Γράμματα σε φυλακισμένους παρουσιασμένα από τον Τάσο Λειβαδίτη
Ποιοι καταστατικοί χάρτες, ποιοι νόμοι, ποια ευαγγέλια μπορούν να σταθούν αντίκρυ σε τούτα τα απλοϊκά, τα μαραμένα, τα αγράμματα γράμματα, που δεν αποτελούν μόνο μια μικρή μαρτυρία απ’ τη μεγάλη σύγχρονη Κόλαση, μα ορθώνονται σα μνημεία της ψυχής του λαού μας και σαν Κώδικες μιας νέας ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Παιδιά, μας φοβίζαν με την Κόλαση. Φωτιές κάτω από τα μεγάλα καζάνια, οι ανυπάκουοι κρεμασμένοι απ’ τ’ αυτιά, οι ψεύτες με τρυπημένες γλώσσες – κάθε φορά που λέγαμε κάποιο μικροψέμα ένας πόνος εκεί στην άκρη της μικρής παιδικής γλώσσας. Ύστερα μεγαλώσαμε. Διαβάσαμε Δάντη, Μπαρμπύς. Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως η Κόλαση έχει περισσότερες σχέσεις με τη ζωή παρά με το υπερπέραν. Είμασταν έφηβοι πια, όταν γνωρίσαμε τον πόλεμο, την κατοχή, το αίμα και τα δάκρυα, τον ηρωισμό και την ταπείνωση, το φόβο και ξανά το φόβο. Τότε βεβαιωθήκαμε πια για την ακριβή γεωγραφική θέση της Κόλασης. Ήταν εδώ, πλάι μας, γύρω μας, μέσα μας. Μια άλλη Κόλαση, βέβαια, που δεν έμοιαζε σε τίποτα με κείνη την παληά των παιδικών χρόνων, μια Κόλαση εντελώς εκσυγχρονισμένη, όχι πια με φωτιές, μα με θερμαντικά μηχανήματα, που τα «παληόπαιδα» δεν τα κρεμάνε απ’ τις γλώσσες, μα τα ρίχνουν στις γωνιές των χειμωνιάτικων δρόμων να πουλάνε τσατσάρες, μια Κόλαση ρυμοτομημένη, με ληξιαρχεία, ταυτότητες, στρατιωτική θητεία, με πορνεία, με τράπεζες, με κρεματόρια, με κίτρινο τύπο, κλαμπ, ερεθιστικές βιτρίνες, με ηλεκτρικές καρέκλες για τους Βανζέτι και τους Ρόζεμπεργκ, με ημερολόγια, λαχεία, φιλοφρονήσεις, με Ισπανία και Χιροσίμα, με πουλημένη περηφάνεια, με αγορασμένον έρωτα – ότι χρειάζεται μια Κόλαση, τίποτα περισσότερο.
Μόνο που στις μέρες μου, παληέ μου φίλε Αλιγκέρι, δεν βασανίζονται, όπως τότε, αυτοί που το άξιζαν, οι πόρνοι, οι ραδιούργοι, οι άκαρδοι, μα υποφέρουν και μαρτυράνε οι πιο καλοί, οι πιο άδολοι, οι πιο γενναίοι. Εκείνοι που πολύ αγάπησαν, εκείνοι που πολύ πίστεψαν, εκείνοι που όλα τα θυσίασαν. Μια Κόλαση αλλόκοτη που κι όταν δε σε τιμωρούν οι δυνατοί, που τους προσκύνησες, σε τιμωρεί αμείλιχτα, τις νύχτες, ο αξιολύπητος, ταπεινωμένος εαυτός σου.
Κι εδώ, σ’ αυτόν τον κύκλο, τον πιο απάνθρωπο, βασανίζονται ε κ ε ί ν ο ι π ο υ α ρ ν ή θ η κ α ν ν α υ π ο τ α γ ο ύ ν. Ο κύκλος αυτός έχει χίλια εκατό σπίτια και πέντε μεγάλα, σταχτιά καγκελόφραχτα κτίρια. Ανάμεσά τους, θάλασσα, απαγορευτικές διαταγές, μέρες και νύχτες ατέλειωτες, ύψωσαν ένα γιγάντιο, σκοτεινό τοίχο που ετούτα τα γράμματα, σα νύχια ματωμένα, τον γδέρνουν, απεγνωσμένα, δεκαοχτώ χρόνια τώρα.
Μα όχι δεν τελειώσαμε. Υπάρχει ακόμα ένας κύκλος πιο φοβερός κι απ’ τον προηγούμενο. Εδώ ρίχνονται εκείνοι που διαπράττουν το πιο ανόσιο έγκλημα. Το έγκλημα της ανοχής, της λησμονιάς, της αδιαφορίας. Η τιμωρία τους; Να βουλιάζουν αδιάκοπα σε μια τερατώδη λάσπη, να χάνουν, να χάνουν κάθε στιγμή την ψυχή τους μέσα στα μικροπράγματα της καθημερινότητας.
Σ’ αυτόν τον κύκλο ίσως νάμαι κι εγώ, ίσως νάσαστε κι εσείς. Ίσως νάμαστε όλοι μας, φίλοι μου.
Και ανόμοις κριταίς σε τον δίκαιον κριτήν παραδίδωσι
Οι δίκες είναι γνωστό πώς έγιναν. Βιαστικά, μέσα σ’ ένα κλίμα φοβίας και υστερισμού, με ψευδομάρτυρες κατηγορίας, με μάρτυρες υπερασπίσεως τρομοκρατημένους που ψεύδιζαν την αλήθεια, ή, πιο σίγουρο, φρόντιζαν να εξαφανιστούν την κρίσιμη ώρα. Δίκες που για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου, έτσι μαζικά, διάλεγες εσύ ο ίδιος την ενοχή ή την αθώωση. Δε χρειαζόταν παρά μια υπογραφή σ’ ένα απρόσωπο, στερεότυπο κείμενο – μην ξεχνάτε ότι ζούμε στην εποχή του βιομηχανικού αυτοματισμού! Και μόνο αυτό το απρόσωπο του κειμένου προδίκαζε όλη τη ζωή σου, αν το υπόγραφες: θάχανες για πάντα, τον εαυτό σου, θα γινόσουνα ένα νούμερο, ένας αύξοντας αριθμός. Αρνιόσουνα να υπογράψεις; θάχανες για πάντα τα πιο γλυκά σου χρόνια. Θα συνέχιζες όμως, τουλάχιστον, να παραμένεις ένα πρόσωπο. Ένας άνθρωπος ακέρηος.
Τίνα θέλετε απολύσω υμίν· Βαρραβάν ή Ιησούν
Στο μεταξύ τα χρόνια περνούσαν. Άνθρωποι που στην κατοχή κυκλοφορούσαν με γερμανικές στολές, που μας σκότωναν με γερμανικά όπλα, τριγυρίζουν ελεύθεροι, ανάμεσά μας, ο ίσκιος τους καθώς βαδίζουν πέφτει βαρύς πάνω στο γέλιο των παιδιών που παίζουν, κι εκείνα σταματάνε απότομα το παιχνίδι, ανήσυχα, τους συναντάμε στα καφενεία, στα θέατρα, στην πολιτική – έτοιμους να μας ξανασκοτώσουν μ’ οποιασδήποτε προελεύσεως όπλα. Και το χωριατόπαιδο που πείνασε και πληγώθηκε για τούτο το κομμάτι γης που το λέμε πατρίδα, γερνάει, γερνάει μέσα στους τέσσερις τοίχους της φυλακής. Πρέπει νάναι πολύ μεγάλη η εποχή μας, αλήθεια, για να μπορεί ένα χωριατόπαιδο απ’ τη Θεσσαλία ή το Μωρηά να ξέρει τι σημαίνει αληθινή ελευθερία. Και να την προτιμάει, μ’ όλους τους πόνους της.
Και πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν αυτού τη κεφαλή
Και τα χρόνια πέρασαν. Αργά, βαρειά, ανεπίστρεπτα. Δεκαοχτώ χρόνια. Δεκαοχτώ χρόνια. Ό, τι και να πεις, μπροστά τους γίνεται αμέσως φιλολογία. Μονάχα αυτό: δεκαοχτώ χρόνια, σα να φωνάζεις βοήθεια.
Σ’ ένα κελλί, άρρωστος, πρόωρα γερασμένος, δίχως ήλιο, δίχως έρωτα, με την άνεργη δύναμη να σου ροκανίζει το νευρικό σύστημα. Δεκαοχτώ χρόνια. Κάτω από το προσκεφάλι σου τίποτα άλλο. Δυό – τρία γράμματα μονάχα, μια φωτογραφία, κι ολάκαιρη αυτή η άδικη, η αναπάντεχη ήττα. Είναι αδύνατον να κοιμηθείς.
Κι απ’ την άλλη μεριά του τοίχου, άλλα δεκαοχτώ χρόνια, στο σπίτι που ρήμαξε, με το άδειο πιάτο του φυλακισμένου, την άδεια θέση του στο κρεββάτι. Όλα πάληωσαν. «Το σπίτι άρχισε να πέφτει. Δεν έχω φτερά να το κρατήσω» γράφει η κατάκοιτη μάνα. Και συνεχίζει, σα να βογγάει όλη η ατέλειωτη στρατιά των φτωχών: «Τι να σου προσφέρουν παιδί μου, οι δυστυχισμένοι και μη δυνάμενοι». Κ’ η γυναίκα που έτρεφε τα δυό παιδιά δουλεύοντας στα καπνοτόπια, χτύπησε: «Η πλάκα έδειξε ότι είχα κάταγμα σοβαρό και ο ακτινολόγος μ’ έστειλε στον χειρούργο, αλλά δεν πήγα γιατί πληρώνεται ακριβά». Πληρώνεται ακριβά, όπως όλα σ’ αυτόν τον κόσμο…
Ποιος περισσότερο απ’ αυτούς, που ζήσανε δεκαοχτώ χρόνια μακριά ο ένας απ’ τον άλλον, αυτός ο γιος κι αυτή η μητέρα, ετούτος ο άντρας κι εκείνη η γυναίκα, ποιος, σ’ όλον τον κόσμο, περισσότερο απ’ αυτούς ξέρει τι σημαίνει χρόνος: χρόνος που πέρασε, χρόνος που δε θα ξανάρθει πια, ποτέ.
«Πήρα το γράμμα σου και τη φωτογραφία που μας έστειλες. Ε, αδελφέ μου, δεν μπορούσα να σταματήσω τη μάνα μας από τα κλάμματα. Χωρίς να βάλει τα γιαλιά της σε γνώρισε κι ας έχει 16 χρόνια να σε δει. Λες ότι φαίνεσαι γερασμένος, έτσι είναι, τα χρόνια περνούν. «Πολυαγαπημένο μου παιδί Κώστα…Αν θέλεις να μάθεις είμαστε πολύ στενοχωρημένοι. Ο πατέρας σου βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Τον σκουπίζω σα μικρό παιδί. Δεν πρόκειται να τον δεις. Κώστα, δεν είμαστε όπως μάς άφησες…»
Ποιος, σ’ όλον τον κόσμο περισσότερο απ’ αυτούς ξέρει τι σημαίνει: νοσταλγία, φόβος, λιποψυχιά – αξιοπρέπεια!
«Πατέρα έλαβα τα γράμματά σου και σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά δεν ήταν σωστό να μου στείλεις τα ρούχα σου τα οποία εσύ θα χρειαστείς περισσότερο από μένα».
Ας χαμηλώσουμε το κεφάλι κι ας ντραπούμε λίγο για τα «μεγάλα μας αισθήματα»!
Πάτερ, ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο
Τα παιδιά, συχνά, είναι σκληρά – έχουν ανάγκη αυτήν τη σκληρότητα που στο βάθος δεν είναι παρά ένα είδος αυτοπροστασίας.
Εν Άνω Βασιλικά 30 – 3 – 59
Αγαπημένε μου πατέρα, καλημέρα σας, πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια την καλήν σου υγείαν και δεύτερον αν ερωτάς και για ημάς είμαστε πάλι πικραμένα. Η παρούσα μου να σε εύρη εν πλήρει υγεία και χαρά. Μάθε πατέρα πως μείναμε στους πέντε δρόμους. Η μάνα μας πέθανε σαν το κρύο νερό καίτσι μείναμε ορφανά χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα. Ο γυιός σου που τον αγαπούσες τόσο έμεινε χωρίς στήριγμα κανένα καίτσι έμεινε σαν ένα έρημο πουλί στα ξένα, άλλος τον φωνάζει από δω και άλλος από κει, μάθε πατέρα μας πως η μάνα μας έχει την καρδιά της, την πήγαμε στο Βόλο στο Νοσοκομείο και έκατσε 15 μέρες, 4 γιατροί απόξω και στην κλινική και δεν την γλυτώσαμε. Η Νενιώ μέρες χωρίς να πέση στο μαξιλάρι, μαζεύτηκε σαν ένα κουβάρι καίτσι πατέρα αν μας σκέφτεσαι για τα παιδιά σου έλα να μας συμμαζέψης, τουλάστον μέχρι τώρα μας συμμάζει η μανούλα μας σαν κλόσσα με τα κλωσσόπουλα και τώρα είμαστε σαν πουλιά στα ξένα σκέπη καίκανε σου στείλαμε τηλεγράφημα μπροστά και 15 μέρες και απάντηση δεν πήραμε μέχρι σήμερα. Σου γράφω το γράμμα μου, μόλις λάβεις το γράμμα μου θέλω να μου απαντήσης αμέσως να ξέρω τι να κάνω, γιατί είμαι η μεγάλη τώρα και πέσαν όλες οι φροντίδες σε μένα. Ουδέν άλλο έχω να σου γράψω. Έχεις χαιρετίσματα από την Αγγελική από τον Γιώργο μας σε χαιρετώ με λύπη, η κόρη σου Χρυσούλα Αθανασίου Αρσενοπούλου.
∞
Εν άνω Βασιλικά 7 – 7 -59
Αγαπημένε μου πατέρα καλημέρα σου
Χθες πήραμε την κάρτα και χαρήκαμε πολύ διά την καλήν σου υγείαν.
Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω διά την καλήν σου υγείαν και δεύτερον αν ερωτάς διά εμάς δόξα τω Θεώ ας λέμε καλά, η παρούσα μου επιστολή να σ’ εύρη πλήρη υγεία και χαρά.
Πατέρα είδα να μου γράφης στο γράμμα πολλά παράπονα για ποιο σκοπό δεν σου απαντούμε και πως ακούμε τον κόσμο και δεν σου γράφουμε γράμμα; Εμείς δεν ακούμε κανέναν για τον κόσμο άμα θ’ ακούσουμε θα πάμε χαμένοι. Αυτά να μην τα βάζης στο μυαλό σου. Από εδώ τι να σε γράψω; Τίποτα ό,τι να σε γράψω από εδώ. Εσύ δεν τα πιστεύεις, νομίζεις πως σε γράφω ψέμματα. Να ξέρεις την καρδιά μας πως είναι καμένη δεν γέλασαν τα χείλη μας καθώς γεννηθήκαμε μέχρι σήμερα ούτε και θα γελάση, διότι είμαστε έρημα στον κόσμο. Να πούμε και ένα ευχαριστώ που βρέθηκε και ο θείος μας και μας σύμμασε στο σπίτι του, αλλοιώς θα γεμίζαμε τις στράτες και θα γενόμασταν καρδές από τους εχθρούς και θα μας φώναζαν τα σκυλιά και ως πότε θα γίνεται αυτό πατέρα; Ταχιά θα πάρη νύφες εμάς θα κοιτάει ύστερα θα πιαστούμε χέρι με χέρι να πέσουμε στο γκρεμό να σκοτωθούμε τότε θα τα πιστέψεις όλα πατέρα τότε θα είναι αργά. Εμείς σε περιμένουμε πατέρα να ρθής εσύ. Μας γράφεις να σου στείλουμε δέμα. Θα σου στείλουμε το δέμα που μας ζητάς και μεις φούρνος να μας καπνίσει. Ο Γιώργος περνάει από την επιλογή το Μάρτη. Μας γράφεις στο γράμμα που έστειλες στο θείο μας να μη μου αφήνει να πλένω, να δουλεύω στα μπαμπάκια, αν δεν δουλέψουμε πώς θα γειρέψουμε; Είμαστε κορίτσια και τα θέλουμε όλα. Μη φοβάσαι πατέρα γιατί είμαστε κορίτσια, δεν κολλάει η μυίγα στο σπαθί. Αν είμασταν τέτοια δεν θάταν ανάγκη να πάω στον κάμπο να και στο σπίτι έχει κορίτσια τίμια και μην ακούς τον κόσμο τι σου λένε. Δώσε χαιρετισμούς τον
Ουδέν άλλο έχω να σε γράψω.
Έχεις χαιρετισμούς από τη Χρυσούλα, από τον Γιώργο και
Σε χαιρετώ η κόρη σου Αγγελική Αθανασίου Αρσενοπούλου
∞
Εν Κρίνη 18 – 3 – 62
Αγαπημένε και αξέχαστε πατέρα μου καλημέρα σου. Πρώτον έρχομαι να σε ερωτήσω δια την καλήν σου υγείαν και δεύτερον αν ερωτάς και για εμάς δόξα τω Θεώ ας λέμε καλά. Η παρούσα μου επιστολή να σεύρη πλήρην υγείαν και χαρά. Πατέρα είδα να μας γράφεις στο γράμμα σου πολλά πατέρα, αυτά που μας γράφεις εμείς δεν μπορούμε να τα κάνουμε, είμαστε αγράμματοι δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε να πάμε σ’ αυτές τις πόρτες δεν μας δίνουν σημασία εμάς. Φρόντισε να βγης, εμείς δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε. Από τον λίβα πατέρα μου περιμένεις δροσιά πότε κρύο θα κάνει και ζέστη από μας μην περιμένεις τίποτε δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε όχι δεν θέλουμε, την Παρασκευή την περασμένη πήγα στο χωριό να δω τη μάνα μας πούναι βαθειά στο μαύρο χώμα, τι να ειδώ τη σκεπάσαν οι πέτρες και τα χορτάρια. Μου είπαν πως έκαναν στα χωράφια ζημιά και είδα στο σπίτι μας τα ρήμαξαν όλα, δεν άφησαν τίποτα, μου είπαν για τον Παπαθανάση πως είναι άρρωστος βαρειά, έσπασε το σκότι του. Τον έχουν στο Βόλο στην κλινική. Μάθε πατέρα μου η μανούλα μας στις 17 του μηνός έκλεισε τα τρία και πήρε τα τέσσερα, στα τρία είπαμε να την ξαναχώσουμε, μα περιμένουμε να έλθης να την ιδής και συ, τα κόκκαλά της, όχι το σώμα της ζωντανό να σου μιλήση.
Έχεις χαιρετισμούς από την ανεψειά σου Την Αντωνία. Δώσε χαιρετίσματα στον Βασίλη. Ουδέν άλλο έχω να σε γράψω. Έχεις χαιρετίσματα από την Χρυσούλα, από το Γιώργο και ιδιαίτερα σε χαιρετώ η κόρη σου Αγγελική Αθανασίου Αρσενοπούλου.
Πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ.
Εν Κυπαρισσία τη 14 – 1 – 62
Σεβαστέ μου πατέρα σε χαιρετώ.
Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω διά την καλήν σου υγεία και δεύτερον εάν ερωτάς και δι’ εμέ υγιαίνω πλήρως. Πατέρα έλαβα τα γράμματά σου και σε ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά δεν ήταν σωστό να μου στείλεις τα ρούχα σου τα οποία εσύ θα τα χρειασθείς περισσότερο απ’ εμένα. Διότι εγώ αν χρειασθώ κάτι έχω τουλάχιστον κάποιον να με βοηθήση ενώ εσύ δεν έχεις κανέναν. Πατέρα οι στενοχώριες μου δεν περιγράφονται. Ο παππούς τα Χριστούγεννα αρρώστησε και παρά λίγο να πεθάνη. Είμαι μία ολόκληρη εβδομάδα στην Κυπαρισσία και δεν μου έχει γράψει πώς πάει ή να μου στείλει λίγα χρήματα εφ’ όσον ξέρει ότι εγώ τώρα δεν έχω δραχμή. Επίσης ο παππούς δεν μπορεί να με βοηθήση χρηματικώς και σκέπτομαι να διακόψω το σχολείο γιατί νηστικός δεν μπορείς να διαβάσης όπως πέρυσι τον Ιούνιο που έγραφα διαγωνίσματα νηστικός και με 40 πυρετό , πώς έβγαλα την περυσινή χρονιά ένας θεός μονάχα ξέρει. Αυτά στα γράφω όχι δια να σε στενοχωρήσω αλλά δια να τα μάθεις μήπως σου κακοφανεί όταν ακούσεις, ότι το παιδί σου διέκοψε το γυμνάσιο και τώρα γυρίζει στο χωριό σαν αλήτης, γιατί όταν τους έλεγα εγώ να πάω να μάθω μια τέχνη και το βράδυ να πηγαίνω στο σχολείο δεν τους άρεσε τώρα να δούμε πώς θα τους φανή όταν ακούσουν ότι διέκοψα. Προσωρινώς στα μαθήματά μου καλά πηγαίνω ύστερα δεν ξέρω και εγώ τι θα γίνει. Σήμερα είναι Κυριακή και περίμενα και εγώ όπως όλα τα χωριατόπουλα στο λεωφορείο για το σακούλι, όλων των παιδιών ήλθαν εμένα όχι αλλά μήπως είναι η πρώτη ή η δεύτερη φορά που γίνεται αυτό; είναι σχεδόν κάθε Κυριακή, αλλά δεν έχω παράπονο από τον Παππού μου ούτε του έχω πει το παραμικρό δι’ αυτό το πράγμα αλλά παρηγοριέμαι μόνος μου λέγοντας ας είχα τον πατέρα μου και την μητέρα μου να μην πάθαινα αυτά τα πράγματα. Μπορώ να σου γράψω και άλλα πολλά αλλά νομίζω ότι αυτά είναι αρκετά δια να καταλάβης την κατάστασή μου. Πατέρα σε παρακαλώ να μου στείλεις διάφορα βαζάκια και ανθοδοχεία όπως αυτά που μου είχες στείλει στο χωριό διότι έχω γνωριστεί με κάποιο σπίτι και έχω τόσο υποχρεωθεί που δεν περιγράφεται.
Για το σπίτι αυτό θα σου γράψω συγκεκριμένα πράγματα στο άλλο γράμμα διότι τώρα δεν με παίρνει το χαρτί.
Σε ασπάζομαι με αγάπη ο υιός σου Κώστας.
∞
Εν Φλωρίνη τη 4 – 3 – 61
Αγαπημένε μου μπαμπά σε φιλώ
Πέρασε αρκετός καιρός χωρίς να πάρω γράμμα σου. Είδα προχθές πολύ άσχημο όνειρο και ξύπνησα την νύχτα και έτρεμα στο κρεββάτι μου. Θυμήθηκα τότε ότι δεν πήρα γράμμα σου και ξύπνησα περιμένοντας να ξυμερώσει έχοντας διαρκώς το μυαλό μου σε σένα. Τι έχεις μπαμπά. Μήπως είσαι άρρωστος. Ανησυχώ πάρα πολύ. Πήρα από την Κούλα γράμμα και δεν μου γράφει τίποτα για σένα. Γράψε μου σε παρακαλώ δυό λέξεις είμαι καλά, είμαι γερός, κάτι τέλος πάντων γιατί στενοχωριέμαι πάρα πολύ. Προχθές ήρθε η μαμά και μου πήρε τους βαθμούς. Είναι οι εξής: Αρχαία 11, Νέα 16, Μαθηματικά 15, Φυσικά 15, Ιστορία 15, Γεωγραφία 16, Ιερά 18, Λατινικά 12 και Γυμναστική 18.
Ήρθε σήμερα ο θείος ο Γιώργος (ο γιατρός) και με ρώτησε τι κάνεις κι’ αν παίρνω γράμμα σου. Δεν μπόρεσα τίποτε να του απαντήσω γιατί είμουν που είμουν στενοχωρημένη καίτσι κατάλαβε ότι πάλι κάτι θα έχεις. Πήγα στο θείο το Γιωρίκα, μου είπε πως δεν αλληλογραφήτε, δεν ήξερα πού να πάω και τι να σκεφθώ. Το κακό αυτό όνειρο, η καθυστέρησή σου με έκαναν να σκεφθώ ότι δεν μπορεί παρά κάτι να έχεις. Πότε μπαμπά; Πότε αγαπημένε μου μπαμπά θαρθή αυτή η μέρα που θα σ’ έχουμε δίπλα μας πάντα δικό μας να σου προσφέρουμε κάτι και μεις; Ένα ζεστό τσάι και δικό μας οικογενειακό. Δεν ξέρω αν ο Θεός σε άλλα παιδιά έχει στερήσει τόσο πολύ αυτή τη χαρά. Σε μας πάντως νομίζω πως φάνηκε πολύ αχάριστος. Μας στέρησε την πατρική αγκαλιά, το πατρικό χάδι και τώρα να που μας έχει τόσο μακρυά ώστε να μη μπορώ αν και το θέλω να δω τον πατέρα μου. Αλλά παρ’ όλα τούτα λέω πως ο Θεός είναι μεγάλος και ίσως δώσει και σε μας την χαρά, την πατρική στη που λιγότερο από όλα τα παιδιά, αισθανθήκαμε. Η καρδιά μου αυτή τη στιγμή κτυπά απειλητικά και νομίζω πως θα σπάση. Έχω την εντύπωση πως αυτή τη στιγμή και σε μεγάλη απόσταση ο μπαμπάς μου βρίσκεται άρρωστος χωρίς εγώ το παιδί του να μπορώ να του προσφέρω τίποτα…Τι ειρωνία της τύχης μας ήταν αυτή μπαμπά; Δεν θέλω να προχωρήσω. Μα τι να κάνω που τη στιγμή αυτή η στενοχώρια μου και η κακή μου προαίσθηση για την υγεία σου με ανάγκασαν να σκεφθώ έστω και για λίγο αν ο Θεός σε μας έχει δώσει χαρά περισσότερο ή λύπη; Δεν σου γράφω μπαμπά περισσότερα και σταματώ με μια μεγάλη ανυσυχία για την υγεία σου. Περιμένω με ανυπομονησία γράμμα σου για να μου πεις τι έχεις. Σε φιλώ με αγάπη, η κόρη σου Μαρίκα.
∞
Εν Φλωρίνη τη 8-3-61
Αγαπημένε μου μπαμπά σε φιλώ
Επειδή είχα αργήσει να πάρω γράμμα σου και επειδή είχα δει ένα πολύ κακό όνειρο σού έγραψα πριν πάρω απάντησή σου. Εχθές όμως που πήρα το γράμμα σου είδα να μου γράφεις πως ήσαν άρρωστος επομένως σωστά εξήγησα την καθυστέρησή σου. Χάρηκα δε όταν είδα να μου γράφεις πως τώρα είσαι καλά. Γράφεις μπαμπά, ότι σου έγραψε η Βούλα πως η μαμά στενοχωρέθηκε για κάποιο δέμα που δεν της έδωσαν. Εγώ μπαμπά δεν έχω υπ’ όψιν μου τέτοιο πράγμα. Δέματα έδωσαν στο χωριό και σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη από αυτά. Εμείς όμως δόξα τω θεώ δεν είχαμε έλλειψη από αυτά και έτσι δεν είχαμε την απαίτηση να μας δώσουν. Δεν μας έδωσαν και δεν ζητήσαμε γιατί απλούστατα δεν θεωρήσαμε άξιο τον εαυτό να δεχθή την προσφορά αυτή. Και έτσι δεν στενοχωρεθήκαμε καθόλου χρωστώντας ευγνωμοσύνη στο Θεό που μας έκανε να μην έχουμε ανάγκη από αυτά και να ζούμε καλά με το μισθό της μαμάς. Τώρα η Κούλα από πού το έμαθε δεν ξέρω εμένα η μαμά δεν μου είπε τίποτα στις διάφορες συζητήσεις μας. Φαίνεται μπαμπά πως η Κούλα δεν καταλαβαίνει τη λέξη αλληλογραφώ και νομίζει πως η αλληλογραφία σημαίνει η αποστολή επιστολών μόνο από ένα μέρος και από το άλλο ούτε απάντηση ούτε τίποτα. Έτσι τουλάχιστον μου έδωσε να καταλάβω, τη στιγμή που της γράφω ότι με τον μπαμπά αλληλογραφώ και αυτή σου γράφει πως η Μαρίκα δεν παίρνει γράμμα σου. Ε τι να της πω! Φωτογραφία μπαμπά με τη θεία δεν μπορούμε να βγούμε γιατί δεν μπορούμε να την καταφέρουμε. Εγώ λέει τώρα γέρασα βγάλτε εσείς που είστε νέοι και στείλτε. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μαμά. Όταν πάρω τις δικές μου θα σου στείλω. Προς το παρόν τον φωτογράφο δεν τον βρήκα έξω. Μπορεί να ρθη σχολείο να μας τις φέρει. Περιμένουμε. Στη θεία πάω πολύ τακτικά. Εκείνη, μπαμπά είναι μια χαρά. Τι έχει τώρα να στενοχωρεθή; Έχει κάνει ένα σπίτι μεγάλο η Περσεφόνη ράβει γιατί είναι μοδίστρα και γενικά από όλες τις απόψεις βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Πόσο τους ζηλεύω, μπαμπά, να ήξερες πόσο! Όχι για τη ζωή τους η οποία καθόλου δεν διαφέρει από τη δική μας, τους ζηλεύω μόνο γιατί έχουν κοντά τους τον μπαμπά τους, το στήριγμα του σπιτιού. Έχουν τον πατέρα τους που αν όχι τίποτ’ άλλο τουλάχιστο τους δίνει θάρρος για τη δύσκολη ζωή. Καθισμένη εδώ μπαμπά εξετάζω νοερά δυό τύπους παιδιών. Το ένα έχει τον πατέρα του και είναι τόσο ξένοιαστο. Το άλλο δεν τον έχει και αισθάνεται πιο υπεύθυνο πιο σκεφτικό και προπαντός πιο μελαγχολικό. Πόσο μπαμπά θα ήθελα κι’ εγώ ν’ ανήκω στην πρώτη κατηγορία που δεν έζησα ποτέ μου. Πόσο θα ήθελα και για μένα, για τη δική μου εξασφάλιση, για το δικό μου καλό να φροντίζει ένας στοργικός πατέρας, ένας έμπειρος πατέρας και ΄χο μόνο μια μητέρα, που τόσα έχει να σκεφθή και να κάνη μόνη της. Μια μητέρα που έχει αναλάβει το σκληρό έργο της ανατροφής και μορφώσεως τριών παιδιών. Πόσο θα είμουν ευτυχισμένη αν ο Θεός άκουγε κάθε βράδυ τις προσευχές μου και μας χάριζε και μας τη στοργή που τόσο στερηθήκαμε.
Αυτά και σταματώ, μπαμπά, γιατί δεν έχω κουράγιο να γράψω άλλα.
Σε φιλώ με αγάπη η κόρη σου Μαρίκα.
∞
Εν Βεύη τη 22-8-61
Αγαπημένε μου μπαμπά, σε φιλώ.
Προχθές πήρα το γράμμα σου και η χαρά μου είναι απερίγραπτη όταν μέσα είδα τις φωτογραφίες σου. Είσαι ολόιδιος μπαμπά όπως σε είδα πρόπερσυ και δεν άλλαξες καθόλου. Ήταν υπέροχες. Την μία όπως μου είπες την έστειλα τον Μήτσο και την άλλη την έδωσα την θεία Τσόφα. Την δε άλλη την κράτησα εγώ και την κρατώ όπου πάω πάνω μου. Νομίζω πως θα μου κάνει πολύ καλό η φωτογραφία σου αυτή μπαμπά γιατί το ύφος σου είναι σοβαρό και σ’ αυτόν που τη βλέπει δίνει θάρρος, δύναμη. Στις δύσκολες λοιπόν στιγμές μου θα τη βγάζω και θα τη βλέπω παίρνοντας θάρρος από αυτήν σαν να έχω εσένα δίπλα μου και να μου λες να μη απογοητεύομαι στη ζωή. Έως ότου βγης πια οπότε θα έχω εσένα δίπλα μου το πατρικό στήριγμα και δεν θα φοβάμαι και δεν θα δίνω σημασία σε κανέναν.
Πιστοποιητικό απορίας μπαμπά δυστυχώς δεν μπόρεσα να βγάλω. Δεν μας δίνουνε. Τη διεύθυνση του κυρίου αφού έψαξα αρκετά την βρήκα και σου τη στέλνω. Είναι η εξής. Μενέλαος Χάσος Συνοικισμός Ζωγράφου Ιωάννου Θεολόγου 89 Αθήναι. Για τον Μήτο και μεις στενοχωρεθήκαμε που δεν πέρασε αλλά τι να γίνει θα έχουμε και τέτοιες στενοχώριες μέχρι να περάσει. Την στιγμή μπαμπά που σου γράφω είναι εδώ και η κόρη της Κυριακής της Ιμσιρίδου η μεγάλη, η Μαρίκα αν τη θυμάσαι, είναι τώρα φοιτήτρια της φιλολογίας και σου στέλνει πολλούς χαιρετισμούς. Εμείς είμαστε πολύ καλά, τώρα άρχισα πάλι να ετοιμάζουμαι για να φύγω στη Φλώρινα, γιατί οι μέρες περνάνε και τα σχολεία κοντεύουν ν’ ανοίξουν. Μέχρι να ησυχάσουμε λίγο στο χωριό, ετοιμαζόμαστε πάλι να το αφήσουμε.
Δεν έχω άλλα να σου γράψω μπαμπά και σ’ αφήνω με πολλά φιλιά.
Η κόρη σου Μαρίκα
∞
Εν Φλωρίνη τη 20-2-63
Πολυαγαπημένες μου μπαμπά, σε φιλώ
Πήρα το γράμμα σου και χάρηκα πολύ που είσαι καλά. Εγώ από τις 18 του μηνός δίνω γραπτά και θα τελειώσω στις 5 Μαρτίου. Έχω λοιπόν πολλή αγωνία και στενοχώρια τις μέρες αυτές γι’ αυτό και τώρα θα σου γράψω λίγα γιατί αύριο θα δώσω Άλγεβρα γραπτά.
Μπαμπά μου δεν έπρεπε να ανησυχείς για το ότι δεν σου έγραψα. Δεν σε ξέχασα μπαμπά μου και ούτε ποτέ θα σε ξεχάσω. Σ’ αγαπώ και το μυαλό μου είναι διαρκώς σε σένα. Για τις συμβουλές σου δεν θύμωσα καθόλου ίσα – ίσα ευχαριστήθηκα διότι τα όσα έγραψες ήταν πάνω κάτω και δικές μου σκέψεις.
Τον κ. Σωκράτη δεν πήγα ακόμα να τον δω. Θα πάω μετά τα γραπτά γιατί τώρα έχω πολύ διάβασμα. Από την Κούλα έχω πολύ καιρό να πάρω γράμμα. Της έγραψα δύο και δεν πήρα σε κανένα απάντηση. Δεν ξέρω γιατί. Στη θεία έχω καιρό να κατέβω. Μετά τα γραπτά θα πάω και θα της πω όσα μου είπες. Να μην στενοχωριέσαι γι’ αυτήν τώρα είναι καλά. Σιγά – σιγά θα ξεχαστή ο πόνος της. Έτσι είναι, η ζωή του ανθρώπου είναι τόσο μάταιη και κινδυνεύει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Βλέπω με χαρά μπαμπά μου, να βγαίνουν διαρκώς από τις φυλακές. Παίρνω λίγο θάρρος μ’ αυτούς και κάθε βράδυ στον ύπνο μου προσεύχουμαι προς το Θεό να λυπηθή λίγο κι’ εμάς και αφού σε φέρει κοντά μας να μας κάνει ευτυχισμένους.
Εύχομαι να μην αργήση και για μας η γεμάτη χαρά και ευτυχία αυτή μέρα.
Σ’ αφήνω όμως τώρα μπαμπά μου γιατί αύριο δίνω γραπτά αφού σε φιλήσω έστω και από μακρυά.
Με αγάπη η κόρη σου
Μαρίκα
∞
Αθήναι τη 25-8-61
Σεβαστέ μου πατέρα χαίρε,
Έχουν περάσει εξ μήνες από τότε που σε είδα. Η αγωνία και ο πόνος μέσα σ’ αυτό το διάστημα έχει φτάσει εις το κατακόρυφο. Με συγχωρείς όμως πατέρα που δεν σου έγραψα ούτε ένα γράμμα. Είμαι σαν το πουλί μες τη μαύρη καταιγίδα, που δεν βρίσκει πουθενά θαλπωρή και προστασία. Αλλά αυτή τη ζάλη, αυτή την πάλη με τα άγρια κύματα της ζωής μού την εξαφάνισε η παραλαβή της επιστολής σου. Η παραλαβή της επιστολής του πατέρα, που δεν είχα την τύχη να γνωρίσω καλά – καλά. Να μη στενοχωριέσαι, πατέρα. Να είσαι πάντα ήσυχος. Ο γιος σου ο Πάνος είναι εις θέσιν και βγάζει μόνος του το ψωμί του.
Η δουλειά μου πατέρα πάει καλά, ελπίζω μέσα σε λίγα χρόνια να είμαι ένας τέλειος τεχνίτης.
Την ημέρα της Αγίας Σωτήρας, η μπεμπέκα της Ντίνας πήγε στο τραίνο που την κτύπησε ελαφρά το κεφάλι. Τώρα είναι καλά.
Μάθε ότι κάθομαι στη θεία Τερέζα και είμαι τσακωμένος με την κυρία Σοφία.
Υπογραφή
Πάνος
∞
Βόλος τη 15-6-62
Σεβαστέ μου Πατέρα, σε φιλούμε με αγάπη και σεβασμό. Πατέρα, πήραμε το γράμμα σου από τις 5-6-62 που το περιμέναμε με αγωνία να μάθουμε για την υγεία σου, καθώς και εμείς είμαστε καλά.
Ναι πατέρα μου το ξέρω πως η αδικία σε άρπαξε από κοντά μας, το έμαθα τώρα που σε γνώρισα, όταν γυρίσαμε από την Αθήνα καθήσαμε μαζί με την Μαμά μου και μιλήσαμε αρκετές ώρες και μου τα διηγήθηκε όλα τα βάσανά σας. Τι να κάνουμε Πατέρα, είτανε η κατάσταση τόσο ανάποδη, που υπέφερε πολύς κόσμος και υποφέρει ακόμη και έτσι παρηγοριόμαστε, φτάνει μόνο που είσαι πάνω στη γης και θα κάνουμε ότι μπορέσουμε να σε φέρουμε γρήγορα κοντά μας…..
…Πατέρα, μου γράφεις με τι φύγαμε από την Αθήνα, φύγαμε με αυτοκίνητο, η διαδρομή είτανε ωραία, αλλά τα μάτια, τα αυτιά μου, το μυαλό μου, δεν έβλεπαν τίποτα μπροστά τους άλλο από το πρόσωπο του Πατέρα μου και τα αυτιά μου ακούγανε τα λόγια που μούλεγες………
Έχεις πολλούς χαιρετισμούς από όλους. Σε χαιρετούμε με σεβασμό και αγάπη
Χρήστος – Παρασκευούλα
(Από γράμμα του πολιτικού κρατούμενου Γεωργίκου Γιώργη)
∞
Βόλος τη 29-5-62
Σεβαστέ μου Πατέρα σε φιλούμε. Εύχομαι το γράμμα μου να σε εύρει πλήρη υγεία, καθώς και εμείς τώρα είμαστε καλά. Πατέρα από την Αθήνα φύγαμε την Παρασκευή βράδυ και το Σάββατο το πρωΐ είμασταν στο σπίτι μας καλά. Είρθαμε χαρούμενοι ευτυχισμένοι και ιδιαίτερα εγώ, ύστερα από 17 ολόκληρα χρόνια γνώρισα τον Πατέρα μου και ας τον γνώρισα μέσα από τα σίδηρα αρκεί που πίστεψα πως έχω Πατέρα. Να με συγχωρείς που δεν σου έγραψα αμέσως γράμμα, γιατί η Γιαγιά μάς τα έκανε θάλασσα, είρθαμε και την βρήκαμε άρρωστη και σε κακά χάλια κόντεψε να πεθάνη, είχε μια βδομάδα με τριάντα ενιά πυρετό, ούτε έτρωγε, ούτε μιλούσε, τώρα είναι καλλίτερα………………………………..
Αυτά για τώρα σε άλλο μου γράμμα περισσότερα. Έχεις χαιρετισμούς από την Γιαγιά μου, από την Μητέρα μου, από τις Θείες μου, από τον Θείο μου Κώστα και παππούδες μου.
Σε φιλούμε με σεβασμό και αγάπη
Χρήστος και Παρασκευούλα
(Από γράμμα του πολιτικού κρατούμενου Γεωργίκου Γιώργη)
Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον.
Εν Τζαννάτα τη 23η – 4,58
Παιδί μου Μήτσο, Χριστός Ανέστη
Σε φιλώ.
Έλαβα το γράμμα σου που μου χάρησε ζωήν, χαίρω που είσε καλά, και ότι έλαβες το πιστοποιητικόν. Φωτογραφία σου δεν έλαβα. Είμαι κλινήρης και δεν κινούμε διότι περιβάλομε από πόνους δυνατούς, πίεσις 20 – γρύπη που την ευνοεί ο καιρός που είναι βροχερός πάντοτε. Δεν έχω πλέον δυνάμεις να κινηθώ ούτε βήμα, ούτε να φροντήσω για περισσότερα, ο θεός όστις είναι φιλάνθρωπος και πολυέλεος να δώση φώτισιν να λάβης χάριν, και, να αξιωθώ να σε δω προτού κλείσουν για πάντα τα μάτια μου, πράμα που δεν ελπίζω διότι εκλείπουν πλέον αι δυνάμεις μου.
Μακάρι να υπήρχε τρόπος να δης μια ματιά μόνον τα χάλια μας διότι ανθρώπινος νους δεν φαντάζετε ούτε και περιγράφοντε. Είναι παρά θεού και τύχης όλα. Θα πω εν πάσει δυνάμει μου τον Τάκην να κανονίση για το ποισ)κόν του κουνιάδου του Σπύρου. Δεν μου εκλείπει η λύπη που δεν έχω να σου στείλω κάτι. Έχεις ευχές και χαιρετισμούς παρ’ όλων των συγγενών και συγχωριανών μας γενηκά. Με μητρικήν στοργήν
η ταλέπωρη μάνα σου
Δημητρούλα.
Εγκάρδια φιλιά Νικολάου Ευγενίας και Αγγελικούλας μας.
∞
Τζαννάτα τη 30η -8 1961
Παιδί μου, Μήτσο μου, Αγαπητό μου.
Αυτήν την στιγμήν έλαβα το γράμμα σου, χαίρω που είσε καλά και εύχομε όπως ο Θεός σού χαρίζει την υγείαν και χαράν. Βέβαια με παριγορείς πως θα έλθη η ώρα να με δης. Τούτο δεν το ξέρω παιδί μου, διότι , είμε τελείως άχρηστος και περιμένο την ώραν του θανάτου που είναι αναπόφευκτη. Γνωρίζω ότι εκυκλοφόρησαν μια αίτησις δικιά σου και Σπύρου Γαβριηλάτου και υπογράφετε παρ’ όλου του κόμσου και εάν θα έλθη εις χείρας σου θα δης του κόσμου την θέλησιν, και φροντίδα και ότι κακώς είσε ακόμα στη φυλακήν ενώ έπρεπε να είσε ελεύθερος από εξαρχής όπως και πολλοί άλλοι.
Παιδί μου, τι να σου κάνουμε που ευρισκόμεθα σε χάλια και πώς πρέπει να φερόμεθα σε σένα είναι πολύ ευκολονόητο. Συ υπονοής άλλα πράματα και δεν έπρεπε να μας γράφης με ύφος οδυνηρόν. Και εμείς ελπίζαμε να σε βλέπαμε και ότι θα ίσουν κοντά μας, αυτό εξαρτάτο από Σένα παιδί μου. Έπρεπε να μη θρηνούμε τόσον, και να παριγορούμεθα δι’ όσα υποφέρουμε δεινά και πλήγματα ασθένειες και θανάτους δια της παρουσίας σου. Προβλέπης να με δης και μου το γράφεις τώρα 17 χρόνια, αλλά τελείωσαν πλέον τα χρόνια της ζωής μου.
Η αδελφή σου τι να σου κάνη; τι να σε φροντίζη; Μην παραπονείσε καθόλου και εάν ο θεός θελήσι συ θα χαρής και θα χαίρεσε πραγματικά πολύ.
Λοιπόν έχεις χαιρετισμούς όλων μας γενικά και παρ’ όλων ττων χωρικών.
Με λαχτάρα η μάνα σου
Δημητρούλα
Αδελφέ μου δεν έχω παιδιά ούτε περιμένω, όλα είναι τυχερά όπως σε όλα μάς χαρίζει η μοίρα μας. Μην γράφεις αδελφέ μου πικρίες, οι γιατροί μάς λένε να μην την στενοχωρούμε στο ελάχιστον, δεν συναναστρέφομε ούτε και πλησιάζω φιλενάδες εγγράματες κ.λ.π. Εάν σου έγραψα δεν σε πίκρανα και εάν σε πικρένω είμε η αδελφή σου που σε λαχταρά ως του τάφου. Γράψε εάν θέλης στην μάνα μας.
Με αγάπη η αδελφή σου
Κατερίνη
∞
Τζαννάτα τη 8η – 4 – 62
Παιδί μου γλυκήτατο, Μήτσο μου,
Σε φιλώ.
Εγγήζει το τέλος της ζωής μου και δεν σε βλέπω. Πολλές φορές με παρηγόρησες πως γρήγορα θα είσε κοντά μου, πότε;
Δεν περιγράφοντε τα χάλια της ζωής μου και οι πόνοι που έχουν διαλείσι το κορμί μου και οι αναστεναγμοί που βογγούν. Συ, εάν ήθελες θα αξιωνόσουν να με δης μια φορά ακόμα την λαχταρισμένην και πολυβασανισμένη μάνα σου. Σου γνωρίζω ότι ολίγες είναι αι ημέραι της ζωής μου. Τι παραπονήσε σε όλους μας παιδί μου; Τι να σου προσφέρουμε οι δυστιχησμένοι και μη δυνάμενοι; Σου το εγράψαμε χιλιάδες φορές. Δεν έχουμε συντήρισην ζωής μας, πώς να σε ενυσχίσωμεν; Σκέψου καλά και πράξε το καθήκον σου με τον τρόπον που βάσει του νόμου να βγης να μη τυρανείσε στα σίδερα των φυλακών άνευ ουδεμιάς και παραμικράς αιτίας. Και ο Νικόλας υποφέρει από αρθροιτορευματισμούς, – ζωή, χάλια. Εγώ δεν κινούμε καθόλου, μόνον η νύφη μας που και αυτή υποφέρη κατά πολύ, με τας δυνάμεις της με γυρνά στο κρεβάτι. Εάν δεν θέλεις παιδί μου να πιστεύης στην αλήθειαν μη δώσης σημασίαν στα γραφόμενά μου, και μη ξεχνάς τον θάνατον πατρός και αδελφής σου παρά των σεισμών που με την ψυχήν στα δόνται, έκραζων Μήτσο, πού είσε, τι κάνεις γιατί δεν έρχεσε να μας θάψης παιδί μου, αθώον.
Δεν επιθυμώ να σε στενοχωρήσω παιδί μου, είσε λογικός τώρα, τότε είσουν πολύ νεανίσκος μάλον 11 – 12 χρονών. Αι πηγαί της καταστροφής σε συμπεριλαμβάνουν, γιατί και όλος ο κόσμος εδώ βοά, Μήτσος και να τυρανείτε; γιατί;
Δεν έχω δυνάμεις πλέον να σκεφθώ παιδί μου και ίσως να μη προφθάσω να σου ξαναγράψω, σε συμβουλεύω, φρόντησε με οιονδίποτε τρόπον κατά τον νόμον και κανονισμόν να έλθης πρωτού φύγω από τον κόσμον, αργότερα, θα είναι αργά πλεόν. Με παλέουσαν καρδιάν, αφήνω ευχάς και σε σένα Μήτσο μου
η τεθλιμένη μάνα σου
Δημητρούλα.
∞
Αγαπημένο μου παιδί, σε φιλώ γλυκά.
Βρίσκομαι ήλιε που με πυρώνεις, μέσα στο κρεββάτι, με δέρνουν οι πόνοι του καρκίνου, οι πόνοι των καημών του πατέρα σου, των αδελφών σου, που όλους τους σκότωσαν οι Γερμανοί και οι φίλοι των Γερμανών στις φυλακές. Όλα αυτά τα ξέρεις, όμως σου τα γράφω για να ξεσπάσω λίγο. Μην στενοχωριέσαι σπλάχνο μου για όσα σου γράφω. Εγώ τώρα θα πεθάνω. Θα παλαίψω όμως ακόμα όσο μπορώ με το θάνατο για να μπορέσω να σε βοηθήσω όσο βρίσκεσαι στη φυλακή…Μόνο γι’ αυτό στενοχωρούμαι πως αν πεθάνω δεν θα έχεις κανέναν άλλον στον κόσμο να σε προσέξει. Μόνο γι’ αυτό με νοιάζει.
Παιδί μου, πότε θα έλθης. Ήθελα ήλιε μου, να σε δω μόνο και αμέσως να πεθάνω. Μα δεν χόρτασαν οι άνθρωποι με τόσους που μας σκότωσαν; Δε βαρέθηκαν που σε κρατούν 16 χρόνια στη φυλακή; Μα τι κακό κάναμε εμείς στην κοινωνία; Ό,τι πιο καλό είχα το έδωσα γι’ αυτήν την κοινωνία. Τα παιδιά μου, τα πάντα τη ζωή μου, γιατί αυτό δεν το αναγνωρίζουν οι άνθρωποι; Ας είναι καλά.
Εγώ σπλάχνο μου στενοχωρούμαι, που δεν μπορώ να πηγαίνω τώρα στα νεκροταφεία, στον πατέρα σου, τον Αριστοτέλη μας, στο Διονύση μας και να τους πηγαίνω λίγα λουλούδια και να τους λέγω ότι πήρα γράμμα σου, ότι ο Γιώργος μας βρίσκεται συνέχεια στη φυλακή. Να αυτά τους λέω. Τι άλλο μπορούσα να κουβεντιάσω με τα αξέχαστα αδέλφια σου; Μη στενοχωρείσαι ήλιε μου. Πρέπει να ζήσης εσύ που απόμεινες από τη φαμελιά μας. Κάνε υπομονή και να μάθης ότι πέθανα μη στενοχωρηθής μην απελπιστείς, ν’ αντιμετωπίσεις το θάνατό μου όπως αντιμετώπισες και τους άλλους και όλες τις φουρτούνες. Βλέπε εμένα που έχω περάσει όλα τα κακά και είμαι 70 χρονών και πάλι πιάνω το χέρι του χάρου να μη με πάρει. Αγαπάω τη ζωή. Θέλω να σε δω, να σου χαϊδέψω τα χέρια, να νοιώσω κι’ εγώ τη συντροφιά σου, να ζω 20 χρόνια χωρίς παιδιά, χωρίς καμμιά συντροφιά…
Ήλιε μου, θα σε περιμένω μήπως βαρεθούν οι άνθρωποι και σε αφήσουν, να σε δω, μα δεν πιστεύω. Κι’ αν δεν σε αφήσουν, εσύ μην κάνεις ποτές κακό σε κανένα.
Ήλιε μου που με πυρώνεις, μην μου στενοχωριέσαι και μπορεί να βγης. Εγώ θα σε περιμένω και θα κάνω ό,τι μπορώ για να ζήσω.
Σε φιλώ σπλάχνο μου πολλές φορές.
Τώρα θα θέλεις και λεπτά και ας μη μου το γράφεις. Όμως δεν έχω.
Σε φιλώ η μανούλα σου
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ
Και έσονται εις σάρκαν μίαν
Εν Μουσθένη τη 20- 7- 1962
Αγαπητέ μου Γιώργο χαίρε,
Εύχομαι το γράμμα μου να σε εύρη καλά από υγεία. Γιώργο μου έχω κάπου δυό μήνες να σε γράψω γράμμα καθώς πήρα το γράμμα σου από το Νοσοκομείο και σου απάντησα. Πώς πας τώρα με την υγεία σου είσαι καλύτερα που πάτησαν οι ζέστες. Σου έστειλα 480 τετρακόσες δραχμές και δεν μου απάντησες, οι 400 δικές μου και οι 80 της Κατερίνης. Αν θα γράψεις γράμμα γράψτο ότι σου το έγραψα. Μην παρεξηγάς Γιώργο μου που δεν σε γράφω γράμμα, φέτο είμαι χειρότερη από κάθε χρονιά από υγεία, δεν με έφταναν τόσα και τόσα που πέρασα και περνώ 29 Μαΐου στις σπαρμή πήγαινε να δω στο γαϊδούρι καβάλα το Γξερένη αν έχει νοτιά, να το σπείρω στο δρόμο που πήγαινα τύχανε ζώα πολλά λυμένα και κυνήγησαν το γαϊδούρι το δικό μου και με έριξαν ύστερα από τόσα χρόνια που δουλεύω στον κάμπο και έπαθα μεγάλο κακό. Έσπασα το χέρι μου την ημέρα που έπεσα έτυχε να είναι και η Σουλτάνα εδώ και ήρθε και με είδε και πήγαμε μαζί σε ένα χωριό της Δράμας, είχε έναν πρακτικό γιατρό που γιατρεύει όλο τον κόσμο από βγαλμένα χέρια, πόδια και σπασμένα , της Κατερίνης μας ο Γιώργος έπεσε από τη Συκιά και έσπασε τα χέρια του και τα δυό και τα κατάλαβε και τα έβαλε στη θέση τους, τα έβαλε στον γύψο και έγιναν καλά και η δικιά μου η τύχη και δω έφτασε δεν το κατάλαβε ότι ήταν σπασμένο και μου είπε μη στενοχωριέσαι σε 15 μέρες θα γίνει καλά. Ήρθα στο χωριό αντί καλύτερα χειρότερα ύστερα από 15 μέρες πήγα πάλι και μου λέει δεν είναι εύκολο το χέρι σου είναι βγαλμένο και κτυπημένο τσαφωμένο και επάνω στο μήνα είμουν ήδη ότι δεν ήταν καλά πήγα στην Καβάλλα και πέρασα ακτίνες στο χέρι μου και μου ήπαν, είναι σπασμένο και έχει κάταγμα σε τρεις μεριές από την αγκόνα μέχρι την παλάμι και να μου το βάλουν στον γύψο ήταν αργά έπρεπε να μου το σπάσουν ξανά και γω δεν δέχτηκα, πέρασα τρεις φορές ακτίνες και τώρα μου είπαν ότι σε δεκαπέντε μέρες θα δέσει το κόκκαλο τελείως καλά και μου ήπαν ότι δένει το χέρι μου στραβά αλλά ένα είναι που με πειράζει που δεν παίζει το χέρι μου, η κλείδωση στην παλάμη δεν παίζει καθόλου και σαν ξαίρω και οι γιατροί φοβούνται να μην πάθουν τα νεύρα μου αγκίλωση και μου είπαν να κάνω μπάνια πολλά ίσως και κουνηθή το χέρι μου στην κλείδωση. Αν θέλεις να μάθης Γιώργο μου τι έσπειρα το Γιέλτεπε και στο Γκερένι δυό σποργιές μου τα έσπειραν η Μαρθούλα και εγώ είχα τα παιδιά. Μόνο ένα φαΐ που τα έδινα να φάνε και τα πρόσεχα να μην πέσουν από πουθενά. Γιώργο μου τα έσπειρα όλα τώρα θα τα κάψω στο μάζεμα η Μαρθούλα έχουν τα δικά τους, μικρά παιδιά ούτε τα δικά τους δεν μπορούν να προλάβουν. Ο Συνεταιρισμός με δίνει λεφτά γιατί έπαθα αυτή τη συμφορά αλλά και μεροκάματα δεν θα βρίσκω να παίρνω γιατί ο κόσμος σπαίρνει πολλά καπνό.
Μπαμπά να μην με παρεξηγήσεις που δεν σε γράφω. Από το νου μου δεν βγαίνεις ούτε στιγμή από τη δουλειά μικρά παιδιά και της μαμάς η στενοχώρια φέτος ένα παραπάνω έχω τις φωτογραφίες από δω και δυο μήνες βγαλμένες και δεν μπορούμε να σου γράψουμε ένα γράμμα για να της στείλουμε από υγεία όλοι μας είμαστε καλά.
Αυτά τα ολίγα σε γράφω και περιμένω γράμμα σου. Έχεις χαιρετισμούς από όλους τους συγγενείς. Σε χαιρετούμε όλοι μας. Σε φιλούν τα εγγόνια σου. Σε χαιρετώ με αγάπη η σύζυγός σου Ψηφία.
∞
Εν Μουσθένη τη 10-10-62
Πολυαγαπημένε μου Γιώργο χαίρε. Γιώργο μου είναι αλήθεια πήρα τρία γράμματά σου και απάντηση δεν πήρα. Εύχομαι το γράμμα μου να σε εύρη από υγεία καλά. Αν ερωτάς και για μένα είμαι λίγο καλύτερα από το χέρι μου. Εσύ Γιώργο μου σκέφτεσαι για μένα και ρωτάς για το χέρι μου, εγώ νομίζεις δεν στενοχωριέμαι για σένα. Μου έγραφες είχες ένα μεγάλο πονοκέφαλο και χωρίς λεφτά τρεις – τέσσερεις μήνες. Τι κάνεις από το στομάχι σου, Γιώργο μου πώς πας που έχεις ένα καιρό ενοχλήσεις; Γιώργο μου μού γράφεις που μίλησες για το χέρι μου με ένα συγκρατούμενο της Ιατρικής, ό,τι με γράφεις Γιώργο μου τα έχω κάνει. Όταν έπεσα και ύστερα σε 25 μέρες πήγα στην Καβάλλα, εικοσιπέντε μέρες πεδέμουμαν με τον πρακτικό. Το χέρι χειροτέρευε και όχι να καλυτερέψει. Πήγα στην Καβάλα έβγαλα ακτίνες στον ακτινολόγο κ. Μπίτσα. Εκεί η πλάκα έδειξε ότι είχε κάταγμα σοβαρό και ο ακτινολόγος με έστειλε στον χειρούργο στον κύριο Στεριάδη. Εκεί κατεβαίνει και ο ορθοπεδικός γιατρός από τη Θεσσαλονίκη αλλά δεν πήγα γιατί πληρώνεται πάρα πολύ ακριβά και τα έξοδά μου ήταν πολλά και δεν πήγα. Κάθε δέκα μέρες έπρεπε να περνώ ακτίνες. Μετά δέκα μέρες πήγα στον κ. Ιωαννίδη και πέρασα άλλες ακτίνες. Έχει καινούργια μηχανήματα ο καλύτερος γιατρός τώρα που βγήκε και το βρήκε το κάταγμά μου λίγο καλύτερα και με έστειλε ύστερα σε άλλο χειρούργο, στον κ. Παπανικολάου και αυτός μου διέταξε ύστερα από πενήντα μέρες να κάνω μπάνιο, να το κάνω μέσα στο μπάνιο ασκήσεις με ένα μικρό τοπάκι, να μην πάθη την αγκίλωση και Τρίτη φορά πήγα πάλι στον κ. Μπίτσα και πέρασα ακτίνες, μου είπε το χέρι σου δένει στραβά και θα υποφέρεις τώρα άμα το σπάσουμε. Δάγκασε τώρα το χέρι μου Γιώργο. Είναι σαν να το έχεις σφικτά δεμένο. Τα δάκτυλά μου δεν παίζουν, δεν ξέρω αν αργότερα σκιάξη. Δεν έχει αντοχή να σηκώση ένα ποτήρι νερό γεμάτο. Με γράφεις Γιώργο μου να κάνω χαρτί απορίας, πράγμα που δεν το κάνουν, ούτε και πήγα. Αν θέλεις να μάθης Γιώργο μου το καλοκαίρι μου πώς πέρασε, από τα καπνά έκανα 340 βέργες, αυτά τα καπνά τα έμασα δύο μεροκάματα εκατό δραχμές, πήγαινε και ο Γιώργος και η Μάρθα και το έπαιρναν το χωράφι σε μια βραδυά και εγώ είχα τα παιδιά της και κάναν και τη δική τους τη δουλειά. Με έγραφες Γιώργο μου στο προηγούμενό σου γράμμα να σμίξω με το Γιώργο. Ο καθένας καλά είναι στο νοικοκεριό του χώρια. Με γράφεις Γιώργο που δεν σε έγραψα να γράψεις να με βοηθήσουν τα σόγια μας, τα πρότεινα χιλιάδες φορές εκτός την Λευτερία που ήρθε μια φορά πριν να αρχίσουν μάζεμα και μαζέψαμε στο Γιελτεπεντίπι και η Ζωίτσα όταν τελείωσε τα καπνά ήρθε και μαζέψαμε λίγο ούστι στο Γιελτεπέ. Η Λευτερία βάζουνε πολλή δουλειά μπροστά τους και δεν αδιάζουν και η Ζωίτσα μοναξιά. Αλλά οι άλλες δεν βαριέσαι. Αυτά τα ολίγα σε γράφω και περιμένω απάντηση. Σε χαιρετώ με αγάπη, η σύζυγός σου Ψηφία. Έχεις χαιρετισμούς από όλους τους συγγενείς. Σε φιλούν τα εγγόνια σου. Σε χαιρετούνε με αγάπη Γιώργος και Μάρθα.
∞
Αγαπημένε μου Κώστα,
Καλημέρα
Πήρα το γράμμα σου και στενοχωρήθηκα. Εγώ περίμενα μέρα με την ημέρα να ρθης, αλλά έγινε το αντίθετο. Φαίνεται το Κράτος βαστάει τους γονείς χωριστά από τα παιδιά για να γίνουν αλήτες και να γυρίζουν στους δρόμους νηστικά. Δεν νομίζω πως αυτοί έκαναν χωριστά από τα παιδιά τους Χριστούγεννα. Κώστα σάς έστειλα και ένα δεματάκι με τρόφιμα, θέλω να μου γράψης ποια μέρα θα το πάρης.
Μου γράφεις για να ρθώ, δεν υπάρχουν χρήματα. Ο Στάθης την Πρωτοχρονιά ήταν στην Αθήνα. Είχε οκτώ ημέρες. Από την Κούλα δεν πήρα γράμμα. Η Ευτυχία έρχεται τακτικά και με βλέπει.
Έχεις χαιρετισμούς από τη μάνα μου και πολλά φιλιά από το γυιό σου.
Δώσε τους χαιρετισμούς στα παιδιά και ιδιαίτερα στο Νίκο.
Σας χαιρετώ και σας φιλώ με αγάπη.
Γεια χαρά
Περιμένω γράμμα σου
Η γυναίκα σου
Τότε Πέτρος ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν , ότι ουκ είδα τον άνθρωπον και ευθέως αλέκτωρ εφώνησε…Και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς.
Αρχαία Κόρινθος τη 24 Σε)βρίου 1957
Αγαπητέ μου Γιώργη
Σε εύχομαι
Είμαι βαθύτατα συγκεκινημένος δια τον πρόωρον και απροσδόκητον θάνατον του αγαπημένου μας Σούλη.
Ήτο τοιαύτη η συγκίνησίς μου ώστε δεν ηδυνάμην να διαβάσω την νεκρόσυμον ακολουθίαν.
Δεν μπορείς να φανταστείς την μεγίστην συγκίνησιν όλου του κόσμου, ο οποίος είχε συγκεντρωθή από όλα τα γύρω χωριά και κωμοπόλεις της Βόχας.
Αλλ’ άλλαι μεν αι βουλαί ανθρώπων, άλλα ο Θεός κελεύει.
Αλλά τώρα προέχει ένα άλλο ζήτημα το τι θα γίνει η οικογένειά του. Σε σένα εναπόκειται να κανονίσεις το ζήτημα αυτό διότι η οικογένειά σου όπως γνωρίζεις υποφέρει οικονομικώς. Δεν έχω γνώμην επί του προκειμένου αλλά ωσάν εφημέριος της ενορίας και πνευματικός πατήρ σου που είμαι και επειδή γνωρίζω ότι έγινε Νόμος δι’ όσους δηλώνουν μετάνοιαν, οφείλω να σε συμβουλέυσω να δηλώσης και συ μετάνοιαν διότι συ πλέον θα είσαι ο προστάτης της οικογενείας σου, η οποία ορφάνευσε τελείως από τον πατέρα και διευθυντήν της οικογενείας.
Επιθυμώ όπως η συμβουλή μου εύρη απήχησιν εις την καρδίαν σου και τακτοποιηθής προστατεύων ούτω την δυστυχισμένην οικογένειάν σου.
Ευελπιστώ ότι η παράκλησίς μου θα εισακουσθή εύχομαι παντοδυνάμω Θεώ ίνα χαρίζη υμίν υγείαν, ζωήν ειρηνικήν μακροημέρευσιν και παν αγαθόν.
Επί δε τούτοις διατελώ με άπειρον αγάπην και πολλάς ευχάς.
Ο εφημέριος της ενορίας σου.
Υ.Γ. Γράψε μου μήπως εκεί εις τα φυλακάς είναι υπάλληλος ένας Κώστας Πολυχρονόπουλος. Είναι από το χωριό μου και εάν είναι του διαβιβάζεις πολλές ευχές.
Ουκ αφήσω υμάς ορφανούς· έρχομαι προς υμάς…εν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε· εγώ νενίκηκα τον κόσμον.
Γράφει η ανεψιά.
«Η μάνα, Νικόλα, από τον παράτυφο ενετράνισε λιγάκι και μετά της χτύπησε μία ανορεξία και βάσταξε οχτώ μέρες. Εφέραμε το γιατρό και μας είπε ότι υπόφερνε η καρδιά της και της περνούσαμε βελόνες της καρδιάς αλλά τίποτα. Μετά, Νικόλα, αφού εκατάστρωσε, μια μέρα της λέω, δυό μέρες, πριν να πεθάνει: «Μητέρα, δε μου λες τίποτα να το γράψω του Νικόλα;» Και μου λέει: «Την ευχή της ευχής μου να έχει όσες φορές τον εβύζαξα.» Και μετά μου λέει: «Ελένη δυό αδέλφια είσαστε. Τα μέντε του να έχεις, ό,τι έκανα να κάνεις, ότι θέλει να του στέλνεις».
Εγώ μόλις τα άκουσα αυτά τα πράγματα άρχισα και έκλαιγα και μου λέει: «Τι κλαις και κάνεις παιδί μου; Ήρθα στον κόσμο και τώρα ήρθε η ώρα μου, θα φύγω. Να γράψης του Νικόλα να σου στέλνει πες ταχτικά γράμμα για να μαθαίνεις τι κάνει. Έτσι να του γράψεις πως σου είπα».
∞
Εν Βαγίοις τη 9-2-1962
Αγαπητέ μου αδελφέ Μιλτιάδη,
Γεια σου, είμαστε καλά έλαβα την επιστολή σου και εχάρικα πολύ. Σ’ αυτά που μου γράφεις έχεις μεγάλο δίκιο, αλλά εγώ σ’ αυτή την κατάσταση που βρίσκομαι είμαι άχρηστη για να τρέχω, περιμέναμε ν’ αλλάξουν λίγο τα πράγματα για να μπορέσουμε να σε βοηθήσουμε.
Λοιπόν Μιλτιάδη από τις εκλογές είχαμε αναφέρει την υπόθεσή σου στον κύριον Πετρούλιαν και τη Δευτέρα έστειλε ένα γράμμα στον Παναγιώτη, ότι πήρε τα χαρτιά και τα είδε, όπου οι αιτήσεις έχουν απορριφθή και χρειάζεται να κάνης άλλη. Αδελφέ μου κύτταξε να γράψεις πράγματα που πρέπει για να μπορέσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας όπως πρέπει να βοηθήσουμε όλοι να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι το καλύτερο, γιατί κι’ εκείνος είναι υποχρεωμένος απέναντί μας. Θα σου γράψη και ο Παναγιώτης πιο συγκεκριμένα πράγματα.
Μάθε και για τη μητέρα μας, στις 4 του μηνός απεβίωσε, είτανε μεγάλο κρίμα που δεν είδε το γιο της για τελευταία φορά, που είχε δεκαπέντε χρόνια να σε δη. Η κηδεία της ήταν μεγάλη λύπη που της έλλειπαν τόσα παιδιά. Να μη στενοχωρεθής και η μητέρα μας ήτανε γριά, ας ζήσουμε και εμείς στα χρόνια τα δικά της. Ήθελα να έλθω, αλλά τώρα είμαι λίγο άρρωστη και κάνω μερικές ενέσεις. Αν τελειώσω θα έλθω. Κάνε υπομονή και έχει η Θεός. Έχεις πολλούς χαιρετισμούς από τα παιδιά και όλους τους συγγνείς.
Σε φιλώ η αδελφή σου
Αλεξάνδρα
∞
Εν Αργύλει τη 12 Σεπτεμβρίου
Αγαπητές αδελφέ Παναγιώτη, υγείαν έχουμε και υγείαν για σένα ποθούμε. Παναγιώτη ελάβαμε την επιστολή σου και την είδα πολύ στενοχωρημένη για το θάνατο του πατέρα μας. Όλοι στενοχωρεθήκαμε και κλάψαμε για τον πατέρα μας και εμένα ο θάνατός του μού εκόστισε πολύ διότι ένα μήνα είχα να φύγω από κοντά του και εγύρισα και δεν επρόφτασα να πάρω μια κουβέντα του. Παναγιώτη έχεις δίκηο που δεν σου το γράψαμε, αλλά είχα την πεποίθηση ότι θα το μάθης από τον Μίμη την ίδια μέρα διότι του το είπα. Εγώ βγήκα από το Νοσοκομείο και την άλλη μέρα ήθελα να έρθω να σε ειδώ, αλλά απότομα ήρθε το τηλεγράφημα για τον πατέρα μας και επήραμε κούρσα για να προφτάσουμε και ήρθαμε μαζί με το Γιώργο και το θείο μας τον Παναγιώτη και τη νύφη μας τη Γιάνου και το Δημάκη. Έτυχε Παναγιώτη ο θάνατος του πατέρα μας να μην έχει κανένα από τα παιδιά του. Ο Σωκράτης δύο μέρες είχε φύγει για το παζάρι. Δεν αρρώστησε καθόλου, επήγε με τη μιλιά στο στόμα. Αυτό το ξέραμε ότι θα τύχει γιατί ήτανε 90 χρονών και ο Θεός που τον ανάπαυσε και μακάρι και τα παιδόγγονά του να φτάσουμε στα χρόνια του και να μη σου μένει παράπονο που δεν σου γράψαμε, διότι ήμασταν και ζαλισμένοι και εγώ λογάριαζα ότι θα έρθω πολύ γρήγορα να σε ειδώ, αλλά τώρα θα παραμείνω μετά τις ελιές, θα έρθω με τη μάνα μας.
Έτερον δεν έχω να σου γράψω. Έχεις χαιρετίσματα από τη μάνα μας και τους Σωκρατιανούς και πολλά φιλιά από τον μπέμπη μας.
Ο Σωκράτης σκέπτεται να έρθη να σε δη αν μπορέση γιατί τον πονάει και το στομάχι του.
Σου στέλνω και πέντε γραμματόσημα. Σε φιλώ αδελφικά, η αδελφή σου
Ντίνα
Δώσε χαιρετίσματα στο μπαρμπα – Ευθύμιο και ξεχωριστά από τη μάνα μάνα μας και τον ευχαριστούμε για τα συλλυπητήρια που μας έστειλε και τον εύχεται με το καλό να απολυθή και νάναι καλά με τα παιδιά του. Θα του έγραφα ξεχωριστά, αλλά να μας συγχωρεί δεν μπορώ τώρα.
Σας φιλούμε όλοι μας
∞
Αρχαία Κόρινθος τη 7-9-57
Αδελφέ μου Γιώργη, η μοίρα η σκληρή δεν μας λυπήθηκε, πάντα σκληρή. Μας εκτύπησε με τον σκληρότερο τρόπο, μας πήρε τον Τασούλη…Πέθανε μέσα σε τριανταέξ ώρες και μας άφησε ένα κενό που δεν θα μπορέσουμε να συμπληρώσουμε ποτέ. Δεν λυπήθηκε τα νειάτα του, δεν λυπήθηκε τον ξενητεμένο πατέρα του, δεν λυπήθηκε και όλους εμάς. Κουφή, ασυγκίνητη και άσπλαχνη εκτύπησε θανάσιμα. Αδελφέ μου όσα κτύσαμε με μύριους κόπους και φτώχεια, ήρθε μια θύελλα και μας τα σάρωσε.
Δεν μπορώ να σου γράψω περισσότερα, μόνον ανθρώπινο στόμα μπορεί να τα περιγράψει και όχι η πέννα. Αδελφέ μου ο πόνος είναι μεγάλος και πολύ σκληρός, μόνο τα δάκρυα είναι βάλσαμο για την πονεμένη μας καρδιά.
Κλάψαμε πολύ, κλάψε και συ για το γυιό σου, για το χαμό του γιού σου. Και ας ευχηθούμε εις τον Θεόν να αναπαύση την αμόλυντο και άδολον ψυχήν του.
Υ.Γ. Μάθε πως το Σάββατο η ώρα 4μ.μ. στις 31 του μηνός Αυγούστου έγινε η εγχείρησις και της Κυριακή τα χαράματα στις 4.4’ πέθανε στα χέρια μου. Αδελφούλη μου υπομονή.
Σε φιλώ με δάκρυα στα μάτια
Ο αδελφός σου Τάκης
∞
Εν Πειραιεί τη 17-5-62
Πολυαγαπητέ αδελφέ Παναγιώτη εύχομαι η επιστολή μου να σε εύρη καλά από υγεία και μεις όλοι καλά είμαστε μόνο ένα δυσάρεστο θα σου γράψω για την αδελφή μας τη Μήτσαινα μάς άφησε χρόνια. Πέθανε την εβδομάδα που μας πέρασε και την πήγαμε στο χωριό. Εμάς δεν μας το είπανε καθόλου και το μάθαμε μετά από 4-5 μέρες και μας φάνηκε βαρύ, αλλά το ευχαριστηθήκαμε καλύτερα που πέθανε χίλιες φορές παρά τη ζωή της που παίρναγε αφού δεν είχε την υγειά της.
Παναγιώτη νομίζαμε ότι θα μποράγαμε να έρθουμε να σε ειδούμε δεν μπορούμε όμως να έρθουμε. Τώρα το Πάσχα σου έστειλα λίγα πραγματάκια και πενήντα δραχμές και μέσα στα πράγματα είχα βάλει μια φανελλίτσα δεν μου έγραψες αν τα έλαβες. Τα είχαμε με τη Νίκαινα τη Μουσταφίνα, για γράψε μας τα έλαβες; Εμείς είμαστε όλοι καλά. Λίγο αδιάθετο έχουμε και το Γιώργο, το Σωκράτη το παιδάκι υποφέρει από την ιλαρά. Τη μάνα μας ακόμα δεν την είχαμε πάει για γιατρό γιατί είναι αδύνατη ακόμη.
Έτερον δεν έχω να σου γράψω. Έχεις χαιρετίσματα από τη νύφη μας την Ελευθερία και τα παιδιά της και από το θείο μας τον Παναγιώτη. Χαιρετισμούς από τη θεία δασκάλα και από το θείο το δάσκαλο, ήρθανε σήμερα να μας ειδούνε.
Σε φιλώ με αγάπη Ντίνα
Χαιρετίσματα από το Σωκράτη, μητέρα μας, Σωκράταινα και παιδιά τους.
∞
Εν Πειραιεί τη 28-6-62
Πολυαγαπημένε μου αδελφέ Παναγιώτη υγείαν έχομε και υγείαν δι’ εσένα ποθούμε. Παναγιώτη ελάβαμε την επιστολή σου και δεν σου έγραψα αμέσως γιατί τρέχαμε τη μάνα μας στους γιατρούς. Τώρα όμως την πήραμε στο σπίτι και καλυτέρεψη δεν παίρνει. Μας είπε ο γιατρός για να της σπάσουμε το ποδάρι, αλλά δεν μας υπόσχεται ότι θα πετύχει η εγχείρηση. Εμείς δεν την πηγαίνουμε γιατί θα το γρηγορότερο αλλά η μάνα μας επιμένει να της το σπάσουνε. Τώρα την έχουμε στο σπίτι.
Γράψε μας εσύ τι κάνεις.
Έτερο δεν έχω να σου γράψω. Χαιρετισμούς από τα παιδιά και από τη μάνα μας και Σωκράταινα με παιδιά της.
Σου στέλνω και 4 γραμματόσημα.
Σε φιλώ αδελφικά
Η αδελφή σου Ντίνα
∞
Εν Κιπρίνω τη 3-6-61
Πολυαγαπημένε μου αδελφέ Μανώλη, Καλημέρα.
Έφθασε ο Βαγγέλης στο χωριό καλά. Είμουν πολύ στενοχωρημένη για το μακρυνό ταξείδι που έκανε. Ήρθε με το καλό και ειδοθήκατε και έφερε τους χαιρετισμούς και στον πατέρα. Άκουσε από το στόμα του την υγεία σου. Εύχομαι και το γράμμα μου να σε εύρη καλά και γερό.
Μάθε αδελφέ ο πατέρας μάς άφησε χρόνια πολλά…Η αρρώστεια του ήταν τέτοια που μια μέρα δεν μπορούσε να ζήση περισσότερο. Είναι δύι τρία χρόνια που υποφέρει από την πίεση, πριν είχε και την καρδιά. Η μια αρρώστεια κτύπησε την άλλη. Φέτος όμως από τα Χριστούγεννα υπόφερε πολύ. Είχαν πριστή τα πόδια του. Τα βράδυα δεν μπορούσε να κοιμηθή. Και αν κοιμόταν λίγες ώρες, όταν ξυπνούσε ήταν ζαλισμένος, το κεφάλι του είχε τη ζάλη ώσπου τον έφραξε η εγκεφαλική πίεση, τον ζάλισε το μυαλό την Άγια Τριάδα , την ημέρα το Άγιο πνεύμα το πρωί σηκώθηκε, έβρασε το γάλα και εγώ πήγα στο μαγαζί. Σε λίγο βγήκε στο καφενείο. Το άγιο πνεύμα είχαμε ένα παρεκκλήσι στο Τάγμα απέξω. Πηγαίναμε όλος ο κόσμος με ψαλμουδία για να διαβάση ο παπάς παράκληση. Στο δρόμο που πηγαίναμε με την Άννα ο πατέρας φώναξε τη Μπάμπου Ζαφειρώ της έδωσε δραχμή να του ανάψη κερί. Γυρίσαμε μετά τη γιορτή στο σπίτι. Γύρισε από το καφενείο και μου είπε όπως πάντα, μου βάρυνε το κεφάλι θα πάνω να ξαπλώσω. Πήγε στο σπίτι, στο τραπέζι που καθήσαμε να φάμε, την πρώτη μπουκιά που έβαλε στο στόμα, έπεσε το κουτάλι από τα χέρια του, τον πιάσαμε με τον Βαγγέλη τον βάλαμε στο κρεββάτι, εκεί ήταν και ο θάνατος στο τραπέζι είπε πιάστε με, ούτε ένα λόγο να πη ούτε νερό έλλειπε και ο γιατρός ήρθε η Νοσοκόμα, ενέσεις, εντριβές τίποτε. Φέραμε και το γιατρό, έλειπε στα χωριά, τον εξέτασε, ενέσεις, παρόλα δεν μπορέσαμε να τον σώσουμε, τον ζάλισε το μυαλό. Ο θάνατός του ήταν καλός. Δύο μερόνυχτα που τυρανίστηκε, τον κρατούσαν οι ενέσεις ακίνητο. Μια σταγόνα νερό δεν μπόρεσε να κατεβάση. Είχε παραλύση το μισό του σώμα και η γλώσσα του. Γλύτωσε από τα ζόρια, ησύχασε. Και αν πάλι έμεινε έτσι ποιος θα τον έβλεπε;
Μανώλη θα σε παρακαλέσω πολύ αν γράψης γράμμα στη Τασούλα μην τυχόν και της γράψης της Τασούλας για το θάνατο του πατέρα. Επάνω σε μια εγχείρηση τέτοια δεν πρέπει να μάθη τίποτα, να είναι ήσυχη. Θα σου κάναμε τηλεγράφημα την ίδια μέρα, αλλά όλοι σκεφθήκαμε που ήταν η κηδεία, μόνο γι’ αυτό δεν σε ειδοποιήσαμε τηλεγραφικώς. Αν της γράψης γράψε της χαιρετισμούς και από μένα και πες της πως είμαστε όλοι καλά. Εκείνη είναι νέα, να γίνη καλά και νάρθη στα παιδιά της. Ο πατέρας είδε και καλά είδε και κακά. Σε χαιρετώ ο Βαγγέλης, ο Πασχαλάκος, ο Παυλάκος
Ελένη
∞
Εν Κυπρίνω 4-1-63
Καλημέρα Σεβαστέ μου θείε Μανώλη. Πρώτ’ απ’ όλα να σου ευχηθώ χρόνια πολλά και ευτυχισμένο τον καινούργιο χρόνο. Και δεύτερον να με συγχωρέσης που άργησα να σου απαντήσω αλλά αυτό πρέπει και εσύ να το καταλάβης διότι ήταν μεγάλος θρήνος για μας στην ηλικία αυτή. Ο θρήνος αυτός δεν με άφησε να κάτσω να γράψω έστω και πέντε λέξεις. Από τη δουλειά αλλά και από τη λύπη αυτή. Αλλά βρέθηκε και η θεία μου η Μαργίτσα στο σπίτι και παρηγορούμαστε μ’ αυτήν, αλλοιώς θα ήταν πιο τρομερό για μας, αλλά τι να κάνουμε δεν έπρεπε ο χάρος να κτυπήση την πόρτα μας αλλά την χτύπησε και την πήρε από κοντά μας και χάθηκε από αυτόν τον κόσμο. Αλλά μέχρι την τελευταία στιγμή της παραδόσεώς της μιλούσε, άκουγε, έβλεπε, δεν έχασε το λογικό της, δεν χόρταινε να μας βλέπει. Αλλά μέχρι την τελευταία στιγμή δεν την αφήσαμε, ο γιατρός δεν έλειπε από κοντά της. Φάρμακα, ενέσεις, φαρμακείο έγινε το σπίτι μας, αλλά δεν μπόρεσε να γλυτώση. Αυτά όλα δεν μας δίνουν θάρρος να πάρουμε να γράψουμε και να ξεχάσουμε, να την βγάλουμε από το μυαλό μας. Και για σένα ήταν τρομερό μέσα στη φυλακή να πάρης τέτοια δυσάρεστα γεγονότα χωρίς να δης την αγαπημένη σου μανούλα, πατέρα και την αγαπημένη σου αδελφή, που τόσο σε αγαπούσε και που δεν σε έβγαζε από το μυαλό της. Αυτά έχει η ξενιτειά. Αλλά τι να κάνουμε έτσι τα έφερε η περίσταση, να μη βλεπόμαστε καθόλου. Και στη χαρά και στη λύπη, πουθενά αλλά πρέπει να δίνουμε και κουράγιο στον εαυτό μας διότι έχουμε να ζήσουμε και δεν πρέπει να απελπιζόμαστε. Αυτά είναι τα νέα τα δικά μας. Και ο μπαμπάς μου δεν ευκαιρεί να σου γράψει και ο Τάκης με τις δουλειές δεν αδειάζει καθόλου.
Αυτά σου γράφω και σε χαιρετά ο μπαμπάς μου, η θεία μου, ο Τάκης και η Σοφούλα, που δεν την ξέρεις καθόλου. Και εγώ δεν σε θυμάμαι, αλλά στη φωτογραφία σε βλέπω. Σε χαιρετά και ο Πασχαλάκος.
Σε χαιρετώ με αγάπη και σεβασμό η ανεψιά σου Τούλα.
Σου στέλνω και δύο φωτογραφίες, την κηδεία της αγαπημένης μου Μανούλας για να την δης αν δεν βρέθηκες εδώ. Ίσως να παρεξηγήσεις για το φάκελλο. Δεν υπάρχουν φάκελλα πένθιμα.
Τούλα Νακίδου
∞
Ποια δικαιοσύνη, ποια ευαισθησία, ποια ανθρώπινα μέτρα μπορούν να λογαριάσουν σωστά όλη αυτήν την στέρηση, όλο αυτόν τον χωρισμό, όλη αυτή την απαντοχή. Ποιοι καταστατικοί χάρτες, ποιοι νόμοι, ποια ευαγγέλια μπορούν να σταθούν αντίκρυ σε τούτα τα απλοϊκά, τα μαραμένα, τα αγράμματα γράμματα, που δεν αποτελούν μόνο μια μικρή μαρτυρία απ’ τη μεγάλη σύγχρονη Κόλαση, μα ορθώνονται σα μνημεία της ψυχής του λαού μας και σαν Κώδικες μιας νέας ανθρώπινης συμπεριφοράς.
«Τι να σου προσφέρουμε οι δυστυχισμένοι και μη δυνάμενου». Τίποτ’ άλλο, γλυκειά, πικραμένη μάνα απ’ τα Τζαννάτα. Εκείνο που έπρεπε, μας το πρόσφερες απλόχερα: την αγάπη σου και το μαρτύριό σου.
Με τέτοιες προσφορές είναι που ανανεώνεται η ανθρώπινη ιστορία.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
(Επιθεώρηση Τέχνης, αριθ. 105, Σεπτέμβριος 1963)