Κωστής Στεφανόπουλος – Ένα χρήσιμο διακοσμητικό της αστικής εξουσίας
Ο Στεφανόπουλος θεωρήθηκε πετυχημένος, συμπίπτοντας χρονικά με μια καλή φάση ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, σε αντίθεση με το διάδοχό του Κάρολο Παπούλια, που δεν έκανε τίποτα διαφορετικό, αλλά τον πήραν τα σκάγια της λαϊκής οργής ενάντια στα μνημόνια…
Στην Ελληνική Προεδρευόμενη Δημοκρατία, ο ΠτΔ (αντι-διαλεκτική αντιστροφή του αρκτικόλεξου ΔτΠ που μπορεί να διαβαστεί κι ως δικτατορία του προλεταριάτου) δεν έχει παρά ένα διακοσμητικό ρόλο, ιδίως μετά την αναθεώρηση του 1986. Κατά μία έννοια, διακοσμητικό ρόλο μπορεί να έχει ακόμα και μια κυβέρνηση, που δεν ταυτίζεται ούτε ασκεί την πραγματική εξουσία. Αυτό βασικά το θυμούνται όψιμα οι κυβερνώντες ως άλλοθι, γιατί τάχα τους χτυπάν τα συμφέροντα και τους δένουν τα χέρια. Δεν το λένε ποτέ όμως προεκλογικά που τάζουν πως θα κάνουν ένα σωρό πράγματα και ριζοσπαστικές αλλαγές.
Σε κάθε περίπτωση, για αυτήν τη διακοσμητική θέση του ΠτΔ, ο Κωστής Στεφανόπουλος ήταν πιθανότατα η καλύτερη λύση που βρήκε ποτέ το αστικό πολιτικό σύστημα, κάτι που οφείλεται σε μια σειρά λόγους, όπως θα δούμε παρακάτω.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1926 στην Πάτρα, από πατέρα πολιτικό και οικογένεια που μπορεί να χαρακτηριστεί και πολιτικό τζάκι. Δεν ανέπτυξε ιδιαίτερη δραστηριότητα την κρίσιμη δεκαετία του 40′ πέρα από την ενασχόλησή του με τον αθλητισμό και τις σπουδές του στη Νομική. Το 1958 βάζει πρώτη φορά υποψηφιότητα για βουλευτής με την ΕΡΕ του Καραμανλή και εκλέγεται τελικά το 1964. Δε συναντάμε βιογραφικές αναφορές για ανάπτυξη από μέρους του κάποιας αντιδικτατορικής δράσης.
Στη Μεταπολίτευση, γίνεται εξ αρχής βασικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και υπουργός στις κυβερνήσεις του Καραμανλή. Γίνεται κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος, χάνει όμως την κούρσα της διαδοχής από τον Αβέρωφ και τρία χρόνια αργότερα από το Μητσοτάκη. Ο Δήμος Μπότσαρης μας μεταφέρει ως περιστατικό πως κάποιοι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Μένιου Κουτσόγιωργα, που ήταν επίσης νομικός από την Αχαΐα, είχαν γεμίσει την πόλη και τα περίχωρα της Πάτρας με το σύνθημα “τι Κουτσόγιωργας, τι Στεφανόπουλος”, κατά το ιστορικό “τι Πλαστήρας τι Παπάγος”, προφανώς για να τον μειώσουν με αυτό το μέτρο σύγκρισης. Γενικά όμως δε θεωρείται αξιόπιστη πηγή, αφού είχε σαφείς τάσεις προς τον κιτρινισμό.
Ο Στεφανόπουλος αποχώρησε τα επόμενα χρόνια από τη ΝΔ, δημιουργώντας το δικό του προσωποπαγές και θνησιγενές κόμμα, τη Δημοκρατική Αναγέννηση (ΔΗΑΝΑ), που έπαιξε παρόλα αυτά κάποιο ρόλο στις οικουμενικές κυβερνήσεις της περιόδου 1989-90 και αργότερα με τη μεταπήδηση του Κατσίκη στη Νέα Δημοκρατία, που έδωσε στο Μητσοτάκη εύθραυστη πλειοψηφία 151 εδρών και το δικαίωμα να σχηματίσει κυβέρνηση.
Τα επόμενα χρόνια η ΔΗΑΝΑ συμπιέστηκε πολιτικά από την Πολιτική Άνοιξη -που απευθυνόταν στο ίδιο κοινό και της πήρε την εκλογική “πελατεία”- ενώ το όριο του 3% κατέστησε απαγορευτική την είσοδό της στη Βουλή και την οδήγησε στην απόφαση της αυτοδιάλυσης. Έτσι ο Στεφανόπουλος ήταν ελεύθερος από πολιτικές δεσμεύσεις και διαθέσιμος για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, που εκλεγόταν το 1995.
Ο Στεφανόπουλος εκλέχτηκε μετά από πρόταση του Παπανδρέου, που δέκα χρόνια πριν είχε πολώσει τεχνητά το κλίμα με την επιλογή του Σαρτζετάκη και τα χρωματιστά ψηφοδέλτια στην εκλογή του, τώρα όμως είχε ως βασική επιδίωξη να αποφύγει τις εκλογές και βρήκε πολύτιμο στήριγμα στις ψήφους της Πολιτικής Άνοιξης, για να πιάσει το απαιτούμενο όριο των 180 βουλευτών. Εγκαινιάστηκε έτσι η περίοδος της δικομματικής συνεννόησης -και ποιος να το ‘λεγε πως αυτό θα γινόταν από τον Ανδρέα που έπαιζε πάντα με τα αντι-δεξιά σύνδρομα.
Ο Στεφανόπουλος θεωρούνταν πετυχημένος και δημοφιλής Πρόεδρος, βγάζοντας προς τα έξω μια καλή δημόσια εικόνα, από καθαρά επικοινωνιακή άποψη. Ήταν προσηνής και μειλίχιος, φαινόταν εναλλακτικός και οικολόγος (όχι όμως Οικολόγος Εναλλακτικός) γιατί έκανε βόλτα με το ποδήλατο, κέρδισε τις εντυπώσεις ακόμα και με το λόγο του στην επίσκεψη του Κλίντον που είχε έρθει να μας ζητήσει “συγνώμη” για το ρόλο των ΗΠΑ στη χούντα, χωρίς να μπορεί να φανταστεί τότε πως θα ερχόταν μια “αριστερή κυβέρνηση” που θα ξεχνούσε τον αμερικάνικο παράγοντα στις ανακοινώσεις της για το Πολυτεχνείο, κι ενώ έξω τα “σοσιαλιστικά ΜΑΤ” έπνιγαν στα δακρυγόνα διαδηλωτές -ανάμεσά τους και το σημερινό πρωθυπουργό- και την πρωτεύουσα συνολικά.
Η επικοινωνιακή επιτυχία δεν οφειλόταν βέβαια μόνο στις δικές του προσωπικές αρετές, ούτε στην πολιτική γραμμή του, που έμεινε σταθερή σε όλη την πολιτική του καριέρα, αλλά στη δοσμένη συγκυρία, τη δικομματική συναίνεση και τη φάση ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Ήταν μια εποχή που οι θεσμοί είχαν μεγάλη δημοτικότητα και απολάμβαναν τη δημοσκοπική εμπιστοσύνη του κόσμου, προεξάρχοντος του Στεφανόπουλου και του Χριστόδουλου!
Η διαφορά με τον επόμενο Πρόεδρο, τον Κάρολο Παπούλια, που τον διαδέχτηκε το 2005, δεν ήταν πως ο δεύτερος υστερούσε σε ικανότητες, αλλά ότι έπεσε πάνω στο ξέσπασμα της κρίσης και της λαϊκής δυσαρέσκειας ενάντια στα μνημόνια, που στράφηκε φυσιολογικά κι εναντίον του σε κάποιες παρελάσεις. Ο Στεφανόπουλος αυτό το διάστημα έκανε δηλώσεις πολιτικής στήριξης στην αντιλαϊκή κυβέρνηση του τραπεζίτη Παπαδήμου. Αλλά αυτό πέρασε σχετικά στα ψιλά και όταν πέθανε, το Νοέμβρη του 2016, οι αναπόφευκτες συγκρίσεις λειτούργησαν υπέρ του, ενισχύοντας την υστεροφημία του και την πολιτική αναβάπτιση ενός βαμμένου Δεξιού πολιτικού. Που τελικά δεν κατάφερε ποτέ να γίνει αρχηγός στην παράταξή του, αλλά κέρδισε ευρύτερη αναγνώριση στα πολιτικά γεραματά του και ήταν ένα πολύ χρήσιμο διακοσμητικό “μπιμπελό” για το σύστημα και την τάξη που υπηρέτησε…