Κιμ Φίλμπι, ένας πράκτορας στην καρδιά του ιμπεριαλισμού
Το προλογικό σημείωμα του εκδότη από το βιβλίο “ο Σιωπηλός μου Πόλεμος” του Κιμ Φίλμπι, του διάσημου πράκτορα της σοβιετικής κατασκοπίας, που κατάφερε να διεισδύσει στις βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες.
Σαν σήμερα, στις 11 Μαΐου του 1988, πέθανε στη Σοβιετική Ένωση ο Κιμ Φίλμπι, όπου κηδεύτηκε με τιμές ήρωα.
Ο Φίλμπι ήταν ο διάσημος πράκτορας της σοβιετικής κατασκοπίας, που είχε διεισδύσει στις βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες, έδινε επί πολλά χρόνια πολύτιμες πληροφορίες για τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς με σκοπό την αναχαίτισή τους, κι όταν κινδύνευε να αποκαλυφθεί ο ρόλος του, διέφυγε τελικά στην Ανατολική -σοσιαλιστική τότε- Ευρώπη, και την ΕΣΣΔ, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πρόσφατα, το εκδοτικό της Σύγχρονης Εποχής κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κ.Φ. “ο σιωπηλός μου πόλεμος”, όπου ο συγγραφέας περιγράφει κάποια σημαντικά επεισόδια της πολιτικής του μεταστροφής και της μετέπειτα πορείας του. Σήμερα δημοσιεύουμε στην “Κατιούσα” το προλογικό σημείωμα του εκδοτικού, που δίνει αρκετά ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία, αλλά και κάποιες πολιτικές εκτιμήσεις, ως απάντηση στην προπαγάνδα και τα ιδεολογήματα των αστικών ΜΜΕ.
Ο Χάρολντ Άντριαν Ράσελ (“Κιμ”) Φίλμπι γεννήθηκε το 1912 και καταγόταν από παλιά οικογένεια της Αγγλίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο παππούς του, Μόντι Φίλμπι, ήταν ιδιοκτήτης φυτειών καφέ στην Κεϋλάνη, ενώ ο πατέρας του δούλεψε στη βρετανική αποικιακή διοίκηση, ασχολήθηκε με Ανατολικές σπουδές και έγινε σύμβουλος του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας. Ο νεαρός Κιμ, σε ηλικία μόλις 16 ετών, το 1928, κέρδισε μια υποτροφία για το φημισμένο Κολλέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ, όπου και φοίτησε μέχρι το 1932, σπουδάζοντας Ιστορία και Οικονομικά.
Μπορεί πολύ φυσιολογικά να τεθεί το ερώτημα: Πώς ένας νέος τέτοιας καταγωγής αποφάσισε να έρθει σε ρήξη με την τάξη του και να συνδέσει το υπόλοιπο της ζωής του με το σκοπό της εργατικής τάξης, τη Σοβιετική Ένωση και τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της; Η ερώτηση αυτή θα παρέμενε δυσεξήγητη, αν δε σκεφτόταν κανείς τις συγκεκριμένες συνθήκες της ιστορικής εποχής στην οποία αναφερόμαστε.
Ξεκινώντας με το 1929, μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση είχε αγκαλιάσει ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Η βιομηχανική παραγωγή στα σημαντικά κέντρα του ιμπεριαλισμού είχε μειωθεί δραματικά. Εκατομμύρια εργάτες φυτοζωούσαν στις γραμμές των ανέργων. Η αστική τάξη επιχειρούσε να βγει από την κρίση, όχι μόνο μέσα από μια ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αλλά και με την ενίσχυση της πολιτικής αντίδρασης στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών (ενίσχυση του ναζισμού στη Γερμανία, διώξεις Κομμουνιστικών Κομμάτων, κτλ). Την ίδια στιγμή, η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική στη Σοβιετική Ένωση. Η εργατική εξουσία, με το Πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο, έβαζε μπροστά ένα εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο ραγδαίας εκβιομηχάνισης και συλλογικής οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής (κολεκτιβοποίηση). Τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν απειλητικά. Γερμανία και Ιαπωνία έστρεφαν, από διαφορετικές μεριές, τα βλέμματά τους προς την κατάκτηση εδαφών της Σοβιετικής Ένωσης. Οι αστικές τάξεις στ’ άλλα κέντρα του ιμπεριαλισμού φλέρταραν ανοιχτά με τους ναζί, σε μια προσπάθεια να τους εξωθήσουν στη σύγκρουση με τη Σοβιετική Ένωση και να επιταχύνουν την ανατροπή του σοσιαλισμού.
Σε τέτοιες συνθήκες, κάποια προωθημένα μυαλά στις γραμμές των νέων της αστικής τάξης δεν μπορούσαν να μη θέσουν ερωτήματα για την αντιδραστικότητα και τη σαπίλα του καπιταλισμού, να μην αντιμετωπίσουν με θετικό πνεύμα τις κατακτήσεις των μαζών στη Σοβιετική Ένωση. Και το Κολλέγιο Κέιμπριτζ αποτέλεσε, την εποχή εκείνη, έναν τέτοιο χώρο έντονης ζύμωσης ριζοσπαστικών ιδεών, προσέγγισης αρκετών τέτοιων νέων με την κομμουνιστική ιδεολογία. Όπως γράφει και ο Φίλμπι: “Αποφάσισα να δουλέψω σε κάποια μορφή του κομμουνιστικού κινήματος κατά την τελευταία εβδομάδα μου στο Κέιμπριτζ. Η διαδικασία με την οποία έφτασε σε αυτήν την απόφαση κράτησε 2 χρόνια. Εν μέρει ήταν μια λογική προσέγγιση, εν μέρει συναισθηματική. Περιελάμβανε τη μελέτη του μαρξισμού και, φυσικά, τη μελέτη της μεγάλης ύφεσης και της ανόδου του ναζιστικού κινήματος”.
Και ο Φίλμπι έπεσε κατευθείαν στα βαθιά. Το 1933 πήγε στην Αυστρία και δραστηριοποιήθηκε σε οργανώσεις βοήθειας προς επαναστάτες πρόσφυγες από τη ναζιστική Γερμανία. Έπαιξε επίσης, το ρόλο συνδέσμου μεταξύ παράνομων κομμουνιστών σε Αυστρία, Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία. Στην Αυστρία γνώρισε και παντρεύτηκε τη Λίντζι Φρίντμαν, στέλεχος του αυστριακού κομμουνιστικού κόμματος. Μετά από την ένοπλη αντιπαράθεση των επαναστατών εργατών με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους, το Φλεβάρη του 1934, στη Βιέννη και σε άλλες αυστριακές πόλεις, και την ένταση της πολιτικής αντίδρασης (απαγόρευση κομμουνιστικού και σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, διώξεις κτλ.), ο Φίλμπι και η γυναίκα του επέστρεψαν στην Αγγλία.
Τον Ιούνη του 193, στο Λονδίνο προτάθηκε στον Φίλμπι να δουλέψει για τις σοβιετικές Μυστικές Υπηρεσίες. Για τα επόμενα 2 χρόνια, ο Φίλμπι ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και ανέπτυξε, με σχεδιασμένο τρόπο, επαφές με οργανώσεις “αγγλογερμανικής φιλίας”, κάνοντας συχνά ταξίδια στο Βερολίνο. Η διήγηση του παρόντος βιβλίου ξεκινά από την αποστολή του Φίλμπι το Φλεβάρη του 1937 στην Ισπανία, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όπου ο Φίλμπι δούλεψε ως ανταποκριτής στις περιοχές υπό τον έλεγχο των εθνικιστικών δυνάμεων του Φράνκο, συλλέγοντας πολύτιμες πληροφορίες για το γερμανικό στρατιωτικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούνταν και για την οργανωτική δομή των φρανκικών στρατευμάτων.
Το καλοκαίρι του 1940 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη βρετανική Μυστική Υπηρεσία (SIS). Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου παρακολουθεί την προσπάθεια του Φίλμπι να γνωρίσει τους μηχανισμούς της Μυστικής Υπηρεσίας, να χειριστεί προσωπικές συμπάθειες και έριδες, προκειμένου να επιτελέσει πιο αποτελεσματικά το έργο της συλλογής πληροφοριών για τις σοβιετικές Μυστικές Υπηρεσίες, να ανέβει ο ίδιος στην ιεραρχική κλίμακα, σε συνθήκες όπου οι ίδιες οι συνθήκες του πολέμου οδηγούσαν σε μια διόγκωση του μηχανισμού των Μυστικών Υπηρεσιών και σε μια συνεχή εισροή ανθρώπινου δυναμικού.
Η δουλειά του Φίλμπι τον έφερνε σε προνομιακή θέση να παρακολουθεί τους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς των επιτελείων του ιμπεριαλισμού. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: “Πολύ πριν το τέλος του πολέμου με τη Γερμανία, οι ανώτατοι αξιωματικοί της Ιντέλιτζενς είχαν αρχίσει να σκέφτονται τον επόμενο εχθρό τους… Όταν φαινόταν να πλησιάζει η ήττα του Άξονα, η Ιντέλιτζενς επανήλθε στις παλιές καλές συνθήκες -έγινε μια καλή αρχή με τη δημιουργία ενός μικρού τμήματος, γνωστού ως τμήματος ΙΧ, το οποίο θα μελετούσε προηγούμενα αρχεία σχετικά με τη σοβιετική και την κομμουνιστική δραστηριότητα”. Με κατάλληλους ελιγμούς τακτικής, ο Φίλμπι κατάφερε να αναλάβει τη διεύθυνση του συγκεκριμένου τμήματος, με αποτέλεσμα: “Όσο καιρό υπηρέτησα, ούτε μια επιχείρηση ενάντια στη σοβιετική Μυστική Υπηρεσία δεν απέφερε καρπούς”.
Μέσα από τη λειτουργία του τμήματος αυτού περνούσε και ένας σημαντικός όγκος πληροφοριών για τα ένοπλα αντάρτικα κινήματα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Οι πληροφορίες αυτές έδειχναν ότι: “Παρά τις προσπάθειες του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών και των Ειδικών Επιχειρήσεων να εξαγοράσουν πολιτική υποστήριξη στα Βαλκάνια, προσφέροντας όπλα, χρήματα και εφόδια, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα αρνήθηκαν να συμβιβαστούν”.
Μετά από το τέλος του πολέμου, το 1947, ο Φίλμπι ανέλαβε επικεφαλής των βρετανικών Υπηρεσιών Πληροφόρησης στην Τουρκία και το 1949 στις ΗΠΑ, όπου συνεργάστηκε στενά, για υπηρεσιακούς λόγους με το FBI και τη CIA. Στα αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο πώς οι Μυστικές Υπηρεσίες οργάνωναν προσπάθειες διείσδυσης πρακτόρων στις Σοβιετικές Δημοκρατίες (Γεωργία, Αρμενία, Ουκρανία αλλά και στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Στις προσπάθειες αυτές αξιοποιούνταν διάφορα αντεπαναστατικά στοιχεία ανάμεσα στους πολιτικούς πρόσφυγες από τις περιοχές αυτές, αλλά και ανοιχτά φασιστικά στοιχεία -συνεργάτες των ναζιστικών στρατευμάτων (πχ οπαδούς του Μπαντέρα στην Ουκρανία). Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις διάφορες Μυστικές Υπηρεσίες, αλλά και οι διαφορετικές τακτικές που χρησιμοποιούσαν οι διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για την προσέγγιση του αντεπαναστατικού τους στόχου. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του Φίλμπι ότι: “Το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε το άγχος να δώσει στην αντεπανάσταση μια δημοκρατική διάσταση”.
Από το ξεκίνημα της παρουσίας του στις ΗΠΑ, ο Φίλμπι βρέθηκε αντιμέτωπος με δύσκολα προβλήματα, που μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα την αποστολή του για λογαριασμό των σοβιετικών Μυστικών Υπηρεσιών. Από τον Απρίλη του 1950, ο Ντόναλντ Μακλίν, που δρούσε επίσης για λογαριασμό της σοβιετικής κατασκοπίας, πρώτα ως πρώτος γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον και στη συνέχεια ως επικεφαλής του αμερικανικού γραφείου στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, ήταν ο βασικός ύποπτος για παλιότερες διαρροές εγγράφων από τη βρετανική πρεσβεία στις ΗΠΑ. Στην προσπάθειά του να προστατεύσει το Μακλίν, ο Φίλμπι επιχείρησε να αξιοποιήσει έναν τρίτο Βρετανό διπλωμάτη και πράκτορα των σοβιετικών Υπηρεσιών, τον Γκάι Μπέρτζες. Η ταυτόχρονη φυγή στη Μόσχα των Μακλίν και Μπέρτζες στα τέλη του Μάη σε συνδυασμό με τη στενή σχέση του τελευταίου με το Φίλμπι, έστρεψαν τις υποψίες στο πρόσωπό του.
Ο Φίλμπι ανακλήθηκε στη Βρετανία, ανακρίθηκε διεξοδικά για το ρόλο του και, παρόλο που δε βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του, παραιτήθηκε από τη SIS, αντιμέτωπος με μια σχεδόν βέβαια απόλυση. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Φίλμπι ξαναδούλεψε ως δημοσιογράφος, πρώτα στη Βρετανία και στη συνέχεια στη Μέση Ανατολή, από το 1956 ως το 1963. Η δραστηριότητά του στη Μέση Ανατολή και οι όποιες τυχόν επαφές του με τις Μυστικές Υπηρεσίες δεν αποτελούν αντικείμενο αυτού του βιβλίου. Το Γενάρη του 1963, ο Φίλμπι κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση, όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1988. Η κηδεία του έγινε με τιμές ήρωα.
Πρόσφατα τα αστικά ΜΜΕ ανέδειξαν σε θέμα την αποκάλυψη ενός βίντεο με μια ομιλία του Φίλμπι, το 1981, σε στελέχη της Μυστικής Υπηρεσίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε την παρατήρηση που κάνει ο Φίλμπι στην ομιλία του αυτή, ότι η ανικανότητα των βρετανικών Υπηρεσιών να τον αποκαλύψουν, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο βρετανικό ταξικό σύστημα -“ήταν αδιανόητο κάποιος που είχε γεννηθεί στην άρχουσα τάξη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας να είναι προδότης”. Φυσικά, τα αστικά Μέσα Ενημέρωσης πρόβαλαν στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της λεγόμενης “προδοσίας” των συμφερόντων της χώρας του από τον Φίλμπι. Συνεχίζουν έτσι επάξια τη διαχρονική προσπάθεια των αστικών επιτελείων να κατηγορήσουν κομμουνιστές ως εμπλεκόμενους σε δίκτυα προδοτών του “εθνικού συμφέροντος”. Επιχειρούν να συσκοτίσουν το γεγονός ότι, σε συνθήκες μιας εκμεταλλευτικής κοινωνίας, το ταξικό συμφέρον είναι που χρωματίζει και το εθνικό. Από την άλλη μεριά, κάθε εργατικό κράτος οφείλει να χρησιμοποιήσει μέσα που χρησιμοποιεί και το αστικό κράτος στην πάλη των τάξεων σε διεθνές επίπεδο.
Αποκρύβουν ότι σε ιστορικές συνθήκες όπου ο ανταγωνισμός καπιταλισμού-κομμουνισμού διεξαγόταν και σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών του σοσιαλισμού αποτελούσε καθήκον κάθε επαναστάτη εργάτη, η ακύρωση των αντεπαναστατικών σχεδίων του διεθνούς ιμπεριαλισμού περνούσε μέσα και από την αναγκαία δουλειά των Μυστικών Υπηρεσιών των εργατικών κρατών. Σε αυτήν την κατεύθυνση, οι σοβιετικές Μυστικές Υπηρεσίες αξιοποίησαν και την ανιδιοτελή προσφορά ανθρώπων, όπως ο Φίλμπι, που “πρόδωσαν” όχι την πατρίδα τους, αλλά την τάξη τους, που αφιέρωσαν κάθε στιγμή της επαγγελματικής τους ζωής στο σκοπό του προλεταριάτου και της κοινωνικής προόδου. Και αυτό κάτω από συνθήκες που έπρεπε καθημερινά να κρύβουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, να χώνονται βαθιά στη λάσπη των αντεπαναστατικών δολοπλοκιών, προκειμένου να μην τους αφήσουν περιθώριο επιτυχίας. Η οδύνη που εκφράζει ο Φίλμπι για το ότι, τον καιρό που βρέθηκε στις γραμμές των αντιδραστικών στον ισπανικό εμφύλιο, αναγκάστηκε να παρακολουθήσει εκτελέσεις επαναστατών και να τις περιγράψει με ψυχρό τρόπο, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική των αφάνταστων δυσκολιών που αντιμετώπισαν τέτοιοι άνθρωποι. Παρά τις θρηνωδίες των αστικών επιτελείων, το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα τους χρωστάει ευγνωμοσύνη.