Λουί Μπράιγ – Οι έξι στιγμές που άλλαξαν για πάντα τη ζωή των τυφλών
Ο άνθρωπος που «άνοιξε τις πόρτες της γνώσης σε όλους εκείνους που δεν μπορούν να δουν».
Ο Λουί Μπράιγ (Louis Braille) γεννήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1809 στο Κουπρβέ, ένα μικρό χωριό στα ανατολικά του Παρισιού. Στο εργαστήριο του πατέρα του που ήταν επιδέξιος τεχνίτης δέρματος, ο Λουί περνούσε ατέλειωτες ώρες παρακολουθώντας τον να κόβει και να διαμορφώνει το δέρμα σε ιμάντες, σέλες και περιλαίμια για τα άλογα των συγχωριανών του.
Κάποια στιγμή που βρέθηκε μόνος του στο εργαστήριο, σε ηλικία τριών ετών, προσπαθώντας να μιμηθεί τον πατέρα του πήρε ένα κοφτερό εργαλείο και προσπάθησε να κόψει ένα κομμάτι δέρματος. Στην προσπάθειά του αυτή τραυματίστηκε στο δεξί του μάτι και η ταυτόχρονη μόλυνση επηρέασε συνολικά την όρασή του, με αποτέλεσμα μέχρι τα πέντε του να τυφλωθεί.
Οι γονείς του ανησυχούσαν για το μικρό τους γιο και έκαναν ό, τι μπορούσαν για να τον βοηθήσουν. Ο πατέρας του, του δίδαξε το αλφάβητο κατευθύνοντας τα δάχτυλα του Λουί πάνω σε ένα κομμάτι ξύλου στο οποίο είχε σχηματίσει ανάγλυφα τα γράμματα.
Στην ηλικία των επτά χρόνων ο Λουί Μπράιγ ξεκίνησε το σχολείο, εκπλήσσοντας το δάσκαλό του με την ικανότητα και την ευφυΐα του και παρά την τύφλωσή του όχι μόνο δεν υστερούσε απέναντι στους συμμαθητές του αλλά ήταν ο καλύτερος μαθητής.
Το 1819, με υποτροφία θα συνεχίσει τη μόρφωσή του στο Βασιλικό Ινστιτούτο για Τυφλούς Νέους στο Παρίσι. Ο Λουί απολάμβανε ιδιαίτερα τα μαθήματα μουσικής κι έγινε ένας εξαιρετικός πιανίστας και από τα δεκαέξι του έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο σε διάφορες εκκλησίες στο Παρίσι.
Όντας ανήσυχος, δεν καλυπτόταν με την εκμάθηση των μαθημάτων μόνο ακούγοντάς τα και επαναλαμβάνοντάς τα. Τα βιβλία στο Ινστιτούτο ήταν λίγα, μεγάλα και βαριά κι έτσι άρχισε να πειραματίζεται με κύκλους, τετράγωνα και τρίγωνα κομμένα από δέρμα σε μια προσπάθεια να αναπτύξει ένα ειδικό αλφάβητο για τους τυφλούς.
Εμπνεύστηκε από ένα σύστημα «νυχτερινής γραφής» με ανυψωμένες κουκίδες που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες για να επικοινωνούν σιωπηλά ακόμη και στο σκοτάδι κι εργαζόμενος νύχτα – μέρα κατάφερε σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρονών να ολοκληρώσει ένα αλφάβητο το οποίο αποτελούνταν από συνδυασμούς ανυψωμένων στιγμών (κουκίδων) βασισμένους σε ένα εξάστιγμο πρότυπο, σε συνδυασμό με μικρές παύλες.
Δεν σταμάτησε όμως να πειραματίζεται. Προσάρμοσε τη μέθοδό του ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη γραφή μουσικής και σε ηλικία είκοσι ετών, δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο που εξηγούσε για πρώτη φορά τη μέθοδο ανάγνωσης και γραφής που θα γινόταν γνωστή σε όλο τον κόσμο ως Braille. Η μέθοδός του υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό από τους φοιτητές του Ινστιτούτου. Ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί και οι αξιωματούχοι με προβλήματα όρασης αγωνίστηκαν σθεναρά ενάντια στη χρήση της και δέχθηκαν πολύ αργότερα τη νέα μέθοδο. Μόλις το 1844, οκτώ χρόνια πριν πεθάνει ο Λουί Μπράιγ, αναγνωρίστηκε επίσημα η αξία του κώδικά του.
Ήδη από τα δεκαεπτά του χρόνια δίδασκε στους νεότερους φοιτητές στο Ινστιτούτο και δύο χρόνια αργότερα διορίστηκε σε θέση διδασκαλίας με πλήρη απασχόληση. Δίδασκε γραμματική, γεωγραφία, αριθμητική και μουσική και ως ανταμοιβή, του παραχωρήθηκε ένα δωμάτιο στο Ινστιτούτο και λάμβανε ένα μικρό μισθό. Το Ινστιτούτο, με τα υγρά, σκοτεινά δωμάτια, τον ανεπαρκή αερισμό σε συνδυασμό με την κακή διατροφή, ήταν ένα ανθυγιεινό περιβάλλον και η αιτία που πολλοί μαθητές αρρώσταιναν. Η υγεία του Λουί άρχισε να επιδεινώνεται και στα είκοσι έξι του ήξερε ότι είχε φυματίωση. Εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε θεραπεία για την ασθένεια. Η κύρια θεραπεία ήταν η ξεκούραση.
Παρόλη την αρρώστια του συνέχισε να εργάζεται στο Ινστιτούτο και στην τελειοποίηση του κώδικά του. Συγχρόνως, με τη βοήθεια του επίσης τυφλού Πιέρ Φουκώ δημιούργησαν μια από τις πρώτες γραφομηχανές για γραφή με τον κώδικα Μπράιγ, δίνοντας τη δυνατότητα στους τυφλούς να χρησιμοποιήσουν και το γραπτό λόγο.
Η υγεία του Λουί επιδεινωνόταν με την πάροδο των ετών, με μικρά διαλλείματα βελτίωσης τις περιόδους διακοπών στο χωριό του. Το 1847, επιστρέφει στη διδασκαλία. Τα επόμενα χρόνια, ο Κώδικας Braille χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις δραστηριότητες του Ινστιτούτου, τα βιβλία αντιγράφηκαν με τον Κώδικα, οι δάσκαλοι και οι μαθητές τον χρησιμοποίησαν στην τάξη ακόμη και σε μαθήματα μουσικής. Η υγεία του επιδεινώθηκε και πάλι αλλά εξακολουθούσε να διδάσκει πιάνο, όταν μπορούσε, για να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς. Έφυγε από τη ζωή στις 6 Ιανουαρίου 1852, δύο ημέρες μετά τα τεσσαρακοστά τρίτα γενέθλιά του.
Μέχρι το θάνατό του πολύ λίγοι άνθρωποι εκτός του Ινστιτούτου γνώριζαν τον Κώδικα Μπράιγ. Το 1854, η Γαλλία τον αναγνώρισε επισήμως ως εγκεκριμένη μέθοδο ανάγνωσης και γραφής για τους τυφλούς και σε παγκόσμιο συνέδριο στο Παρίσι το 1878 επιλέχθηκε ως το κατάλληλο σύστημα ανάγνωσης και γραφής για τους τυφλούς. Από το 1890, εφαρμόστηκε σε σχολεία τυφλών στην Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, την Αγγλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και τη Σκωτία. Το 1917, οι ΗΠΑ συνέστησαν τη χρήση του στα σχολεία και το 1949, υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών άρχισαν οι εργασίες για την προσαρμογή του σε περισσότερες από διακόσιες γλώσσες και διαλέκτους σε όλο τον κόσμο.
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ανακήρυξε επίσημα την 4η Ιανουαρίου -ημέρα γέννησης του Λουί Μπράιγ- Παγκόσμια ημέρα γραφής Μπράιγ μόλις πριν ένα χρόνο, στις 18 Δεκεμβρίου 2018.