Η ιστορία ενός κοριτσιού που δεν φοβήθηκε κανέναν
Η Παναγιώτα Καραγεωργίου δεν υπήρξε μόνο μια σπουδαία αγωνίστρια, αλλά και μάνα ενός σπουδαίου συνθέτη, στιχουργού, ερμηνευτή και συγγραφέα. Του Θανάση Γκαϊφύλλια.
Η Παναγιώτα Καραγεωργίου γεννήθηκε στο Σουφλί το 1912 από τον Θανάση και την Θεοδώρα Καραγεωργίου. Ηταν η τρίτη από τα τέσσερα κορίτσια που απέκτησε η οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν χειροτέχνης και μ’ αυτή τη δουλειά ζούσε την οικογένειά του. Τις πρώτες ύλες για τα χειροτεχνήματά του τις έπαιρνε από τις όχθες του Εβρου. Μάζευε φουκάλια για σκούπες, σάζια για ψάθες και καλάμια για χτένια, που ήταν απαραίτητα στους αργαλειούς. Το κορίτσι μεγάλωσε μέσα σε δύσκολες και ταραγμένες εποχές, αλλά κατάφερε να τελειώσει το Δημοτικό, αριστεύοντας. Οι δάσκαλοι την προετοίμαζαν για το Σχολαρχείο Αλεξανδρούπολης, να γίνει δασκάλα, αλλά ο πατέρας της ήταν ανένδοτος. «Δε θα σ’ έχου γω να κάθισει σταυρουπόδι καρσί μι τς δασκάλοι. Θα πας ικεί που παένουν κι τ’ άλλα κουρίτσια», έλεγε. Κι έτσι η Παναγιώτα, από 14 χρόνών, πήγε εκεί που πήγαιναν και τα άλλα κορίτσια. Στη φάμπρικα του Τζιβρέ. Οπότε, σύμφωνα με τα μυαλά του κυρ Θανάση, σώθηκε η τιμή της οικογένειας. Εκεί στο κάτεργο που νύχτα έμπαιναν και νύχτα έβγαιναν, το κορίτσι πέρασε τα πιο τρυφερά του χρόνια και αναγκάστηκε πολύ γρήγορα να μεγαλώσει. Η καταπίεση και η εκμετάλλευση που βίωσε σ’ εκείνο το εργοστάσιο, διαμόρφωσαν έναν εκρηκτικό και επαναστατικό χαρακτήρα. Το κορίτσι δεν ανεχόταν το άδικο και την εκμετάλλευση κι όταν έγινε πρόεδρος του σωματείου των εργαζομένων εκεί, κήρυξε απεργία με κύριο αίτημα το οκτάωρο. Η εργοδοσία αντέδρασε ακαριαία και την απέλυσε μαζί με τα μέλη του ΔΣ. Αυτό, όμως, είχε σαν αποτέλεσμα να κατεβούν οι εργάτριες σ’ ένα μεγάλο συλλαλητήριο, υποχρεώνοντας την εργοδοσία να τις ξαναπροσλάβει. Το θέμα όμως του ωραρίου παρέμεινε ανοιχτό κι όταν οι σηροτρόφοι άρχισαν να διαμαρτύρονται για τις χαμηλές τιμές των κουκουλιών, η Παναγιώτα κήρυξε νέα απεργία, πολύ πιο δυναμική από την πρώτη. Τώρα οι εργάτριες είχαν διπλό λόγο, αφού όλοι οι Σουφλιώτες ήταν και σηροτρόφοι. Εργάτριες και σηροτρόφοι έγιναν μια γροθιά και στο Σουφλί, τότε, παρέλυσαν τα πάντα. Οι σηροτρόφοι που ήρθαν από τα χωριά κατασκήνωσαν στην πλατεία και σε κάθε ανοιχτό χώρο κι από την Πνύκα άκουγαν τους πύρινους λόγους των ομιλητών. Το σύνθημα που επικρατούσε ήταν ένα: «ΕΚΑΤΟ `Η ΘΑΝΑΤΟΣ». Διεκδικούσαν 100 δραχμές την οκά στα χλωρά κουκούλια. Η χωροφυλακή κάλεσε ενισχύσεις κι όταν ήρθαν προσπάθησαν να αδειάσουν την πλατεία, αλλά οι αγριεμένοι σηροτρόφοι δεν αστειεύονταν και τους έτρεψαν σε φυγή. Τότε στράφηκαν προς τη φάμπρικα και με μια ομάδα απεργοσπαστριών προσπάθησαν να εισβάλουν στο χώρο. Οι εργάτριες, όμως, ήταν αποφασισμένες να μην αφήσουν κανέναν να περάσει. Ακολούθησαν άγριες συγκρούσεις κι εκεί η Παναγιώτα τραυματίστηκε στο κεφάλι από γκλομπ χωροφύλακα. Τελικά οι εργάτριες νίκησαν. Τότε η χωροφυλακή κάλεσε τον στρατό. Την άλλη μέρα κατέβηκαν απ’ το τρένο στρατιώτες με πλήρη εξοπλισμό για να καταπνίξουν την εξέγερση. Οταν όμως ο επικεφαλής ταγματάρχης είδε πως είχε να κάνει με άοπλους σηροτρόφους και μικρά κορίτσια και γυναίκες, διέταξε μεταβολή και με το ίδιο τρένο έφυγαν. Οι σηροτρόφοι έριξαν νερό στο κρασί τους και δέχτηκαν τα μισά από όσα απαιτούσαν, οι εργάτριες κέρδισαν το δικαίωμα να κάθονται σε τραπέζια για να φάνε το μεσημεριανό τους που έφερναν απ’ το σπίτι, αλλά το οκτάωρο δεν το κέρδισαν.
Το ματωμένο συλλαλητήριο στο ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη»
Διαβάζω στον «Ριζοσπάστη» εκείνων των ημερών: ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΜΕ ΣΥΝΘΗΜΑ «ΚΑΤΩ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΜΕΤΑΞΑ» Σουφλί, 18 του Ιούνη, 1936. (Του ανταποκριτή μας).– Τα τρομοκρατικά μέτρα των αρχών για την ματαίωση του περιφερειακού συλλαλητηρίου του Σουφλίου κουρελιάστηκαν. Ο λαός, αγωνιζόμενος στους δρόμους, επέβαλε την θέλησή του. Το συλλαλητήριο σημείωσε θριαμβευτική επιτυχία. Απ’ τα χωριά έγινε κάθοδος δέκα χιλιάδων αγροτών. Οι αγρότες της Κορνοφωλιάς, των Λαβάρων και της Μάνδρας την ώρα που κατερχόντανε στο Σουφλί συνάντησαν έξω απ’ την πόλη ένοπλη δύναμη χωροφυλακής, που θέλησε να τους εμποδίσει να μπουν μέσα. Οι αγρότες έσπασαν τις ζώνες των χωροφυλάκων και μπήκαν στο Σουφλί. Μαζί τους φέρνανε μαύρους πίνακες με τα συνθήματα: «100 δραχμές ή θάνατος!», «Κάτω η τρομοκρατία», «Κάτω ο φασισμός», «Κάτω τα ληστρικά τραστ». Οι ρήτορες καυτηρίασαν τα τρομοκρατικά μέτρα και την αστοργία της κυβέρνησης και των αστικών πολιτικών κομμάτων. Ο ενθουσιασμός των διαδηλωτών για τον αγώνα είναι ακράτητος. Τεράστια είναι η αγανάκτησή τους. Παντού αντήχησε η λαϊκή κραυγή: «Κάτω η κυβέρνηση!» (…) Ο λαός κατάκτησε τους δρόμους. Η μαχητικότητά του είναι άφθαστη. Στη διαδήλωση κυριαρχεί το σύνθημα: «Κάτω η κυβέρνηση». Οι διαδηλωτές ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες. Επί κεφαλής της διαδήλωσης βρίσκονται οι 700 απεργοί εργάτριες. Δυο χιλιάδες γυναικόπαιδα συγκεντρώθηκαν κάτω απ’ το σπίτι, όπου νοσηλεύονται οι τρεις τραυματισμένες εργάτριες Καραγεωργίου, Κανάρια και Μαύρου. Με μεγάλη δυσκολία η τραυματισμένη προεδρίνα του σωματείου των εργατριών Καραγεωργίου μπόρεσε να μιλήσει στις συγκεντρωμένες και να τις καλέσει να αγωνιστούν ενάντια στην τρομοκρατία. Οι συγκεντρωμένες με δάκρυα στα μάτια ορκίστηκαν εκδίκηση. Το σπίτι των τραυματιών έγινε προσκύνημα του λαού. Σε πολλά σημεία της πόλης μίλησαν διάφοροι ρήτορες, που καυτηρίασαν την κυβέρνηση. Ο λαός ορκίστηκε να υπερασπιστεί τους ηγέτες του αγώνα του. Ζητά την απομάκρυνση του αστυνομικού διευθυντή.
Στρατοδικείο, ψευδομάρτυρες και εξορία
Δεν πρόλαβε να αναρρώσει η 24χρονη πρόεδρος και ήρθε η δικτατορία του Μεταξά και όπως κάθε δικτατορία που σέβεται τον εαυτό της, άρχισε τις συλλήψεις. Πρώτη πρώτη συνέλαβε εκείνην. Με συνοπτικές διαδικασίες την οδήγησαν στο στρατοδικείο και οι τρεις στρατοδίκες άκουσαν τον ψευδομάρτυρα να περιγράφει την «περιπέτειά» του από το ατίθασο κορίτσι… «Ορμησε κατά πάνω μου και άρπαξε το πηλήκιο, το πέταξε κάτω κι άρχισε να ποδοπατά και να φτύνει με μίσος το στέμμα». Οι γαλονάδες της έδρας δεν είχαν ανάγκη από άλλη μαρτυρία κι έριξαν τρία χρόνια εξορία στην Παναγιώτα! Στις 15 Αυγούστου 1936 ταξίδεψε με το πλοίο «ΕΛΛΗΝΙΣ» για την Ανάφη, για να εκτίσει την ποινή της. Σ’ αυτό το πιο απομακρυσμένο νησί των Κυκλάδων, σ’ έναν τόπο άγονο, άνυδρο, χωρίς βλάστηση και με λίγους κατοίκους, 220 – 250 εξόριστοι κομμουνιστές πάλευαν με τις κακουχίες και την πείνα που τους επέβαλε ο ντόπιος και ξένος φασισμός για να τους αποσπάσει «δηλώσεις μετανοίας». Μερικούς μήνες νωρίτερα οι «ελληνικές» αρχές τούς είχαν παραδώσει στους Γερμανοϊταλούς, παρά το ότι με αλλεπάλληλα υπομνήματα οι εξόριστοι ζητούσαν να αφεθούν ελεύθεροι για να πολεμήσουν τον κατακτητή. Η Ανάφη πέρασε στην Ιστορία ως ένας από τους πρώτους τόπους εξορίας. Αρχισε να χρησιμοποιείται από το 1925 ως τόπος εκτοπισμού μελών και στελεχών του ΚΚΕ, εργατών, αγροτών, νεολαίων και άλλων αγωνιστών. Ηταν μια περίοδος που εντάθηκε η καταστολή του αστικού κράτους ενάντια στο ΚΚΕ και στο εργατικό – λαϊκό κίνημα, με τη δικτατορία Πάγκαλου. Ο αριθμός των εξόριστων πολλαπλασιάστηκε μετά το «Ιδιώνυμο» της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1929, που ποινικοποίησε την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση. Στα χρόνια 1936 – 1938, οι εξόριστοι στην Ανάφη έφτασαν τους 750, μέσα σε συνθήκες απερίγραπτης πείνας. Καταβλήθηκε τιτάνια προσπάθεια των εξόριστων για να την αντέξουν. Πολλοί μεταφέρθηκαν σε άλλα κάτεργα και τελικά οδηγήθηκαν σε τόπους εκτέλεσης, στο Κούρνοβο, στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά», στην Καισαριανή, με μαρτυρίες να αναφέρουν ότι από τους 200 εκτελεσθέντες κομμουνιστές την 1η Μάη 1944, οι 70 είχαν περάσει από την Ανάφη. Στο νησί εξορίστηκαν μια σειρά από στελέχη του ΚΚΕ: Ηλέκτρα Αποστόλου, Δημήτρης Γληνός, Βασίλης Μπαρτζιώτας, Αδάμ Μουζενίδης, Γιώργος Σιάντος, Κώστας Θέος, Κώστας Βαρουξής κ.ά. Ο Κώστας Βάρναλης αποτυπώνει με στίχους τη μεταφορά του κομμουνιστή δασκάλου από τον Πειραιά στην Ανάφη, στο ποίημά του με τίτλο «Εξορία»: «Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό. Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός…».
Η θαυμαστή κοινωνική οργάνωση των εξόριστων στην Ανάφη
Χρόνια αργότερα, η Παναγιώτα Καραγεωργίου, η γυναίκα που αφιέρωσε τη ζωή της στη δουλειά και στον αγώνα, όταν αναφερόταν στα χρόνια της εξορίας, μιλούσε πάντα με θαυμασμό για την οργάνωση της ζωής των εξόριστων, για την πειθαρχία στις αποφάσεις του συμβουλίου και για τον σεβασμό που έδειχναν προς τους καθηγητές και τους πολιτικούς. Η ζωή τους εκφράστηκε οργανωμένα μέσα από τις Ομάδες Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων. Η καθολική συμμετοχή σε αυτές, με βάση τους κανόνες της ομαδικής συμβίωσης, ήταν η δύναμή τους απέναντι στις κάθε είδους κακουχίες. Οι εξόριστοι είχαν νοικιάσει 15 περίπου ακατοίκητα σπίτια και τα είχαν διαμορφώσει σε θαλάμους, στους οποίους και κατοικούσαν ομαδικά. Σε ένα από αυτά έμεναν οι γυναίκες, οι οποίες ήταν λιγότερες από τους άντρες, ενώ μερικές, όπως η Ηλέκτρα Αποστόλου, είχαν μαζί και τα παιδιά τους. Κάθε ομάδα είχε τους υπεύθυνους, τον Γραμματέα και το Γραφείο της. Τα μέλη της έκαναν με τη σειρά όλες τις απαραίτητες καθημερινές δουλειές (μάζεμα ξύλων, μαγείρεμα, καθαριότητα κ.ά.). Στους θαλάμους υπήρχαν θαλαμάρχης, ταμίας, αλλά και υπεύθυνος μόρφωσης και εκπολιτισμού. Το συσσίτιο ήταν κοινό για όλους, εκτός από τους αρρώστους, για τους οποίους υπήρχε ιδιαίτερη μέριμνα. Μέχρι και λέσχη είχαν δημιουργήσει, όπου γίνονταν ομαδικές εκδηλώσεις με διάφορες αφορμές, όπως θεατρικές παραστάσεις για επετείους, απαγγελίες και τραγούδια, αγώνες σκακιού και ταβλιού. Είχαν και το δικό τους μουσικό συγκρότημα και τη χορωδία τους, ενώ έδιναν μεγάλη σημασία στη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου. Οι εξόριστοι είχαν δημιουργήσει σχολείο για τους αναλφάβητους και για εκείνους που δεν είχαν ολοκληρώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευσή τους, αλλά και τμήματα Φιλοσοφίας, Πολιτικής Οικονομίας, Κοινωνιολογίας, Ιστορίας, ξένων γλωσσών κ.λπ. Η Παναγιώτα πρωτοστατούσε σε όλα, με ζήλο. Ακούραστη και αποτελεσματική. Καθημερινά παρακολουθούσαν μαθήματα Πολιτικής Ιστορίας και Οικονομίας από σπουδαίους ομιλητές και διάβαζαν εκείνα τα λίγα βιβλία που είχε η βιβλιοθήκη τους. Εβγαζαν μάλιστα και μια εφημερίδα χειροποίητη. Ολα αυτά ήταν η περιουσία τους και για να τα προστατέψουν από τους χωροφύλακες – που κάθε τόσο έκαναν εφόδους – είχαν σκάψει μια κρυψώνα σ’ έναν τοίχο και τα έκρυβαν εκεί μέσα. Μπορεί κάποιοι, που τα μάθαιναν αργότερα, να μην τα πίστευαν όλα αυτά, αλλά ήρθε κάποια στιγμή ένα βιβλίο με τίτλο «Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» της Margaret E. Keena, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφερόταν: Οταν οι εξόριστοι στάλθηκαν στην Αθήνα στη διάρκεια της Κατοχής τα αρχεία τους έμειναν πίσω. Πολύ αργότερα, παιδιά που έπαιζαν στο εγκαταλειμμένο σπίτι, είχαν ανακαλύψει τον ψεύτικο τοίχο και μερικά από τα κουτιά αφαιρέθηκαν, προτού η αστυνομία αρχίσει να ερευνά και να καταστρέφει όσα έβρισκε. Μερικά από τα αρνητικά δείχνουν πως όλα είχαν σκηνοθετηθεί με μεγάλη επιμέλεια: Μεγάλες και μικρές ομάδες ατόμων σε σειρά, συχνά με μια λέξη χαραγμένη πάνω στο γυαλί. Επίσης έδειχναν τοπία του νησιού και εκδηλώσεις του χωριού, γιορτές, γάμους και κηδείες. Στηριγμένο σ’ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον φωτογραφικό αρχείο από την Ανάφη, αυτό το σημαντικό βιβλίο ασχολήθηκε με τη ζωή των κομμουνιστών, των συνδικαλιστών και άλλων προσώπων που εξορίστηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά, με την αιτιολογία ότι συνιστούν «δημόσιο κίνδυνο». Πρόκειται για ένα πυκνό κομμάτι κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας κι ένα πολυδιάστατο ανθρώπινο δράμα, δοσμένα μέσα από μια εντυπωσιακή σύνθεση λόγου και εικόνας. Αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν εκεί, μπροστά σ’ ένα δυσβάσταχτο κοινό πεπρωμένο. Ως άτομα και ως «ομάδα συμβίωσης» χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν άμεσα πρακτικά προβλήματα, όπως η στέγαση και η τροφή, οργανωτικά όπως οι βάρδιες των ομάδων εργασίας και γενικότερα ζητήματα όπως ο χειρισμός των εσωτερικών διαφωνιών, η ανία και η ψυχαγωγία και οι σχέσεις με τους ντόπιους.
Ο ψεύτικος τοίχος των αναμνήσεων
Τον Ιούλη του 1988, μια οικογένεια του νησιού κάλεσε την συγγραφέα, στο σπίτι της, για να ρίξει μια ματιά σε μερικά ενθύμια. Γράφει η Keena: Ενα κουτί περιείχε αυτοσχέδιες φιγούρες θεάτρου σκιών που είχαν κατασκευαστεί από χαρτόνι και ήταν ενωμένες με σύρματα από σαρδελοκούτια. Ενα άλλο φύλαγε 160 αρνητικά σε γυαλί και σε φιλμ, που παρουσίαζαν σκηνές από τη ζωή της ομάδας των πολιτικών εξορίστων στο νησί, από τις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Τα κουτιά αυτά είχαν κρυφτεί σε ένα από τα σπίτια τα οποία είχαν εκμισθώσει οι εξόριστοι, μέσα σε έναν ψεύτικο τοίχο, όπου επίσης είχαν αποθηκευτεί βιβλία πρακτικών και άλλα ενθύμια. Εκείνη την εποχή όποιος έκανε κριτική ή απλώς σχολίαζε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, άκουγε φοβέρες από τους «συνετούς» ότι αν τον πάρει είδηση η αστυνομία, θα τον ποτίσουν ρετσινόλαδο και θα τον στείλουν στην Ανάφη, να πεθάνει από την πείνα. Καμιά απειλή, όμως, δεν υπήρχε περίπτωση να κάμψει το ηθικό των «απροσάρμοστων», και βέβαια, της νεαρής και ατρόμητης Παναγιώτας. Κι όπως έλεγαν κάποιοι αγωνιστές, «οι Μεταξάς και Μανιαδάκης πίστευαν ότι μες στις συνθήκες αυτές δεν θα αντέξουμε. Δεν ξέρουν ότι οι κομμουνιστές είναι από άλλη πάστα». Πράγματι, υπήρξε αστείρευτη πηγή αντοχής η πίστη στα ιδανικά του ΚΚΕ και η στήριξη των οργανώσεων αλληλεγγύης. Οι εξόριστοι, εμπνεόμενοι από ανώτερα ιδανικά, μετέτρεψαν τον άγονο βράχο σε τόπο μόρφωσης, πολιτισμού και συντροφικής ζωής, δηλαδή ένα ακόμη «άπαρτο κάστρο». Κάτω από τη μεγάλη ομαδική φωτογραφία, που διασώθηκε από τον Νοέμβρη του 1938, και γράφει «Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων Ανάφης, 5-1Ι-1938», βλέπουμε (εκτός από την Παναγιώτα κάτω δεξιά), ανάμεσα στους εξόριστους κι ένα σκύλο. Τον έλεγαν Nτόλφους και γάβγιζε πάντα όταν εμφανιζόταν από μακριά η αστυνομία, για να προειδοποιήσει τους εξόριστους, δίνοντάς τους χρόνο να κρύψουν οτιδήποτε θα μπορούσε να κατασχεθεί.
«Α ρε μάνα, ακόμα κι εγώ σε αδίκησα»
Σεμίνα Διγενή
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη Σάββατο 31 Αυγούστου 2024 – Κυριακή 1 Σεπτέμβρη 2024