Γιώργος Χουρμουζιάδης: Τις φαρμακερές λέξεις και τις κατάρες της λαϊκής αντίστασης χρειαζόμαστε
“Γιατί μόνο έτσι θα μάθουν οι άνθρωποι αυτής της Γης ότι δε θ’ αργήσει να ‘ρθει η ώρα και για το δικό τους «θάνατο», όποια μορφή κι αν έχει αυτός, κι όπως κι αν τον απεργάζεται αυτόν η παγκοσμιοποίηση του τρόμου και η ιμπεριαλιστική λαγνεία των καθημερινών αφανισμών.”
Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης υπήρξε πρότυπο δασκάλου, πρωτοπόρος επιστήμονας ερευνητής, μαχητής για το δίκιο του εργαζόμενου λαού, που τράβαγε διαρκώς μπροστά, κομμουνιστής, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που άφησε πλούσιο επιστημονικό και συγγραφικό έργο, παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και θα ήθελα να πεθάνω στην Κεντρική Ασία, ακριβώς πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού. Άρχισα να γράφω από οκτώ χρονώ. Στην αρχή έγραφα κρυφά, προσευχές και βωμολοχίες. Ύστερα εκθέσεις ιδεών, ποιήματα. Αποπειράθηκα να γράψω κι ένα μυθιστόρημα: ‘Το κορίτσι με τα γκρίζα μαλλιά’. Από τότε δε σταμάτησα να γράφω παντού και τα πάντα.
Διηγήματα, θεατρικά μονόπρακτα, σενάρια, αρχαιολογικά άρθρα, βιβλιοκρισίες, διαλέξεις, δοκίμια, ευθυμογραφήματα, συστατικές επιστολές, εγκυκλοπαιδικά λήμματα, ανακοινώσεις για επιστημονικά συνέδρια, πολιτικές προκηρύξεις και πολιτικά άρθρα, επιφυλλίδες σε εφημερίδες, στίχους για λαϊκά τραγούδια, χαιρετισμούς για πολιτικές συγκεντρώσεις, ακόμα και για ένα γάμο στο Ασχαμπάτ, όπου με είχανε καλέσει, όταν επισκέφτηκα το Τουρκμενιστάν.
Έγραψα εισηγητικές εκθέσεις για διδακτορικές διατριβές και εκλογές καθηγητών, κείμενα διαφημίσεων, ‘αγορεύσεις’ για τη βουλή, κατ’ αρχήν και κατ’ άρθρον. Έγραψα και δυο επικήδειους, έναν για τον Κίτσο Μακρή και έναν για τον Μανόλη Ανδρόνικο! Και σε έναν τοίχο, όταν ήμουνα πρόσκοπος, έγραψα με μεγάλα κόκκινα γράμματα: ‘Σ’ αγαπώ’. Κι όσο περνάει ο καιρός γράφω ασταμάτητα, γιατί εκείνο που θέλω να γράψω δεν το έγραψα ακόμα! Κι όταν πια δεν έχω τι άλλο να γράψω θα πάρω το Δρόμο του Μεταξιού».
Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης γεννήθηκε στις 26 του Νοέμβρη 1932 και έφυγε από τη ζωή στις 16 του Οκτώβρη 2013.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Το 1981 έγινε μέλος του ΚΚΕ και στο 13ο Συνέδριο του Κόμματος, το 1991, εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής του Επιτροπής. Υπηρέτησε το Κόμμα και το λαό της Θεσσαλονίκης από διάφορες θέσεις και ως βουλευτής της Α’ Θεσσαλονίκης, όπου εκλέχθηκε στις εκλογές του 2000 και του 2004. Παρέμεινε μέλος του Κόμματος ως το τέλος της ζωής του.
Ο Γ. Χουρμουζιάδης διακρίθηκε για το πλούσιο επαγγελματικό, ακαδημαϊκό και επιστημονικό του έργο, ιδιαίτερα στους κλάδους της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της μουσειολογίας. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση τα χρόνια 1961 – 1964 και το 1965 ορίστηκε Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, ενώ την περίοδο 1976 – 1978, ως υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρωπαϊκή Ιστορία.
Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κοσμήτορας το 1983. Το 1985 έγινε αντιπρύτανης στο ΑΠΘ. Ασχολήθηκε με την έρευνα της Νεολιθικής Περιόδου κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, επίσης ασχολήθηκε συστηματικά με τη Μουσειολογία και οργάνωσε ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ.
Υπήρξε πρωτοπόρος στη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών «κινημάτων» της Αρχαιολογίας, που αναπτύχθηκαν στην Αμερική και την Ευρώπη και εξέδωσε και διηύθυνε γι’ αυτό τον σκοπό τα περιοδικά «Ανθρωπολογικά» (1978 – 1982), «Γόρδων» (1991 – 1995) και «Ανάσκαμμα» (2008-2013). Συνέγραψε 5 βιβλία και ανέπτυξε πλούσια αρθρογραφία, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων.
Από το 1992 ο Γ. Χουρμουζιάδης διηύθυνε τις ανασκαφές στον προϊστορικό λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς και υπήρξε, επίσης, επιστημονικός υπεύθυνος για το πρόγραμμα LIFE, για την οργάνωση στην περιοχή της λίμνης Καστοριάς του πρώτου Οικομουσείου, με βάση τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Δισπηλιό.
Έγραφε ο σύντροφος Καθηγητής σ’ ένα κείμενό του παλιά στο Ριζοσπάστη: «(…)Δεν έχουν, λοιπόν, καλοί μου σύντροφοι, θέση στις μέρες τα «λεπτά της σιγής». Τα λόγια χρειαζόμαστε και τις φωνές. Τις φαρμακερές λέξεις και τις κατάρες της λαϊκής αντίστασης χρειαζόμαστε. Γιατί μόνο έτσι θα μάθουν οι άνθρωποι αυτής της Γης ότι δε θ’ αργήσει να ‘ρθει η ώρα και για το δικό τους «θάνατο», όποια μορφή κι αν έχει αυτός, κι όπως κι αν τον απεργάζεται αυτόν η παγκοσμιοποίηση του τρόμου και η ιμπεριαλιστική λαγνεία των καθημερινών αφανισμών. Κι ένα τέτοιο «μάθημα» δεν είναι περιττό. Μας δυναμώνει. Δυναμώνει τη σχέση μας με τον Αλλον. Σκάβει το μέσα μας και το σπέρνει με την ευαισθησία της Ελευθερίας και της Ομορφιάς. Γιατί αυτή είναι που οδηγεί τον άνθρωπο να δημιουργήσει. Γιατί αυτήν πρώτ’ απ’ όλα σκοτώνει ο ιμπεριαλισμός, για να ρυθμίσει τα βήματά του με το θόρυβο των τανκς, όπως αυτή τη στιγμή το κάνει μπροστά στους αγωνιστές της Ραμάλα.
Θα ‘ρθει, λοιπόν, η ώρα για τα δάκρυα, τον πόνο, τα λουλούδια, τα χειροκροτήματα και το ένα λεπτό της σιγής. Τώρα χρειαζόμαστε Φωνές. Φωνές που να λένε και να αποκαλύπτουν τους ενόχους των θανάτων και τους καρφωτές των φερέτρων. Η Σιγή είναι συνενοχή!».