Αλμπέρ Καμύ – ένας υπαρξιστής “παρά τη θέλησή του”

Ο Σαρτρ κι εγώ απορούμε πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να συσχετίζουν τα ονόματα μας. Σκεφτόμαστε μάλιστα κάποια μέρα να δημοσιεύσουμε και μια μικρή αγγελία και να δηλώσουμε ότι οι “κάτωθι υπογεγραμμένοι” δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, και ότι ο ένας αρνείται να πληρώσει τα χρέη του άλλου.

Σαν σήμερα, στις 4 Γενάρη του 1960, έφυγε από τη ζωή ο Γάλλος λογοτέχνης Αλμπέρ Καμύ, μια προσωπικότητα που αναμφισβήτητα σημάδεψε τη ζωή των γραμμάτων στην πατρίδα του, ενώ το έργο του εμπεριέχει και σημαντικές φιλοσοφικές προεκτάσεις, συνδεόμενο, παρά τη σθεναρή αντίδρασή του σε αυτή τη σύνδεση, με το ρεύμα του υπαρξισμού.

Η πολιτική του πορεία υπήρξε ταραχώδης, καθώς υπήρξε μέλος αρχικά του Γαλλικού ΚΚ (1935) κι αμέσως μετά στο αδελφό ΚΚ Αλγερίας (1936), ενώ την επόμενη χρονιά μπήκε στο Αλγερινό Λαϊκό Κόμμα, κάτι που συνέβαλε στην αποπομπή του από το ΚΚ, επισήμως με την κατηγορία του τροτσκισμού. Στη συνέχεια συνδέθηκε με το γαλλικό αναρχικό κίνημα, σε έντυπα του οποίοy αρθρογραφούσε, αντιτάχθηκε στους ναζί μέσω του εντύπου Combat στη διάρκεια της κατοχής, ενώ στήριξε κάθε αντισοβιετική ενέργεια από τα γεγονότα του Βερολίνο το ’53 ως την απόπειρα αντεπανάστασης στην Ουγγαρία το ’56.

Επιλέξαμε να μεταγράψουμε την εισαγωγή του Α.Κ, από τον τόμο που περιέχει τα έργα του Καμύ: “Ο Ξένος, η Πανούκλα, Γράμματα σ’ ένα Γερμανό φίλο”, σε μετάφραση Γιώργου Γεραλή και Νάτας Κυριακοπούλου. Παρότι αρκετά εξιδανικευτική στο πολιτικό κομμάτι, χωρίς ωστόσο να αποκρύπτει συνειδητά τις αντιφάσεις της πορείας του, η εισαγωγή φωτίζει ευσύνοπτα τους βασικούς σταθμούς της ζωής και του έργου του. Στη συνέχεια, παραθέτουμε απόσπασμα από το τέταρτο και τελευταίο γράμμα από τα “Γράμματα σ’ ένα Γερμανό φίλο”, έργο όπου εξηγεί τους λόγους της αντιχιτλερικής του στράτευσης και θέτει κάποια ενδιαφέροντα ζητήματα για το πώς πέτυχε τη σύζευξη της πολιτικής δράσης με την εν γένει πεσιμιστική του αντίληψη για το νόημα της ύπαρξης.

-.-

Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στο Μοντοβί της Αλγερίας στις 7 Νοεμβρίου 1913. “Μεγάλωσα, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μέσα στις τυμπανοκρουσίες του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Και η ιστορία μας από τότε δεν έπαψε να είναι: φόνοι, αδικία, βία”. Ο πατέρας του Καμύ σκοτώθηκε σ’ αυτόν τον πόλεμο. Η μητέρα του, ο μεγαλύτερος αδελφός του και ο μικρός Αλμπέρ έφυγαν για το Αλγέρι, όπου έζησαν φιλοξενούμενοι σ’ ένα συγγενικό τους σπίτι. Εκεί ο Καμύ τελειώνει το δημοτικό, το γυμνάσιο και τη φιλοσοφική σχολή. Τα μαθητικά χρόνια του Καμύ δεν ήταν εύκολα, και ακόμη λιγότερο τα φοιτητικά. Για να μπορέσει να ζήσει έκανε ένα σωρό επαγγέλματα, από πωλητής ανταλλακτικών αυτοκινήτων μέχρι υπάλληλος σ’ ένα γραφείο θαλασσίων μεταφορών, όπως ο Μερσώ, ο ήρωας του Ξένου. Αργότερα ο Καμύ θα γίνει ηθοποιός, καθηγητής, δημοσιογράφος.

Τα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα ο Καμύ τα έκανε στο Αλγέρι. Δημοσίευσε δύο δοκίμια, “Το ανάποδο και το ίσιο” και τους “Γάμους”. Σ’ αυτά τα πρώτα έργα του ο Καμύ παρουσιάζεται ποιητής, στυλίστας, λυρικός και εμπνεόμενος από ένα πιεστικό αίτημα για την αναζήτηση της ευτυχίας. Αργότερα στο Παρίσι, δημοσιεύει το μυθιστόρημα Ο Ξένος (1942) και το δοκίμιο ο μύθος του Σίσυφου ή Η φιλοσοφία του παραλόγου, όπως μετονομάστηκε. Τα δύο έργα ταιριάζουν θαυμάσια με το πνεύμα της εποχής: είναι η περιγραφή του ανθρώπου που βαδίζει σαν υπνοβάτης ανάμεσα στα γεγονότα που τον ξεπερνούν.

Ο Ξένος είναι η μυθιστορηματική ανάπτυξης της φιλοσοφίας του παραλόγου, της οποίας εισηγητής θεωρείται ο Καμύ. Με το έργο του αυτό, ο Καμύ έγινε αμέσως διάσημος. Μερικοί τον κατηγόρησαν τότε (1942) επειδή είχε δημοσιεύσει ένα βιβλίο τόσο απαισιόδοξο σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι χρειάζονταν εμψύχωση και μαχητικότητα. Αλλά η προσωπική του στάση απέναντι στο ναζισμό και το φασισμό, καθώς και η δράση του στην Αντίσταση, γλύτωσαν τον Καμύ από τη γενική καταδίκη.

Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και αργότερα, ο Καμύ κάθε άλλο παρά αμέτοχος και αδιάφορος φάνηκε απέναντι στα μεγάλα γεγονότα που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα. Αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της αδικίας και της τυρρανίας του ανθρώπου από άνθρωπο. Πολλοί του απέδωσαν “πολιτική σύγχυση”. Πρόκειται για μια μομφή πολύ συζητήσιμη. Ο Καμύ μπορεί να μην υπήρξε συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντι στο ΚΚ της Αλγερίας του οποίου ήταν μέλος. Γι’ αυτό και τον διέγραψαν. Δεν έπαψε όμως ποτέ να μάχεται υπέρ των ελευθεριών και της αξιοπρέπειας των λαϊκών τάξεων: “Όταν ένας εργάτης σε κάποιο μέρος του κόσμου, υψώνει τη γροθιά του μπροστά σε ένα τανκ και φωνάζει ότι δεν είναι σκλάβος, πώς μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι;” και “Οι Γάλλοι εργάτες είναι οι μόνοι που κοντά τους αισθάνομαι καλά και που έχω διάθεση να τους γνωρίσω και να τους “ζήσω”. Είναι σαν εμένα”.

Ωστόσο στο Ο Ξένος, όπως και στο δοκίμιό του Ο μύθος του Σίσυφου, ο Καμύ εκθέτει ιδέες που φαίνονται να μην αντανακλούν την πρακτική της ιδιωτικής του ζωής. Τα έργα αυτά εκφράζουν το άγχος του Καμύ για το παράλογο της ζωής. “Αξίζει κανείς να ζει αυτή τη ζωή;” Αυτό είναι το ερώτημα που βασάνισε πάντα τον Καμύ. Τους περισσότερους ανθρώπους η ζωή τους οδηγεί στην επανάληψη “κινήσεων που υπαγορεύονται από τη συνήθεια”. Κάποτε, όμως, συμβαίνει να αναρωτηθούμε: γιατί ζούμε αυτή τη ζωή, που δεν μας προσφέρει τίποτε, τίποτα περισσότερα παρά μια προετοιμασία για την υποδοχή ενός αύριο που θα είναι κι αυτό ακριβώς ίδιο με το σήμερα; Τι περισσότερο είναι η ζωή παρά μια σταθερή και επίπονη πορεία προς το θάνατο;

Στην πραγματικότητα, το “παράλογο” δε βρίσκεται ούτε μέσα στον κόσμο ούτε μέσα στον άνθρωπο, αλλά μέσα στην κοινή τους παρουσία. Γεννιέται από την αντινομία τους. Ο άνθρωπος πρέπει να καταλάβει αυτήν την αντινομία και να την παραδεχθεί, οπότε θα φθάσει στο σημείο να κατανοήσει το παράλογο, θα μπορέσει να ζήσει και να αρνηθεί την αυτοκτονία: “Από το παράλογο”, λέει ο Καμύ, “βγάζω τρία αποτελέσματα: την επανάστασή μου, την ελευθερία μου, το πάθος μου. Με τη βοήθεια της συνείδησής μου και μόνο μεταμορφώνω σε κανόνα ζωής ό,τι ήταν μια πρόσκληση σε θάνατο-και αρνούμαι την αυτοκτονία”.

Και ξάφνου, όλοι αρχίζουν να συσχετίζουν το όνομά του με το όνμα του Σαρτρ. Είναι και οι δυο τους εκπρόσωποι των καινούργιων ιδεών που κατακλύζουν τον κόσμο. Ωστόσο, ο Καμύ ενοχλείται από αυτόν τον συνεχή παραλληλισμό: “‘Οχι, δεν είμαι υπαρξιστής. Ο Σαρτρ κι εγώ απορούμε πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να συσχετίζουν τα ονόματα μας. Σκεφτόμαστε μάλιστα κάποια μέρα να δημοσιεύσουμε και μια μικρή αγγελία και να δηλώσουμε ότι οι “κάτωθι υπογεγραμμένοι” δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, και ότι ο ένας αρνείται να πληρώσει τα χρέη του άλλου. Επιτέλους, αυτός ο συσχετισμός είναι αστείος. Ο Σαρτρ κι εγώ είχαμε εκδώσει όλα τα βιβλία μας πριν ακόμη γνωριστούμε. Κι όταν γνωριστήκαμε, ήταν για να διαπιστώσουμε τις διαφορές μας. Ο Σαρτρ είναι υπαρξιστής, ενώ εγώ έχω εκδώσει μόνο ένα βιβλίο ιδεών, το Ο μύθος του Σίσυφου, και αυτό στρέφεται εναντίον των λεγόμενων υπαρξιστών φιλοσόφων ” (15 Νοεμβρίου 1945)

Εκτός από την πρόζα, ο Καμύ μεταχειρίστηκε και το θέατρο για να εκφράσει τη φιλοσοφία του παραλόγου. Ανάμεσα στα άλλα θεατρικά του έργα, το πιο χαρακτηριστικό είναι το Καλιγούλας, που εκδίδεται το 1944.

Στο Γράμματα σ’ έναν Γερμανό φίλο, που το έγραψε στην Κατοχή, ο Καμύ αντιτίθεται στις θεωρίες ενός παλιού του φίλου που δικαιολογεί τη χιτλερική πολιτική με τη φόρμουλα “τα πάντα επιτρέπονται”. “Διάλεξα τη δικαιοσύνη”, του απαντά ο Καμύ, “για να μείνω πιστός στη γη. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτός ο κόσμος δνε έχει υψηλό νόημα. Αλλά ξέρω ότι κάτ σ’ αυτόν έχει νόημα: είναι ο άνθρωπος, γιατί είναι ο μόνος που απαιτεί να έχει κάποιο νόημα”. Αυτή την καινούργια φιλοσοφική θέση θα τονίσει και στο Πανούκλα (1947), και αργότερα θα την εκθέσει αναλυτικότερα στο Επαναστατημένος Άνθρωπος (1951). Η πτώση (1956) χαρακτηρίζεται σαν το καλύτερο έργο του. Τέλος με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Η εξορία και το βασίλειο (1957) το έργο του Καμύ φαίνεται να φθάνει στην ολοκλήρωση του. Είναι η στιγμή που η Σουηδική Ακαδημία τον βραβεύει με το Νομπέλ: ο Καμύ είναι ο νεώτερος συγγραφέας που είχε ως τότε τιμηθεί με αυτό το βραβείο. Είναι μόνο σαράντα ετών. Δύο χρόνια αργότερα, χάνει τη ζωή του σ’ ένα δυστύχημα, μέσα στο αυτοκίνητο του εκδότη Μισέλ Γκαλιμάρ.

“Ο άνθρωπος είναι φθαρτός. Μπορεί. Αλλά αν φθειρόμαστε προβάλλοντας αντίσταση, κι αν το μηδέν είναι η μοίρα μας ας μην το κάνουμε να φαίνεται μια δίκαιη πληρωμή!” Όμπερμαν

-.-

Να που ήρθε ο καιρός της ήττας σας. Σας γράφω από μια πολιτεία φημισμένη σ’ όλον τον κόσμο και που προετοιμάζει, εναντίον σας, μια επαύριο ελευθερίας. Ξέρει πως αυτό δεν είναι εύκολο και πως θα χρειαστεί πρωτύτερα, να διαβεί μια νύχτα ακόμα πιο σκοτεινή από κείνη που άρχισε, πάνε τέσσερα χρόνια, με τον ερχομό σας. […] Περιμένω και σας σκέφτομαι: κάτι έχω να σας πω, και θα ‘ναι το τελευταίο. Θέλω να πω πώς γίνεται να μοιάζαμε άλλοτε τόσο πολύ και σήμερα να ‘μαστε εχθροί, πως θα μπορούσα να βρίσκομαι στο πλευρό σας και γιατί σήμερα όλα έχουν τελειώσει ανάμεσά μας.

Για πολύ καιρό, πιστέψαμε μαζί πως αυτός ο κόσμος δεν είχε υψηλότερο νόημα και πως είχαμε γελαστεί. Το πιστεύω ακόμα κατά κάποιον τρόπο. Έχω βγάλει όμως άλλα συμπεράσματα από κείνα για τα οποία μου μιλούσατε τότε και που προσπαθούσατε, επί τόσα χρόνια, να τα περάσετε στην Ιστορία. Λέω σήμερα πως αν, πραγματικά, σας είχα ακολουθήσει σε ό,τι σκεπτόσαστε, θα ‘πρεπε να σας δώσω δίκιο σε ό,τι κάνετε. […] Δεν πιστέψατε ποτέ στο νόημα αυτού του κόσμου και σχηματίσατε, έτσι, την ιδέα πως τα πάντα έχουν την ίδια αξία, πως το καλό και το κακό καθορίζονται όπως τα καταλαβαίνει ο καθένας. Υποθέσατε πως, αφού δεν υπάρχει καμιά ανθρώπινη ή θεόσταλτη ηθική, οι μόνες αξίες είναι εκείνεις που κυβερνούν τον κόσμο των ζώων, δηλαδή η βία και η πανουργία. Βγάλατε έτσι το συμπέρασμα πως ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα και πως θα μπορούσατε να σκοτώσετε την ψυχή του, πως μέσα στην πιο εξωφρενική απ’ όλες τις ιστορίες, η αποστολή ενός ατόμου δεν μπορούσε να είναι παρά η περιπέτεια της δύναμης και η ηθική του ο ρεαλισμός των κατακτήσεων. Και αληθινά, εγώ που πίστευα πως σκεφτόμουν όπως εσείς, δεν έβρισκα επιχείρημα να σας αντιτάξω, εκτός από μια παράφορη αγάπη για τη δικαιοσύνη που, τελικά, μου φαινόταν τόσο λίγο λογική όσο και το πιο βίαιο πάθος.

Πού βρισκόταν η διαφορά; Εσείς δεχόσαστε πρόθυμα να απελπιστείτε, ενώ εγώ δεν το αποδέχτηκα ποτέ. […] Γιατί εσείς κάνατε την απελπισία σας μεθύσι, γιατί λυτρωθήκατε απ’ αυτήν υψώνοντάς την σε αξίωμα, δεχτήκατε να καταστρέψετε τα έργα του ανθρώπου και να τον πολεμήσετε για να ολοκληρώσετε την ουσιαστική δυστυχία του. Κι εγώ, καθώς αρνιόμουν να δεχτώ αυτή την απελπισία κι αυτόν τον βασανισμένο κόσμο, ήθελα μόνο να ξαναβρούν οι άνθρωποι την αλληλεγγύη τους, για ν’ αγωνιστούν ενάντια στο εξοργιστικό πεπρωμένο τους. […] Εξακολουθώ να πιστεύω πως ο κόσμος δεν έχει υψηλότερο νόημα. Όμως ξέρω πως κάτι στον κόσμο έχει νόημα κι αυτό είναι ο άνθρωπος, επειδή ακριβώς είναι το μόνο πλάσμα που απαιτεί να έχει νόημα. […] Μοναδική δικαίωση του κόσμου είναι ο άνθρωπος κι αυτόν πρέπει να σώσουμε αν θέλουμε να σώσουμε την ιδέα της ζωής. Το χαμόγελό σας και η περιφρόνησή σας θα με ρωτήσουν: Τι θα πει να σώσουμε τον άνθρωπο; Αλλά σας το φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, είναι να μην τον τραυματίσουμε και να δώσουμε όλες τις δυνατότητες στη δικαιοσύνη, που τη σημαία της μονάχα ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβει.

Να γιατί αγωνιζόμαστε. Να γιατί αναγκαστήκαμε να σας ακολουθήσουμε αρχικά σ’ έναν δρόμο που δεν το θέλαμε και που μας οδήγησε στην ήττα. Γιατί η απελπισία σας σας έκανε δυνατούς. […] Αλλά σεις κάνατε αυτό που έπρεπε, κι έτσι περάσαμε στην Ιστορία. Κι επί πέντε χρόνια δεν ήταν πια βολετό να χαρούμε τη φωνή των πουλιών στη βραδινή δροσιά. Χρειάστηκε να απελπιστούμε δια της βίας. Χωριστήκαμε απ’ τον κόσμο, επειδή κάθε στιγμή του κόσμου ήταν δεμένη μ’ έναν ολόκληρο λαό από εικόνες θανάτου. Εδώ και πέντε χρόνια, δεν υπάρχουν πια, σ’ αυτήν τη γη, αυγές δίχως αγωνίες, βράδια χωρίς φυλακές, μεσημέρια δίχως αιματοχυσία. Ναι, χρειάστηκε να σας ακολουθήσουμε. Αλλά το δύσκολο κατόρθωμά μας ήταν να σας ακολουθήσουμε στον πόλεμο δίχως να ξεχάσουμε την ευτυχία. Κι ανάμεσα στις κραυγές και στη βία, προσπαθούσαμε να φυλάξουμε στην καρδιά τη θύμηση μιας χαρούμενης θάλασσας, ενός λόφου που ποτέ δε λησμονήθηκε, το χαμόγελο ενός αγαπημένου προσώπου. Αυτό ήταν το καλύτερο όπλο μας, που δεν θα το καταθέσουμε ποτέ. Γιατί, τη μέρα που θα το χάσουμε, θα είμαστε το ίδιο νεκροί όπως κι εσείς. Ξέρουμε όμως τώρα πως τα όπλα της ευτυχίας, για να σφυρηλατηθούν, χρειάζονται πολύ καιρό και πολύ αίμα.

Χρειάστηκε να μπούμε στη φιλοσοφία σας, να δεχτούμε να σας μοιάσουμε κάπως. Είχατε διαλέξει τον χωρίς κατεύθυνση ηρωισμό, επειδή είναι η μόνη αξία που απομένει σ’ έναν κόσμο που έχασε το νόημα του. […] Αναγκαστήκαμε να σας μιμηθούμε για να μην πεθάνουμε. Αλλά είδαμε τότε πως η υπεροχή μας απέναντί σας ήταν ότι είχαμε κάποια κατεύθυνση. Τώρα που όλα τελειώνουν, μπορούμε να σας πούμε τι διδαχτήκαμε, πως ο ηρωισμός δεν είναι τίποτα το σπουδαίο, πως το πιο δύσκολο είναι η ευτυχία. Αυτή την ώρα όλα θα πρέπει να ξεκαθαρίστηκαν για σας, το ξέρετε πως είμαστε εχθροί. […] Σας πολεμώ, επειδή η λογική σας είναι το ίδιο εγκληματική όπως κι η καρδιά σας. Και στη φρίκη που σκορπίσατε επί τέσσερα χρόνια, η λογική σας έχει τόσο μερίδιο, όσο και το έντστικτό σας. Γι’ αυτό και η καταδίκη μου θα είναι ολοκληρωτική, είσαστε κιόλας νεκρός στα μάτια μου. Αλλά και την ώρα ακόμα που θα κρίνω το φοβερό φέρσιμό σας, θα θυμηθώ πως εσείς κι εμείς ξεκινήσαμε από την ίδια μοναξιά, πως εσείς κι εμείς είμαστε, μαζί με όλη την Ευρώπη, μέσα στην ίδια τραγωδία του πνεύματος. Κι όσο κι αν δεν το θελήσατε, θα φυλάξω για σας το όνομα του ανθρώπου. Για να φανούμε συνεπείς στην πίστη μας, είμαστε αναγκασμένοι να σεβαστούμε σε σας εκείνο που δε σέβεστε στους άλλους. Για πολύ καιρό αυτό ήταν το τεράστιο πλεονέκτημά σας, αφού σεις σκοτώνετε πιο εύκολα από μας. Και ίσαμε το τέλος των καιρών, αυτό θα ‘ναι το όφελος εκείνων που σας μοιάζουν. Αλλά ίσαμε το τέλος των καιρών, εμείς, που δε σας μοιάζουμε, θα υπάρχουμε για να μαρτυρούμε ότι ο άνθρωπος, πέρα από τις χειρότερες πλάνες του, μπορεί να λάβει δικαίωση και τίτλους αγνότητας.

Να γιατί, στο τέλος αυτής της μάχης, από την καρδιά αυτής της πολιτείας […] μπορώ να σας πω πως, την ίδια στιγμή που θα σας καταστρέφουμε ανελέητα, δε θα νιώθουμε μίσος απέναντί σας. Ακόμα κι αν θα ‘πρεπε να πεθάνουμε αύριο, όπως τόσοι άλλοι, πάλι δε θα αισθανόμαστε μίσος. […] Να ποια είναι η δύναμή μας: να σκεφτόμαστε όπως εσείς για το βάθος του κόσμου, να μην αρνιόμαστε τίποτε από το δράμα μας, αλλά ταυτόχρονα να ‘χουμε σώσει την ιδέα του ανθρώπου στο χείλος αυτής της καταστροφής του πνεύματος και ν’ αντλούμε απ’ αυτήν το ακούραστο θάρρος των αναγεννήσεων. Βέβαια, η κατηγορία μας εναντίον του κόσμου είναι το ίδιο βαριά. […] Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δολοφονημένοι την αυγή, οι τρομεροί τοίχοι των φυλακών, μια Ευρώπη που βάφτηκε με το αίμα εκατομμυρίων παιδιών της, όλα αυτά χρειάστηκαν για να κερδίσουμε δυο τρεις αποχρώσεις, που δε θα έχουν ίσως άλλη χρησιμότητα παρά να βοηθήσουν μερικούς από μας να πεθάνουν καλύτερα. Ναι, είναι κάτι απελπιστικό. Αλλά θ’ αποδείξουμε πως δεν αξίζουμε τόση αδικία. Αυτό το έργο αποφασίσαμε να αναλάβουμε, και θα το αρχίσουμε από αύριο. Μέσα στη νύχτα της Ευρώπης, που την διαπερνούν οι πνοές του καλοκαιρού, εκατομμύρια άνθρωποι οπλισμένοι ή άοπλοι ετοιμάζονται για τη μάχη. Όπου να ‘ναι, χαράζει η αυγή, που θα σας βρει οριστικά νικημένους. Ξέρω πως ο ουρανός, που υπήρξε αδιάφορος στις φριχτές νίκες σας, θα είναι το ίδιο αδιάφορος για τη δίκαιη ήττα σας. Ακόμα και σήμερα, δεν περιμένω τίποτα απ’ αυτόν. Αλλά, τουλάχιστον, θα ‘χουμε βοηθήσει για να σωθεί το ανθρώπινο πλάσμα από τη μοναξιά, όπου θελήσατε να το καταδικάσετε. Επειδή περιφρονήσατε την πίστα στον άνθρωπο, εσείς είστε που, κατά χιλιάδες, θα πεθάνετε μόνοι. Τώρα, μπορώ να σας αποχαιρετήσω.

Ιούλιος 1944

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: