Γιανγκ Τσινγιού: Όταν ο άνθρωπος γίνεται θρύλος
Η αυτοθυσία και ο ηρωισμός του Γιάνγκ δεν είναι παρά η συμβολή ενός ανθρώπου στην εποποιία που σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, επιτέλεσαν οι κομμουνιστές.
Αν για κάποιους ο Τομά Σανκαρά είναι ο Τσε Γκεβάρα της Αφρικής, τότε ο Γιανγκ Τσινγιού θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο του Τσε της Ασίας. Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο δεν περιορίζονται μόνο στο επαναστατικό πάθος, τον ηρωισμό και τις στρατηγικές ικανότητες, αλλά διευρύνονται σε πολλές πτυχές της ιστορίας τους. Ακόμα και τα άψυχα κορμιά τους είχαν παρόμοια μοίρα σε μια αποτυχημένη προσπάθεια των εχθρών τους να “ξορκίσουν” το φόβο τους.
Ο Γιάνγκ Τσινγιού (Yang Jingyu) γεννήθηκε στις 13 φεβρουαρίου του 1905 στην κομητεία Queshan της επαρχίας Henan στη κεντρική Κίνα, το αληθινό του όνομα ήταν Μά Σανγκντέ (Ma Shangde) και ήταν το παιδί μιας οικογένειας Κινέζων Χαν. Αφού τέλειωσε το σχολείο, πήγε στην πρωτεύουσα της κομητείας Queshan στην πόλη Kaifeng, ώστε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, εκεί το 1925 έγινε μέλος της κομουνιστικής νεολαίας. Η χρονική συγκυρία μόνο τυχαία δεν είναι, αφού το ΚΚΚ τη χρονιά εκείνη εκτοξεύτηκε από τα 1.000 μέλη στα 20.000 και την επόμενη χρονιά υπερδιπλασιάστηκε αυτός ο αριθμός. Αυτή η οργανωτική ανάπτυξη ήταν τόσο αποτέλεσμα της αντιαποικιακής του δράσης όσο και των πολιτικών του συνθημάτων που έβρισκαν εύφορο έδαφος στους εργάτες των πόλεων και τους αγρότες της επαρχίας.
Τον Ιούνιο του 1927 γίνεται μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο εκείνο το διάστημα καταδιώκεται αγρίως (λόγω της αυξανόμενης δημοτικότητάς του) από το εθνικιστικό κόμμα (Γκουομιντάνγκ), παρότι ήταν μεχρι πρότινος σύμμαχοι εναντίον των τοπικών πολέμαρχων και των Ιαπώνων στο βορρά. Χαρακτηριστική η σφαγή στη Σανγκάη (12 Aπριλίου), που άφησε πίσω της χιλιάδες νεκρούς εργάτες. Η Σανγκάη δεν μπήκε τυχαία στο στόχαστρο των εθνικιστών, αφού ήταν μια πόλη με πολύ έντονη προλεταριακή παρουσία, που αποτελούσε προπύργιο του κομμουνιστικου κόμματος και μάλιστα υπήρχαν στη πόλη οι εργατικές πολιτοφυλακές των “ερυθρών φρουρών”, μια δύναμη που ξεπερνούσε τους 5000 οπλισμένους εργάτες.
Οι κομμουνιστές απαντούν με εξεγέρσεις σε περιοχές της νότιας Κίνας όπου έχουν δυνάμεις. Αποκορύφωμα αυτής της στρατηγικής ήταν η εξέγερση στη Καντόνα (Κουανγκτσόου) το Δεκέμβρη του 1927, όπου μεταξύ διάφορων διαταγμάτων υπέρ των εργατών και των αγροτών (καθιέρωση 8ώρου, ακύρωση αγροτικών χρεών κ.α.) δημοσιεύεται και ένα διάταγμα για την ίδρυση κινεζικού κόκκινου στρατού, κάτι που θα υλοποιηθεί λίγους μήνες αργότερα, όταν θα ξεκινήσει και επίσημα ο εμφύλιος πόλεμος. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα τις επόμενες μέρες απο το Γκουομιντάνγκ με τη συμβολή του στρατού των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιαπωνίας.
Όμως η πρώτη από αυτή τη σειρά εξεγέρσεων έγινε στην επαρχία Hunan τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, με την παρουσία του Μάο, όπου και εγκαθιδρύθηκε ένα βραχύβιο σοβιέτ. Ο στρατός των αγροτών που συγκροτήθηκε, αποδεκατίστηκε απο τις ενωμένες δυνάμεις των εθνικιστών και των γαιοκτημόνων της επαρχίας. Αυτή η ήττα έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της στρατηγικής του επαναστατικού αντάρτικου πολέμου (βασισμένου στο αγροτικό περιβάλλον και πληθυσμό) που ακολούθησε το ΚΚΚ και που οδήγησε στη μεγάλη πορεία και στην τελική νίκη έναντι ενός υπεράριθμου και πάνοπλου εχθρού όπως ήταν το Γκουομιντάνγκ. Επίσης πρέπει να είχε ανάλογο αντίκτυπο στον νεαρό Γιάνγκ Τσινγιού που αμέσως μετά από την εξέγερση ξεκίνησε την στρατιωτική του “καριέρα”, οργανώνοντας αγρότες της κομητείας του σε ένοπλη επαναστατική μονάδα, και που χρόνια αργότερα θα γινόταν ο τρόμος των Ιαπώνων χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες στην ανάπτυξη του ανταρτοπολέμου.
Τα δύο επόμενα χρόνια, συνεχίζει την πολιτική του δράση στις πόλεις Kaifeng και Luoyang. Το 1929 το κόμμα τον στέλνει στη βορειοανατολική Κίνα, όπου θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί αναλαμβάνει χρέη γραμματέα των γραφείων του κόμματος της πόλης Fushun. Συλλαμβάνεται από τον Ιαπωνικό στρατό (Kwantung) και αργότερα ξανασυλλαμβάνεται -συνολικά ο Γιάνγκ Τσινγιού φυλακίστηκε 5 φορές και βασανίστηκε σκληρά χωρίς να λυγίσει- από τις δυνάμεις του Zhang Xueliang, ο οποίος ήταν ο πολέμαρχος που διοικούσε την βορειοανατολική Κίνα και ήταν υποστηρικτής του Τσιανγκ Κάι Σεκ, του ηγέτη του Γκουομιντάνγκ. Κατά τη διάρκεια του χάους που προκλήθηκε έπειτα από το περιστατικό Mukden το 1931 (Ιαπωνική προβοκάτσια ώστε να εισβάλουν στη Μαντζουρία), διασώζεται από συντρόφους του. Το επόμενο διάστημα του ανατίθενται διάφορες σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις από το κόμμα. Το 1932 οργανώνει την 32η στρατιά του Κινεζικού Εργατικού και Αγροτικού Κόκκινου Στρατού (έτσι λεγόταν ο Κινεζικός Λαϊκός Κόκκινος Στρατός μέχρι το 1936) με καθαρά αντάρτικο χαρακτήρα. Το 1934 γίνεται διοικητής της πρώτης στρατιάς του Βορειοανατολικού Λαϊκού Επαναστατικού Στρατού -ενός στρατού που συγκροτήθηκε απο το ΚΚΚ με σκοπό την αντιμετώπιση της έντονης επιθετικότητας των Ιαπώνων απο το 1931 και μετά (αν και ο 2ος Σινο-Ιαπωνικος πολεμος δεν ξεκίνησε επίσημα παρά το 1937). που όμως δεν ήταν πολύ μαζικός, καθώς είχαν σχηματηστεί νωρίτερα πολλοί εθελοντικοί στρατοί εναντίον των Ιαπώνων, στους οποίους συμμετείχαν και κάποιοι κομμουνιστές κόντρα στην επίσημη γραμμη του κόμματος.
Το 1936 έλαβαν χώρα δύο σημαντικά γεγονότα για την εξέλιξη του αντιαποικιακού αγώνα ενάντια στους Ιάπωνες. Αρχικά συγκροτήθηκε ο Βορειοανατολικός Αντι-Ιαπωνικός Ενωμένος Στρατός (ΒΑΕΝ) από το ΚΚΚ και έπειτα από υποδείξεις της Διεθνούς, με αρχιστράτηγο τον Γιάνγκ Τσινγιού. Λόγω της ήττας των εθελοντικών στρατών που είχε προηγηθεί, της επιρροής μέσα στις τάξεις των εθελοντικών στρατών που είχαν αποκτήσει οι κομμουνιστές (οι οποίοι έπειτα εντάχθηκαν στον ΒΑΕΝ) που συμμετείχαν στους στρατούς αυτούς και της ανοιχτής σε όλους πολιτικής του ΒΑΕΝ, ο στρατός αυτός εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη αντάρτικη δύναμη ενάντια στους Ιάπωνες. Ο ΒΑΕΝ που αποτελούνταν στην ακμή του από 10.000 άντρες και γυναίκες, κομμουνιστές, αγρότες, μαθητές, πρώην στρατιώτες πολέμαρχων και ληστές (οι τελευταίοι έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο λόγω της καλής τους γνώσης των ορεινών περιοχών), επιδίωκε κάτω από τη διοίκηση του Τσινγιού να πραγματοποιεί μικρές αιφνιδιαστικές επιθέσεις, ώστε να διασπά τον στρατό των Ιαπώνων και να του προκαλεί φθορές, δυσκολεύοντας τη διείσδυσή του στην ηπειρωτική Κίνα και στην Σοβιετική Ένωση. Επίσης συνήθης πρακτική των ανταρτών ήταν να αποκόβουν όποιο κομμάτι του Ιαπωνικού στρατού ήταν πιο προωθημένο και ευάλωτο, απομονώνοντάς το από τον υπόλοιπο στρατό και τον ανεφοδιασμό και μετατρέποντάς το σε εύκολο στόχο.
Όλο αυτό το διάστημα ο κινέζικος εμφύλιος συνεχιζόταν αδιάκοπα, η μεγάλη πορεία είχε ήδη γίνει το 1934 και για τον Τσιανγκ Κάι Σεκ -που θα μπορουσε να χαρακτηριστεί Ναπολέων Ζέρβας on steroids σε μια αναλογία με τη δική μας ιστορία- οι κομμουνιστές αποτελούσαν μεγαλύτερη απειλή για το καθεστώς του απ’ ό,τι οι Ιάπωνες, και εναντίον τους κινητοποιούσε κυρίως το στρατό του. Τότε λοιπόν έλαβε χώρα το δεύτερο σημαντικό γεγονός που αναφέραμε προηγουμένως. Ο Zhang Xueliang (ο γνωστός μας πολέμαρχος) και άλλοι υποστηρικτές του Γκουομιντάνγκ απήγαγαν τον Τσιανγκ Κάι Σεκ σε αυτό που ονομάστηκε περιστατικό του Xi’an και τον ανάγκασαν να υπογράψει ειρήνη με τους κομμουνιστές, ώστε ενωμένοι οι Κινέζοι να αντιμετωπίσουν τους Ιάπωνες. Αν και οι εχθροπραξίες ποτέ δεν έπαψαν εντελώς και ούτε συνέβη ουσιαστική στρατιωτική ενωποίηση, αυτή η ανακωχή ήταν τεράστιας σημασίας τόσο για την αντίσταση των Κινέζων απέναντι στην κλιμακούμενη επιθετικότητα των Ιαπώνων, ειδικά μετά την έναρξη του β’ Σινο-Ιαπωνικού πολέμου λίγους μήνες μετά (Ιούλιος του 1937), όσο και για την έκβαση του εμφυλίου πολέμου καθώς, για λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε, οι κομμουνιστές βγήκαν ενισχυμένοι τόσο στρατιωτικά όσο και ηθικά στα μάτια του κινεζικού λαού από τον πόλεμο ενάντια στους Ιάπωνες, ενώ το ακριβώς αντίθετο συνέβη στους εθνικιστές.
Καθοριστική ήταν η συμβολή του Γιανγκ, ο οποίος προκαλούσε τον τρόμο στους Ιάπωνες όχι μονο για τις στρατηγικές του ικανότητες αλλά και για το εξαιρετικό του σημάδι ως ακροβολιστής, μάλιστα δύο φορές πραγματοποίησε επιδρομές που απείλησαν τις γραμμές ανεφοδιασμού του Kwantung. Οι Ιάπωνες αντιδρούν συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό δυνάμεων στη περιοχή με σκοπό να περικυκλώσουν τους αντάρτες, και επικηρύττουν τον Γιανγκ με το ποσό των 10.000 Yuan που εκείνη την περίοδο είχαν αξία 2.500 δολλαρίων περίπου, ένα ποσό τεράστιο για τα δεδομένα της Κίνας εκείνη την εποχή. Στις αρχές του 1940 οι Ιάπωνες έχουν εφαρμόσει την τακτική της καμένης γης και έχουν περιορίσει σημαντικά τον ανεφοδιασμό των ανταρτών, επίσης γίνονται συστηματικά περιπολίες από τους συνεργάτες των Ιαπώνων σε μια προσπάθεια διεξαγωγής πολέμου φθοράς ενάντια στους αντάρτες. Παρ’ όλα αυτά ο ΒΑΕΝ διεξάγει πάνω απο 40 μικρές και μεγάλες μάχες από τις αρχές Γενάρη μέχρι και και τα μέσα Φλεβάρη.
Τελικά, στα μέσα Φεβρουαρίου ο ΒΑΕΝ βρίσκεται περικυκλωμένος απο 40.000 Ιάπωνες και τους συνεργάτες τους. Ο Γιανγκ δίνει εντολή στο στρατό να διασπαστεί σε μικρές ομάδες ώστε να διαφύγει. Ο ίδιος έχοντας μαζί του μερικές δεκάδες στρατιώτες επιχειρεί να διαφύγει της περικύκλωσης αλλα προδίδεται απο κάποιον αξιωματικό του. Έπειτα από ανελέητη καταδίωξη, ζωνανοί μένουν μόνο ο Γιάνγκ κι άλλοι δύο στρατιώτες. Σύντομα πεθαίνουν κι αυτοί πολεμώντας και ο Γιάνγκ μένει μόνος. Ταλαιπωρημένος και πάσχοντας από σοβαρό κρυολόγημα, συνεχίζει να μάχεται ολομόναχος για 5 ολόκληρες μέρες. Κάποια στιγμή, περικυκλώνεται σε μικρό δάσος από 100 περίπου εχθρούς, με το εξαιρετικό του σημάδι καταφέρνει να σκοτώσει και να τραυματίσει πάνω από 20 από αυτούς. Όταν τραυματίζεται το ένα του χέρι, συνεχίζει να μάχεται με το άλλο. Κάποια στιγμή μη έχοντας άλλη λύση οι Ιάπωνες γαζώνουν τη θέση του Γιάνγκ με οπλοπολυβόλα. Αυτό είναι το τέλος του ανθρώπου, όχι όμως και του θρύλου.
Μετά το θάνατό του, οι Ιάπωνες άργησαν πολύ να προσεγγίσουν το σημείο φοβούμενοι τις ικανότητες του Γιάνγκ στο σημάδι, που τις γνώριζαν καλά από πρώτο χέρι. Όταν περισυνέλεξαν τη σωρό, προσπάθησαν να βεβηλώσουν τη μνήμη του (όχι πολύ επιτυχημένα απ’ ό,τι θα δούμε παρακάτω), αρχικά τραβώντας μια φωτογραφία που μας φέρνει στο νου μια άλλη φωτογραφία απο τη Βολιβία.
Στη συνέχεια έκοψαν το κεφάλι του, σε μια κίνηση που μας θυμίζει την ιστορία του δικού μας εμφυλίου και μας κάνει να αναλογιστούμε ότι μπροστά στους λαικούς αγωνιστές πάντα θα τρομοκρατούνται και θα κάνουν απέλπιδες προσπάθειες να ξορκίσουν το φόβο τους οι εκάστοτε εθνικοι στρατοί και γενικώς οι λακέδες των αφεντικών. Οι Ιάπωνες θέλοντας να μάθουν πώς τρεφόταν ο Γιανγκ αυτές τις 5 μέρες, τη στιγμή που τα πάντα ήταν σκεπασμένα με χιόνι, του έκαναν αυτοψία και στο στομάχι του δεν βρήκαν τίποτα άλλο εκτός από ρίζες και φλοιούς δέντρων. Ο Ιάπωνας διοικητής Ryuichiro Kishitani ήταν τόσο σοκαρισμένος από αυτό το γεγονός, που αποχώρησε σιωπηλός και μαρτυρίες αναφέρουν ότι γέρασε εν μια νυκτί. Μάλιστα όταν ο Kishitani έκανε χαρακίρι μετά την ήττα της Ιαπωνίας το 1945, έγραψε στη διαθήκη του ότι η Κίνα δεν θα έχανε, γιατί είχε πολεμιστές σαν τον Γιανγκ Τσινγιού. Οι Ιάπωνες έθαψαν το ακέφαλο σώμα χωρίς τιμές. Όμως ο στρατηγός του Kwantung Shōtoku Nozoe που διοικούσε τη περιοχή, άρχισε να έχει εφιάλτες και πίστευε οτι τον καταδίωκε το φάντασμα του Γιανγκ. Οπότε τρομοκρατημένος διέταξε την εκταφή και την εκ νέου ταφή του σώματος με όλες τις στρατιωτικές τιμές. Η απώλεια του Γιανγκ Τσινγιού ήταν μεγάλο πλήγμα για τους αντάρτες του, οι οποίοι απάντησαν με κλιμάκωση των επιθέσεων τους.
Όταν τέλειωσε ο β’ Σινο-Ιαπωνικός πόλεμος με την εισβολή των Σοβιετικών στη Μαντζουρία το 1945, οι κομμουνιστές βρήκαν το κομμένο κεφάλι του Γιάνγκ και μαζί με το σώμα του το έθαψαν με όλες τις τιμές. Επίσης εντοπίστηκαν και εκτελέστηκαν κάποιοι από τους προδότες που οδήγησαν στο θάνατό του. Η επαρχία όπου έλαβε χώρα η θυσία του, πήρε το όνομα του. Μετά την επικράτηση των κομμουνιστών και την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, έγινε εθνική κηδεία για τον Γιάνγκ Τσινγιού και ανακυρήχθηκε εθνικός ήρωας. Οπότε ο Γιανγκ είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος στη ιστορία που θα μπορούσε να καυχηθεί ότι κηδεύτηκε 4 φορές!
Η αυτοθυσία και ο ηρωισμός του Γιάνγκ δεν είναι παρά η συμβολή ενός ανθρώπου στην εποποιία που σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, επιτέλεσαν οι κομμουνιστές. Εμείς δεν ανήκουμε στις κατηγορίες που αντιεπιστημονικά θα ανήγαγαν τέτοια κατορθώματα σε κάποια φυλετική υπεροχή (φασίστες) ή στη προυπάρχουσα ποιότητα των ατόμων που τις υλοποιούν (φιλελεύθεροι), αλλά τα θεωρούμε προϊόντα των ιστορικών συνθηκών και του τρόπου που η ταξική πάλη και γενικότερα η πάλη ενάντια στην αδικία και την καταπίεση υπεισέρχεται καθοριστικά στη διαμόρφωση των ανθρώπων. Στη τελική, αν υπάρχει κάποια υπεροχή, αυτή είναι ιδεολογική!