Κορνήλιος Καστοριάδης-Σοσιαλισμός ή βάρβαρος αντισοβιετισμός;
Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών τάχθηκε ντε φάκτο στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων, αφού όπως δήλωνε αργότερα, η αντίσταση του αθηναϊκού λαού στο μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και στην απρόκλητη δολοφονία άοπλων διαδηλωτών στις 3 Δεκέμβρη δεν ήταν παρά “σταλινικό πραξικόπημα” με στόχο την εγκαθίδρυση “κοινωνίας ρωσικού τύπου”.
Σαν σήμερα το 1922 γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο Κορνήλιος Καστοριάδης, που με τους γονείς του πρόσφυγες βρέθηκε λίγους μήνες αργότερα στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία ήρθε σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες. Το 1937, εν μέσω μεταξικής δικτατορίας έγινε μέλος της ΟΚΝΕ κι αργότερα του ΚΚΕ, το οποίο ωστόσο ο φοιτητής της Νομικής σχολής εγκατέλειψε ένα χρόνο αργότερα, το 1942, για να γίνει μέλος της τροτσκιστικής γκρούπας του σφοδρού πολέμιου του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, Άγι Στίνα, το 1943.
Την επόμενη χρονιά δημοσίευσε έργο του για το Μαξ Βέμπερ στο περιοδικό “Αρχείον Κοινωνιολογίας και Ηθικής”. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών τάχθηκε ντε φάκτο στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων, αφού όπως δήλωνε αργότερα, η αντίσταση του αθηναϊκού λαού στο μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και στην απρόκλητη δολοφονία άοπλων διαδηλωτών στις 3 Δεκέμβρη δεν ήταν παρά “σταλινικό πραξικόπημα” με στόχο την εγκαθίδρυση “κοινωνίας ρωσικού τύπου”. Εξάλλου ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του στήριζε με ανοίκεια φρασεολογία την πεποίθησή του ότι η αντίσταση των κομμουνιστών στην κατοχή ήταν εγκληματική ( [το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ] “έσφαζε τους πάντες και τα πάντα”, “έκανε ό,τι ήθελε και σκότωνε όσους ήθελε”), προκαταλαμβάνοντας πολλά χρόνια πριν τη δημιουργία του το λεγόμενο “νέο ρεύμα” της ιστοριογραφίας, με κύριους εκπροσώπους τους Καλύβα-Μαραντζίδη, την αναπαλαίωση δηλαδή της θεωρίας των κονσερβοκουτιών σε σύγχρονη συσκευασία.
Στο πανεπιστήμιο συνεργάστηκε με δεξιούς διαννοούμενους της νεοκαντιανής σχολής, όπως τα μετέπειτα ηγετικά στελέχη της ΕΡΕ, Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Κωνσταντίνο Τσάτσο. Επωφελήθηκε των υποτροφιών που εξασφάλισε ο τότε διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών Οκτάβ Μερλιέ σε Έλληνες αριστερούς διαννουμένους, μεταξύ των οποίων ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός κι ο φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς.
Στο Παρίσι συνέχισε τη δράση του υπέρ των τροτσκιστών, ως μέλος του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI). Το 1948 αποχώρησε μαζί με τον ομοϊδέατη του Κλωντ Λεφόρ, προσχωρώντας στην ελευθεριακή ομάδα Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα, που εξέδιδε και το ομώνυμο περιοδικό, η οποία άσκησε σημαντική επιρροή στους κόλπους της μη κομμουνιστικής αριστεράς στη Γαλλία. Απέφευγε να εμφανίζεται δημόσια στις εκδηλώσεις της οργάνωσης, ενώ υπέγραφε τα κείμενά του με ψευδώνυμα ως το 1970, χρονιά που απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα και σταμάτησε να δουλεύει στον ΟΟΣΑ, τον οποίο είχε υπηρετήσει ως οικονομολόγος από το 1949. Η εργασία του στον εν λόγω ιμπεριαλιστικό οργανισμό επηρέασε το σχηματισμό της θεωρίας του περί της ΕΣΣΔ ως γραφειοκρατικού καπιταλιστικού σχηματισμού, ο οποίος διακρινόταν από τον καπιταλισμό κυρίως λόγω του συγκεντρωτικού χαρακτήρα του κράτους του. Το εν λόγω ιδεολόγημα σφράγισε την αντισοβιετική ρητορική της μη κομμουνιστικής αριστεράς τόσο στη Γαλλία, όσο και σε άλλες χώρες, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, και με διάφορες παραλλαγές συναντάται μέχρη σήμερα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 επέρχεται η οριστική του ρήξη με το μαρξισμό, όπως εκφράζεται στα έργα του “Σύγχρονος καπιταλισμός κι επανάσταση” (1960-61) και “Μαρξισμός κι επαναστατική θεωρία” (1964-65), όπου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένας επαναστάτης μαρξιστής πρέπει να επιλέξει μεταξύ του να παραμείνει μαρξιστής ή να παραμείνει επαναστάτης.
Το 1964 άρχισε να ασχολείται με την λακανική ψυχανάλυση, όταν έγινε μέλος της Φροϋδικής Σχολής του Λακάν στο Παρίσι, μια μαθήτρια του οποίου, την ψυχαναλύτρια Πιερά Ολανιέ, παντρεύτηκε το 1968, ενώ μαζί ίδρυσαν το 1969 τη λεγόμενη “Τέταρτη ομάδα”, που είχε ως διακηρυγμένο στόχο τη χάραξη ενός τρίτου δρόμου μεταξύ λακανικής ψυχανάλυσης και των προτύπων της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Για την πολιτική σημασία της ψυχανάλυσης, την οποία άρχισε να ασκεί ο ίδιος από το 1973, σημείωνε τα εξής: “Αν η ψυχαναλυτική πρακτική έχει κάποιο νόημα, αυτό είναι μόνο στο βαθμό που προσπαθεί, όσο είναι δυνατόν, να καταστήσει το άτομο αυτόνομο, δηλαδή διαυγές σε ό,τι αφορά τις επιθυμίες του και σε σχέση με την πραγματικότητα, κι υπεύθυνο για τις πράξεις του: να θεωρεί τον εαυτό του υπόλογο για όσα πράττει”.
Από το 1980 ο αντισοβιετισμός του κορυφώνεται, με το κείμενο “Ενώπιον του πολέμου”, όπου υποστήριξε ότι η ΕΣΣΔ ήταν η ισχυρότερη στρατιωτικά δύναμη στον κόσμο, διοικούμενη από μια “στρατοκρατία”, δηλαδή έναν διακριτό και κυρίαρχο στρατιωτικό τομέα με επεκτατικές βλέψεις σε όλο τον πλανήτη. Υπό αυτές τις συνθήκες θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινωνική επανάσταση. Έτσι προέκρινε ως μόνη λύση την ξένη επέμβαση, κάτι που τόσο ανοιχτά δεν τολμούσαν να διατυπώσουν συνήθως ούτε οι πιο έξαλλοι ιμπεριαλιστές.
Τα επόμενα χρόνια αφιερώθηκε στην ακαδημαϊκή του καριέρα, ενώ στην Ελλάδα ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και του Παιδαγωγικού τμήματος του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Το 1992 άρχισε να αρθρογραφεί στο περιοδικό “Κοινωνία και Φύση” του Τάκη Φωτόπουλου. Απεβίωσε στις 26 Δεκέμβρη 1997 μετά από επιπλοκές επέμβασης στην καρδιά.