Κώστας Γαβριηλίδης: «Μαζί με το ΚΚΕ, χέρι χέρι μέχρι το τέλος, μέχρι τη νίκη της αγροτιάς και της εργατιάς, όλου του εργαζόμενου λαού…»
Επικεφαλής του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ), δήμαρχος Κιλκίς το 1936 με το Παλλαϊκό Μέτωπο, μέλος της ΠΕΕΑ («Κυβέρνηση του βουνού»), βουλευτής της ΕΔΑ, ο Κώστας Γαβριηλίδης έφτασε πρόσφυγας στην Ελλάδα, διώχτηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά και από το μεταβαρκιζιανό καθεστώς (Μακρόνησος, Ικαρία, Αη Στράτης).
Στις 27 του Σεπτέμβρη 1952, άφησε την τελευταία του πνοή εξόριστος στον Αη Στράτη ο Κώστας Γαβριηλίδης, ηγέτης της αγροτιάς και εξέχουσα μορφή του λαϊκού κινήματος κατά τον 20ο αιώνα.
Έζησε μια ζωή γεμάτη διωγμούς, φυλακίσεις και εξορίες. Επικεφαλής του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ), δήμαρχος Κιλκίς το 1936 με το Παλλαϊκό Μέτωπο, Γραμματέας (υπουργός) Γεωργίας στην ΠΕΕΑ («Κυβέρνηση του βουνού»), βουλευτής της ΕΔΑ, ο Κώστας Γαβριηλίδης γεννήθηκε στον Καύκασο, έφτασε πρόσφυγας στην Ελλάδα, διώχτηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά, και από το μεταβαρκιζιανό καθεστώς (Μακρόνησος, Ικαρία, Αη Στράτης).
Ο Κώστας Γαβριηλίδης διακρινόταν για την αταλάντευτη πίστη και την ακατάβλητη αντοχή στην υπεράσπιση των ιδανικών του, για την καλλιέργεια, την ανθρωπιά και την ευαισθησία του. Σε όλη του τη ζωή στάθηκε ένας μεγάλος κήρυκας για την εργατοαγροτική συμμαχία. Αν και δεν ήταν ο ίδιος κομμουνιστής, πίστευε βαθιά ότι μόνο με την εργατιά και το Κόμμα της, το ΚΚΕ, θα μπορέσει να επέλθει η πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση των καταπιεσμένων.
Παραθέτουμε βιογραφικό σημείωμα του Κ. Γαβριηλίδη, γραμμένο από την κόρη του Νίτσα Γαβριηλίδου, που εμπεριέχεται στο ημερολόγιο του πρώτου, με τίτλο «Το ημερολόγιο της Ανάφης στη δικτατορία του Μεταξά» (εκδ. Εντός, Αθήνα 1997).
Ο Κώστας Γαβριηλίδης γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1897 στο χωριό Κάτω Τσαπίκ του Καρς, στο Νότιο Καύκασο. Οι γονείς του, φτωχοί αγρότες, έφεραν στον κόσμο δώδεκα παιδιά, από τα οποία επέζησε μόνο ο πατέρας. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και τις στερήσεις. «Το σπίτι μας», διηγιόταν, «έμοιαζε πιο πολύ με τρώγλη». Όλη αυτή η άθλια και σκληρή ζωή των χωρικών είχε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Τις σπουδές του αναλαμβάνει ο θείος του, ο παπάς, και το 1914 παίρνει το δίπλωμα του δασκάλου της ρωσικής γλώσσας.
Στα 20 του χρόνια κάνει τη θητεία του στον τσαρικό στρατό κι εκεί τον βρίσκει η Επανάσταση του 1917. Όλες οι αναταραχές της Επανάστασης και της αντεπανάστασης, που οδήγησαν τον τόπο στον εμφύλιο σπαραγμό, έχουν φοβερές συνέπειες πάνω στη ζωή του Ελληνισμού. Το 1918 υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν την περιοχή του Καρς και χιλιάδες Έλληνες να εγκατασταθούν στα χωριά της Τιφλίδας.
Το καλοκαίρι του 1920 εγκαταλείπουν τη Ρωσία και έρχεται να εγκατασταθεί με την οικογένειά του μόνιμα στην Ελλάδα. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες δοκιμάζουν την παντελή αδιαφορία του κράτους, που τους έχει κλεισμένους σε στρατόπεδο σε καραντίνα, στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, κάτω από ελεεινούς όρους διαβίωσης. Η πείνα και οι επιδημίες θα τους αναγκάσουν σε λίγο να πάρουν τα χωριά. Έτσι ο Γαβριηλίδης, μαζί με όλους τους συγχωριανούς του, θα βρεθεί εγκατεστημένος στο χωριό Κούσοβο, που μετονομάστηκε αργότερα σε Κοκκινιά, του Νομού Κιλκίς. Είναι ένα τούρκικο χωριό, που οι κάτοικοί του με την ανταλλαγή των πληθυσμών έχουν εγκαταλείψει. Εδώ, παρ’ όλες τις στερήσεις, θα καταπιαστούν όλοι τους να στήσουν το αγροτικό τους νοικοκυριό. Το κράτος τούς χορηγεί μόνο 10 δραχμές το μήνα αλλά ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καμία. Ζώα και εργαλεία είναι ανύπαρκτα. Μοχθεί για να βγάλει το ψωμί της οικογένειάς του. Η περίοδος αυτή θα σταθεί πολύ διδαχτική για τον Γαβριηλίδη.
Στο χωριό θα βρει και το διορισμό του σαν Πρόεδρος της Κοινότητας. Θα πρωτοστατήσει στη λύση των προβλημάτων του προσφυγικού κόσμου. Τρέχει αδιάκοπα για την ίδρυση των Γεωργικών Συνεταιρισμών, για τη λειτουργία του Νοσοκομείου του Κιλκίς και γίνεται σιγά-σιγά ο συμπαραστάτης της αγροτιάς. Γρήγορα όμως η δραστηριότητά του αυτή θα φανεί ύποπτη στα μάτια της διεύθυνσης Εποικισμού, που έχει αναλάβει την παλιννόστηση των προσφύγων, και ο Διευθυντής θα στείλει τον προϊστάμενο του γραφείου Κιλκίς να γνωρίσει τον «αναρχικό» αυτόν Πρόεδρο της Κοκκινιάς. Να πώς διηγείται ο ίδιος το επεισόδιο:
«Τη μέρα εκείνη είχα στρωμένο ένα βαρύ αλώνι. Είχα σταματήσει το άλογο σε μια άκρη και μόνος μου μ’ ένα ξύλινο δικράνι έκανα το πρώτο γύρισμα του αλωνιού. Ήμουν απορροφημένος από τη δουλειά και δεν πρόσεξα το αυτοκίνητο που σταμάτησε ακριβώς μπροστά στο αλώνι. Ένα «ψιτ-ψιτ» μ’ έκανε να πλησιάσω. Ήμουνα ξυπόλυτος, μ’ ένα παλιό παντελόνι της δουλειάς και με μια φανελίτσα που είχε χάσει το χρώμα της από τη σκόνη του αλωνιού. Με τα μαλλιά γεμάτα άχυρα και σκόνη και μ’ όλη μου την εμφάνιση έμοιαζα με… αγριάνθρωπο. Ένας καλοθρεμμένος κύριος με ρώτησε αν μπορεί να δει τον Πρόεδρο του χωριού. Τού είπα πως ήμουνα ο ίδιος, μα στα χάλια που μ’ έβλεπε, δυσκολεύτηκε να με πιστέψει. Με κοιτούσε με δυσπιστία κι όπως αργότερα μου ομολόγησε, περίμενε να δει ένα χασομέρη “προσφυγοπατέρα”, μα βρήκε έναν άνθρωπο της δουλειάς να εργάζεται μόνος του στ’ αλώνι».
Με τους αγώνες του αυτούς, που ξεκινούν από την πόλη του Κιλκίς, αναδεικνύεται σιγά-σιγά σε Πρόεδρο του Συνδέσμου Κοινοτήτων και σε Πρόεδρο των Γεωργικών Συνεταιρισμών.
Με την ίδρυση του Αγροτικού Κόμματος (1923) θα ενταχθεί στις γραμμές του, για ν’ αγωνιστεί μέσα απ’ αυτό για την επίλυση των προβλημάτων του λαού. Μέσα στο κόμμα είναι ενταγμένες διάφορες ομάδες, άλλες συντηρητικές κι άλλες με πιο σοσιαλιστικές κατευθύνσεις. Ο Γαβριηλίδης θα παλέψει για το ξεκαθάρισμα των τάσεων αυτών, για να βρει το Αγροτικό Κόμμα τον αληθινό του προορισμό και ρόλο και να γίνει ένα κόμμα αυτόνομο, ταξικό, με φυσικό σύμμαχο το κόμμα της εργατιάς, το ΚΚΕ. Ο Γαβριηλίδης σ’ όλη του τη ζωή θα σταθεί ένας μεγάλος κήρυκας για την εργατοαγροτική συμμαχία. Ξέρει πως μόνο με την εργατιά και το κόμμα της, το ΚΚΕ, θα μπορέσουν να πετύχουν την πολιτική και κοινωνική τους απελευθέρωση.
Το 1932, 1933 μέχρι το 1935 εκλέγεται βουλευτής του ΑΚΕ, στην εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης. Με την ίδρυση του Παλλαϊκού Μετώπου το 1936 από το ΚΚΕ και το ΑΚΕ, κατέρχεται στις δημοτικές εκλογές του Κιλκίς σαν υποψήφιος του Λ. Μετώπου και κερδίζει την έδρα.
Ο Γαβριηλίδης για την πολιτική του δράση θα υποστεί άπειρες διώξεις. Για πρώτη φορά συλλαμβάνεται, το Μάρτιο του 1935 με το κίνημα του Σαράφη και των άλλων αξιωματικών και φυλακίζεται στις φυλακές Λαμίας. Στη συνέχεια συλλαμβάνεται πάλι στις 7 Νοεμβρίου 1935 και η Επιτροπή Ασφαλείας παίρνει απόφαση να τον εκτοπίσει για 9 μήνες στηΣίκινο με την κατηγορία «επικίνδυνος κομμουνιστής». Με την έφεσή του στη δευτεροβάθμια Επιτροπή, η απόφαση αυτή ακυρώνεται.
Μετά τις δημοτικές εκλογές το 1936 γίνεται η δικτατορία του Μεταξά στις 4 Αυγούστου και ο Γαβριηλίδης συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ανάφη, μαζί με τους Σιάντο, Σβώλο, Σοφιανόπουλο, Τσάτσο, Γληνό κ.ά. Από την εξορία του θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα, όπου υποβάλλεται σε εγχείρηση του στομαχιού του. Μετά την εγχείρηση θα καταφέρει να δραπετεύσει και θα μείνει παράνομος στην Αθήνα έως τα τέλη Αυγούστου του 1937. Στη συνέχεια ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, όπου διοργανώνει μια παράνομη συνδιάσκεψη στελεχών του ΑΚΕ και εκλέγεται Γεν. Γραμματέας του κόμματος. Το κράτος τον έχει επικηρύξει με σεβαστό ποσό και ο Γαβριηλίδης προδίδεται, για να συλληφθεί στις 2 Μαΐου 1938. Στέλνεται στα απομονωτήρια των φυλακών της Κέρκυρας, όπου κρατούνται διάφοροι αγωνιστές, όπως Ζαχαριάδηςς, Ζέβγος, Σκλάβαινας, Μπασιάκος κ.ά. Το 1939 θα μεταφερθεί στις νέες φυλακές Θεσσαλονίκης, όπου και αποφυλακίζεται. Ο τότε Νομάρχης του Κιλκίς Χρ. Δρέλλιας απαγορεύει την παραμονή του στην περιφέρεια Κιλκίς και αναγκάζεται να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη μαζί με την οικογένειά του. Εδώ θα τον βρει ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Στέλνει την οικογένειά του στο χωριό και ο ίδιος κατεβαίνει στην Αθήνα. Με την είσοδο των Γερμανών στη χώρα μας ξανασυλλαμβάνεται, στις 2 Ιουλίου 1941, μαζί με τους Καρβούνη, Δρακόπουλο, Γληνό κ.ά. και κλείνεται στα στρατόπεδα Τρικάλων και Λάρισας. Όταν έγινε η συνθηκολόγηση των Ιταλών, αφήνεται σαν άρρωστος ελεύθερος μαζί με τους Παπαπερικλή, Ασίκη, Παπάζογλου στις 12-9-1943 και ανεβαίνει στην «Ελεύθερη Ελλάδα». Εκεί παίρνει μέρος στην κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ σαν Γ. Γραμματέας του ΑΚΕ.
Στις 10 Μαρτίου συγκροτείται η ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) και ο Γαβριηλίδης αναλαμβάνει τη Γραμματεία (Υπουργείο) Γεωργίας. Με τη διεύρυνση της ΠΕΕΑ υπό τον Σβώλο τού ανατίθεται εκ νέου η Γραμματεία της Γεωργίας. Εκεί, στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας», θ’ ανταμώσει με την οικογένειά του στις Κορυσχάδες, όπου συνέρχεται το Εθνικό Συμβούλιο και στο οποίο παίρνει μέρος και σαν εθνοσύμβουλος της περιφέρειας Κιλκίς.
Με την απελευθέρωση κατεβαίνει από το βουνό με την Κ.Ε. του ΕΑΜ στην Αθήνα. Μεσολαβούν τα Δεκεμβριανά. Η οικογένειά του συλλαμβάνεται από Άγγλους και Έλληνες Εθνοφύλακες, ενώ ο γιος του, με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ, θα συναντήσει τον πατέρα του με την υποχώρηση στα Τρίκαλα.
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας θα επιστρέψει με την Κ.Ε. του ΕΑΜ στην Αθήνα. Στις 26 Ιουνίου 1947 πεθαίνει η γυναίκα του. Σε λίγες μέρες θα γίνουν οι μαζικές συλλήψεις του Ζέρβα (9-7-47), ξανασυλλαμβάνεται, εξορίζεται και ζει την τελευταία του Οδύσσεια: Ικαριά, Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης.
Από την Ικαριά μεταφέρεται στην Αθήνα μαζί με τον Παρτσαλίδη και Ματσακά, για να περάσουν από στρατοδικείο. Στις 29 Ιανουαρίου 1948 και ενώ νοσηλευόταν στο Πολιτικό Νοσοκομείο (σημερινό Πνευματικό Κέντρο Αθηνών), μεταφέρεται μαζί με το στρατηγό Μάντακα στη Μακρόνησο. Είναι οι πρώτοι δύο πολιτικοί εξόριστοι που πατούν το πόδι τους στο κολασμένο αυτό νησί. Σε δυο μέρες θα μεταφερθούν και οι Σαράφης, Χατζημιχάλης, Δούλης και Χατζήμπεης, για να γίνουν οι έξι αυτοί οι πρώτοι «ιδρυτές» του στρατοπέδου πολιτικών εξόριστων. Παρ’ ότι η υγεία του βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, η Κυβέρνηση εξακολουθεί να τον κρατά εξόριστο. Ζει όλο το όργιο και τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Τη νύχτα της 8ης Δεκεμβρίου 1949 θα ζήσει και θα δει με τα μάτια του τα πιο φρικιαστικά βασανιστήρια. Με φορείο θα τον μεταφέρουν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Μακρονήσου. Οι μακροχρόνιες αυτές δοκιμασίες τσάκισαν κυριολεκτικά την υγεία του. Υπέφερε από την καρδιά του και από υψηλή πίεση που του προκαλούσαν συχνά στηθαγχικές κρίσεις. Στη Μακρόνησο ο Γαβριηλίδης προσπαθεί να εξυψώσει το ηθικό όλων αυτών που δεν άντεξαν κι έκαναν τις πρώτες υποχωρήσεις. «Του τραυματισμένου η τιμή», τους έλεγε, «είναι διπλή όταν συνεχίζει τον αγώνα». Ακόμη κι από το νοσοκομείο της Μακρονήσου, όπου νοσηλεύεται, προσπαθεί να εμψυχώσει τον κόσμο αυτό και με γράμματά του τους καλεί ν’ αποβάλουν το αίσθημα της μειονεκτικότητας και με πίστη να συνεχίσουν τον αγώνα.
Με το σχηματισμό της Κυβέρνησης Πλαστήρα, το 1950, μεταφέρεται, από το Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Μακρονήσου στο νοσοκομείο της Αγίας Όλγας στην Αθήνα. Την 1-7-1950 τού χορηγείται άδεια για «κατ’ οίκον νοσηλεία». Δεν παραμένει όμως ούτε 10 μέρες στο σπίτι του, όπου φρουρείται αυστηρά από αστυνομικούς, και μόλις αναλαμβάνει το Υπουργείο Δημ. Τάξεως ο Γεώργιος Παπανδρέου ξαναμεταφέρεται στη Μακρόνησο, απ’ όπου την επομένη κιόλας φεύγει με τους πρώτους εκατό εξόριστους για τον Αϊ-Στράτη.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1951 εκλέγεται πρώτος βουλευτής της Θεσσαλονίκης και μαζί με άλλους έξι εξόριστους βουλευτές, Σαράφη, Χατζημιχάλη, Τσόχα, Πρωιμάκη, Ιμβριώτη και Ηλιού μεταφέρονται στην Αθήνα. Εκπροσωπεί στη Βουλή την Κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΔΑ. Μετά την ακύρωση της εκλογής τους από το εκλογοδικείο, εκλέγεται Γεν. Γραμματέας της ΕΔΑ στις 13-12-1951. Ταυτόχρονα αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας «Δημοκρατική», οργάνου της ΕΔΑ, της οποίας είναι και ο κύριος αρθρογράφος. Σε μια παρουσίασή τους στον Πλαστήρα, για να διαμαρτυρηθούν για την κατάσταση, ο Πλαστήρας θα σκύψει στο αυτί του και θα του πει πως «οι “αόρατες δυνάμεις” θα σε ξαναστείλουν πίσω στην εξορία». Στις 19-1-1952 ο Γαβριηλίδης συλλαμβάνεται και την ίδια μέρα θα κλείσουν και την εφημερίδα «Δημοκρατική». Στις διαμαρτυρίες του Προέδρου της ΕΔΑ I. Πασαλίδη για τη σύλληψή του, η Κυβέρνηση απάντησε πως «ανέπτυξε μεγάλη πολιτική και δημοσιογραφική δράση».
Στις 20 Αυγούστου 1952, ύστερα από αίτηση της οικογένειάς του προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για την κρίσιμη κατάσταση της υγείας του, μεταφέρεται στο νοσοκομείο της Λήμνου, όπου παραμένει μια βδομάδα. Τον ξαναστέλνουν πίσω στον Αϊ-Στράτη, παρά τις γνωματεύσεις των γιατρών να μεταφερθεί αμέσως στην Αθήνα.
Έτσι, ΣΚΟΠΙΜΑ η Κυβέρνηση Πλαστήρα και ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Κ. Ρέντης, παρ’ όλες τις αιτήσεις μας, τις εκκλήσεις της ΕΔΑ και όλων των εξόριστων, δεν τον μεταφέρουν σε νοσοκομείο της Αθήνας και στις 17 Σεπτεμβρίου 1952 παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο.
Με σκοπό την εξόντωσή του, η Κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα απολύτως για τη μεταφορά του. Παλεύει ολομόναχος, μακριά από τους δικούς του, χωρίς φάρμακα και νοσηλεία. Απεγνωσμένα ο γιατρός Φλούτζης προσπαθεί να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. Στις 27 Σεπτεμβρίου, μέρα της επετείου από την ίδρυση του ΕΑΜ, ο Γαβριηλίδης αφήνει την τελευταία του πνοή στον Αϊ-Στράτη.
Και το χειρότερο; Η Κυβέρνηση αρνήθηκε κι αυτόν ακόμα το σεβασμό που όφειλε στο νεκρό. Αρνείται τη μεταφορά του με πλοίο της γραμμής. Ο στρατοπεδάρχης, αφού διατάξει να ρίξουν τα στεφάνια μέσα στη θάλασσα, θα δώσει εντολή να επιβιβαστεί το φέρετρο στο αμπάρι ενός καϊκιού και μόνο η κόρη του Νίτσα κι ο γιατρός Φλούτζης, που είχε αναβάλει την άδειά του για να του συμπαρασταθεί, επέτρεψε να φύγουν μαζί του. Το βουλευτή γιατρό Γ. Σπηλιόπουλο, που είχε έρθει για το νεκρό, τον κράτησαν για να φύγει με το πλοίο της γραμμής, που εκείνη τη μέρα βρισκόταν στον Αϊ-Στράτη. Έτσι με το σαπιοκάραβο εκείνο μάς έριξαν μέσα στ’ αγριεμένα κύματα της θάλασσας, για να κάνουμε 48 ώρες ένα ατέλειωτο, απερίγραπτο, εξουθενωτικό ταξίδι. Κι αντί να μας πάνε στον Πειραιά, όπου περίμενε ο κόσμος μας, μας αποβίβασαν ξημερώματα της τρίτης μέρας από την αναχώρησή μας στη Ραφήνα.
Εκεί μας περίμενε μια κλούβα κι απόσπασμα Χωροφυλακής μ’ ένα Συνταγματάρχη, ο οποίος προσπαθεί να μ’ αποσπάσει, από το νεκρό πατέρα μου. Κρυφά και άνανδρα ήθελαν να εξαφανίσουν το φέρετρο. Να πάνε να τον θάψουν μόνοι τους, να μην τον δουν ούτε τα παιδιά του. Κι ενώ όλοι περίμεναν το νεκρό στο σπίτι του και η ταφή θα γινόταν στο Α΄ Νεκροταφείο, γιατί μέναμε στη Λεωφ. Συγγρού 38 κι εκεί υπαγόμασταν, η κλούβα έτρεχε ολοταχώς προς το Γ΄ Νεκροταφείο της Κοκκινιάς. Φτάσαμε στις 9 η ώρα το πρωί. Το νεκροταφείο σχεδόν έρημο. Μόνο αστυνομικοί με πολιτικά ξεπροβάλλουν από διάφορες γωνιές. Σέρνοντας με κουβαλούν πίσω από το φέρετρο. Δε βλέπω κανένα από τ’ αδέρφια μου κι αρχίζω να διαμαρτύρομαι. Μα οι αστυνομικοί βιάζονται να τελειώσουν. Μια πεντάλεπτη ψαλμωδία στην εκκλησία κι αμέσως στον τάφο. Μα την ώρα που τα σχοινιά ζώσαν το φέρετρο και ήταν έτοιμοι να το κατεβάσουν, έπεσα πάνω σ’ αυτό παρακαλώντας τους αστυνομικούς να περιμένουν και τ’ άλλα μου αδέρφια. Στο γιο που κρατείται στη Μακρόνησο δεν δώσαν άδεια, καθώς και στον ανιψιό του Γιάννη, που βρίσκεται σαν αδειούχος εξόριστος στο Κιλκίς. Οι άλλες δυο του κόρες πρόφτασαν με τους Σαράφη, Μάντακα, Χατζημιχάλη, Ευφραιμίδη, Σίμο και άλλους την ώρα που κατέβαινε το φέρετρο στο μνήμα. Ο πατέρας μας, θα ‘λεγε κανείς, ήταν «ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΙΝ» ακόμα και νεκρός!!!
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του μίσους και της βαρβαρότητας έγινε η κηδεία του Κώστα Γαβριηλίδη. Η Κυβέρνηση αρνήθηκε σ’ έναν πολιτικό της αντίπαλο ακόμη κι αυτό το σεβασμό προς τους νεκρούς. Και το χειρότερο, εξαφανίστηκαν και τα κόκαλά του. Ύστερα από τρία χρόνια μάς ειδοποιούν πως από ένα κερί κάηκε μια πτέρυγα στο οστεοφυλάκιο και κάηκαν έτσι και τα κόκαλά του. ΤΙ ΣΥΜΠΤΩΣΗ!!
Στην προσπάθεια του Κώστα Γαβριηλίδη να δώσει τέλος στη σύγχυση που έσπερναν στο ΑΚΕ οι εκπρόσωποι της αντίδρασης και στον αγώνα του το κόμμα να αποχτήσει ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά και να συμπορευτεί σε αραγή ενότητα με το ΚΚΕ, αναφέρεται το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο της Νίτσας Γαβριηλίδου «Ο πατέρας μου Κώστας Γαβριηλίδης» (εκδ. ΕΝΤΟΣ, Καισαριανή 2002). Εκτός από την σχέση πατέρα-κόρης που τη συνέδεε με τον ηγέτη της αγροτιάς, η Νίτσα Γαβριηλίδου εργάστηκε ως ιδιαιτέρα γραμματέας στο πολιτικό γραφείο του Κώστα Γαβριηλίδη έως το 1947, όταν και συλλαμβάνεται η ίδια για να παραμείνει για πολλά χρόνια εξόριστη στα στρατόπεδα της Χίου, του Τρικεριού και της Μακρονήσου.
Το Αγροτικό Κόμμα από το 1923, που πρωτοεμφανίστηκε με την ομάδα του Σπύρου Χασιώτη, ως το 1929, που συνέρχεται στη Θεσσαλονίκη το πρώτο του Συνέδριο, παρουσιάζεται με διάφορες ομάδες, Παγκούτσου, Δραγούμη, Χατζηγιάννη, Σοφιανόπουλου και άλλων, και παίρνει τελικά μια ενωτική μορφή στο Συνέδριο αυτό με γραμματέα τον Χατζηγιάννη. Ο χαρακτήρας του όμως μένει όχι πολύ ξεκαθαρισμένος. Οι γνώμες διχάζονται, για το αν θα πρέπει το κόμμα αυτό να έχει ταξικό χαρακτήρα ή όχι.
Τα αντιδραστικά στοιχεία επιμένουν πως το ΑΚΕ θα πρέπει να μείνει κόμμα της αγροτιάς, μα με αγώνες εναντίον της κεφαλαιοκρατίας και του κομουνισμού. Η μεσαία τάξη των αγροτών φοβάται τα συνθήματα που σκόπιμα ρίχνουν ανάμεσα στην αγροτιά οι πράχτορες της αντίδρασης. Φοβούνται μη χάσουν τα χωράφια τους, την περιουσία τους, δε θέλουν να λέγονται άθρησκοι! Θέλουν να έχουν το κόμμα τους, μα να είναι ένα κόμμα νομοταγές. Κι εδώ είναι που τα θεμέλια του κόμματος αυτού, πριν ακόμα κιόλας ορθοστατήσει, άρχισαν να τρίζουν.
Η αριστερή ομάδα του Συνεδρίου διακρίνει το μεγάλο κίνδυνο που τους απειλεί. Βλέπουν πως το κόμμα αυτό μπορεί να γίνει ένα με τα άλλα αστικά κόμματα κι ας θέλει να εντάξει στις γραμμές του την αγροτιά. Ένα από τα μέλη της αριστερής ομάδας τού κόμματος είναι και ο πατέρας μας, που τότε είναι Πρόεδρος των γεωργικών συνεταιρισμών του Κιλκίς. Η στενή συνεργασία του με τους κομουνιστές, μέσα στο συνεταιρισμό, του δείχνει πως ο μόνος σωστός δρόμος για την επίλυση των προβλημάτων της αγροτιάς είναι η στενή και ειλικρινής συνεργασία του με τους κομουνιστές και με την εργατική τάξη, την οποίαν εκπροσωπούνε. Πώς λοιπόν θα δεχτούνε το κόμμα που δημιουργούν να είναι ενάντια με το ΚΚΕ; Και αναλαμβάνουν τότε ένα μεγάλο αγώνα. Να ξεκαθαρίσουν το ΑΚΕ από τα αντιδραστικά αυτά στοιχεία. Σκοπό τους βάλανε να φτιάξουν ένα κόμμα που να ’ναι σύμμαχο με το κόμμα της εργατικής τάξης.
Όλα τα χρόνια παλεύει αδιάκοπα για το ξεκαθάρισμα και την ενοποίηση του ΑΚΕ. Δεν τον παρασέρνουν οι Δραγούμης, Ανθρακόπουλος, Ματούσης και άλλοι. Στέκει ακλόνητος σ’ αυτό που πίστεψε και σ’ όλη του τη ζωή θ’ αγωνίζεται για τις ιδέες του αυτές.
Επηρεασμένος από τη ρούσικη επανάσταση, με τα φλογερά συνθήματα για την εργατιά και την αγροτιά, οραματίζεται την ίδια συνεργασία και για τον τόπο του. Με τις ιδέες του, ενώ θα μπορούσε να ενταχθεί αμέσως στο κομουνιστικό κόμμα, πιστεύει πως η θέση του, μια και γεννημένος αγρότης, είναι να παλέψει για τη δημιουργία ενός Αγροτικού Κόμματος, ενός κόμματος που θ’ αγωνίζεται για τα συμφέροντα της αγροτικής τάξης. Φοβάται πως χωρίς το κόμμα αυτό οι κοτσαμπάσηδες και η κεφαλαιοκρατία θα παρασύρουν τη μάζα αυτή με τ’ απατηλά τους συνθήματα, κι αυτό θα ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος.
Ο κομουνισμός για τους χωρικούς στέκει ακόμα ο μπαμπούλας για τη θρησκεία, την οικογένεια. Ξέρει η αντίδραση να ρίχνει συνθήματα που πιάνουν στον αγράμματο και θεοφοβούμενο ακόμη χωρικό. Θα πρέπει λοιπόν να έχουν δικό τους κόμμα. Υποστηρίζει πως με τους συνεπείς αγώνες, μέσα στην αγροτική μάζα και στις γραμμές του ΑΚΕ, θα πετύχουν τη συνειδητοποίηση και οργάνωση της αγροτικής τάξης και θα προετοιμάσουν το έδαφος για την πραγματοποίηση της συμμαχίας ανάμεσα στις δύο τάξεις των εργατών και αγροτών.
Ο πατέρας μας στάθηκε ίσως ο μοναδικός κήρυκας της συνεργασίας των δύο αυτών τάξεων και για τη συμμαχία αυτή πάλεψε σε όλη του τη ζωή. Σε όλους τους δισταχτικούς και αμφιταλαντευόμενους «Ακιτζήδες» τους έλεγε πως:
«Αν θέλετε να λέτε πως ανήκετε στο ΑΚΕ, θα πρέπει να ξεκαθαρίσετε και να κάνετε συνείδησή σας δυο βασικά πράγματα, την εργατοαγροτική συμμαχία και την αδερφική συνεργασία με το ΚΚΕ. Χωρίς τη συμμαχία με την εργατική τάξη και τη συνεργασία με το κόμμα της, η αγροτιά δε μπορεί να πετύχει την κοινωνική και πολιτική απελευθέρωσή της. Το δρόμο μας, τον κοινό μας δρόμο, θα τον διανύσουμε μαζί με το ΚΚΕ, χέρι χέρι, μέχρι το τέλος, μέχρι τη νίκη της αγροτιάς και της εργατιάς, όλου του εργαζόμενου λαού. Αν δεν έχετε ξεκαθαρίσει αυτά τα δύο πράγματα, το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε είναι να φύγετε από το ΑΚΕ».
Στον αγώνα του αυτόν ο πατέρας μας δίνεται ολόψυχα και θα υποστεί σε όλη του τη ζωή αλλεπάλληλες διώξεις, εξορίες και φυλακές. Όταν στην τελευταία του εξορία έμαθε από γράμμα για την πρώτη κοινή ανακοίνωση των δύο Πολιτικών Γραφείων, του ΚΚΕ και του ΑΚΕ, στις 7-3-51 που συνήλθαν στις ανατολικές χώρες, έγραφε: «…Το πρώτο σας γράμμα [εννοώντας την ανακοίνωση αυτή] με τους συγγενείς [το ΚΚΕ] είναι για μένα το καλύτερο δώρο σας». Και σ’ άλλο του γράμμα έγραφε: «…Τίποτα έξω απ’ αυτό [την εργατοαγροτική συμμαχία] δεν οδηγεί στη νίκη». Αυτά ήταν ως την τελευταία στιγμή τα οράματα του πατέρα. Με πόσο πόνο διαβάζω τώρα στα σημειώματά του πως τα «ξαδέρφια», όπως ονομάζει το ΚΚΕ, για τη συνεργασία αυτή, τον πίκραναν αφάνταστα στον τόπο της εξορίας του, κι αυτό όχι σε γενικές γραμμές, μα με τη στενοκεφαλιά ορισμένων υπεύθυνων συνεξόριστών του.