλλιώς ήταν τα βήματά μου στην ανηφόρα και αλλιώς στην κατηφόρα. Εκεί, στην μικρή ανηφόρα πατούσα πιο σίγουρη, σαν να έβλεπα… Στην κατηφόρα όμως ήταν πιο δύσκολα. Δεν πατούσα καλά… σα να έφευγε το πόδι μου και πάλι αβέβαιη ήμουν για το επόμενο βήμα. Και τότε σκόνταψα στο πεζούλι και πέφτω ξαφνικά. Με σηκώνει ο γνωστός μου και τρομαγμένος μου λέει: «να σε κρατήσω, να σε βοηθήσω, να σε πιάσω από το μπράτσο»… Κι εγώ Άννα μου δεν το ήθελα βλέπεις… γιατί η κοινωνία ήταν μικρή (Ορεστιάδα) κι εγώ ήμουν γυναίκα. Δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα και ούτε να φέρω σε δύσκολη θέση αυτόν τον άνθρωπο που τόσο απλόχερα ήθελε να με βοηθήσει. Σηκώθηκα στα γρήγορα και όπως τότε που τραυματίστηκα… Έπεφτα και σηκωνόμουν… ξαναέπεφτα και σηκωνόμουν. Δίπλα μου σκοτωμένοι οι συναγωνιστές κι εγώ ‘κοιτούσα μπροστά’ όπως λέμε κι ας μην έβλεπα από τα αίματα και το τραύμα των ματιών… Μαζί με το θάνατο προχωρούσα… Σηκωνόμουν, στύλωνα τα πόδια μου, έπαιρνα βαθιές ανάσες και τραβούσα στον δρόμο μου, στον δρόμο του Αγώνα… Ήμουν μαχήτρια του Δ.Σ.Ε. Δεν ήταν λίγο πράγμα…
Και περπατούσα κι έλεγα: Δε λυπάμαι που έχασα τα μάτια μου, λυπάμαι που δεν είμαι δίπλα στους συναγωνιστές μου» (από συνέντευξη της Ελένης στην εφ. Νέα Γενιά του βουνου). Δεν προσθέτω τίποτα παραπάνω παρά μόνον τις λέξεις: ΓΥΝΑΙΚΑ-ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ – ΗΡΩΙΣΜΟΣ – ΗΘΟΣ – ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ – και ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ όπως αρμόζουν στους χιλιάδες αγωνιστές-αγωνίστριες του Δ.Σ.Ε. και μόνο θαυμασμό για την πίστη στον αγώνα τους για ΖΩΗ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Και κλείνω με τα στοιχεία ταυτότητας: Τσιομπανίδου Ελένη (Νίκη ψευδώνυμο βουνού), Αντάρτισσα του Δ.Σ.Ε, Ανθυπολοχαγός, Μετάλλιο Ανδρείας. Σήμερα 88 χρονών, κάτοικος Βέροιας. (Η κουβέντα έγινε το 2014 ).