Η δολοφονία του Δημήτρη (Μήτσου) Τατάκη μετά από φριχτά βασανιστήρια στη Μακρόνησο
«Όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!» – Στις 10 Γενάρη 1950 δολοφονήθηκε στη Μακρόνησο, έπειτα από φριχτά βασανιστήρια που κράτησαν 33 ολόκληρες μέρες, ο κομμουνιστής Δημήτρης (Μήτσος) Τατάκης, ΓΓ της θρυλικής ΟΕΝΟ
Στις 10 του Γενάρη 1950 δολοφονήθηκε στη Μακρόνησο, πριν καν συμπληρώσει τα 36 χρόνια του, έπειτα από φριχτά βασανιστήρια που κράτησαν 33 ολόκληρες μέρες, ο κομμουνιστής Δημήτρης (Μήτσος) Τατάκης, Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων, της θρυλικής ΟΕΝΟ.
Οι δήμιοί του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να λυγίσουν τον Τατάκη, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για τους υπόλοιπους Μακρονησιώτες. Δεν τα κατάφεραν όμως. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν υπέγραφε την περιβόητη «δήλωση μετανοίας», ώστε να θέσει τέρμα στο μαρτύριό του, εκείνος απάντησε: «Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!».
Το μικρό αφιέρωμα που ακολουθεί καθώς και οι μαρτυρίες, προέρχονται από δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη.
Απόψε στις σκηνές γονατιστοί
κοιτάζουμε προς στ’ άδειο σου τσαντίρι
κι ανάβουν οι λαμπάδες της καρδιάς
στο άγνωστο που σ’ έχουν κοιμητήρι.
Και στο λαό μας κάνουμε την προσευχή
Ν’ αξιωθούμε τίμιο θάνατο
Και δίνουμε στη μνήμη σου τον όρκο
την πίστη σου να κάνουμε ένα λάβαρο.
(δημοσιεύθηκε το 1992 με υπογραφή Γ. Π. στον «Ριζοσπάστη»)
Ο Δημήτρης Τατάκης γεννήθηκε το 1913 στην Ανδρο. Μετά το σχολείο μπάρκαρε αρχικά σαν δόκιμος και στη συνέχεια σαν αξιωματικός καταστρώματος. Εκείνη την περίοδο, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα μετρούσε ήδη πλούσια πείρα και αγώνες. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε στο εξωτερικό, όπου μετείχε ενεργά στις προσπάθειες για την καλύτερη οργάνωση του αντιφασιστικού, εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά και την πιο αποτελεσματική οργάνωση της πάλης των ναυτεργατών στα καράβια. Αρχικά σαν στέλεχος της Ενωσης Ναυτίλων Αξιωματικών και μετά το 1943 σαν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕNO). Πρωτοστάτησε στην υλοποίηση του συνθήματος της ΟΕΝΟ «τα πλοία εν κινήσει», προσφέρθηκε ως εθελοντής και είχε συμβολή στην οργάνωση της απόβασης στη Νορμανδία. Μαζί με τους άλλους συντρόφους έδωσαν τη μάχη και κατέκτησαν τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπέγραψε η ΟΕΝΟ, η οποία προέβλεπε πολύ σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες ζωής, δουλειάς, αμοιβής στα καράβια. Με το τέλος του πολέμου η ΟΕΝΟ βρέθηκε στο στόχαστρο της αστικής βίας και καταστολής, αφού, μεταξύ πολλών άλλων, θεωρούνταν υπεύθυνη από το εφοπλιστικό κεφάλαιο για το ότι, όπως έλεγαν, «το ελληνικόν πλοίον απώλεσε το μοναδικόν του πλεονέκτημα, το χαμηλόν κόστος εκμεταλλεύσεως, που του επέτρεπε να συναγωνίζεται επιτυχώς τας ξένας ναυτιλίας». Οι αγωνιστές της ΟΕΝΟ, εκείνοι που προσέφεραν τα πάντα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, άρχισαν τώρα να φυλακίζονται, να βασανίζονται, να εξορίζονται και να στήνονται στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Το 1945 ο Τατάκης γύρισε στην Ελλάδα με το πλοίο «ΕΛΛΑΣ» για να απολυθεί άμεσα από τις αρχές με τη δικαιολογία ότι δήθεν είχε οργανώσει στάση στο καράβι! Στη συνέχεια, από τη στιγμή που απολύθηκε μέχρι και τη στιγμή που πιάστηκε, σε καθεστώς ημιπαρανομίας, θα αφιερωθεί με συνέπεια και με όλες του τις δυνάμεις στην υπόθεση της οργάνωσης του αγώνα των ναυτίλων αξιωματικών και γενικότερα όλων των ναυτεργατών.
Στις 8 Γενάρη του 1948 το ΚΚΕ τέθηκε και τυπικά εκτός νόμου, με το νόμο 509, ενώ η Ασφάλεια, στις 14 του ίδιου μήνα, έκανε επιδρομή στα γραφεία της ΟΕΝΟ, διαλύοντας ουσιαστικά την οργάνωση και απαγορεύοντας την έκδοση της εφημερίδας της, της «Ναυτεργατικής Φωνής». Πολλά κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη συνελήφθησαν. Δρομολογήθηκε η δίκη της ΟΕΝΟ.
Στο εδώλιο του έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών οδηγήθηκαν τελικά 36 κατηγορούμενοι. Για τους απόντες, γύρω στους 40 – μεταξύ αυτών και ο Τατάκης – η δίκη διαχωρίστηκε. Ολοι κατηγορούνταν πως επιδίωκαν την απόσπαση μέρους της ελληνικής επικράτειας σε όφελος τρίτης χώρας! Ομως, οι Αμπατιέλος, Τιμογιαννάκης, Μπεκάκος, Κολιαράκης, Ορφανός και οι άλλοι σύντροφοι συγκατηγορούμενοι δεν πτοήθηκαν, δεν υπέκυψαν στην τρομοκρατία της έδρας του στρατοδίκη. Αντίθετα, μετέφεραν το αγωνιστικό ήθος του κομμουνιστή και στη δικαστική αίθουσα, μετατρέποντας το εδώλιο του κατηγορουμένου σε κατηγορητήριο κατά της αστικής εξουσίας, υπερασπίζοντας αταλάντευτα το δίκιο των ναυτεργατών και συνολικά της εργατικής τάξης.
Η δίκη – παρωδία κατέληξε με την καταδίκη 10 κομμουνιστών – στελεχών της ΟΕΝΟ σε θάνατο, 8 σε ισόβια και άλλες μικρότερες ποινές.
Την ίδια χρονιά, το 1948, ο Τατάκης πιάστηκε και στάλθηκε εξορία, αρχικά στην Ικαρία και από κει, στις 5 Νοέμβρη 1948, στάλθηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, την περιβόητη ΣΦΑ στο Μακρονήσι.
Με το που πάτησε το πόδι του στη ΣΦΑ δέχτηκε τον πρώτο, συνήθη, κύκλο βασανιστηρίων υποδοχής των νέων κρατουμένων. Ρίχτηκε στον κλωβό της απομόνωσης και μαζί με τους υπόλοιπους «αδήλωτους» συγκρατούμενούς του, πέρασε μια σειρά βασανιστηρίων, δίχως όμως να υποκύψει στη βία και στον εκβιασμό της δήλωσης.
Στις 14 Μάη 1949 μεταφέρθηκε στη Γενική Ασφάλεια της Αθήνας για ανάκριση. Σύντομα, όμως, οι ανακριτές – βασανιστές του αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για «αμετανόητο» κομμουνιστή και ότι δεν επρόκειτο να λυγίσει μπροστά στην ανάκριση. Ετσι αποφάσισαν να τον στείλουν και πάλι στη Μακρόνησο για περαιτέρω …«αναμόρφωση».
Τριάντα τρία μερόνυχτα
Οταν στις 8 του Ιούνη 1949 έφτασε ξανά στη ΣΦΑ, οι δεσμοφύλακες του επιφύλασσαν ένα ιδιαίτερο μαρτύριο, σχεδιασμένο να τον εξοντώσει, είτε ψυχικά είτε σωματικά: Την ορθοστασία μέχρι θανάτου!
Επρόκειτο για ένα ιδιότυπο και ταυτόχρονα διεστραμμένα απάνθρωπο βασανιστήριο: Ο κρατούμενος ριχνόταν αρχικά στη θάλασσα φορτωμένος με όλα τα πράγματα ως το λαιμό. Κατόπιν, και αφού μουσκευόταν μέχρι το μεδούλι, στηνόταν όρθιος, ακίνητος και αμίλητος, με δύο φρουρούς να τον επιτηρούν μέρα – νύχτα, μην επιτρέποντάς του να καθίσει ούτε στιγμή ή να μιλήσει με κανέναν. Μόνο κατά τη διάρκεια του φαγητού του επιτρεπόταν να καθίσει, και αυτό μόλις 5 λεπτά, αυστηρά, με το ρολόι.
Ταυτόχρονα με τη σωματική κόπωση, ο κρατούμενος έπρεπε να δέχεται βουβά και όλες τις προκλήσεις, τους εξευτελισμούς, τις ύβρεις των δεσμοφυλάκων – βασανιστών του.
Το όλο μαρτύριο λάμβανε χώρα πάνω σε έναν βράχο, στην παραλιακή ακτή της ΣΦΑ, μπροστά στις σκηνές των χιλιάδων κρατουμένων της Μακρονήσου. Και αυτό, γιατί το «σπάσιμο» του αγωνιστή έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε κοινή θέα, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν» όλων. Κάθε ατομικό «σπάσιμο» στόχευε στο να αποτελέσει χτύπημα, να προκαλέσει ρήγμα στην αγωνιστική διάθεση και ηθικό του συνόλου.
Ο χρόνος περνούσε, αλλά ο «καπετάνιος» δε λύγιζε. Οι κρατούμενοι αντλούσαν κουράγιο και οι βασανιστές του Μακρονησιού έχαναν την υπομονή τους.
— Βάζεις στοίχημα, Τατάκη, πως θα υπογράψεις δήλωση; τον ρώτησε ο βασανιστής Κοθράς μετά από μια βδομάδα μαρτυρίου.
— Οχι, Κοθρά, του απαντάει. Δεν βάζω στοίχημα. Γιατί είσαι φτωχός και σε λυπάμαι, θα χάσεις το στοίχημα.
Και οι μέρες έρχονται και παρέρχονται η μία μετά την άλλη, οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, οι παραισθήσεις μόνιμος σύντροφος, γύρω από τους αστραγάλους σχηματίζονται δακτύλιοι από αίμα. Ο Τατάκης τραβούσε πια για το 20ήμερο. Η ψυχή παλεύει με το σώμα, τους πόνους και την κόπωση του μαρτυρίου. 30ή, 31η, 32η, 33η μέρα. Η επίσημη γνώμη των γιατρών της ΣΦΑ ήταν πως κανείς δεν μπορούσε να υπερβεί εκ φύσεως τις 12-15 μέρες ενός τέτοιου μαρτυρίου. Και όμως, ο Τατάκης έμεινε όρθιος 33 ολόκληρες μέρες και νύχτες. Δεν έσπασε. Δεν υπέγραψε.
Οταν οι δήμιοί του τον ρώτησαν «γιατί το έκανες αυτό, Τατάκη;» εκείνος απάντησε:
«Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!».
Αφού ο ταξικός εχθρός δεν κατάφερε να τον εξοντώσει ηθικά, ψυχικά και ιδεολογικά, έπρεπε να τον εξοντώσει βιολογικά. Ο «καπετάνιος» οδηγήθηκε στον κλωβό της απομόνωσης με άλλους 20 συντρόφους του. Εκεί, στις 9 Γενάρη 1949, οι αλφαμίτες επιχείρησαν σχεδιασμένη δολοφονική επίθεση, οπλισμένοι με μπαμπού, λοστούς και σίδερα. Και αφού βασάνισαν άγρια τον Τατάκη επί ώρες, τον άφησαν μισοπεθαμένο να τον αποτελειώσουν τα τραύματά του. Το ξημέρωμα τον βρήκε νεκρό.
Μια πελώρια δρυς
«Η απουσία του Μήτσου (σ.σ. του Δ. Τατάκη) κράτησε τη βραδιά εκείνη αρκετή ώρα. Από μια σχισμή του αντίσκηνου, κοιτάζω προς το φυλάκιο και αφουγκράζομαι. Το ούρλιασμα των βασανιστών, σα να ξεχωρίζει μέσα από το βουνό, τον αγέρα και το βογκητό της θάλασσας, που ξέσπαγε στο βράχο της απομόνωσης.
Σε μια στιγμή φάνηκαν να κινούνται δύο σκιές από το φυλάκιο προς την απομόνωση. Οσο πλησιάζουν, ξεχωρίζουν καλύτερα. Ο Μήτσος μπροστά ξυπόλυτος, κρατούσε τη μέση του και δύσκολα περπατούσε. Από κοντά ο αλφαμίτης, που συνέχεια τον κτυπούσε με την κάννη του όπλου.
Μπήκαν στον κλωβό. Τώρα δε διακρίνω τίποτα. Ενας βόγκος σαν να ‘ρχεται από πολύ βαθιά. Περασμένα μεσάνυχτα, ο βόγκος σβήνει σιγά – σιγά. Υστερα από λίγο ακούγονται ποδοβολητά προς το μέρος της σκηνής του.
Τον παίρνουν, ο Μήτσος ήταν νεκρός. Αφησε την τελευταία του πνοή με το ΟΧΙ στα χείλη, το ΟΧΙ που μας είχε απομείνει, το μοναδικό όπλο πάλης, ενάντια στην κτηνωδία και τις φρικαλεότητες του φασισμού. Υψώθηκε ο Τατάκης σαν μια πελώρια δρυς και σκέπασε το νησί μας.
Πρωί – πρωί κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα: ΣΚΟΤΩΣΑΝΕ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ».
(Μαρτυρία του Γιάννη Παλαβού για τον Δημήτρη Τατάκη)
Ιστορικές μαρτυρίες δύο κομμουνιστών Μακρονησιωτών, του Διονύση Γεωργάτου και του αείμνηστου Γιάννη Παλαβού
Μακρόνησος, ιστορικός τόπος 1947-1958. Κορυφαίες μέρες της ιστορίας της Μακρονήσου η 29-2-1948 και η 1-3-1948. Οι μέρες της μεγάλης σφαγής και της ηρωικής αντίστασης του Κόκκινου Τάγματος Σκαπανέων.
Εκεί στη Μακρόνησο μια δεκαετία αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, κομμουνιστές, προοδευτικοί, συνεπείς δημοκράτες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, περίπου 100.000, από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, εκεί στην κόλαση, αγωνίζονται ενάντια στη μεθοδευμένη σατανική βία του τότε μοναρχοφασισμού και των Αγγλοαμερικανών συμμάχων του.
Μέσα στη σκληρή αυτή ταξική σύγκρουση, κορυφαία μορφή αγώνα ο κομμουνιστής Μήτσος Τατάκης, Γενικός Γραμματέας της ΟΕΝΟ, που δολοφονήθηκε στις 9 προς 10 Γενάρη του 1950 με φρικτά βασανιστήρια που κράτησαν 33 ολόκληρες μέρες. Δε λύγισε.
Απρίλης του 1948, αμέσως μετά τη σφαγή στο Α΄ Τάγμα (ΑΕΤΟ) οργανώνεται η απομόνωση (σύρμα) των αμετανόητων.
Στη συνέχεια σ’ όλα τα στρατόπεδα της Μακρονήσου μέσα από την αντίσταση στη βία θα ξεπηδήσουν σαν φάρος μέσα στο σκοτάδι και τα άλλα σύρματα σ’ όλα τα στρατόπεδα. Το σύρμα, η απομόνωση στη ΣΦΑ, εκεί στο νότιο μέρος του νησιού, με τη γλαροφωλιά και τον Τατάκη όρθιο επί τριάντα τρία μερόνυχτα, θα φωτίζει ήρεμα και σεμνά το πνεύμα του αγώνα και τις θυσίες για το καλό του λαού, για την ιστορία και τον πολιτισμό μας.
Η ωραία αγωνιστική βραδιά της 16.12.2002, βραδιά της παρουσίασης του βιβλίου «Μακρόνησος ιστορικός τόπος», πάει να κλείσει. Στ’ αυτιά μας ηχούν οι εξαίσιες απαγγελίες των κορυφαίων ηθοποιών μας, Ν. Τσακίρογλου, Αλέκας Παΐζη και Φοίβου Ταξιάρχη.
Οι σύντροφοι Μακρονησιώτες που όλοι μαζί, με δυσκολίες, αδυναμίες, παραλείψεις και ασφαλώς μικρά λάθη γράψαμε αυτό το βιβλίο, έχουμε κάνει το χρέος μας προς τους νεκρούς της Μακρονήσου.
Το χρέος αυτό το έχουν κάνει και πολλοί άλλοι όσοι έχουν γράψει πριν από μας για τη Μακρόνησο. Ομως αυτό το βιβλίο είναι μια συλλογική εργασία εκατό και πλέον Μακρονησιωτών απ’ όλη την Ελλάδα και πιστεύουμε ότι αντανακλά το χρέος του λαού μας στους νεκρούς, μα και τη θέλησή του η Μακρόνησος να γίνει στην πράξη ιστορικό μνημείο.
Ετοιμάζεται η σκηνή της αίθουσας για να προβληθεί το ντοκιμαντέρ για τη Μακρόνησο. Μέσα στο ημίφως της αίθουσας ένα δυνατό νεανικό χέρι σφίγγει με δύναμη το δικό μου. Ακούω. «Είμαι ο ανιψιός του Τατάκη». Ο ομιλητής συνέχισε. «Είμαι ο γιος της αδελφής του Τατάκη, που εδώ και τρία χρόνια με πήρες τηλέφωνο για να μου πεις ότι θέλεις το τελευταίο σημείωμα του Τατάκη, που ο Γιάννης Παλαβός το έδωσε στη μητέρα μου. Το θέλεις να μπει φωτοτυπία στο βιβλίο που ετοιμάζετε.
Είμαι ο Χαζάπης Ευάγγελος, αρχιτέκτονας. Εφυγα τότε για την Αμερική. Τώρα τελευταία έχω εγκατασταθεί στην Αθήνα. Δυστυχώς, εκείνο το σημείωμα του θείου μου έχει καταστραφεί. Θα σου φέρω το τελευταίο του γράμμα στους δικούς του. Θα το φέρω από την Ανδρο».
Το Μήτσο Τατάκη δεν τον γνώρισα, γιατί εγώ δεν πέρασα από το στρατόπεδο της ΣΦΑ. Για τη δολοφονία του μάθαμε εκείνες τις μέρες που είμαστε στην απομόνωση στο ΒΕΤΟ στον 7ο Λόχο.
Για τον ήρωα της Μακρονήσου Τατάκη πολλά έχουν γραφτεί μέσα στα 50 χρόνια που πέρασαν. Από ένα διαμάντι του ΚΚΕ, τον Γιάννη Παλαβό, μάθαινα για τον Τατάκη. Ο σ. Γιάννης Παλαβός, που στάθηκε ένας από τους στυλοβάτες του βιβλίου, γράφοντας για τα τρία κεφάλαια για τη ΣΦΑ, ένα μήνα πριν πεθάνει, μου παρέδωσε το τελικό κείμενο για το τελευταίο κεφάλαιο.
Περίοδος Ηλιάδη στη ΣΦΑ και που ο ίδιος ο Γιάννης Παλαβός, που έζησε με τον Τατάκη, γράφει για το βιβλίο τον επίλογο της ιστορίας των ΣΦΑ, με τον τίτλο: «Σκοτώσανε τον Καπετάνιο».
Αυτό το κείμενο, αγαπητέ μου «Ριζοσπάστη», δημοσιεύεις σήμερα στην 53η επέτειο του θανάτου του Τατάκη.
Μια μικρή άγνωστη ιστορία
Υπάρχει όμως μια παράλειψη, κατά τη γνώμη μου, σκόπιμη του συντρόφου Γιάννη Παλαβού. Δε γράφει το μικρό βαθυστόχαστο αριστούργημα, ποιηματάκι του, για τη δολοφονία του Τατάκη.
Το 1992 με την επέτειο της Σφαγής στο Α` Τάγμα έγραφα για πρώτη φορά ένα μικρό ρεπορτάζ (4 σελίδες του «Ρ») με τίτλο «Κορυφαίες μέρες της ιστορίας της Μακρονήσου». Επρεπε να γράψω κάτι για τη ΣΦΑ και την ηρωική μορφή του Τατάκη.
Ζήτησα από το σ. Γιάννη Παλαβό να μου γράψει κάτι για τη ΣΦΑ, κάτι για τον Τατάκη. Θα τα έβαζα στο κείμενό μου χωρίς την παραμικρή αλλαγή. Πράγματι μου έδωσε ένα σύντομο κείμενο που τελείωνε μ’ ένα μικρό ποίημα, χωρίς το όνομα του ποιητή. Αυτό το μικρό συγκλονιστικό ποίημα το έμαθα απ’ έξω, όπως παιδί τους πρώτους στίχους του Εθνικού μας Υμνου.
«Σύντροφε Γιάννη, στο μικρό κείμενό σου χρειάζεται το όνομα του ποιητή». Μου απάντησε: «Διονύση, παιδί μου, δεν ξέρουμε τον ποιητή. Ασφαλώς, κάποιος Μακρονησιώτης θα το έγραψε». Του απάντησα: «Σύντροφε Γιάννη, όχι και άλλος άγνωστος ποιητής. Πρέπει κάτω απ’ αυτό το ποίημα συμβολικά κάτι να γράψω».
Ταλαντεύτηκε, σκέφτηκε λίγο και μου απάντησε: «Γράψε τα γράμματα Γ.Π.». Ετσι είναι γραμμένο εδώ και δέκα χρόνια στο «Ριζοσπάστη».
Πέρασε καιρός για να σκεφτώ μήπως ο ποιητής Γ.Π. ήταν ο Γιάννης Παλαβός. Του το είπα. Γέλασε. Τώρα που θα γράφαμε αυτό το βιβλίο και ο σύντροφος θα έγραφε αυτό το κεφάλαιο του είπα ότι θα μπει το ποίημα και αντί για το Γ.Π. να γράψει το όνομα του ποιητή Γιάννης Παλαβός.
«Αυτό δε γίνεται, σύντροφε Διονύση», μου απάντησε. «Τότε θα γράψω εγώ ποιος είναι ο ποιητής» του είπα. Μου παρέδωσε το κεφάλαιο για το βιβλίο χωρίς να γράψει το ποίημα. Αρρώστησε ξαφνικά. Πήγα και τον είδα στο νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ. Ηταν καλά. Σε δυο μέρες θα έφευγε για το σπίτι του, κοντά στη συντρόφισσά του. Την επομένη πέθανε από ανακοπή καρδιάς, κοντά στα 90 του χρόνια.
Εδώ στο κείμενο για την επέτειο του θανάτου του Τατάκη γράφουμε το μικρό αυτό αριστούργημα:
Απόψε στις σκηνές γονατιστοί
κοιτάζουμε προς στ’ άδειο σου τσαντίρι
κι ανάβουν οι λαμπάδες της καρδιάς
στο άγνωστο που σ’ έχουν κοιμητήρι.
Και στο λαό μας κάνουμε την προσευχή
Ν’ αξιωθούμε τίμιο θάνατο
Και δίνουμε στη μνήμη σου τον όρκο
την πίστη σου να κάνουμε ένα λάβαρο.
Διονύσης Γεωργάτος