“Καλύτερα να κλαις εσύ παρά να κλάψουν άλλες εβδομήντα μάνες” – Η εκτέλεση του Νίκου Νικηφορίδη 5 Μάρτη 1951
Εκτελέστηκε γιατί μάζευε υπογραφές για την ειρήνη κι επειδή αρνήθηκε να γίνει δηλωσίας και καταδότης των συντρόφων του.
Ήταν νέος κι αγαπούσε τη ζωή, αλλά επέλεξε να τη θυσιάσει για την ειρήνη και για να μην προδώσει τις ιδέες και τους συντρόφους του. Η περίπτωση του Νίκου Νικηφορίδη, δεν ήταν ξεχωριστή σε σχέση με εκείνη τόσων και τόσων ανθρώπων της ηλικίας του που ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο της θυσίας, είναι όμως ενδεικτική για το ηθικό ανάστημα αυτής της γενιάς, αλλά και για το μένος του κράτους των νικητών του εμφυλίου ακόμα και στις πιο απλές εκδηλώσεις αντίθεσης στο ψυχροπολεμικό αφήγημα του αστικού κράτους.
Ο Νικηφορίδης γεννήθηκε το 1928 στο Βύρωνα από γονείς μορφωμένους και βενιζελικών πεποιθήσεων, ενώ υπήρχε κι ένας εξ αγχιστείας θείος του που ήταν κομμουνιστής. Ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής και δραστήριος, με έφεση στο διάβασμα, ενώ αγαπούσε πολύ την ενασχόληση με άτλαντες, επιθυμώντας να χαρτογραφήσει τον κόσμο. Οργανώθηκε ως έφηβος στην ΕΠΟΝ και ήταν ιδιαίτερα δραστήριος στην αντίσταση κατά του κατακτητή. Για τη δράση του αυτή θα «αμειβόταν» από το μεταπολεμικό κράτος με εξορία στην Ικαρία και μετά στο κολαστήριο της Μακρονήσου, από το 1946 ως το 1950.
Ο ίδιος ως εξόριστος κατόρθωσε να περάσει στη Φυσικομαθηματική σχολή από τους πρώτους, το μόνο πανεπιστήμιο όμως που του επέτρεπαν να παρακολουθήσει ήταν το «Εθνικόν Σχολείον» της Μακρονήσου. Εκεί τα βασανιστήρια που υπέστη ήταν απερίγραπτα, σε βαθμό να μένει αναίσθητος και να τον ταΐζουν με κουταλάκι οι συγκρατούμενοί του. Το χειρότερο βασανιστήριο ήταν όταν τον έκλειναν σε ένα τσουβάλι με μια γάτα και τον πετούσαν στη θάλασσα. Ένας από τους βασανιστές του ήταν και ο μετέπειτα δικτάτορας και διαβόητος βασανιστής της Μακρονήσου, Δημήτρης Ιωαννίδης, που του άφησε για «σουβενίρ» ένα τραύμα στον εγκέφαλο με ρόπαλο, προκαλώντας του επιληπτικές κρίσεις.
Στις προτροπές των βασανιστών να κάνει δήλωση, απαντούσε οργισμένος: «Όχι βρε πουλημένοι, όχι δεν υπογράφω». Επιστρέφοντας από την εξορία η κατάστασή του ήταν τόσο άσχημη ώστε νοσηλεύτηκε ένα τρίμηνο στο Δαφνί και υποβλήθηκε σε θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Σύμφωνα με μαρτυρία της αδερφής του Ζωζώς, δυο αλφαμίτες από τη Μακρόνησο τον επισκέφτηκαν για να δουν αν έμενε όντως στο σπίτι και δεν είχε δραπετεύσει και στο τέλος της συζήτησης ο ένας, που ως τότε ήταν βασανιστής, του ορκίστηκε πως είναι στο πλευρό του.
Μόλις είχε κάπως συνέρθει από τις συνέπειες της εξορίας, ο Νικηφορίδης ξαναμπήκε δυναμικά στο κίνημα, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τις αρχές. Λίγους μήνες μετά την απελευθέρωσή του συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια στο Α.Τ του Βύρωνα από το διαβόητο αστυνομικό Έρωτα. Που του πατούσε τα χέρια για να μην μπορεί να γράψει προκηρύξεις και συνθήματα στον τοίχο.
Οργανωμένος στη νεολαία της νεοσύστατης τότε ΕΔΑ, ο Νικηφορίδης στέλνεται από τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ ως καθοδηγητής στη Θεσσαλονίκη, με στόχο τη συλλογή υπογραφών για την «Έκκληση της Στοκχόλμης». Επρόκειτο για ένα κείμενο υπέρ της ειρήνης και κατά των πυρηνικών εξοπλισμών, που με πρωτοβουλία του Βρετανού φιλοσόφου Μπέρτραντ Ράσελ είχε υπογραφεί από μια σειρά διάσημες προσωπικότητες (Αϊνστάιν, Ζολιό – Κιουρί, Πάμπλο Νερούντα, Ναζίμ Χικμέτ, Ιβ Μοντάν κ.ά), αλλά και απλούς πολίτες σε όλη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα η έκκληση είχε απαγορευτεί, οπότε η υπογραφή της σήμαινε μια πράξη αντίστασης κατά του κλίματος τρομοκρατίας εναντίον κομμουνιστών και άλλων προοδευτικών πολιτών, που στη Θεσσαλονίκη ήταν ακόμα πιο έντονο.
Στη δίκη που ακολούθησε με την κατηγορία της ανασύστασης των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη, το κλίμα ήταν ασφυκτικό για τους κατηγορούμενος, ενώ στο Νικηφορίδη δεν έφερναν ούτε νερό. Παρότι οι στρατοδίκες προσπάθησαν να στήσουν σκευωρία περί ένοπλης οργάνωσης, τα στοιχεία έδειχναν πως υπήρχε μόνο συλλογή υπογραφών. Αυτό δεν εμπόδισε την επιβολή της θανατικής ποινής στο Νικηφορίδη και μάλιστα τρις εις θάνατον παμψηφεί. Ο Νικηφορίδης δήλωσε περήφανα πως είναι κομμουνιστής, ενώ όταν ένας στρατοδίκης τον ρώτησε «Εσύ θα φτιάξεις τον κόσμο αν έχουν ειρήνη ή πόλεμο; Ένα παιδί… εσύ θα μας κανονίζεις; «απάντησε «Εγώ κι όλοι οι άλλοι, όλοι οι άλλοι που είναι κοντά μας».
Η μάνα του κάποια στιγμή λύγισε και του ζητούσε να υπογράψει. Εκείνος της έλεγε πως εκτός από μια υπογραφή θέλουν και ονόματα συντρόφων του. «Καλύτερα να κλαις εσύ παρά να κλάψουν άλλες εβδομήντα μάνες» της απάντησε. Απευθυνόμενη η ίδια στους στρατοδίκες έλαβε την απάντηση πως η εκτέλεση ήταν εντολή των ανακτόρων και των Αμερικανών. Οι γονείς του έφτασαν ως τον πρωθυπουργό Πλαστήρα και το Σοφοκλή Βενιζέλο, που τους διαβεβαίωσαν πως η εκτέλεση δε θα γινόταν, σε ένα τραγικό προοίμιο της υποκρισίας που θα έδειχναν ένα χρόνο μετά και κατά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Οι συγγενείς του, καθησυχασμένοι από τις πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις, έμαθαν για την εκτέλεση από της εφημερίδες. Μαζί με το Νικηφορίδη εκτελέστηκαν και έξι αντάρτες του ΔΣΕ. Δέκα μέρες μετά την εκτέλεσή του έφτασε η έγκριση της αίτησης χάριτος που είχε υποβληθεί στη Φρειδερίκη, μια χυδαία πρακτική που εφάρμοζε συχνά η βασίλισσα στις περιπτώσεις κομμουνιστών μελλοθάνατων.
Ο παπάς Καϊμάκης των φυλακών Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ), όπου και πραγματοποιήθηκαν οι εκτελέσεις στις 5 Μάρτη 1951, αν και καθ’ ομολογία του «εθνικόφρων», είπε στη μάνα του Νικηφορίδη όταν τον βρήκε για να του δώσει λεφτά για τρισάγιο: «Κυρία Ευγενία, το παιδί σου δεν έχει ανάγκη από λειτουργίες και από τρισάγια κι από πρόσφορα. Το παιδί σου άγιασε από μόνο του. Κοίταξε και δώσε σε κανένα φτωχό αυτά τα λεφτά να πιάσουν τόπο».
Σε ένα είδος “θείας δίκης” ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζον Πιουριφόι, σκοτώθηκε σε τροχαίο στην Ιαπωνία μερικά χρόνια αργότερα. Η μάνα του Νικηφορίδη, που ευχόταν τότε να γίνει κομμάτια, ομολόγησε πως: «Κακιά δεν είμαι, αλλά ευχαριστήθηκα. Τουλάχιστον τον έκανε κομμάτια όπως έλεγα».
Οι συγκατηγορούμενοι του Νικηφορίδη που είχαν καταδικαστεί σε ισόβια πέτυχαν αναθεώρηση της δίκης και καταδικάστηκαν τελικά σε πολύ μικρότερες ποινές. Ένας από αυτούς αναφώνησε στο άκουσμα της απόφασης: “Και το Νικηφορίδη ποιος τον φέρνει πίσω τώρα;”.
Ο Νικηφορίδης είναι ένα σύμβολο του παγκόσμιου φιλειρηνικού κινήματος, που τιμάται κάθε χρόνο τόσο από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης, όσο και από την Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη.