Κώστας Σαραντίδης (Nguyen Van Lap), ο Έλληνας βιετκόγκ Ήρωας των Λαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων του Βιετνάμ
Η ιστορία ενός Έλληνα, που πολέμησε για 19 χρόνια στο πλευρό του βιετναμέζικου λαού ενάντια στο γαλλικό και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η αφήγηση του Κώστα Σαραντίδη, που βρέθηκε στη Σαϊγκόν με τη Λεγεώνα των Ξένων σε ηλικία 18 ετών, το 1946, αλλά αυτομόλησε για να πολεμήσει στο πλευρό του βιετναμέζικου εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, είναι συγκλονιστική, αλλά και διδακτική…
Ο Κώστας Σαραντίδης πολέμησε για 19 χρόνια στο πλευρό του βιετναμέζικου λαού ενάντια στο γαλλικό και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Βρέθηκε στη Σαϊγκόν με τη Λεγεώνα των Ξένων σε ηλικία 18 ετών, το 1946, αλλά αυτομόλησε για να πολεμήσει στο πλευρό του βιετναμέζικου εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Χτες έφυγε από τη ζωή αφήνοντας στις νεότερες γενιές πολύτιμη παρακαταθήκη το παράδειγμά του.
Τον Μάη του 2005 και με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 30 χρόνων από τη νίκη του λαού του Βιετνάμ ενάντια στους Αμερικανούς εισβολείς, ο Ριζοσπάστης παρουσίασε σε έξι μέρη την ακόλουθη αφήγηση του Κώστα Σαραντίδη στους Ελένη Μαΐλη και Μπάμπη Γεωργίκο. Συγκεντρώσαμε τα έξι μέρη της αφήγησης και τα παρουσιάζουμε σε μια ανάρτηση, στη μνήμη του Έλληνα Ήρωα των Λαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων του Βιετνάμ. Πρόκειται για αφήγηση συγκλονιστική αλλά και διδακτική που παρά το εκτενές του κειμένου αξίζει να διαβαστεί λέξη προς λέξη…
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Στη Λεγεώνα
«Οταν εντάχθηκα στη Λεγεώνα των Ξένων ήταν Αύγουστος του 1945. Στρατεύτηκα στην Ιταλία, στη Ρώμη. Από εκεί, με στείλανε στην Αλγερία. Στην Μπελαμπές. Είναι μια μεγάλη πόλη, που ήταν η έδρα της Λεγεώνας των Ξένων. Εκεί γίνονταν οι ανακατατάξεις. Ποιοι θα μείνουν, ποιοι θα πάνε. Περάσαμε γιατρούς, ενέσεις. Μετά μας έστειλαν να πάμε στην τότε λεγόμενη Ινδοκίνα. Σκοπός ήταν, μας είπαν, να πάμε να αφοπλίσουμε τους Γιαπωνέζους. Αυτή τη δικαιολογία μάς είπαν οι Γάλλοι. Ιανουάριο του ’46, μπαρκάραμε σ’ ένα μεγάλο βαπόρι, και κάναμε τη διαδρομή από τ’ Αλγέρι ως τη Σαϊγκόν. Είκοσι τόσες μέρες. Φθάσαμε στις 4 του Φλεβάρη 1946 στη Σαϊγκόν…».
«Γιαπωνέζους δεν είδαμε»
«Εμείς φθάσαμε στη Σαϊγκόν για να αφοπλίσουμε τους Γιαπωνέζους. Αλλά όταν ήρθαμε στη Σαϊγκόν, Γιαπωνέζους δεν είδαμε. Δεν υπήρχαν Γιαπωνέζοι. Οι πιο πολλοί Γιαπωνέζοι είχαν επαναπατριστεί, από τους Αμερικάνους κι από τους Αγγλους. Κάτι λίγοι, που τους είχαν ακόμη αιχμάλωτους, έκαναν διάφορα έργα, ήταν του Μηχανικού. Μόλις πήγαμε, την πρώτη μέρα κιόλας, δεχτήκαμε τα πρώτα πυρά. Από τους αντάρτες. Πήγαμε σαν Δούρειος Ιππος. Ντυμένοι με αγγλικές στολές, με αγγλικό εξοπλισμό. Απαγορευόταν να μιλάμε γαλλικά. Οταν φθάσαμε στη Σαϊγκόν, το μεσημέρι, φύγαμε με το τρενάκι για να πάμε στη Φουλούκ, είναι μια πόλη δεκαεφτά χιλιόμετρα. Ομως, στο στρατόπεδο που ήταν να πάμε, ο αξιωματικός του ινδοκινεζικού στρατού δε μας δέχτηκε. Γιατί ήξερε τις συνέπειες: Θα φιλοξενούσε τον εχθρό, όχι έναν σύμμαχο. Οι Αγγλοι ήταν σύμμαχοι των Ινδοκινέζων στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και οι Αμερικάνοι ήταν στο λεγόμενο μέτωπο Βιετ Μινχ, Βιετναμέζων και συμμάχων. Εμείς όμως, ήμασταν εκτός παιχνιδιού. Μείναμε, λοιπόν, στα προάστια. Την ίδια νύχτα, δεχτήκαμε πυρά και χάσαμε δύο λεγεωνάριους. Ηταν το πρώτο βάπτισμα πυρός. Που άρχισε να μας προβληματίζει. Να μας βάζει σε σκέψεις».
«Τι κάνουμε εδώ;»
«Εγώ δεν είχα παιδεία, πολιτική σκέψη και μορφωτικό επίπεδο, για να κάνω μια ανάλυση στα γεγονότα. Ημουν 18 χρονών. Αλλά κατάλαβα ότι γινόμουν κατακτητής. Αντικαθιστούσα το Γερμανό, τον Βούλγαρο και τον Ιταλό στην πατρίδα μου. Διερωτήθηκα, μαζί με τον άλλον Ελληνα, τον Κώστα τον Φιτσιτσόγλου, που είναι τώρα στην Κέρκυρα, κι ήμασταν στο ίδιο τάγμα, αλλά σε ξεχωριστό λόχο: Τι κάνουμε εδώ; Τι δουλιά έχουμε εμείς στο Βιετνάμ; Τότε πήρα την απόφασή μου: Να ψάξω να βρω.
Εψαχνα, λοιπόν, να βρω. Για τέσσερις μήνες, έψαχνα να μάθω, συγκεκριμένα, τι συνέβαινε, ποιοι είναι οι Βιετ Μινχ. Οι Γάλλοι βγαίνανε περιπόλους, καίγανε, σφάζανε, ρημάζανε τα πάντα. Μας λέγανε όταν ρωτάτε “Τι είσαι εσύ;”, αν σας απαντάει είναι του Βιετνάμ, αφήστε τον να φύγει, αν σας απαντήσει ότι είναι Βιετ Μινχ, τσακώστε τον. Αλλά ποιος θα έλεγε ότι ήταν αντάρτης; Ολοι έλεγαν ότι ήταν του Βιετνάμ. Τους αφήναμε. Υστερα, καταλάβαμε τι ήταν οι Βιετ Μινχ. Σιγά σιγά, έψαχνα τρόπο να βρω σύνδεση. Είχα πει και στους άλλους. Και στον Φιτσιτσόγλου είχα γράψει γράμμα, και στον Παναγιώτη Π., τον άλλο λεγεωνάριο. Τους έλεγα, δεν κάθομαι. Θα φύγω. Ημασταν τέσσερις Ελληνες λεγεωνάριοι. Ο ένας μάθαμε ότι τραυματίστηκε και επέστρεψε επειγόντως στη Γαλλία. Από τότε, δεν τον ξαναείδαμε. Από τους άλλους δύο, ο ένας, ο Φιτσιτσόγλου, λιποτάκτησε, βγήκε κι αυτός μαζί μου στο βουνό. Τον άλλο, τον Παναγιώτη Π., όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα, τον ανταμώσαμε εδώ».
Η γυναίκα του λοχαγού
«Μετά από τέσσερις μήνες, πλιάτσικου, κλεψιών, πυρπολήσεων, επιδρομών, που με είχαν κάνει να βγω έξω από τα ρούχα μου, βρήκαμε μια σύνδεση. Ημουν έξω από τη Φαν Τιεχ οκτώ χιλιόμετρα, σε μια εκκλησία μέσα, στο φυλάκιό μου. Εκεί ο λοχαγός μου παντρεύτηκε μια Βιετναμέζα, την έφερε στο φυλάκιο. Εγώ ήμουν μικρό παιδί, ζωηρό λιγάκι, σαν Ελληνας, και την πείραζα. Μαζί μου ήταν κι ένας Ισπανός. Στην ίδια ομάδα. Λεγόταν Σάντο Μερίνος. Ηταν στο Δημοκρατικό Στρατό της Ισπανίας. Δεν μπόρεσε να μείνει εκεί, μετά τη νίκη του Φράνκο. Με αυτόν συζητούσαμε, με ερέθισε, με ξύπνησε πιο πολύ, το παραδέχομαι, δεν έχω τίποτα να ντραπώ, έμαθα πολλά από αυτόν. Με δίδασκε περί ηθικής του ανθρώπου. Τον θεωρούσα αδερφό. Για κάθε τι που έκανα, τον συμβουλευόμουν. Του λέω, με συγχωρείτε για τη φράση μου, θα βάλω χέρι στη γυναίκα του λοχαγού. Μου λέει, στα ισπανικά, calma, πρόσεξε. Του λέω, κάτσε, ρε Μερίνος. Αυτή πήγε με το λοχαγό για να γίνει γυναίκα του, ή για λεφτά; Τη βλέπαμε για πόρνη. Πήγα να της δώσω ένα ποσό διακόσια – τρακόσια φράγκα γαλλικά, μεγάλο ποσό, και τα δέχτηκε. Του το λέω του Ισπανού, τα δέχτηκε. Μου λέει και πάλι, πρόσεχε. Την επόμενη μέρα, μου τα επιστρέφει. Εκεί μπήκε το ερωτηματικό.
Γιατί να μου τα επιστρέψει; Με δοκίμαζε; Μια ευκαιρία μου παρουσιάστηκε όταν έλειπε ο λοχαγός. Είχα την απόλυτη εμπιστοσύνη του, οι περισσότεροι άλλοι ήταν Γερμαναράδες, μου άφησε τη φύλαξη του φυλακίου. Βρήκα, λοιπόν, την ευκαιρία να την ενοχλήσω, κατά τη δικιά μου γνώμη στην αρχή. Αλλά όταν είδα ότι η κοπέλα δεν ήταν αυτό που νόμιζα, τότε κατάλαβα ότι εδώ βρισκόταν αυτό που ήθελα εγώ. Μια επαφή. Την άλλη μέρα, ήρθε ο λοχαγός από την υπηρεσία, πέρασαν τρεις – τέσσερις ημέρες, όλα μέλι γάλα, δε δόθηκε καμία αφορμή στο λοχαγό να με ενοχλήσει, εκείνη φυσικά δεν ανέφερε τίποτα. Λέω, όλα εντάξει. Κάνω μια αίτηση να πάω στην πόλη. 24 ώρες άδεια. Ο λοχαγός μου λέει, για σένα δεν έχει τίποτα στην πόλη. Εννοούσε ότι δεν ήμουν μεγάλος, ήμουν νέος, αλλά εγώ ήθελα να ξεσκάσω. Η κοπέλα την αίτηση που έκανα εγώ στα γαλλικά τη διάβασε. Ενώ με μένα δε μιλούσε γαλλικά. Εκανε την ανήξερη. Μεσάνυχτα, με καλεί ο λοχαγός. Ταράχτηκα, μεσάνυχτα, λέω του Μερίνος, τι να συμβαίνει. Μου λέει, αφού στο είπα, να προσέξεις… Μπαίνουμε στου λοχαγού το γραφείο, μου λέει θα πάρεις μια άδεια, και θα πας με τη γυναίκα μου να ψωνίσει ζαρζαβατικά. Δεν είχαμε στο φυλάκιο. Μην τα πολυλογώ, πήγα την επόμενη μέρα μαζί της, σαν ιπποκόμος, σαν ορντινάτσα της. Μπαίνει εδώ, μπαίνει εκεί, σε κάθε μαγαζί, βγαίνει άπρακτη. Τι συμβαίνει; Μου απαντά δεν έχουν, θα φέρουν την άλλη μέρα. Ψυλλιάστηκα. Δεν αγόραζε τίποτα, ενώ η λαϊκή αγορά ήταν δίπλα. Μπορούσε να πάρει ζαρζαβατικά, λάδι, ψάρια, ό,τι ήθελε. Είχε το ψευδώνυμο Λιλί, από τη Λιλί Μαρλέν. Της λέω, Λιλί, δεν πάμε, να προλάβεις; Λέει θα δούμε. Το μεσημέρι, μου λέει πάμε στη μαμά μου να φάμε. Πήγαμε έξω από την πόλη, προς το νοσοκομείο, σε μια παραγκούλα. Μπήκαμε μέσα, μας φίλεψε η γριούλα. Το μεσημέρι, αφού αποφάγαμε, πήγαμε να πλαγιάσουμε. Εγώ πήγα, πλάγιασα, έριξα και την κουνουπιέρα, και σε δυο λεπτά τη βλέπω, έρχεται στο κρεβάτι μου. Μου λέει, ξέρω γιατί ήρθες. Της απαντάω, εγώ ήρθα για να δω τους άλλους Ελληνες, τους φίλους μου. Μου λέει όχι, ο φίλος σου είναι στη Νιαν Τραν, 60 χιλιόμετρα μακριά, μη λες ψέματα, ξέρω γιατί ήρθες. Ηθελε να δοθεί. Εγώ το απόκλεισα. Τελείωσε αυτό, γυρίσαμε πίσω. Τα διηγούμαι στο Μερίνος, έτσι κι έτσι. Μου λέει, “στο είπα, πρόσεχε. Στην Ισπανία είχαμε πάρα πολλές κοπέλες που δούλευαν για το Δημοκρατικό Στρατό. Αυτές οι γυναίκες είναι επικίνδυνες”. Με ρωτάει, κοιμήθηκες μαζί της; Λέω, όχι, δεν ήθελα, με κανέναν τρόπο. Μου λέει, “καλά έκανες, γιατί αύριο πώς θα την αντιμετωπίσεις;” Και πράγματι, από την άλλη μέρα, η κοπέλα αυτή είχε απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ εμένα. Καταστρώνουμε σχέδιο για να φύγουμε. Δυστυχώς δεν προλάβαμε, γιατί ήρθε νέα εντολή, μετακινείται ο λοχαγός, φεύγει μαζί με τη γυναίκα του. Την ίδια μέρα, έρχεται ένα άλλο απόσπασμα, μας αντικαθιστά κι εμείς πάμε βόρεια, σε άλλη πόλη. Χάσαμε την κοπέλα».
Ο τροφοδότης
«Στην άλλη πόλη, πιάσαμε έναν τροφοδότη, που εφοδίαζε το αντάρτικο. Είχε πολλά χρήματα μαζί του. Του αρχιλοχία, ενός Γερμανού φασίστα, θάμπωσαν τα μάτια του. Τον πήρε αιχμάλωτο. Τον ταλαιπώρησαν, υπέφερε πολλά. Μην τα πολυλογώ, του ανοίχτηκα εγώ, ήξερα πια την κατάσταση. Του λέω, αυτός είμαι εγώ, είμαι Ελληνας, θέλω να αυτομολήσω. Ανοίγεται κι αυτός και λέει, μαζί σου. Και οργανώνουμε εγώ με τον Ισπανό, τον Μερίνος, ο Βιετναμέζος, ο Λιε Του Μπιεν, ο τροφοδότης του αντάρτικου, κάνει εράνους και τροφοδοτεί με τρόφιμα, και αφήνουμε και είκοσι πέντε αιχμάλωτους πολίτες ελεύθερους. Οι Γάλλοι τους μάζευαν αυτούς πιο πολύ για αγγαρείες. Και χρέωναν ότι οι εργάτες πληρώθηκαν τόσα ντονγκ στην ημέρα, και τα έπαιρναν οι αξιωματικοί».
Στο βουνό
«Πήραμε ένα οπλοπολυβόλο, δύο όπλα, δύο κιβώτια χειροβομβίδες, και φύγαμε στο βουνό. Δύο τα χαράματα, 4 Ιούνη του 1946. Για να φτάσουμε στο αντάρτικο, πέρασαν δυο μέρες ταλαιπωρία. Χάσαμε και το δρόμο. Ο Μπιεν, από τις πληγές που είχε από τα βασανιστήρια, είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Εν τω μεταξύ, αποβραδίς είχε βρέξει, η άμμος είχε καθίσει. Και τη νύχτα που περάσαμε αφήσαμε ίχνη. Και βγήκαν και μας κυνηγούσαν, μέσα στα μεσάνυχτα. Αλλά μόλις έφτασαν στη ζούγκλα, γύρισαν πίσω. Μετά από δύο μέρες, ανταμώσαμε ένα τάγμα, στρατιώτες. Αλλά μόλις τους ανταμώσαμε, λέω στον Μερίνος, πόσα χρόνια βάσταξε ο πόλεμος στην Ισπανία; Μου λέει, από το ’36 μέχρι το ’39. Του λέω, εδώ θα φτάσουν τα γένια μας στα γόνατα. Δε βλέπεις; Ολοι είχαν γιαταγάνια, σπαθιά, ή μαχαίρια κρεμασμένα. Σε όλο το τάγμα, το λεγόμενο Κι Ντόι Μοτ, είχαν δυο όπλα! Κι οι αξιωματικοί, από ένα ρεβόλβερ. Εμείς φέραμε αυτά, μας είχαν σα θεούς. Σφάξανε ένα μοσχάρι, δύο ημέρες περάσαμε πολύ ωραία.
Δεν ξέραμε πού θα πηγαίναμε. Αλλά μας είχε ενημερώσει η Λιλί. Μας είπε ότι επρόκειτο για μια οργάνωση σαν το FFI στη Γαλλία, τους μακί, σαν το ΕΑΜ στην Ελλάδα. Κι εγώ ησύχασα. Δεν προσπάθησα ποτέ πια να σηκώσω χέρι επάνω της, ενώ πριν προσπαθούσα να της αποσπάσω κανένα φιλάκι, μετά την είχα σα θεά».
Το βάπτισμα
«Την τρίτη ημέρα, περάσαμε το βάπτισμα. Δοκιμασία εμπιστοσύνης. Χτυπάει συναγερμός. Ερχεται ένας οπλίτης. Μας παίρνει και βγαίνουμε στο βουνό να κρυφτούμε. Εγώ με τον Μερίνος μιλάγαμε, και σαν Ευρωπαίοι, μιλάγαμε κάπως δυνατά. Μας λέει ο οπλίτης, silence, silence! Στο δρόμο είναι οι Γάλλοι! Μόλις το άκουσα αυτό, τα έχασα. Θα έρθουν οι Γάλλοι, και δίχως όπλο του λέω; Του κάνω νόημα, θα τους αντιμετωπίσουμε εμείς, εγώ με τον Ισπανό, που είχαμε όπλα, τους Γάλλους, εσύ να φύγεις. Να γλιτώσει αυτός και ο φίλος του, να μην πέσουν στα χέρια των Γάλλων. Ε, αυτό ήταν. Σε πέντε λεπτά, τελειώνει ο συναγερμός, έκανε την αναφορά του, ως φαίνεται, κι είπε ποια ήταν η συμπεριφορά μας, κι έρχεται ο ταγματάρχης, μας παίρνει αγκαλιά και μας βάπτισε, μας έδωσε το όνομα Νγκουιέν Βαν Λαπ [Nguyen Van Lap] εμένα, Νγκουιέν Βαν Ντουί τον άλλο».
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τη νίκη του Βιετνάμ στον πόλεμο με την τερατώδη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, ο «Ριζοσπάστης» συνεχίζει τη δημοσίευση της αφήγησης του Κώστα Σαραντίδη, ή Nguyen Van Lap (ξεκίνησε την Κυριακή 15/5), που αγωνίστηκε στο πλευρό του βιετναμέζικου λαού από το 1946 έως το 1965. Το 1943, ο έφηβος Κώστας Σαραντίδης φεύγει για τη Γερμανία με τα πόδια, με τάγμα εργασίας, αιχμάλωτος των Γερμανών. Φθάνει στην Αυστρία, όπου μένει έως το τέλος του πολέμου. Οταν απελευθερώνεται, μεταβαίνει στην Ιταλία. Εκεί κατατάσσεται, το 1945, στη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων. Από εκεί πηγαίνει στην Αλγερία. Καταλήγει στην Ινδοκίνα το 1946. Ομως, οι γαλλικές θηριωδίες σε βάρος του βιετναμέζικου λαού θα τον εξωθήσουν να αυτομολήσει. Εξι μήνες αργότερα, βγαίνει αντάρτης στο βουνό με τους βιετμίνχ, σε ένα τάγμα που είχε μόνο δύο υπερπολύτιμα όπλα…
«Στο τάγμα αυτό έκατσα τρεις μήνες», μας λέει με ενθουσιασμό εφήβου, «εκπαίδευσα τους αντάρτες σε ό,τι είχα μάθει στο γαλλικό στρατό. Από εκεί αποσπάστηκα, πήγα στο κεντρικό Βιετνάμ. Εκεί βρίσκονται τέσσερις – πέντε νομοί, οι οποίοι ήταν ελεύθεροι, ανέκαθεν. Οι Γάλλοι δεν έβαλαν πόδι ποτέ εκεί.
Στο Βόρειο Βιετνάμ βρίσκονταν τα στρατεύματα του Τσιανγκ Κάι Σεκ, του Κινέζου εθνικιστή που κατατρόπωσε αργότερα ο Μάο. Ο Χο Τσι Μινχ είχε πάει στη Γαλλία, για διαπραγματεύσεις. Πανέξυπνος – τον κατηγορούσαν ότι πρόδωσε, δεν πρόδωσε, δεν πούλησε – έκανε μια τακτική: Λέει, να τα βάλουμε με δύο, γίνεται; Δύσκολο, να τα βάλουμε με έναν καλύτερα. Συμφώνησε να φύγουν τα στρατεύματα του Τσιανγκ Κάι Σεκ από το Βόρειο Βιετνάμ, να μπουν οι Γάλλοι. Να καθαρίσει με την Κίνα. Ο Μάο ήταν ψηλά ακόμα. Ο Χο έκρινε ότι ήταν αδύνατο να πολεμήσει δύο αντίπαλους ταυτόχρονα, με άδεια χέρια. Οι Γάλλοι πήραν το Βόρειο Βιετνάμ. Και, στο τέλος του ’46, ο πόλεμος γενικεύεται, εξαπλώνεται σ’ όλο το Βιετνάμ».
Να βλέπεις, να μη σε βλέπουν
«Η γενίκευση του πολέμου με βρίσκει στο κεντρικό Βιετνάμ», θυμάται ο Κ. Σαραντίδης. «Ημουν εκπαιδευτής στο τάγμα 26. Θεωρούσαν ότι σαν Γάλλος, αφού είχα υπηρετήσει στη Λεγεώνα, ήξερα τις τακτικές τους. Είχαμε και Γιαπωνέζους, που είχαν αυτομολήσει κι αυτοί. Αλλά αυτοί είχαν άλλο σκεπτικό, το σκεπτικό του μεγάλου, επίσημου στρατού. Το Βιετνάμ δε χρειαζόταν κάτι τέτοιο: Χρειαζόταν μονάδες ικανές στον ανταρτοπόλεμο».
»Τους μάθαινα σκοποβολή, να κρύβονται, την τακτική τού να βλέπεις και να μη σε βλέπουν. Κάθε διμοιρίτης, κάθε επιλοχίας, κάθε φαντάρος, έπρεπε να κάνει μόνος του ό,τι χρειαζόταν. Δεν υπήρχε γραμμή, διάταξη μάχης, ο καθένας μόνος του. Είχα και μια ακόμα δυσκολία προσαρμογής. Το σύστημα με το οποίο λειτουργούσαν αυτοί, δημοκρατικά, διέφερε από τη Λεγεώνα, που ήταν αυταρχικό, αποφασίζουμε και διατάζουμε. Οταν έγινα αντάρτης, δύσκολα συνεννοούμασταν. Για κάθε τι, έπρεπε να ζητήσεις τη γνώμη του καθενός. Δεν μπορούσα να αποφασίσω μόνος μου. Κάθε βράδυ, κάναμε την αυτοκριτική μας. Κάθε βράδυ. Τι κάναμε σωστά, τι δεν κάναμε, τι είχαμε να κάνουμε την επομένη…».
Η θρησκεία, μέσο προσηλυτισμού
«Μετά από το τάγμα 26, αποσπάστηκα, με έναν Γάλλο μαζί, που ήταν παλιά στη γαλλική Αντίσταση, στους μακί. Ο φίλος μου ο Ισπανός πήγε σε άλλο τάγμα. Πήγαμε στο Ντανάν, κάναμε “προπαγάνδα στον εχθρό”, όπως λέγεται. Γιατί οι Γάλλοι είχαν αφήσει πολλές φωλιές προδοτών, συνεργατών τους. Οι πιο πολλοί, είναι λυπηρό, ήταν καθολικοί. Εάν ο πόλεμος των βιετκόνγκ τράβηξε τριάντα χρόνια, τα δέκα χρόνια οφείλονται στους καθολικούς. Ο Θεός κι η Παναγιά πρώτα, όχι η πατρίδα – έτσι τους προσηλύτιζαν, έτσι τους δίδασκαν. Και με υποσχέσεις ότι θα τους έπαιρναν στη Γαλλία. Ηταν εύκολα θύματα για τους Γάλλους. Προτιμούσαν την υποστήριξη της Εκκλησίας από το να συμπαραταχθούν με τους αντάρτες για την πατρίδα, για εθνική απελευθέρωση».
«Δε θέλω να το καυχηθώ, έριξα ένα αεροπλάνο»
Με μεγάλη σεμνότητα, ο Κ. Σαραντίδης μας λέει ότι θα μας διηγηθεί κάτι που δεν έχει αποκαλύψει ποτέ στο παρελθόν. «Δε θέλω να το καυχηθώ, είμαι ο πρώτος που έριξα γαλλικό αεροπλάνο στο Βιετνάμ, το 1947. Ενα Μοράν 650, διπλάνο. Ενας σύντροφός μου, ταξίαρχος, μου λέει ότι ήταν Μοράν 500. Εγώ θυμάμαι ότι ήταν 650. Το ρίξαμε με το οπλοπολυβόλο, ένα Μπρεντ. Πιάσαμε και δύο αιχμαλώτους, ένας από τους δύο, το θυμάμαι το όνομά του, λεγόταν Ντιμπουά. Τους κράτησαν μερικούς μήνες. Μετά τους αντάλλαξαν. Είχαν πάει να ανιχνεύσουν για το ράδιο του Βιετνάμ, και επέστρεφαν πετώντας χαμηλά. Δεν ήξεραν πού ήμασταν, εξάλλου δε φοβούνταν, αφού δεν είχαμε αντιαεροπορικά, δεν είχαμε τίποτα. Εγώ είχα το πολυβόλο με διαμέτρημα 12,7 χιλιοστά, αλλά δεν είχα φτιάξει λάκκο, δεν το είχα ετοιμάσει, μόλις είχαμε έρθει στο χωριουδάκι, μπροστά μας ήταν κάτι κάγκελα, αλλά με χόρτα που μας κάλυπταν. Παίρνω εγώ το οπλοπολυβόλο, το βάζω στην πλάτη μου, και λέω σε ένα στρατιώτη, “μόλις σου πω, πάτα τη σκανδάλη”. Κι εγώ προσπαθώ να το φέρω το όπλο, με την κάννη να εξέχει πάνω από το κεφάλι μου, να στοχεύσω, να το καθοδηγήσω. Λέω “όταν πλησιάσει, πάτα τη σκανδάλη”, φεύγουν ριπές …αυτό ήταν, το αεροπλάνο έφυγε χτυπημένο. Σε δεκαπέντε λεπτά μάθαμε ότι το αεροπλάνο είχε πέσει και οι αιχμάλωτοι είναι πάνω, στο σταθμό. Πήγαμε και τους είδαμε, τους αντάμωσα, μίλησα μαζί τους. Δεν το είχα πει αυτό τόσα χρόνια, γιατί δεν είχε γίνει καμία επίσημη αναφορά, αλλά τώρα ένας Βιετναμέζος ταξίαρχος φίλος μου το έκανε γνωστό, και γι’ αυτό με καλούν να πάω τώρα στο Βιετνάμ, για την επέτειο. Εγραψε στην ανταποκρίτρια της εφημερίδας του Λαϊκού Στρατού, να τους στείλει τη διεύθυνση του Λαπ, είπαν, γιατί αυτός έριξε τότε ένα αεροπλάνο… Μετά από αυτό, ρίξαμε ένα Σπιτφάιρ, με μεγάλο οπλοπολυβόλο. Εκανε κάθοδο για να ρίξει βόμβες και του έριξα, και έπεσε. Μετά αποκτήσαμε και πυραύλους και ρίξαμε εκατοντάδες αεροπλάνα».
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τη νίκη του Βιετνάμ στον πόλεμο εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ, δημοσιεύουμε το επόμενο μέρος της προσωπικής μαρτυρίας του Κώστα Σαραντίδη, ή Nguyen Van Lap, ενός ανθρώπου που μπορεί να χαρακτηριστεί «ζωντανή ιστορία». Το 1946, ο 18χρονος νέος που είχε βρεθεί στο Βιετνάμ με τη «Λεγεώνα των Ξένων» περνά στο βιετναμέζικο αντάρτικο, «βαπτίζεται» αντάρτης, πολεμά στο πλάι του λαού της χώρας που υφίσταται τις ιμπεριαλιστικές θηριωδίες των Γάλλων -τότε. Οπως εξομολογείται στο δεύτερο μέρος της αφήγησής του, που δημοσιεύτηκε χτες, κατάφερε να ρίξει ένα γαλλικό αεροπλάνο μ’ ένα οπλοπολυβόλο. Και συνεχίζει να μάχεται…
Σε διάφορα μέτωπα
«Μέχρι το 1952 ήμουν στο στρατό. Πολεμούσα, σε διάφορα μέτωπα. Το ’52 είχα την τύχη να κάνω δύο ταξίδια από νότο στο βορρά. Το ’50 απελευθερώσαμε τα σύνορα με την Κίνα. Οι λιποτάκτες οι ξένοι, Αφρικανοί και Ευρωπαίοι, ήταν πάρα πολλοί. Η κυβέρνηση είχε προγραμματίσει να τους μετακομίσουν στο βορρά, ώστε από εκεί να μπορέσουν να φύγουν στην Κίνα, να πάνε στη Ρωσία και από εκεί να επαναπατριστούν, ειδικά οι Αφρικανοί. Ηταν Λιβεριανοί, Αλγερινοί. Εγώ είχα αναλάβει δύο αποστολές, η κάθε αποστολή ήταν τρεις μήνες ταξίδι, να πάω και να έρθω. Στη ζούγκλα και στα βουνά. Οταν τελείωσαν οι αποστολές, επιστρέφω στη μάχιμη μονάδα, περνάω τη σχολή αξιωματικών, παίρνω το βαθμό του διμοιρίτη».
Διοικητής σε στρατόπεδο αιχμαλώτων
«Δεν πρόλαβα να πιάσω νέα υπηρεσία, με καλεί το γενικό επιτελείο στρατού και η κεντρική επιτροπή της πέμπτης ζώνης, περιοχής, συγκεκριμένα ο σύντροφος Κιαν (Chanh), είναι αείμνηστος τώρα, και μου ανέθεσαν να ιδρύσω ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων.
»Μέχρι τότε, αιχμάλωτους είχαμε, φυσικά, αλλά τους είχαμε σχετικά ελεύθερους. Δεν είχαμε “επίσημα” στρατόπεδα. Ανά έναν – δύο, τους αφήναμε στα χωριά. Εκεί ζούσαν, δούλευαν, παντρεύονταν. Μας είπαν, όμως, ότι τα πράγματα αλλάζουν, θα έρθει μια μέρα που θα μας πουν πού είναι οι αιχμάλωτοι. Τι θα τους πούμε τότε, “να πάρουμε αυτόν, που είναι ελεύθερος, παντρεμένος με δυο παιδιά, και να σας τον παραδώσουμε;” Δε θα πάει. Και μου λένε λοιπόν, αναλαμβάνεις να ιδρύσεις στρατόπεδο.
Και όντως, ίδρυσα το στρατόπεδο υπ’ αριθμόν 3, του νομού Κουανγκάι (Quang-ngay). Στο στρατόπεδο αυτό, ήταν εκατοντάδες αιχμάλωτοι, Ευρωπαίοι, και Αφρικανοί, και Ασιάτες, Κινέζοι και άλλοι. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ήταν από τη Λεγεώνα των Ξένων. Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Ρώσοι, μια …αφρόκρεμα των φασιστών. Το ’54 έγινε η παράδοση των αιχμαλώτων, ανταλλαγή, τους παραδώσαμε όλους στο Κουινιόν (Quy-nhon), και εγώ επιστρέφω στη μονάδα μου».
Επρεπε να σώσουμε το λαό από την πείνα
«Πήγαμε στο νομό Θανγκχουά (Thanh-hoa), όπου υπήρχε ένα φράγμα, το οποίο το είχαν βομβαρδίσει οι Γάλλοι, το είχαν καταστρέψει. Είχαν προκαλέσει, έτσι, μεγάλη ξηρασία και μεγάλη πείνα. Ηταν αγροτική περιοχή. Εκεί, επί τρεις μήνες, προσπαθούσαμε να προφυλάξουμε τα ζώα, να μην ψοφήσουν, και φυσικά να προφυλάξουμε τους ανθρώπους, από την πείνα και τις ασθένειες. Είχαμε χωριστεί, όλος ο λόχος μου, ανά δύο στρατιώτες σ’ ένα σπίτι. Είχαμε υποχρέωση να φροντίσουμε τα ζώα και οι κάτοικοι να μείνουν ζωντανοί. Υπήρξαν μέρες που τρέφονταν μόνο με το ρύζι του λόχου, μαζεύαμε χόρτα, κάναμε σούπα. Επί τρεις μήνες…».
Ε, όχι και στην αεροπορία!
«Παράλληλα, τότε δόθηκε η εντολή, όσοι ήξεραν από θάλασσα και ήθελαν να πάνε για πλοίαρχοι στην Κίνα, να παρουσιαστούν. Κάνω κι εγώ μια αίτηση. Θεσσαλονικός είμαι, θάλασσα έχουμε – να πάρει ο διάολος, να μην πάω κι εγώ; Πλοίαρχος, δε βαριέσαι, κάτι θα μάθουμε, λέω. Τη θάλασσα την ξέρω. Αργησα όμως να πάω στο Ανόι. Οταν παρουσιάστηκα στο γενικό επιτελείο στρατού, ο στρατηγός Νγκουιέν Κι Θαν (Nguyen-Chi Thang) μου λέει, “σύντροφε, λυπάμαι, ήρθες αργά, έφυγαν τα παιδιά, αλλά θα σε στείλω στην αεροπορία”. Λέω, “όχι και στην αεροπορία! Στη θάλασσα, ξέρω μπάνιο, στον αέρα τι να κάνω;” Μου λέει, “μη στεναχωριέσαι. Εχουμε άλογα”. Πήγα λοιπόν στο αεροδρόμιο του Γιαλάμ (Gia-lam), στην πολιτική αεροπορία, και υπηρετούσαμε τη διεθνή επιτροπή για τον πόλεμο του Βιετνάμ, στην οποία συμμετείχαν η Πολωνία, η Ινδία και ο Καναδάς, με αντιπροσωπείες. Εκτελούσα καθήκοντα οδηγού αυτοκινήτων… Πιλότους είχαμε δύο – τρεις Κινέζους».
Αποστρατεία – αλλά συνέχιση του αγώνα…
«Εκεί ήμουν μέχρι το ’55-’56, όταν κάποιος τους είπε ότι μιλάω γερμανικά. Εν τω μεταξύ, έγινε γενική αποστράτευση. 10.000 στρατιώτες έπρεπε να αποστρατευτούν, να πάνε στελέχη σε διάφορες επιχειρήσεις. Αποστρατεύτηκα λοιπόν κι εγώ. Με ζητούσαν, τότε, από δύο υπουργεία. Από το υπουργείο Μεταφορών, σαν οδηγό, επειδή ήμουν και αξιωματικός και υπήρχαν πολλοί Ευρωπαίοι που δούλευαν σαν οδηγοί. Και από το υπουργείο Πολιτισμού, όπου κάποιος τους είχε πει ότι μιλούσα γερμανικά, και χρειάζονταν γερμανόφωνους, διότι είχαν έρθει άνθρωποι από την Ανατολική Γερμανία. Δεν είχαν διερμηνείς, και χρειάζονταν, διότι θα δημιουργούσαν ένα εργοστάσιο, μια εκτυπωτική μονάδα. Μα, λέω, δεν ξέρω καλά γερμανικά, μόνο λίγες λέξεις. Μου απάντησαν, κοντά στην ξέρα, καλό και το χαλάζι. Ετσι πήρα απόσπαση από το στρατό και πήγα διερμηνέας, δούλεψα έτσι δύο χρόνια… Και μετά δούλεψα και σαν ηθοποιός…Υστερα παντρεύτηκα, απόκτησα παιδί… Πήγα στα σύνορα της Κίνας πάλι, σε ένα ανθρακωρυχείο. Πάλι ως οδηγός. Σε ορυχεία τα οποία δεν είναι υπόγεια, είναι επιφανειακά. Τρία μέτρα χώμα, κι ύστερα όλο κάρβουνο. Με τα καλάθια φόρτωναν οι άνθρωποι το κάρβουνο και εμείς το μεταφέραμε. Και το ’65, ζήτησα να επιστρέψω στην πατρίδα».
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
Ο «Ριζοσπάστης» συνεχίζει, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τη νίκη του Βιετνάμ στον πόλεμο εναντίον της ιμπεριαλιστικής επίθεσης των ΗΠΑ, τη δημοσίευση της αφήγησης του Κώστα Σαραντίδη ή Nguyen Van Lap, ενός Ελληνα που πολέμησε στο πλευρό του λαού του Βιετνάμ για σχεδόν δύο δεκαετίες, από το 1946 έως το 1965.
Η κρυφή εμπλοκή των ΗΠΑ
Η επίσημη δυτική ιστοριογραφία θέλει τις ΗΠΑ να εμπλέκονται στον πόλεμο στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Ο Κ. Σαραντίδης, όμως, διηγείται μια πολύ διαφορετική ιστορία: «Οι Αμερικανοί ήταν στον πόλεμο ήδη πολύ πριν τη δεκαετία του ’60, αλλά μασκαρεμένοι. Ηταν σα σύμβουλοι, σα μηχανικοί. Ηταν κυρίως στη Σαϊγκόν. Είχαμε ονομάσει τη Σαϊγκόν Πόλη Χο Τσι Μινχ από το ’50. Περίπου τότε, οι Αμερικάνοι ήρθαν να βάλουν πόδι. Στο στρατόπεδο αιχμαλώτων, είχα και δύο αιχμαλώτους Αμερικάνους! Ηταν “σύμβουλοι”. Στρατιωτικοί σύμβουλοι φυσικά, άτυπα. Προετοιμαζόντουσαν να εμπλακούν… Ετοίμαζαν δικούς τους, στελέχη, να ανατρέψουν τους Γάλλους, να πάρουν αυτοί την εξουσία… Οπως σκοτώσαν αργότερα τον Νγκο-ντιν-Ζιεμ (Ngo-Dinh-Diem) (σ.σ. πρόκειται για στρατιωτικό, που οι Αμερικάνοι έβαλαν επικεφαλής στο Ν. Βιετνάμ) – αυτοί τον έβαλαν, αυτοί τον σκότωσαν».
Πώς πετυχαίνει μια επανάσταση
Ο συνομιλητής μας σημειώνει: «Η οργάνωση του βιετναμέζικου αντάρτικου ήταν τέλεια. Το έχουμε βγάλει και ως συμπέρασμα. Τα πέντε σημεία, για το πώς πετυχαίνει μια επανάσταση. Χρειάζονται: λαμπρός ηγέτης, ένα κόμμα, που δε θα είναι βέβαια τίποτε άλλο από κομμουνιστικό, το δίκιο του αγώνα, καλή οργάνωση στη μάζα, και διεθνής υποστήριξη. Ενα από αυτά αν έλειπε… Αν δεν είχαμε το λαό μαζί μας… δε θα μπορούσε να γίνει τίποτα. Το ψάρι έξω από το νερό δεν μπορεί να κολυμπήσει. Τα χρόνια εκείνα, το ’45, το ’46, το ’47, είχαμε πεντακόσια με εξακόσια γραμμάρια ρυζιού για διατροφή! Φανταστείτε τη συνολική αξία παρασκευής του ρυζιού για ένα στρατό ολόκληρο: τα ξύλα, το ξίδι, το λάδι, το αλάτι, είδη που ήταν αναγκαία για την προετοιμασία της τροφής. Δεν είχαμε τίποτα, μόνο το ρύζι. Επρεπε να υπάρχει μια οργάνωση να συγκεντρώνει τα αναγκαία για την υποστήριξή μας. Σε κάθε οικισμό, σε κάθε χωριουδάκι, σε κάθε παροικία, έπρεπε να υπάρχει ένας “πυρήνας”. Ενας έφτανε, αλλά αυτός ο πυρήνας έπρεπε να ήταν υποδειγματικός. Με ένα λαμπρό στέλεχος, που έπρεπε να έχει απόλυτη προφύλαξη από το λαό, την πλήρη εμπιστοσύνη του. Αυτός έπρεπε να οργανώνει. Οργανώνονταν όλοι, εκτός από τα …μωρά! Από τα παιδάκια, τεσσάρων, πέντε χρονών, ήταν οι πιονέροι. Μετά, η νεολαία. Οι μανάδες. Οι αδερφές. Οι παππούδες. Οι γιαγιάδες. Ολοι και όλα ήταν οργανωμένα. Για κάθε κατηγορία ανθρώπων, υπήρχε οργάνωση. Και φυσικά υπήρχε και το Λαϊκό Μέτωπο, όπως ήταν εδώ το ΕΑΜ. Ηταν λαϊκή οργάνωση, μέσα εκεί μπορεί να υπήρχαν ακόμη και τσιφλικάδες. Αρκεί να ήταν πατριώτες. Τους δίναμε κι ένα βαθμό, για να αισθάνονται άνετα, για να τους προσεταιριστούμε».
«Ούτε η μάνα μου δεν έκλαψε έτσι…»
«Είχα αποκτήσει έναν “αδερφό”, γιατί ήταν νόμος από το κράτος, κάθε στρατιώτης, επειδή δεν πολεμούσαμε στον τόπο μας, αυτοί που ήταν από το βορρά πήγαιναν στο νότο, αυτοί που ήταν από το νότο πολεμούσαν στο βορρά, είτε είχαν συγγενείς είτε δεν είχαν, και έπρεπε να έχουν κάποιο στήριγμα. Ηταν μια σοφή πρόταση του Χο Τσι Μινχ, να αποκτήσουν ο καθένας “μητέρα” του στρατιώτη, “αδελφή” του στρατιώτη, “αδελφό” του στρατιώτη. Και κάθε στρατιώτης είχε δικαίωμα σε τρεις τέτοιες “υιοθετήσεις”, κάθε μητέρα είχε δικαίωμα να ζητήσει δύο παιδιά. Αλλά όχι από την ίδια μονάδα. Ετσι, εμένα μου παρουσιάσανε έναν τσιφλικά. “Αδερφό”. Αυτός είχε τρεις γυναίκες, και καμιά δεκαριά παιδιά. Εγώ ήμουν ο “μικρός αδελφός” της οικογένειας. Πλούσιος ήταν, αλλά πατριώτης. Είχα και μια “μητέρα”, κάπου αλλού. Πάμφτωχη… Αλλά όταν πήγαινα, με αγκάλιαζε κι έκλαιγε. Οταν ήρθα στην πατρίδα μου κι αγκάλιασα τη μάνα μου, έκλαψε, αλλά δεν έκλαψε όπως είχε κλάψει αυτή η γυναίκα…».
«Μόνος μου διάλεξα αυτόν το δρόμο»
«Ηταν η αγάπη τους που με παρακινούσε, ήμουν ξένος και πολεμούσα για την πατρίδα τους, αυτό μας κρατούσε μαζί. Κι εγώ όσο έβλεπα ότι αυτός ο λαός ήταν τόσο καλοκάγαθος, με τόση καλοσύνη και με τέτοια εμπιστοσύνη που μου δίνανε, δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά. Πρώτα – πρώτα, μόνος μου πήγα. Κανείς δε με πήρε με το ζόρι. Μόνος μου διάλεξα αυτό το δρόμο, κι έπρεπε να τον φέρω σε πέρας. Φυσικά, με τη διαπαιδαγώγηση του κόμματος, με τη συντροφικότητα… ήμουν και ανοιχτόκαρδος άνθρωπος, μισούσα το ψέμα και το χρήμα. Απ’ όλα αυτά, μπόρεσα και κράτησα ό,τι έπρεπε να κρατήσω, και αυτό δίδαξα και στα παιδιά μου. Ολα αυτά με έκαναν κι εμένα να δίνομαι αυθορμήτως».
«Εξι χρόνια ήμασταν ξυπόλυτοι, το πιστεύετε;»
«Καθόμουν σε ένα σπίτι, όταν πηγαίναμε σε κάποιο χωριό, μια διμοιρία. Καθόμασταν πέντε – δέκα μέρες. Βρισκόμασταν με το σύνδεσμο, που είχε την πρωταρχική δουλιά, να τακτοποιήσει τους φαντάρους στα σπίτια, αλλά και το γραφείο. Το γραφείο έπρεπε να τακτοποιηθεί σε κάποιο μέτριο σπίτι. Οχι πολύ πλούσιο, ούτε πολύ φτωχό. Αλλά έπρεπε να υπάρχει εμπιστοσύνη. Εκεί συζητάγαμε. Οι στρατιώτες, όμως, πηγαίναμε και βρίσκαμε σπίτια πλούσια. Σκεπτικό; Να μπορέσουμε να φάμε ένα πιάτο παραπάνω. Γιατί δεν είχαμε… έξι χρόνια ήμουν ξυπόλυτος. Το πιστεύετε; Εκοβα τη φτέρνα με το μαχαίρι, και δεν πόναγα. Οχι μόνο εγώ, όλοι μας. Αλλά εγώ ήμουν ξένος. Αυτοί έβλεπαν όσα υπέφερα εγώ. Είχα ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο κι ένα δεύτερο πουκάμισο. Πηγαίναμε να κάνουμε μπάνιο, πλέναμε τα ρούχα, τα απλώναμε στην άμμο, ώσπου να κάνουμε μπάνιο στέγνωναν και τα ξαναφοράγαμε. Χρήματα δεν είχαμε. Κι αν μας δίνανε, κάποιος περαστικός, κάποιος με καλή καρδιά, που λέμε εμείς, κανένα χαρτζιλικάκι, δεν μπορούσα να το ξοδέψω. Δεν το παίρνανε! Πήγαινα στο κουρείο να κουρευτώ, ρωτούσα, πόσο κάνει; Μου έλεγαν, φύγε. Πήγαινα να πάρω δυο μπανάνες από μια γριούλα, πόσο κάνει μαμά; Φύγε, παιδί μου. Επαιρνα τσάι, είχε τσάι πράσινο στο δρόμο, πόσο κάνει; Φύγε. Είχα ένα τάλιρο και – το πιστεύετε; Εξι μήνες δεν μπορούσα να το ξοδέψω… Λέγεται ούν-χο (un-ho), προσφορά. Οπου πηγαίναμε, μας έδιναν…».
ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ
Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει σήμερα, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τη νίκη του Βιετνάμ εναντίον της ιμπεριαλιστικής επίθεσης των ΗΠΑ, το πέμπτο και προτελευταίο μέρος της αφήγησης του Κώστα Σαραντίδη – ή Nguyen Van Lap – του Ελληνα που πολέμησε στο πλευρό των βιετμίνχ από το 1956 έως το 1965. Μιλώντας στο «Ρ», ο Κ. Σαραντίδης αναφέρθηκε στις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιτυχία ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα συνδεδεμένου με επαναστατικά προτάγματα, αλλά και την οργανική σύνδεση των ανταρτών με το λαό.
«Δεν πολεμάγαμε σαν τους άλλους»
Ο Κ. Σαραντίδης τονίζει ότι το βιετναμέζικο αντάρτικο λειτουργούσε με πολύ διαφορετική τακτική και στρατηγική από ό,τι οι αντίπαλές του δυνάμεις, τόσο των Γάλλων – εναντίον των οποίων πολέμησε – όσο και, στη συνέχεια, των Αμερικανών. «Γι’ αυτό και το αντάρτικο βάσταξε και θα μπορούσε να κρατήσει και εκατό χρόνια», λέει, «δε γίνονταν λαίμαργα. Δεν πολεμάγαμε σαν τους άλλους. Είχαμε τακτική. Είχαμε χωρίσει σε ζώνες τις περιοχές. Κάθε τάγμα είχε τη δική του ζώνη. Κάθε ζώνη είχε δύο τάγματα. Ενα εμπόλεμο και ένα σε ανάρρωση. Στα μετόπισθεν. Ετσι, καλλιεργούσαμε, την πατάτα, το μανιόκ. Ζαχαροκάλαμο. Ρύζι. Ψαρεύαμε ψάρια σε ποτάμια. Για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Και μετά ερχόταν η άλλη μονάδα και τα παραδίναμε σε αυτούς».
Ποια οικογένεια έχει ανάγκη;
Η αλληλεγγύη των ανταρτών προς το λαό ήταν αυτονόητη όσο και η αναπνοή, θυμάται ο συνομιλητής μας. «Πηγαίναμε σε ένα χωριό. Πρώτη μας δουλιά ήταν να βρούμε τον κοινοτάρχη. Σύντροφε, ποια οικογένεια είναι φτωχή κι έχει ανάγκη από χέρια; Τρέχαμε να μαζέψουμε κοπριά, να καθαρίσουμε το ρύζι εκεί που είχε φυτρώσει χόρτο, ζιζάνια. Να μαζέψουμε χόρτα για να δώσουμε στα γουρούνια. Δουλεύαμε! Κάθε Κυριακή, δεν είχαμε συσσίτιο, είχαμε το τουτούκ (tu-tuc), την αυτοσυντήρηση. Χτυπάγαμε τις πόρτες, ποιος μας θέλει για δουλιά; Και στον πλούσιο πηγαίναμε, και σε αυτόν δουλεύαμε. Δεν κάναμε διάκριση. Και φυσικά, κάναμε και διαφωτισμό και διαπαιδαγώγηση. Μαζί με όλα τα άλλα. Προσφέραμε ό,τι μπορούσαμε…».
«Είχαμε γίνει ένα»
Ο Κ. Σαραντίδης έχει τις καλύτερες αναμνήσεις του από τη ζωή με τα παιδιά των σκληρά αγωνιζόμενων Βιετναμέζων: «Οταν πηγαίναμε στα σπίτια, τα πιτσιρίκια έπρεπε να δεις πώς έκαναν. Τα πιτσιρίκια τα προσέχαμε εμείς, όλη μέρα. Οι γονείς τους σηκώνονταν και πήγαιναν στα χωράφια πριν βγει ο ήλιος, και επέστρεφαν αφού είχε πέσει ο ήλιος. Φυσικά, δεν είχαν μηχανήματα. Δεν είχαν τίποτα… Μια τσάπα, έναν κουβά για να ρίχνουν το νερό. Και μερικά ζώα. Αυτή η δουλιά, κάθε μέρα, ήταν φοβερά εξαντλητική. Δεν υπήρχε χρόνος να προσέχουν και τα παιδιά. Το μεγαλύτερο κοριτσάκι, επτά – οκτώ χρονών, ήταν και μάνα, και αδερφή, και μωρό, ταυτόχρονα. Εμείς ήμασταν εκεί και έπρεπε να σκουπίσουμε, να φροντίσουμε τα σπίτια, να ταΐσουμε τα γουρούνια και τα κατοικίδια, να φροντίσουμε, να πλύνουμε τα μωράκια. Ολα αυτά με είχαν συνδέσει με τους ανθρώπους αυτούς, είχα γίνει ένα με τους Βιετναμέζους. Μου έλεγαν οι άλλοι ξένοι, “έχεις μπει στο τομάρι τους”. Ναι, φυσικά, παραδεχόμουν».
«Ημασταν το παράδειγμα»
«Οταν πηγαίναμε σε κάποια περιοχή και υπήρχε ευκαιρία, κάποια γιορτή, κάποια επέτειος, εμείς ήμασταν το παράδειγμα, ο καθρέφτης. Εμείς, λέγαμε στον κόσμο, είμαστε ξένοι, αλλά πολεμάμε για τη δική σας την πατρίδα. Κι εμείς στη δική μας πατρίδα, τους έλεγα – έστω κι αν και δεν ήμουν προσωπικά στο αντάρτικο, υπερέβαλα λίγο στις αφηγήσεις – πολεμάγαμε τους Γερμανούς κατακτητές. Κι εμένα με έστειλαν εδώ για να γίνω ίδιος; Αρνήθηκα! Οχι! Ενώθηκα μαζί σας, να πολεμήσω εναντίον του κατακτητή. Αυτά που έλεγα είχαν απήχηση στο λαό αυτόν».
Η στρατολόγηση ανταρτών δε γινόταν άκριτα, θα πει ο Κ. Σαραντίδης: «Υπήρχε, βέβαια, το πρόβλημα ότι δεν ήταν εύκολη η στρατολόγηση ανθρώπων για το αντάρτικο, δεν μπορούσε να πάει όποιος όποιος. Ο πολιτικός κομισάριος, ο επίτροπος, προειδοποιούσε: φαΐ δεν έχει, νερό δεν έχει, φάρμακα δεν έχει, ρούχα δεν έχει, θα είσαι ξυπόλυτος. Θα αντέξεις; Αν κάποιος απάνταγε, εγώ δεν πάω γι’ αυτά, πάω να πολεμήσω, κι ίσως να σκοτωθώ, του λέγανε, πέρνα. Αυτό δε σήμαινε ότι πήγαινε κατ’ ευθείαν στο αντάρτικο, πήγαινε σε προπαρασκευαστική μονάδα πρώτα. Εξασκείτο, διαφωτιζόταν, δούλευε»…
Διαφώτιση και μόρφωση του λαού
Οι στόχοι των βιετμίνχ δεν ήταν μόνο στρατιωτικοί, αλλά και πολιτικοί και κοινωνικοί, λέει ο συνομιλητής μας. «Βασικό ζήτημα στη διαφώτιση ήταν το νόημα της μάχης που δίναμε, η αγάπη για την πατρίδα, το τι έκαναν οι Γάλλοι. Τα δικαιώματα που στερούσαν από τους Βιετναμέζους, και η προσπάθειά τους να ελευθερωθούν», λέει.
Και τονίζει ότι εξίσου σημαντικός στόχος ήταν και η πρόοδος σε ένα κύριο κοινωνικό πρόβλημα: «Γινόταν μια τεράστια προσπάθεια για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Ηταν ένα σύστημα τέλειο», προσθέτει.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές που διηγείται είναι η λειτουργία των αγορών τη νύχτα για την αποφυγή του εντοπισμού τους και του βομβαρδισμού τους από αέρος: «Υπήρχαν υπαίθριες λαϊκές αγορές, όπως κι εδώ. Αλλά λόγω του πολέμου, φυσικά, οι λαϊκές αγορές εκεί άνοιγαν και εργάζονταν τη νύχτα. Και αλίμονο, αν πήγαινε κάποια κοπέλα ή κάποιος νέος με άσπρο πουκάμισο. Αφού έδινε στόχο… Ερχόντουσαν τα παιδάκια τα μικρά και σε ειδοποιούσαν, πήγαινε άλλαξε, δίνεις στόχο! Και μετά κλείνανε την αγορά και αφήνανε δύο εισόδους».
ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ
«Στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα…»
Ο Κ. Σαραντίδης θυμάται ότι στις υπαίθριες λαϊκές αγορές, που λειτουργούσαν τη νύχτα – λόγω του φόβου των βομβαρδισμών -, οι βιετμίνχ προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν τον αναλφαβητισμό. «Είχαν έναν πίνακα, και έγραφαν, σχεδόν …προειδοποιούσαν: Την επόμενη εβδομάδα που θα έρθετε, πρέπει να ξέρετε αυτά τα γράμματα, αλλιώς δε θα μπείτε στην αγορά! Πιο πολύ ήταν δύσκολο για τις γριούλες, δεν ήταν για τους νέους φυσικά… Τους έλεγαν, “γιαγιά, θα μπεις αυτή τη φορά, αλλά την επόμενη προσπάθησε να τα ξέρεις”! Εγώ έκανα το δάσκαλο στην αριθμητική. Στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα…».
«Τη νύχτα, το Βιετνάμ ήταν ελεύθερο»
Ο συνομιλητής μας θυμάται πώς διοργανώνονταν μαθήματα τη νύχτα σε σπίτια: «Μαζευόμασταν σε κάποιο σπίτι, που ήταν κάπως πιο ευρύχωρο τα βράδια, με τα φαναράκια, για να έχουμε ένα υποτυπώδες φως, και κάναμε μαθήματα… όποιος ήξερε κάτι, το δίδασκε. Το βράδυ, το Βιετνάμ ήταν μια ελεύθερη χώρα. Αλλά και την ημέρα, αν είχε συννεφιά και δε μας έβλεπαν τα αεροπλάνα. Ομως, αν είχε καλοκαιρία, έπρεπε να προσέχουμε, να μην κυκλοφορούμε, ώστε μη μας εντοπίσουν τα αναγνωριστικά, ή τα βομβαρδιστικά. Αυτοί έριχναν αδιάκριτα. Οτιδήποτε κινιόταν, ήταν στόχος! Ειδικά σκότωναν ζώα. Είχαν ένα σύνθημα: “ένα βουβάλι, πέντε αντάρτες”… Εμείς απαγορευόταν να σκοτώσουμε ζώο. Τετράποδο, να σφάξουμε; Τρελαθήκατε; Δεν το αντέχαμε να πέθαιναν… Αφού τα είχαμε για να οργώνουν τα χωράφια, πώς αλλιώς θα γινόταν; Μας τα σκότωναν οι Γάλλοι, να τα σκοτώναμε κι εμείς; Κάθε οικογένεια έτρεφε, φυσικά, κατοικίδια, κότες, γουρούνια. Κι εγώ, ενίοτε. Και πριν σφάξουμε οποιοδήποτε κατοικίδιο, έπρεπε να το αντικαταστήσουμε, και να το πούμε στον κοινοτάρχη».
«Σχεδόν είχα ξεχάσει πως είχα οικογένεια»
«Το ότι μπορεί να σκοτωνόμουν δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό», μας λέει ο Κώστας Σαραντίδης, που απορροφήθηκε τόσο στον αγώνα του λαού του Βιετνάμ, που οι υπόλοιποι ξένοι του έλεγαν ότι «είχε γίνει ένα» μαζί τους. «Ολα αυτά τα χρόνια είχα ξεχάσει ότι είχα οικογένεια. Μου το θύμιζαν, και με στεναχωρούσαν, οι σύντροφοι, όταν με ρώταγαν για τα προσωπικά μου. Αν δε μου το θύμιζε κανείς, δε με πείραζε…
»Οταν πήγα στην Αλγερία, είχα στείλει ένα γράμμα στο σπίτι μου, στην Τούμπα, στη Θεσσαλονίκη. Τους έλεγα, μη ρωτάτε πολλά, είμαι στη Λεγεώνα. Εφθασα στην Ινδοκίνα, και πήρα ακόμα ένα γράμμα από τη μητέρα μου. Το τελευταίο, για πάρα πολλά χρόνια…
»Πριν φύγω, πριν πάω στο αντάρτικο, έγραψα τρία γράμματα: Εναν στην οικογένειά μου, ένα στον Κώστα Φιτσιτσόγλου, κι ένα στον Παναγιώτη Παπαδόγγονα» (σ.σ. πρόκειται για τους δύο άλλους Ελληνες που υπηρετούσαν στη Λεγεώνα των Ξένων. Ο πρώτος, όπως διηγείται ο Κώστας Σαραντίδης, εντάχθηκε και αυτός στο αντάρτικο). «Τα έριξα στο γραμματοκιβώτιο – μόλις που πρόλαβα – και έφυγα. Από τότε, οι δικοί μου δεν είχαν καμία είδηση από εμένα. Δεν ξέρω καν αν το πήραν. Ξέρω, όμως, ότι τις αρχές του ’54 είχα αιχμάλωτους δύο Γάλλους, που ήταν ελεύθεροι, θυμάμαι το όνομα του ενός, τον έλεγαν Ρενέ, και το επιτελείο μού είχε πει να τους πάω κάπου αλλού, να τους απελευθερώσουμε. Και ζήτησα από τον έναν να με βοηθήσει να γράψουμε ένα γράμμα στα γαλλικά. Δεν ήξερα ποια ήταν η διεύθυνση των δικών μου, γιατί μέναμε σε παραπήγματα, δεν είχαμε δικό μας σπίτι στη Θεσσαλονίκη… Αλλά ήταν μια θεία μου, αδερφή της μητέρας μου, που έμενε στην Τζαβέλλα. Σε ένα δικό τους σπίτι, το είχαν κληρονομήσει από τον παππού μου. Αλλά δεν μπορούσα, δε θυμόμουν να γράψω ελληνικά… δε μου ερχόταν. Είπα, λοιπόν, στον αιχμάλωτο, επειδή οι ξαδέρφες μου είχαν σπουδάσει και γνώριζαν γαλλικά, και το γράψαμε και το στείλαμε. Αυτό το γράμμα έφθασε στη θεία μου. Η θεία μου, η συγχωρεμένη η Ευαγγελία, πήρε το γράμμα, το έβαλε στον κόρφο της, και πήγε στη μάνα μου. Η μάνα μου βλέπει χαρούμενη την αδερφή της, που είχε εσκεμμένα αφήσει να φαίνεται ένα μέρος του φακέλου, που ήταν κόκκινου χρώματος, με γαλλικά γράμματα απ’ έξω. Η μάνα μου το κατάλαβε και λέει, “αχ, γράμμα του Κώστα!” Η μάνα μου είχε κάνει τρεις φορές κόλλυβα για μένα, με πίστευε νεκρό… Κι οι δύο αδερφές κάθισαν και έκλαψαν με μαύρα δάκρυα, ώρες.
»Μετά πήρα ένα γράμμα, μέσω Τσεχοσλοβακίας. Από τότε είχαμε κάποια αλληλογραφία. Το πρώτο γράμμα το πήρα όταν ήταν να πάω ένα ταξίδι στην Κίνα, και μου λέει ένας στρατηγός, “πέρνα από εδώ, σου έχω μια έκπληξη”. Λέω, τι έκπληξη; Με φωνάζει στο γραφείο του, μου αφήνει το γράμμα και σηκώνεται και φεύγει, γιατί ήξερε ότι θα με έκανε να συγκινηθώ. Μόλις το είδα …κλάμα, πολύ κλάμα. Πέντε μέρες, να το διαβάσω δεν μπορούσα, το κοίταζα και έκλαιγα. Πήγα λοιπόν σε έναν φίλο μου Γάλλο, παντρεμένο στο Χανόι, και του λέω “πάμε να πιούμε”. Ηπια κρασί μετά από πολλά χρόνια, μέθυσα, και μόνο τότε μπόρεσα να ανοίξω το γράμμα και να το διαβάσω…».
«Αλλοδαπός» στην πατρίδα του…
«Οταν γύρισα στην Ελλάδα μετά, το 1965, ανακάλυψα ότι είχα χάσει την ελληνική ιθαγένεια. Με θεωρούσαν …αλλοδαπό! Αλλά, ευτυχώς, δε μίλησα στις αρχές για το πού βρισκόμουν και τι έκανα. Στο Τμήμα Αλλοδαπών κατάφερα να τους πείσω ότι ήμουν στη Λεγεώνα, ότι δεν ήμουν ανυπότακτος…
»Τα νέα για το Βιετνάμ τα παρακολουθούσα, είχε γράψει και η Αυγή – τότε δεν εκδιδόταν Ριζοσπάστης – κι είχε αναφερθεί και σε μένα. Βρήκα μια δουλιά, στην “Πεσινέ”, το ’65 μάλιστα ιδρύσαμε την πρώτη ΚΟΒ του ΚΚΕ».
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ. Θα θέλαμε να προβούμε σε μερικές διορθώσεις τοπωνυμίων και γεγονότων, που, με αποκλειστικά δική μας ευθύνη, αναφέρθηκαν εσφαλμένα: Στο Πρώτο Μέρος (15.5.2005): Η πόλη που αναφέρεται ως «Φουλούκ» είναι η Θουντούκ (Thu-duk). Στο ίδιο, ο αξιωματικός που αρνείται να δεχτεί τους λεγεωνάριους δεν υπηρετεί στον ινδοκινεζικό στρατό, αλλά στον ινδικό. Ο Παναγιώτης Π. είναι ο Παναγιώτης Παπαδόγγονας, ο οποίος μάλιστα τραυματίστηκε βαριά σε μάχη στο Βιετνάμ, όπου υπηρετούσε με τη Λεγεώνα των Ξένων. Ενώ στο «βάπτισμα» των πρώην Λεγεωνάριων, οι Σαραντίδης και Μερίνος είπαν στον Βιετναμέζο οπλίτη να τους σκοτώσει και να φύγει. Στο Δεύτερο Μέρος (17.5.2005): Οταν ο Κώστας Σαραντίδης φέρεται να λέει «όταν έγινα αντάρτης», εννοεί όταν απέκτησε βαθμό αξιωματικού. Ενώ το Σπιτφάιρ, το βρετανικής κατασκευής αεροσκάφος, δεν καταρρίφθηκε από τον ίδιο τον Κώστα Σαραντίδη, όπως το Μοράν, αλλά από στρατιώτες μονάδας του. Τέλος, στο Πέμπτο Μέρος, αναφέρεται στον πρόλογο ότι ο Κ. Σ. πολέμησε στο Βιετνάμ από το 1956, ενώ, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αυτομόλησε το 1946.
Ακόμη, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον Κώστα Σαραντίδη για την εκτενή συζήτηση και την προσφορά των φωτογραφιών από το προσωπικό του αρχείο.