Ευριπίδης Μπακιρτζής: Ο “κόκκινος συνταγματάρχης”
Ισορροπώντας για ένα διάστημα μεταξύ αστικού πολιτικού κόσμου και εαμικού κινήματος, παίρνει στις αρχές του 1943 την μεγάλη απόφαση ένταξης του στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Γνώρισε την εκδικητικότητα του μεταβαρκιζιανού κράτους, τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, αφού κατά την ανασυγκρότηση του Εθνικού Στρατού κατατάχθηκε στον πίνακα Β’, ως εθνικώς ύποπτο στοιχείο, ενώ το 1946 εξορίστηκε.
Ο Ευριπίδης Μπακιρτζής, που γεννήθηκε στις 16 Γενάρη 1895 στις Σέρρες, συνέδεσε την πορεία του με όλες τις διακυμάνσεις της νεοελληνικής ιστορίας στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, υπηρετώντας στα στράτευμα σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από την παρέμβαση του τελευταίου στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Όπως συνέβη και με μια άλλη μειοψηφική αριθμητικά, βαρύνουσας σημασίας ιστορικά, μερίδα συναδέλφων του αξιωματικών, στην κρίσιμη στιγμή της Κατοχής έκανε την επώδυνη για εκείνον επιλογή συστράτευσης με το λαϊκό κίνημα, η τύχη του οποίου σφράγισε και τη δική του μοίρα.
Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος του ελληνικού προξενείου της τότε οθωμανικής πόλης των Σερρών και η μητέρα του δασκάλα, ενώ ο ετεροθαλής μεγάλος αδερφός του Νικόλαος είχε ενεργή ανάμειξη στα αντάρτικα σώματα της διαμφισβητούμενης Μακεδονίας, για την οποία επιβραβεύτηκε αργότερα από το ελληνικό κράτος. Η μητέρα του, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στην ανατροφή του, φρόντισε να μεταβούν στην Αθήνα, όπου ανατράφηκε από τις θείες του δασκάλες. Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών έδωσε εξεετάσεις και πέρασε στη Σχολή Ευελπίδων, σε μια περίοδο που είχε ξεκινήσει η διεύρυνση της κοινωνικής βάσης της σχολής, που ως τότε ήταν προνομιακός χώρος των γόνων ανώτερων στρωμάτων και μόνο. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ξέσπασαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, στους οποίους υπηρέτησε αρχικά ως λοχίας και μετέπειτα ως ανθυπασπιστής. Για την πολεμική του προσφορά έλαβε, όντας πλέον ανθυπολοχαγός, δυο μετάλλια το 1914, τα πρώτα μιας σειράς διακρίσεων που έμελε να αποσπάσει στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Ίνδαλμά του εκείνη την εποχή και για καιρό ακόμα, ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος κι ήταν ολόψυχα αφιερωμένος στο εθνικιστικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Κατά τη διάρκεια του Διχασμού συντάσσεται όπως αναμενόταν ενεργά στο πλευρό των Βενιζελικών, συντασσόμενος με το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Αργότερα έλαβε βρετανικό παράσημο για τη συμμετοχή του στο πλευρό της Αντάντ στη μάχη του Σκρα το 1918. Σε αντίθεση με τον “αφρό” των Βενιζελικών αξιωματικών της εποχής (μεταξύ των οποίων τότε και ο Στέφανος Σαράφης), ο Μπακιρτζής δε συμμετείχε στην Ουκρανική εκστρατεία στο πλευρό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων κατά της ΕΣΣΔ, καθώς έλαβε υποτροφία για τη συνέχιση των σπουδών τη στη Γαλλική Σχολή Πολέμου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1921 συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μετά την κατάρρευση του μετώπου πρωτοστάτησε ως επιτελάρχης του Πλαστήρα στο κίνημα του 1922, εκπονώντας μάλιστα το σχέδιο του κινήματος και συντάσσοντας απολογητικό υπόμνημα υπέρ του τελευταίου ένα χρόνο αργότερα. Ως μέλος του βενιζελικού “Συνδέσμου των Αδιαλλάκτων” πρωταγωνίστησε στην κατάπνιξη του αντιβενιζελικού κινήματος των Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, τον Οκτώβρη του 1923. Την περίοδο εκείνη φαίνεται πως είχε ήδη ξεκινήσει η επαφή του Μπακιρτζή με τις μαρξιστικές ιδέες, χάρη στη φιλία του με τον Γιάνη Κορδάτο, τον οποίο προσέγγισε για πρώτη φορά μετά το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ελευθερίου Σταυρίδη, διαδόχου του Κορδάτου στην ηγεσία του ΚΚΕ και μετέπειτα σφοδρού αντικομμουνιστή, και με όσες επιφυλάξεις μπορεί να έχει κανείς για την αξιοπιστία της πηγής, πίσω από το ψευδώνυμο “Κόκκινος Συνταγματάρχης” κρυβόταν σε κάποιες-αν κι όχι όλες -τις περιπτώσεις η πένα του Μπακιρτζή. Την ίδια εποχή πάντως υπήρξε επιτελάρχης των στρατηγών Κονδύλη και Πάγκαλου, τον οποίο βοήθησε στο κίνημά του το 1925 που κατέληξε σταδιακά στην επιβολή δικτατορίας. Απογοητευμένος από τα πεπραγμένα του δικτάτορα σε πολιτικό και προσωπικό επίπεδο, επιχείρησε να βοηθήσει στην επάνοδο του εξόριστου στη Σερβία Πλαστήρα το 1926. Αν και το θνησιγενές φερώνυμο κίνημα Μπακιρτζή-Τζαβέλα τον εμφανίζει ως πρωτεργάτη, τα στοιχεία δείχνουν ότι έδρασε κατά βάση ως απλό εκτελεστικό όργανο του Πλαστήρα. Στο στρατοδικείο καταδικάστηκε σε θάνατο, για να του αποδοθεί χάρη λίγο αργότερα. Η καριέρα του μετά την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου συνεχίστηκε χωρίς απρόοπτα για κάποια χρόνια, ενώ μεταξύ άλλων υπηρέτησε και στη Σόφια ως στρατιωτικός ακόλουθος το διάστημα 1929-1931. Αν και δεν φαίνεται να είχε συμμετοχή στο βενιζελικό κίνημα του ’33, έλαβε μέρος στην τελευταία απόπειρα των βενιζελικών να επανέλθουν στην εξουσία μέσω του πλαστηρικού κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935, κάτι που τον έφερε ξανά μπροστά στο στρατοδικείο, όπου καταδικάστηκε εκ νέου στην εσχάτη των ποινών. Απαλλάχθηκε εκ νέου από την ποινή, ωστόσο εξέπεσε από τα αξιώματα του σε απλό στρατιώτη, χάνοντας έτσι και τη σύνταξή του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η οριστική ιδεολογική στροφή του Μπακιρτζή, όπως αυτή αποτυπώνεται σε άρθρο του στην εφημερίδα “Ανεξάρτητος” στις 3 Ιούλη 1936, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ αποκαλεί τον τέως έμπιστο συνεργάτη του Νικόλαο Πλαστήρα “φασίστα”, με αφορμή επιστολή του τελευταίου από τη Βηρυττό, όπου προκρίνει μια προσωποπαγή δικτατορία ως λύση στην πολιτική ανωμαλία της χώρας. Για τον Μπακιρτζή πλέον υφίσταντο μόνο «ταξικές δικτατορίες» και πως, επειδή η πάλη των τάξεων αποτελούσε το κλειδί της ιστορίας, η όποια ιδέα δικτατορίας δεν δημιουργούνταν σε πολιτικό κενό, αλλά αναδυόταν την κατάλληλη ώρα. Και συνεχίζει αναφέροντας πως «[…]είτε ως πολιτική εκδήλωσις των καταπιεζομένων οι οποίοι κατόπιν αποφασιστικών πολιτικών αγώνων συνειδητοποιούνται και μάχονται διά να αλλάξουν άρδην το πολιτικόν και κοινωνικόν καθεστώς και να προετοιμάσουν τους όρους της σοσιαλιστικής κοινωνίας, είτε ως βιαία αντίδρασις της κυβερνώσης φατρίας κατά της ανόδου της εργατοαγροτικής τάξεως». Σ’ αυτήν την «βιαία αντίδραση» συγκαταλέγει και τον Πλαστήρα, ο οποίος καταγράφεται ως εκπρόσωπος του χιτλερισμού. Απέναντι σε όλα αυτά όμως «[…]η δικτατορία του προλεταριάτου αποτελεί προοδευτικόν μοχλόν της ιστορίας. Διότι γκρεμίζει και κτίζει. Διότι καταργεί παλαιούς θεσμούς και δημιουργεί νέους. Διότι είναι η αγανακτισμένη φωνή της ιστορίας […]». Στην ίδια επιστολή διαφαίνονται ωστόσο κάποιες αυταπάτες που εξακολουθούσε να τρέφει ο Μπακιρτζής, καλώντας τον Πλαστήρα να αποκηρύξει τις ιδέες του και να συστρατευτεί για τη δημιουργία ενός Λαϊκού Μετώπου κατά το γαλλικό πρότυπο.
Επί δικτατορίας Μεταξά εξορίζεται αρχικά στον Αη-Στράτη κι εκεί γίνεται απόπειρα στρατολόγησης του από το ΚΚΕ, την οποία αρνήθηκε ο Μπακιρτζής καθώς απάντησε πως δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του να πειθαρχήσει σε έναν εργάτη γραμματέα του πυρήνα, παράλληλα όμως υπέδειξε το Στέφανο Σαράφη ως καλύτερο αξιωματικό από τον ίδιο. Το 1938 μεταβαίνει στη Ρουμανία, όπου ζει κατά τα φαινόμενα χάρη σε εμβάσματα του συζύγου της αδελφής του.
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρέφει στην Ελλάδα και ζητά να καταταγεί ακόμα κι ως απλός στρατιώτης, αίτημα που απορρίπτει η κυβέρνηση Μεταξά. Από την αρχή της γερμανικής κατοχής συμμετείχε ενεργά στις ζυμώσεις για τη δημιουργία αντιστασιακών οργανώσεων, αρχικά στο πλευρό του βρετανικού παράγοντα, όπως μέσω της οργάνωσης “Προμηθεύς Ι”, ενώ υπήρξε και συναρχηγός του Ψαρρού στην ΕΚΚΑ. Ισορροπώντας για ένα διάστημα μεταξύ αστικού πολιτικού κόσμου και εαμικού κινήματος, παίρνει στις αρχές του 1943 την μεγάλη απόφαση ένταξης του στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Σε επιστολή του προς τον Επιτελάρχη της Ε.Κ.Κ.Α. Κωνσταντίνο Λαγγουράνη αναφέρει πως «θα φύγω από την ΕΚΚΑ και θα πάω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ πουναι η μόνη πραγματική δύναμη και πρωτοπορία του Εθνικο – Απελευθερωτικού και Λαϊκό – Επαναστατικού Κινήματος. Μία ακόμη φορά κάνω έκκληση στα επαναστατικά και λαϊκά φρονήματά σου για να δώσεις τη λύση, έστω η κυβέρνηση να γίνει με δύο οργανώσεις.» Η αστική ιστοριογραφία δεν του συγχώρησε ποτέ την σύντομη παραμονή του στην πρωθυπουργία της ΠΕΕΑ, ως την ανάληψη της τελευταίας από τον Αλέξανδρο Σβώλο τον απρίλη του 1944, ούτε το ρόλο του στην προσχώρηση μελών και στελεχών της ΕΚΚΑ στον ΕΛΑΣ, όπως ο Λαγγουράνης που προαναφέραμε. Εξού και υπερτονίζουν την πολιτική του ευθύνη στη διάλυση του συντάγματος 5/42 (οι επιζήσαντες του οποίου στο μεγαλύτερο ποσοστό τους κατετάχθησαν στα Τάγματα Ασφαλείας) τον Απρίλη του ίδιου έτους και την εν μέρει αδιευκρίνηστη δολοφονία του αρχηγού του, Δημήτρη Ψαρρού. Πρωτοστάτησε στην αντιμετώπιση των αυτονομιστικών κινημάτων του Γκότσε στην ελληνική Μακεδονία, σε ένα από τα πρώτα επεισόδια της δύσκολης συνύπαρξης αντικρουόμενων εθνικισμών και κομμουνιστικής ιδεολογίας στα μεταπολεμικά βαλκάνια.
Γνώρισε την εκδικητικότητα του μεταβαρκιζιανού κράτους, τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, αφού κατά την ανασυγκρότηση του Εθνικού Στρατού κατατάχθηκε στον πίνακα Β’, ως εθνικώς ύποπτο στοιχείο, ενώ το 1946 εξορίστηκε στον Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας κι αργότερα στους διπλανούς Φούρνους. Στη διάρκεια της παραμονής του εκεί κατέθεσε και την άποψή του στην βρετανική αποστολή που διερευνούσε τις συνθήκες κράτησης των πολιτικών εξορίστων, καταγγέλοντας τόσο τις συνθήκες διαβίωσης, όσο και τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης συνολικά, προκαλώντας αίσθηση, καθώς η κατάθεση διέρρευσε στον τύπο. Το νήμα της ζωής του κόπηκε απότομα στις 9 Μάη 1947, όταν βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό του με μια σφαίρα στην καρδιά. Αν και μέχρι σήμερα υπάρχουν διάφορες απόψεις, όπως ότι ήταν θύμα βρετανικών ή αμερικανικών υπηρεσιών, ενώ δε λείπουν κι όσοι προσπαθούν να επιρρίψουν ευθύνες στο ΚΚΕ, επικαλούμενοι το σαθρό επιχείρημα των ενστάσεων του για το δεύτερο αντάρτικο, επίσημα ο θάνατος αναφέρθηκε ως αυτοκτονία. Το βέβαιο είναι πως οι μαρτυρίες όσων τον είδαν την παραμονή αλλά και λίγο πριν το θανατό του συγκλίνουν ότι ήταν ευδιάθετος και δραστήριος. Στους συγγενείς του δεν επετράπη να παραυρεθούν στην κηδεία, η οποία πραγματοποιήθηκε την επομένη μεταξύ συνεξορίστων και ντόπιων, ενώ τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο ηπειρώτης δάσκαλος Κατσάνος.
Το σημείωμα άντλησε στοιχεία από την αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία του Αριστοτέλη Νικ. Σπυριδόπουλου, “Ευριπίδης Μπακιρτζής. Η προσωπικότητα και το έργο του”, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ, 2011. Η εργασία έχει σαφώς αντικομμουνιστικό πρίσμα, διαθέτει ωστόσο πληθώρα χρήσιμων βιογραφικών στοιχείων.