Κάποια μάνα αναστενάζει – Μακρόνησος 1947
Μην ξεχάσετε τον Πασχάλη. Έγινε καλά και γύρισε πάλι στη Μακρόνησο. Κι έμεινε εκεί για πάντα. Δεν τον ξαναείδε το χωριό του. Στα γεγονότα του Μαρτίου 1948 ακούστηκε πάλι το όνομά του. Σαν παραμύθι μοιάζει αυτή η ιστορία.
Ένας έκανε χαρακίρι.
Ήταν από τη Μακεδονία. Τον έλεγαν Πασχάλη. Γράματα δημοτικού σχολειού. Χωριατόπαιδο. Είχε πολεμήσει στην Αντίσταση. Τώρα ήταν στη Μακρόνησο. Στο Α΄ Τάγμα, στον 4ο λόχο.
Τα άσχημα σημάδια και η απειλή του «Γαλάζιου Αναμορφωτηρίου» είχαν καλλιεργήσει μέσα στο Τάγμα ένα πνεύμα γενικού συναγερμού για άμυνα και αντίσταση μέχρι θανάτου. Η ομαδική ψυχολογία είχε σφυρηλατηθεί πάνω σ’ αυτή τη σκέψη και την απόφαση: « Όχι κολυμπήθρα στο Α΄ Τάγμα».
Από το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1947 το παραμικρό επεισόδιο πού συνέβαινε είτε τυχαία είτε από πρόθεση της ΑΜ, ένα αποτέλεσμα είχε πάντα: Αυτή η τεράστια οικογένεια των φαντάρων να συσπειρώνεται και να ενώνεται πιο πολύ μπροστά στον κίνδυνο. Στον κίνδυνο πού βλέπαμε να καιροφυλακτεί πίσω από κάθε επεισόδιο, μέσα σε κάθε χειρονομία ή σε κάθε λέξη που ακούγαμε.
Το επεισόδιο με τον Πασχάλη αποκάλυπτε μια άλλη πτυχή: την ψυχολογία του φαντάρου, τη βαθιά πίστη στο ιδανικό του και την ευαισθησία του μπροστά στο επίμαχο πρόβλημα πού ζούσαμε όλοι στη Μακρόνησο. Να μην υπογράψουμε μπροστά σε καμιά βία, σε καμιά πίεση. Να σταθούμε αλύγιστοι σε κάθε μαρτύριο.
Ο Πασχάλης πήγε στη Διαχείριση και πήρε ένα ζευγάρι σόλες για τ’ άρβυλά του. Του δώσανε το βιβλίο και υπόγραψε την παραλαβή. Κατέβηκε στο λόχο του και πήρε να τον βασανίζει η έγνοια: «Τι χαρτί ήταν εκείνο που υπόγραψα;».
Ρώτησε ένα γνωστό του που δούλευε στη διαχείριση:
― Έτσι υπογράφουν όλοι για τις σόλες ;
Ο άλλος σκέφτηκε να παίξει με την άγνοια και την αφέλεια του Πασχάλη. Δεν υπολόγισε τι αντίδραση θα προκαλούσε με το αστείο του.
― Να, χαζέ… την πάτησες ρε… Πώς σου τη σκάσαν έτσι ;
Ο Πασχάλης γκρεμίστηκε στα τάρταρα. Δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Γιατί δε μπορούσε να υποφέρει την ιδέα ότι με το ίδιο του το χέρι καταδίκασε εκείνο που πίστευε. Και ζήτησε τη λύτρωση στο θάνατο. Μ’ ένα μαχαίρι έσκισε την κοιλιά του.
Οι σύσκηνοί του τον βρήκαν ξαπλωμένο κι ασάλευτο στο γιατάκι του. Είδαν τα αίματα πάνω στο παντελόνι του, ανησύχησαν και τον ρώτησαν «τι έχει». Ο Πασχάλης δεν έλεγε να μιλήσει. Τελικά τους αποκάλυψε με λίγα λόγια το δράμα του. Τον σήκωσαν και τον πήγαν στο ιατρείο. Έτρεξε ο Διοικητής. Του είπαν τι έγινε. Ο Κωσταντόπουλος αναστατώθηκε. Αυτό δεν τον άφησε να εκτιμήσει και να κατανοήσει τη χειρονομία του φαντάρου. Και ξέσπασε:
― Δειλέ… Αν θέλεις να σκοτωθείς ρε… να…
Τράβηξε το πιστόλι του και του το πρότεινε. Το χέρι τού Πασχάλη τινάχτηκε σαν ελατήριο κι άρπαξε το περίστροφο. Ο διοικητής σάστισε. Το τράβηξε και οπισθοχώρησε. Τότε μάντεψε ίσως ποια φουρτούνα έδερνε την καρδιά του φαντάρου. Έδωσε εντολή να μεταφερθεί γρήγορα στην Αθήνα.
Μην ξεχάσετε τον Πασχάλη. Έγινε καλά και γύρισε πάλι στη Μακρόνησο. Κι έμεινε εκεί για πάντα. Δεν τον ξαναείδε το χωριό του. Στα γεγονότα του Μαρτίου 1948 ακούστηκε πάλι το όνομά του. Σαν παραμύθι μοιάζει αυτή η ιστορία.
Νίκου Μάργαρη, Ιστορία της Μακρονήσου