Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ – Αποδιοπομπαίος τράγος, όργανο υπηρεσιών ή μοναχικός λύκος;
Ο χρόνος δεν κατόρθωσε να ρίξει φως σε μια υπόθεση όπου τα ερωτήματα εξακολουθούν να είναι πολύ περισσότερα από τις επίσημες απαντήσεις.
Η διασημότερη πολιτική δολοφονία του 20ου αιώνα, εκείνη του Τζον Κένεντι το Νοέμβρη του 1963 στο Ντάλας του Τέξας ήταν επόμενο να δημιουργήσει και το διασημότερο φερόμενο δολοφόνο, Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ. Ο “μαρξιστής, αλλά όχι κομμουνιστής” όπως δήλωνε Όσβαλντ, κατά την επικρατέστερη άποψη, υπήρξε ο μοναδικός δράστης του εγκλήματος, το γεγονός όμως πως ο ίδιος έπεσε θύμα δολοφονίας από γνωστό πληροφοριοδότη της αστυνομίας λίγο αργότερα, καθιστά τα ερωτηματικά αυτής της εκδοχής ακόμα μεγαλύτερα.
Ο Όσβαλντ γεννήθηκε γεννήθηκε στις 18 Οκτώβρη 1939 στη Νέα Ορλεάνη κι έχασε νωρίς τον πατέρα του. Μετά από κάποια χρόνια σε ίδρυμα επέστρεψε στη μητέρα του, ενώ με τα αδέρφια του μετακόμιζαν συχνά. Το 1953 διαγνώστηκε με διαταραχή προσωπικότητας μετά από ψυχιατρική εξέταση σε αναμορφωτήριο ανηλίκων λόγω συχνής απουσίας από τα μαθήματα. Άρχισε να ενδιαφέρεται για το μαρξισμό και αλληλογραφούσε με το τροτσκιστικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, δίχως να γίνει μέλος.Μέλος της πολιτιφυλακής Civil air Patrol, ξεκίνησε εκπαίδευση ως πεζοναύτης και επίσης ως τεχνικός της πολεμικής αεροπορίας. Θεωρούνταν φιλοσοβιετικός, ενώ λεγόταν πως ήταν συνδρομητής της “Πράβντα”. Έμαθε ρώσικα, δίδοντας σχετικές εξετάσεις στους πεζοναύτες. Απολύθηκε λίγους μήνες πριν τη λήξει της θητείας του για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα του, τον Απρίλη του 1959.
Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς έφτασε στην ΕΣΣΔ, όπου ζήτησε σοβιετική υπηκοότητα, την οποία δεν του χορήγησαν οι αρχές της χώρας, με εκείνον να προβαίνει σε απόπειρα αυτοκτονίας για να κερδίσει χρόνο. Στη συνέχεια, η KGB του έδωσε άδεια παραμονής για ένα χρόνο, απομονώντας τον σε ένα ξενοδοχείο της Μόσχας, όπου παρακολουθούνταν στενά για τις κινήσεις και τις συζητήσεις του, ώστε να βεβαιωθούν για τις προθέσεις του και πως δεν ήταν τυχόν πράκτορας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Ο Όσβαλντ μετακόμισε στις αρχές του 1960 στο Μινσκ τη ΣΔ Λευκορωσίας, όπου εργάστηκε ως μεταλλεργάτης σε εργοστάσιο ηλεκτρικών συσκευών. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε την κόρη ενός ανώτατου στελέχους των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών. Δυσαρεστημένος με τις συνθήκες ζωής στην ΕΣΣΔ, όπου κατά τη γνώμη του “οι διδασκαλίες του Μαρξ είχαν διαστραφεί”, αιτήθηκε στην αμερικανική πρεσβεία την επιστροφή του, η οποία και του χορήγηθηκε το 1962, χωρίς αντιρρήσεις από τη σοβιετική πλευρά, μαζί με βίζα για τη σύζυγό του.
Μετακόμισε στο Τέξας και απολήθηκε από τη δουλειά του λόγω της ανάγνωσης της σοβιετικής σατιρικής εφημερίδας “Κροκοντίλ” στην καντίνα της επιχείρησης. Μετά τη δολοφονία Κένεντι κυκλοφόρησε μια φωτογραφία που απεικονίζει τον Όσβαλντ λίγο πριν την απόλυσή του να ποζάρει στην αυλή του με όπλα και δυο εφημερίδες, μια τροτσκιστική και μια “σταλινική”, την αυθεντικότητα των οποίων ο ίδιος αμφισβήτησε, όπως και ο εισαγγελέας της Νέας Ορλεάνης Τζιμς Γκάρισαν, παρότι αργότερα καθηγητής πληροφορικής Κολέγιο Dartmouth τις ερμήνευσε ως αυθεντικές, παρά τον αφύσικο τρόπο με τον οποίο πέφτουν οι σκιές στη φωτογραφία.
Στον Όσβαλντ αποδόθηκε μετά τη δολοφονία Κένεντι και η απόπειρα κατά του ακροδεξιού στρατιωτικού Έντουιν Γουόκερ στις 10 Απρίλη 1963. Τον ίδιο μήνα η οικογένειά του μετακόμισε στη Νέα Ορλέανη, όπου ζούσαν με το θείο του Όσβαλντ, ο οποίος είχε διασυνδέσεις με την αμερικανική μαφία, το όνομα της οποίας ακούστηκε μεταξύ άλλων και στην υπόθεση της δολοφονίας του Αμερικανού προέδρου.
Το καλοκαίρι του 1963 ο Όσβαλντ άρχισε να συναναστρέφεται τις κοινότητες των εξορίστων Κουβανών κατά του Κάστρο. Την ίδια περίοδο υπήρξε μέλος της οργάνωσης Fair Play for Cuba, το μοναδικό στην πόλη, όπου μοίραζε προκηρύξεις κατά μιας αμερικανικής εισβολής στην Κούβα. Ως διεύθυνση στα φυλλάδα δινόταν η οδός Camp Street 544. Στο ίδιο κτίριο στεγαζόταν, αν και υπό άλλη διεύθυνση, κατά μια τουλάχιστον ενδιαφέρουσα σύμπτωση, ο πράκτορας του FBI Γκάι Μπάνιστερ. Οι πηγές χρηματοδότησης των φυλλαδίων δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες -πέρα της κατάθεσης του δικηγόρου του φερόμενου δράστη- που βεβαιώνουν πως ο Όσβαλντ πληρωνόταν για τη διανομή τους. Ο Όσβαλντ προσπάθησε να διαφύγει προς την Κούβα μάταια μέσω Μεξικού, επιστρέφοντας στις 4 Οκτώβρη 1963 στις ΗΠΑ.
Το πρωί της 22ης Νοέμβρη 1963, ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ ξεκίνησε για να εργαστεί στη σχολική βιβλιοθήκη του Τέξας. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, κατά τις 12.30 πυροβόλησε από εκεί τον πρόεδρο Κένεντι, εγκαταλείποντας μετά τη δουλειά του και καταφεύγοντας σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Μετά από 45 περίπου λεπτά δολοφονήθηκε ο αστυνομικός Τζον Τίπιτ, κατά την ίδια εκδοχή και πάλι από τον Όσβαλντ, ενώ συνελήφθη στις 13.50 σε θέατρο του Ντάλας, φέροντας περίστροφο που ταυτοποιήθηκε ως φονικό όπλο του αστυνομικού.
Ακολούθησε 12ωρη ανάκριση, το περιεχόμενο της οποίας δεν έγινε ποτέ γνωστό, ούτε καταγράφηκε πουθενά. Ο ίδιος ο φερόμενος δράστης αρνήθηκε την ενοχή του σθεναρά, υποστηρίζοντας πως συνελήφθη επειδή είχε ζήσει στην ΕΣΣΔ, ενώ την επόμενη μέρα δήλωσε πως είναι απλά “αποδιοπομπαίος τράγος”. Δυο μέρες μετά τη σύλληψή του, δολοφονήθηκε μπροστά στις κάμερες, από τον ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου και συνεργάτη της αστυνομίας Τζακ Ρούμπι, που είχε μπει ανενόχλητος στο κτίριο της αστυνομίας με μια σφαίρα στην κοιλιά. Η περίφημη επιτροπή Γουόρεν που συστάθηκε από το διάδοχο του Κένεντι Λύντον Τζόνσον, κατέληξε ότι η δολοφονία ήταν έργο αποκλειστικά του Όσβαλντ, χωρίς να του αποδίδει συγκεκριμένο κίνητρο, αναφέροντας απλά ότι “ήθελε να διαμαρτυρηθεί κατά της αμερικανικής κοινωνίας” και ότι στην πράξη του συνέβαλε η “αφοσίωσή του στο μαρξισμό και τον κομμουνισμό”, αλλά και η “εχθρότητά του στο περιβάλλον του”. Ένα 3% των αρχείων της επιτροπής παραμένει μέχρι και σήμερα απόρρητο. Το αόριστο αυτό πόρισμα όπως είναι λογικό έδωσε ακόμη τροφή σε περισσότερο ή και λιγότερο σοβαρά σενάρια περί του ρόλου των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, των Κουβανών εξόριστων ή της μαφίας στην υπόθεση.
Ακόμα περισσότερα ερωτηματικά προκλήθηκαν με το πόρισμα Ειδικής επιτροπής το 1979, που κατέληξε κατά πλειοψηφία στο πόρισμα πως στη δολοφονία εμπλέκονταν δυο άτομα που πυροβόλησαν και πως πιθανόν ο Κένεντι “δολοφονήθηκε κατόπιν συνωμοσίας”, χωρίς να έχει σταθεί δυνατό να ταυτοποιηθεί ο δεύτερος πιθανός δράστης ή η έκταση της συνωμοσίας. Το πόρισμα της επιτροπής έχει έκτοτε αποτελέσει αντικείμενο παθιασμένης πολεμικής μεταξύ υποστηρικτών και αμφισβητιών του. Όσο το μυστήριο παραμένει άλυτο, τόσο θα ανακυκλώνονται παλιές ή θα αναδύονται νέες θεωρίες, ενίοτε στα όρια της σαπουνόπερας, όπως εκείνη που θέλει ως δολοφονό την…απατημένη Τζάκι Κένεντι.