Ευγένης Χαραλαμπίδης: «Το Κόμμα σαν την κόρη των ματιών σας. Θα νικήσουμε…» – Ο αλύγιστος κομμουνιστής δήμαρχος Περιστερίου που εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο

«Σας συγχωρώ γι’ αυτό που θα μου κάνετε. Κοιτάχτε τα όπλα σας αδέλφια, έχουνε ξένη μάρκα. Μη σημαδεύετε στην καρδιά γιατί εκεί έχω κλεισμένους κι εσάς»…

Τον φώναζαν Ευγένη. Ήταν, θαρρείς, η προσωποποίηση της ευγένειας και της αξιοπρέπειας σ’ αυτό το άθλιο κι αφύσικο στην ομορφιά της Κέρκυρας κάτεργο – κατάλοιπο της αγγλικής κατοχής της. Όλοι οι μελλοθάνατοι σαν εκείνον, αγωνιστές, τον σέβονταν πολύ και του το ‘δειχναν. Ήταν ο μοναδικός δήμαρχος ανάμεσά τους και μάλιστα 36 ετών πια. Όταν οι περισσότεροι ήταν δέκα και δεκαπέντε χρόνια νεότεροι, πώς να μην τον σέβονταν πολύ;

Τα περιστέρια που επισκέπτονταν τις μάντρες και την αυλή των φυλακών της Κέρκυρας γίνονταν αφορμή για τις διηγήσεις τους για το Περιστέρι. Γι’ αυτή την πληθωρική σε αντάρτες του ΕΛΑΣ περιοχή της Αττικής, που σε λαϊκή συνέλευση, αμέσως μετά την απελευθέρωση το 1944, δηλαδή τέσσερα χρόνια νωρίτερα, τον είχε πανηγυρικά εκλέξει δήμαρχό της. Αυτόν τον μελλοθάνατο τώρα, μετρημένο σε όλα, του πολιτικό κρατούμενο με το όνομα Ευγένιος Χαραλαμπίδης.

Αλύγιστος έμενε παρ’ όλο που δεχόταν επίμονες πιέσεις να υπογράψει δήλωση μετανοίας.

Με το χαμόγελο στα χείλη κυκλοφορούσε στην αυλή της φυλακής, όταν τους έκαναν τη χάρη να τους βγάλουν στο φως.

Με τίποτα δεν έχανε και το χιούμορ του!

Ο Ευγένης Χαραλαμπίδης στις φυλακές της Κέρκυρας το 1947

Ο Ευγένης Χαραλαμπίδης στις φυλακές της Κέρκυρας το 1947

Εκείνη την περίοδο του 1948 οι φύλακες, όπως και ο διευθυντής του κάτεργου, είχαν τον Ευγένιο Χαραλαμπίδη -που απέπνεε χαρά και λάμψη μαζί με την ευγένεια και ενέπνεε σεβασμό- πιο πολύ απ’ όλους, θα ‘λεγε κανείς, στο μάτι. Τι στο μάτι, κυριολεκτικά στη «μπούκα του κανονιού» τον είχαν. Για τουφέκισμα στο Λαζαρέτο, παραδειγματικό για τους κάπως πιο άσημους, όσο και να ‘ναι, πολλούς άλλους, που σαν κι εκείνον δεν έλεγαν να αποκηρύξουν τον ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ, το ΚΚΕ.

Είχε, βλέπετε, χωρίς να χάσει καθόλου την ευγένειά του, ξεφτελίσει κιόλας δημόσια μια μέρα του 1948 τον ίδιο τον διευθυντή. Τέτοιο κάζο εκείνος ο διευθυντής Νίκος Τουρνάς, που οι Κερκυραίοι του γύριζαν επιδεικτικά την πλάτη στους δρόμους και του ‘σουρναν και τι δεν του ‘σουρναν, ούτε είχε πάθει ούτε μπορούσε να το φανταστεί.

Ο διευθυντής θέλησε το Πάσχα του 1948, διέσωσε ο συναγωνιστής του Σταμάτης Σκούρτης, να τον προσβάλει. Μπροστά σε καλεσμένους του, καθώς ασχολιόταν μ’ ένα ψητό αρνίσιο κεφαλάκι, έβγαλε με το πιρούνι του απ’ το ψητό το μάτι κι επιδεικνύοντάς το θριαμβευτικά φώναξε: «Ορίστε κύριοι, ιδού πώς έβγαζαν τα μάτια των εθνικοφρόνων οι ερυθροί δημότες του κ. δημάρχου Περιστερίου»!

Ο Ευγένης δεν σώπασε.

–Η βλασφημία αυτή, δεν απευθύνεται σε μένα προσωπικά, αλλά επεκτείνεται πολύ πέραν των δημοτών μου. Είναι ύβρις για ολόκληρο το λαό μας. Είναι, μια άτιμη συκοφαντία των ξένων.

–Σας τσούζει, ε; Έτσι δεν βγάζατε τα μάτια;, είπε ο διευθυντής και χώνοντας το πιρούνι έβγαλε και τ’ άλλο μάτι του ψητού.

–Με συγχωρείτε, αλλά για ν’ αντιληφθήτε το μέγεθος της συκοφαντίας δεν έχετε παρά να φέρετε ένα άλλο κεφαλάκι, άψητο όμως.

–Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό κ. δήμαρχε;

–Απλώς, να σας αποδείξω το ψέμα.

–Η αλήθεια για σας είναι ψέμα, είπε ο διευθυντής και απευθύνθηκε στο φύλακα μάγειρα: Έχουμε ωμά αρνάκια;

–Μάλιστα

–Πήγαινε να μου φέρεις αμέσως ένα κεφαλάκι, βέβαιος ο διευθυντής πως είχε συντρίψει τον Ευγένη.

–Λοιπόν, λίγο μετά, τι εννοείς κ. δήμαρχε;

–Ότι τα μάτια δεν βγαίνουν όπως νομίζεις.

–Εάν στο αποδείξω για μια ακόμα φορά, δέχεσαι να ομολογήσεις ότι εσύ κι η παρέα σου γεμίσατε τους τενεκέδες που ανεκάλυψε η Επιτροπή Σιτρίν στον Τύπο;

–Μ’ έναν όρο.

–Να τον ακούσουμε.

–Πως αν δεν το κατορθώσετε, θα παραδεχθείτε με τον ίδιο τρόπο πως αυτό είναι ένα ψέμα και συκοφαντία.

–Σύμφωνος.

Ο φύλακας επέστρεψε, έχοντας ένα ωμό κεφαλάκι αρνίσιο στην πιατέλα, που το ακούμπησε στο τραπέζι.

–Δήμαρχε το στοίχημα το χάσατε, είπε ο διευθυντής και πιάνοντας το πιρούνι προσπαθεί μάταια να βγάλει το μάτι, όπως την προηγούμενη φορά… Τραβάει, τραβάει, τίποτα. Το πιρούνι στράβωσε λιγάκι μα αυτό επιμένει στη θέση του. Του ‘δωσαν άλλο πιο γερό και πιο χοντρό. Τίποτα! Το τρύπησε άπειρες φορές, το ‘λυωσε, το παραμόρφωσε, το πιρούνι έσπασε, μα το μάτι δεν βγήκε. Στο τέλος, η πιατέλα θα γλιστρήσει, θα τσακιστεί στο πάτωμα και το κεφαλάκι θα λερώσει το γιορτινό κοστούμι του διευθυντή. Αυτό θα τον κάνει έξω φρενών και θα διατάξει να κλείσουν τον Ευγένη στην ακτίνα του αμέσως». 

Μαζί με άλλους πολιτικούς εξόριστους στις φυλακές της Αίγινας

Μαζί με άλλους πολιτικούς εξόριστους στις φυλακές της Αίγινας

Ο Σκούρτης και ο συναγωνιστής του Λάμπρος Κασσελούρης διέσωσαν και άλλα στοιχεία για τον Ευγένη Χαραλαμπίδη.

Ο περιβόητος φρούραρχος της Κέρκυρας, όταν μια Κερκυραία από κοντινή στις φυλακές ταράτσα φώναζε με οργή σε φύλακες «Γουρούνια…», καθώς ακούγονταν κραυγές βασανισμών των πολιτικών κρατουμένων και μαζεύτηκε στην είσοδο της φυλακής κόσμος απειλητικά και επιστρατεύτηκε στρατιωτική δύναμη από το Παλαιό Φρούριο της πόλης για να τον διαλύσει, ζήτησε να δει, θεωρώντας τον αρχηγό τους, τον αμετανόητο κομμουνιστή Ευγένιο Χαραλαμπίδη.

«Πολύς λαός της πόλης μαζεύτηκε έξω απ’ τη Βαστίλη. Επιτόπου κατέφτασαν αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις με μηχανοκίνητα», έγραψε ένας συναγωνιστής του Ευγένη, εξιστορώντας  όσα συνέβησαν στην «Βαστίλλη της Ελλάδας», όπως ονομάστηκε το κάτεργο της Κέρκυρας. Θυμόταν καλά εκείνα τα γεγονότα. Οι φωνές-χωνιά των κρατουμένων ούρλιαζαν, όταν περιστοιχισμένος από αυτόματα και πολυβόλα ο φρούραρχος της πόλης άστραψε και βρόντηξε μπροστά στον γαλήνιο ΕΑΜικό δήμαρχο του Περιστεριού: «Εάν μέσα σε δέκα λεπτά δεν γίνει σιγή εκκλησίας, θα διατάξω πυρ εναντίον σας».

Αλύγιστος έμεινε.

Ήξερε, καταλάβαινε μετά από όλα αυτά ότι θα τον «πάρουν» απ’ τους πρώτους για το Λαζαρέτο.

Ήταν άλλωστε από τους πρωτοπόρους και στην ακτίνα Ι’ των φυλακών, όπου τον είχαν βάλει. Έπαιρνε μέρος στην έκδοση παράνομης, μηνιαίας σατιρικής μικρής εφημερίδας των κρατουμένων της ακτίνας, που έφερε τον τίτλο «Ντι-ντι-τι» και δεξιά και αριστερά του τίτλου ετούτα τα γραμμένα από τον ίδιο σατιρικά τετράστιχα:

«”Ντι-ντι-τι

εφημερίδα πατιρντί

που τη βγάζουν Επονίτες

με μολύβια δίχως μύτες.

Βγαίνει καθημερινά

κάθε αρχή του μήνα

κι έχει νέα περσινά

απ’ τα κελιά και την Αθήνα». 

Εξακολουθούσε τις πλάκες και τα πειράγματα, πάντα με φιλικό πνεύμα:

–«Βασιλάκη πώς πας στο μάθημα της αριθμητικής;

– Πολύ καλά, δήμαρχε.

 Για πες μου στα γρήγορα, πάνω σ’ ένα δέντρο είναι 17 πουλιά. Ρίχνουμε μια ντουφεκιά και σκοτώσαμε τα έξι. Πόσα μείνανε στο δέντρο;

– Μείνανε τα έντεκα, δήμαρχε.

– Α Βασιλάκη! του λέει γελώντας, η αριθμητική θέλει και προβληματισμό, γιατί στο δέντρο με το μπαμ δεν έμεινε κανένα». 

Το μνήμα του Ευγένη Χαραλαμπίδη στο νησάκι Λαζαρέτο της Κέρκυρας

Το μνήμα του Ευγένη Χαραλαμπίδη στο νησάκι Λαζαρέτο της Κέρκυρας

Για την προσωπικότητά του, τη δράση του και τις συνθήκες της μεταφοράς του για εκτέλεση, συγκρατούμενοί του στη φυλακή Κέρκυρας διέσωσαν κι ετούτα:

«Απόψε, ξημερώνοντας (…), ώρα 3 τα μεσάνυχτα, παίρνουν από τη Ι’ αχτίνα το δήμαρχο Περιστεριού Ευγένη Χαραλαμπίδη του Γιάννη, 36 χρονών (…) Ήταν κοντού αναστήματος, ασπρουδερός, μαύρα μαλλιά με μεγάλο μέτωπο. Πίσω απ’ τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του φεγγοβολούσαν τα μαύρα μάτια του. Ήταν τελειόφοιτος γυμνασίου και γνώριζε άπταιστα τη ρωσική γλώσσα (…) Ως δήμαρχος είχε διακριθεί και είχε αποχτήσει μεγάλη φήμη στον περιστεριώτικο λαό (…) Ασχολούνταν εδώ στην Κέρκυρα με μεταφράσεις λογοτεχνικών βιβλίων κι έγραφε και δικά του συγγράμματα. Ήταν πολύ απλός αγωνιστής. Φορούσε (…) τη χραδωτή στολή της φυλακής. Το πρόσωπό του κρατούσε πάντα ένα φυσικό μειδίαμα. Τις ώρες του προαυλισμού του, του άρεσε να κάνει βόλτες, ιδιαίτερα με επαρχιώτες. Οι συζητήσεις του τις περισσότερες φορές ήταν γεμάτες χιούμορ και εύθυμα πειράγματα. Ήταν επίσης πολύ ετοιμόλογος. Τον ρώτησα μια φορά ποια ήταν η καταγωγή του, επειδή ξέραμε ότι όλοι σχεδόν οι Αθηναίοι είχαν και κάποια άλλη προέλευση. Εγώ, μου λέει, κατάγομαι απ’ τον Πόντο, χωρίς να είμαι ο ίδιος πόντιος…».

Στο Λαζαρέτο τον πήγαν. Για εκτέλεση. Ένας Κερκυραίος παπάς με το επίθετο Μουρμούρης, που πήγαινε και στις φυλακές, ήταν εκεί.

«Τον αρπάζουν ξαφνικά, νύχτα που δεν το περίμενε κανείς. Το “Έχετε γεια” ακούμε ζαλισμένοι μες στον ύπνο. Είχαν σχέδιο να τον κάνουν αρπαχτό, δίχως να πάρουμε είδηση (…) Μα πρόλαβε να γράψει σε μια κόλλα χαρτί τη στερνή του συμβουλή, την πολιτική του διαθήκη: “Το κόμμα σαν την κόρη των ματιών σας. Θα νικήσουμε” (…) Για την τόλμη του και την παλικαριά του, μέρες θα ‘χει να μας λέει κρυφά ο παπα-Μουρμούρης. “Μπράβο του… Άντρας”. Πριν διατάξουν πυρ ο αποσπασματάρχης του είπε: “Έχω εντολή να σας ρωτήσω για τελευταία φορά και αν δεχθείτε να υπογράψετε να σας γυρίσω πίσω στη φυλακή”».

Ο Χαραλαμπίδης δεν λύγισε ούτε τότε: «Δεν προδίνω τις φωνές που ακούς. Είναι κραυγές αιώνων, γενεών που έφυγαν, γενεών που έρχονται. Ακούτε τι λένε; Η τιμή, τιμή δεν έχει και χαρά σ’ όποιον την έχει. Σας συγχωρώ γι’ αυτό που θα μου κάνετε. Κοιτάχτε τα όπλα σας αδέλφια, έχουνε ξένη μάρκα. Μη σημαδεύετε στην καρδιά γιατί εκεί έχω κλεισμένους κι εσάς».

«Ο καλοκαιριάτικος ήλιος που μόλις πρόβαλε απ’ τα Ηπειρώτικα βουνά, έσκυψε και τον αγκάλιασε την ώρα που ‘γερνε τρυπημένος απ’ τις σφαίρες», θυμόταν ακόμη ο παπάς.

Ο Ευγένης Χαραλαμπίδης (στη μέση) μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους

Τον έκλαψαν πολύ τον Ευγένη οι συναγωνιστές του:

«Όλοι τον αγαπούσαμε και τον κλάψαμε. Σεμνός, ειλικρινής, τίμιος άνθρωπος σταράτος και μυαλωμένος, γι’ αυτό και δεν τον χώνευε ο διευθυντής».

Άλλος συγκρατούμενός του διέσωσε ακόμη:

«Γνώριζε πως η απόφαση ήταν πια τελεσίδικη για τη ζωή του. Τούτο το έμαθε από γράμμα του αδελφού του που είχε πάει στο υπουργείο Δικαιοσύνης και του είπαν ότι ο φάκελος είχε διαβιβαστεί στην Εισαγγελία της Κέρκυρας, Έτσι από κει και πέρα ο δήμαρχος περίμενε τη σειρά της εκτέλεσής του. Το γεγονός αυτό ήρθε να επιβεβαιώσει ένα τηλεγράφημα από γνωστό του παράγοντα που παρακολουθούσε την υπόθεσή του».

Το τηλεγράφημα, σύμφωνα με συγκρατούμενο του Ευγένη, έλεγε περίπου τα εξής:

«Υπόθεσή σας περιήλθε κρίσιμο σημείο. Περαιτέρω βοήθεια αδύνατη. Συνιστώ υπογράψτε δήλωσιν προς αποφυγήν μοιραίου».

Παίρνοντας αυτό το αναπάντεχο τηλεγράφημα, ο δήμαρχος απαντάει την ίδια στιγμή τηλεγραφικώς:

«Πρότασή σας θεωρώ απαράδεχτη. Αναμένω ηρέμως ό,τι ήθελε συμβεί».

Το τηλεγράφημα, προτού το δώσει στο φύλακα, έγραψε συγκρατούμενός του, «μας το διάβασε».

Ο ίδιος σύντροφός του θυμόταν:

«Στις 3 η ώρα τα μεσάνυχτα (…) μετά από το πρώτο ξάφνιασμα, με την αρπαγή του δημάρχου, όλες οι αχτίνες σήμαναν συναγερμό και άρχισαν τα χωνιά. Το σύνθημα “Λαέ της Κέρκυρας και πάλι απόψε το όμορφο νησί σου έγινε καινούργιο Χαϊδάρι”, τραντάζει το μπουντρούμι μέσα στην καλοκαιριάτικη νύχτα (…) Η διεύθυνση ξέφρενη τούτη τη στιγμή από θυμό και μίσος διατάζει όλους τους φύλακες και μπουκάρουν στην κάθε αχτίνα για μαζικό ξυλοδαρμό (…) Τούτη τη νυχτιά εφαρμόζουν μια αλυσιδωτή ενέδρα άγριου ξυλοδαρμού. Δυο-τρεις φύλακες ανοίγουν στην αράδα τα κελιά και με κλωτσιές και σπρωξιές ωθούν τους κρατούμενους να περάσουν στο προαύλιο. Στο πέρασμά τους, είναι παραταγμένοι οι φύλακες “εφ’ ενός ζυγού” και με υψωμένα τα γκλομπς χτυπούν με γρηγοράδα τον καθένα στο πέρασμά του όπου φτάνουν κι όσο προλαβαίνουν. Είναι τούτος ο ξυλοδαρμός ένα είδος ραβδισμού αλά Μεσαίωνα. Όταν τελειώσουν σε τούτη την αχτίνα, τους κλείνουν και πάνε στην άλλη. Πίσω όμως αρχίζουν πάλι οι φωνές (…)».

Με την εκτέλεσή του, εκείνο το πρωινό του Ιούλη οι εκατοντάδες αγωνιστές δεσμώτες αποφάσισαν απεργία πείνας.

Το άρθρο αυτό γράφτηκε από τον Κερκυραίο δημοσιογράφο Ορέστη Μουσούρη για το 902.gr με αφορμή την εκδήλωση για την επέτειο ίδρυσης του Κόμματος, η οποία θα πραγματοποιηθεί στο Περιστέρι.

Περίπου 200 κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές εκτελέστηκαν στο Λαζαρέτο

Περίπου 200 κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές εκτελέστηκαν στο Λαζαρέτο

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: