Γιώργος Χουρμουζιάδης: «Ο λόγος μας δεν είναι ξύλινος, είναι γεμάτος αίμα, ζέστα από τη ζέστα των χεριών που δουλεύουν»
“Χρησιμοποιούμε λέξεις, που είναι γεμάτες με αγώνες, με αναμνήσεις νεκρών και ηρώων. Είναι λέξεις, τις οποίες, αν τις ανοίξει κανείς, θα βγει η αλήθεια της καθημερινής ζωής. Δεν αλλάζουμε με κανένα τρόπο το λόγο μας, γιατί είναι λόγος της αλήθειας, είναι ο λόγος που παραπέμπει στα προβλήματα, είναι ο λόγος που παραπέμπει στον αγώνα και στα οράματα.”
Έξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μέρα που έφυγε από τη ζωή ο πρωτοπόρος αρχαιολόγος, επιστήμονας ερευνητής, κομμουνιστής δάσκαλος Γιώργος Χουρμουζιάδης, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Στη μνήμη του παρουσιάζουμε ένα κείμενο του Γρηγόρη Τραγγανίδα που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του σπουδαίου επιστήμονα και ανθρώπου.
Παράδειγμα κομμουνιστή επιστήμονα και δασκάλου
Οι αρνητικές συνέπειες στο λαϊκό κίνημα και την επιστήμη από την απώλεια ανθρώπων όπως αυτή του κομμουνιστή διανοούμενου, ακαδημαϊκού δασκάλου (ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και μάχιμου αρχαιολόγου, Γιώργου Χουρμουζιάδη, μεγαλώνουν με το χρόνο γι’ αυτό και είναι αδύνατο να υπολογισθούν μέσα σε λίγες μέρες από το θάνατό του. Ο μόνος τρόπος να «αμβλυνθούν» είναι να πάρουν τη «σκυτάλη» νέες γενιές επιστημόνων που θα θέσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και την επιστήμη τους στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, του καταπιεσμένου ανθρώπου, για την απελευθέρωσή του.
Στρατευμένος στην υπόθεση του ΚΚΕ, ο Γιώργος Χουρμουζιάδης ενέπνεε αβίαστο σεβασμό στους φοιτητές του, στους συναδέλφους του, σε φίλους αλλά και αντιπάλους των ιδεών του, διότι τεκμηρίωνε πάντα τις απόψεις του και ακριβώς αυτό ουσιαστικά περίμενε και από τον αντίλογο σε αυτές. Γι’ αυτό, όσο ρηξικέλευθες κι αν ήταν αυτές οι απόψεις – «γεννήματα» μιας βαθιάς και ουσιαστικής γνώσης του ιστορικού υλισμού – ήταν αδύνατο να «προσπεραστούν» και, πολύ περισσότερο, να «ακυρωθούν» από την κυρίαρχη αστική αντίληψη για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και όχι μόνο.
Δοσμένος στην επιστημονική έρευνα
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1932, όπου και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Το 1981 έγινε μέλος του ΚΚΕ και στο 13ο Συνέδριο του Κόμματος, το 1991, εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Υπηρέτησε το Κόμμα και το λαό της Θεσσαλονίκης από διάφορες θέσεις και ως βουλευτής της Α’ Θεσσαλονίκης, όπου εκλέχθηκε στις εκλογές του 2000 και του 2004. Παρέμεινε μέλος του Κόμματος ως το τέλος της ζωής του. Διακρίθηκε για το πλούσιο επαγγελματικό, ακαδημαϊκό και επιστημονικό του έργο, ιδιαίτερα στους κλάδους της Ιστορίας, της Αρχαιολογίας και της Μουσειολογίας. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση (1961 – 1964) και το 1965 ορίστηκε Εφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, ενώ την περίοδο 1976 – 1978, ως υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρωπαϊκή Ιστορία.
Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και κοσμήτορας το 1983. Το 1985 έγινε αντιπρύτανης στο ΑΠΘ. Ασχολήθηκε με την έρευνα της Νεολιθικής Περιόδου, κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ασχολήθηκε συστηματικά με τη Μουσειολογία και οργάνωσε ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ. Υπήρξε πρωτοπόρος στη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών «κινημάτων» της Αρχαιολογίας, που αναπτύχθηκαν στην Αμερική και στην Ευρώπη και εξέδωσε και διηύθυνε γι’ αυτόν το σκοπό τα περιοδικά «Ανθρωπολογικά» (1978 – 1982), «Γόρδων» (1991 – 1995) και «Ανάσκαμμα» (2008 – 2013). Συνέγραψε 5 βιβλία και ανέπτυξε πλούσια αρθρογραφία, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων.
«Η ιστορική γνώση είναι κοινωνικό αγαθό»
Στο ευρύτερο κοινό, ο Γιώργος Χουρμουζιάδης έγινε γνωστός με την έρευνα και το πραγματικά πρωτοποριακό, για τα ελληνικά δεδομένα, μουσείο στο νεολιθικό, λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού στην Καστοριά. Αυτό που ξεχωρίζει το Δισπηλιό από την κυρίαρχη αντίληψη για την ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων είναι η φιλοσοφική της αφετηρία, η οποία χαρακτηρίζεται από την προσέγγιση του χώρου ως ουσιαστικού δημόσιου αγαθού. Δηλαδή μια αντίληψη που «θέλει» τον επισκέπτη «κοινωνό» όχι μόνο των ευρημάτων, αλλά και της διαδικασίας έως ότου το εύρημα φθάσει στις προθήκες των μουσείων. Ετσι, οι διαδρομές «παρακολουθούν», χωρίς σε τίποτε να ενοχλούν, τη δουλειά των αρχαιολόγων, ενώ ο συνδυασμός παραδοσιακών και σύγχρονων εποπτικών μέσων, με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, δίνει μια πλήρη εικόνα της ζωής των ανθρώπων στο Δισπηλιό πριν 7.000 χρόνια. Προσφέρει δε και τη δυνατότητα εκλαΐκευσης του αρχαιολογικού έργου.
Αλλωστε, αυτός ήταν και ο πρωταρχικός στόχος του Γ. Χουρμουζιάδη από το 1992, οπότε ξεκίνησε την έρευνα στην περιοχή. Μιλώντας το 2004 στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο κατά την παρουσίαση της μελέτης του χώρου, ο Γ. Χουρμουζιάδης σημείωσε ότι εκτός από τον προφανή στόχο, δηλαδή την έρευνα του οικισμού και την ανάδειξη της οργάνωσής του και του τρόπου ζωής των κατοίκων του, υπήρχε και ο παράλληλος της δημοσίευσης των ευρημάτων και της δημοσιοποίησης του χώρου, ώστε «να φέρουμε το κοινό κοντά στην ανασκαφή». Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκε η αναπαράσταση μέρους του οικισμού. Ετσι, ο επισκέπτης στην αρχή μπορεί να βλέπει τις κατόψεις του οικισμού στον οποίο έχουν καταμετρηθεί πάνω από δύο χιλιάδες πάσσαλοι, στους οποίους στηρίζονταν τα νεολιθικά σπίτια.
Το πώς αντιμετωπίζει μια αρχαιολογική ανασκαφή ένας μαρξιστής επιστήμονας αποδίδεται «ανάγλυφα» σε μια απάντηση του Γιώργου Χουρμουζιάδη σε συνεντευξή του στο «Ριζοσπάστη» για το Δισπηλιό το 1997: «(…) μέσα από μία ανασκαφή, αυτό που προκύπτει δεν είναι μόνο το εύρημα. Δεν είναι μόνο ότι όσο προχωράει κανείς στην ανασκαφή προκύπτουν ορισμένοι καθαρά θεωρητικοί και μεθοδολογικοί προβληματισμοί. Είναι και ότι, με το εύρημα, προκύπτει νέα ιστορική γνώση, που πρέπει να αξιοποιηθεί ως κοινωνικό αγαθό. Ως κοινωνικό αγαθό, όχι μόνο ή κυρίως μόνο για την οργανωμένη “επετειακού” τύπου προπαγάνδα, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά κυρίως να αξιοποιηθεί ως καθημερινό κοινωνικό αγαθό “βίωσης” του αρχαιολογικού πολιτισμού και της επιστημονικής πράξης(…)».
Και το 1998, πάλι από το «Ριζοσπάστη»: «(…) Εκεί που τελειώνει η χρήση αρχίζει η τέχνη. Και ό,τι εξυπηρετεί τη χρήση δεν μπορεί να είναι τέχνη. Οι δύο λαβές στο αγγείο υπάρχουν για να το κρατάμε. Οταν αυτές οι λαβές αποκτήσουν στοιχεία διακοσμητικά, τότε μιλάμε για διάθεση εξωραϊσμού, για καλλιτεχνική διάθεση. Πρόκειται για μία πρώιμη μορφή της τέχνης. Κάποιος θα πει ότι και η τέχνη χρησιμοποιείται. Ομως, άλλο είναι η χρήση της τέχνης και άλλο η χρήση του αντικειμένου (…) οι θεωρίες περί αναζήτησης του νοήματος των πραγμάτων είναι επικίνδυνες. Εκείνες, δηλαδή, οι θεωρίες που λένε ότι τα αντικείμενα είναι συμβολικά, ότι πρώτα συλλαμβάνει κανείς το νόημα του πράγματος και έπειτα το κατασκευάζει και το χρησιμοποιεί. Το οποιοδήποτε πράγμα πρέπει να το αναγάγεις στη χρήση του και στη διαδικασία της παραγωγής του και των παραγωγικών σχέσεων που δημιουργούνται (…) Θεωρώ ότι αυτή η σχολή παίζει με τον Μαρξ, με έναν τρόπο περίεργο. Ενώ τα αναγάγει όλα στην οικονομία, το μόνο που κάνει είναι να ανατρέψει τη μαρξιστική σκέψη (…) Στην πραγματικότητα, όμως, η μαρξιστική σκέψη δεν ανατρέπεται, εφ’ όσον δεν ανατρέπεται ούτε η εργασία, ούτε η παραγωγική διαδικασία, ούτε οι παραγωγικές σχέσεις (…)».
Το σπάνιο ταλέντο του στην εκλαΐκευση σύνθετων εννοιών έλαμψε και στη Βουλή. Χαρακτηριστική είναι η παρέμβασή του, ως βουλευτής του ΚΚΕ, στη συζήτηση για το νομοσχέδιο, τότε, της «πολιτιστικής χορηγίας» το 2007. Εξηγώντας το γιατί το Κόμμα καταψηφίζει το νομοσχέδιο είχε σημειώσει ότι η «πολιτιστική χορηγία» μετατρέπει «την οικονομική ικανότητα σε ηθική αξία» και «μοιράζει τη χρηματοδότηση μεταξύ πολιτείας και κεφαλαίου». «Στην περίπτωση της χορηγίας από τη μια πλευρά συμμετέχει ο ιδιώτης με το κεφάλαιο και η πολιτεία με τον… πολιτισμό». Ετσι, «από τη σύμπραξη ανόμοιων στοιχείων προκαλείται η μετατροπή του πολιτιστικού προϊόντος σε εμπόρευμα», αφού «υπάρχει αγοραστής και πελάτης. Ο πολιτισμός, ενώ πρέπει να είναι κτήμα και δικαίωμα του λαού, γίνεται οικονομικό εργαλείο (…) με τον χρηματοδότη – χορηγό να ασκεί πολιτική, αφού αυτός επιλέγει τι θα χρηματοδοτήσει».
Το τι σήμαινε ο κομμουνισμός για τον Γ. Χουρμουζιάδη ίσως να περικλείεται σε μια απάντησή του σε αυτούς που λένε πως η γλώσσα των κομμουνιστών είναι «ξύλινη»: «Να τους πούμε, σύντροφοι, πως εμείς τις λέξεις τις παίρνουμε μέσα από τη ζωή. Ο λόγος μας δεν είναι ξύλινος, είναι γεμάτος αίμα, ζέστα από τη ζέστα των χεριών που δουλεύουν. Χρησιμοποιούμε λέξεις, που είναι γεμάτες με αγώνες, με αναμνήσεις νεκρών και ηρώων. Είναι λέξεις, τις οποίες, αν τις ανοίξει κανείς, θα βγει η αλήθεια της καθημερινής ζωής. Δεν αλλάζουμε με κανένα τρόπο το λόγο μας, γιατί είναι λόγος της αλήθειας, είναι ο λόγος που παραπέμπει στα προβλήματα, είναι ο λόγος που παραπέμπει στον αγώνα και στα οράματα. Εμείς μιλάμε τη γλώσσα του λαού και με αυτή θα συνεχίσουμε»…”