«Μα ο κ. Γαβριηλίδης δεν είναι κομμουνιστής»!
Σαν σήμερα, στις 27 του Σεπτέμβρη 1952, έφυγε από τη ζωή στον Αη Στράτη όπου βρισκόταν εξόριστος, ο Κώστας Γαβριηλίδης, ηγετική μορφή του αγροτικού – λαϊκού κινήματος, επικεφαλής του Αγροτικού Κόμματος (ΑΚΕ), που υπήρξε το δεύτερο ιδρυτικό κόμμα του ΕΑΜ.
Σαν σήμερα, στις 27 του Σεπτέμβρη 1952, έφυγε από τη ζωή στον Αη Στράτη όπου βρισκόταν εξόριστος, ο Κώστας Γαβριηλίδης, ηγετική μορφή του αγροτικού – λαϊκού κινήματος, επικεφαλής του Αγροτικού Κόμματος (ΑΚΕ), που υπήρξε το δεύτερο ιδρυτικό κόμμα του ΕΑΜ.
Ο Κώστας Γαβριηλίδης γεννήθηκε στον Καύκασο, στις 31 του Δεκέμβρη 1897. Σε όλη του τη ζωή στάθηκε φλογερός υπέρμαχος της εργατοαγροτικής συμμαχίας, και, αν και δεν ήταν ο ίδιος κομμουνιστής, πίστευε βαθιά ότι μόνο με την εργατική τάξη και το Κόμμα της, το ΚΚΕ, θα μπορέσει να επέλθει η πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση των καταπιεσμένων.
Η αγωνιστική του διαδρομή ξεκίνησε από πρόεδρος της κοινότητάς του (Κοκκινιά Κιλκίς). Στη συνέχεια εκλέχτηκε πρόεδρος της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Κιλκίς.
Στις 26 του Ιούλη 1936 ο λαός του Κιλκίς σπάζοντας την τρομοκρατία εκλέγει θριαμβευτικά τον Κώστα Γαβριηλίδη δήμαρχο με το Παλλαϊκό Μέτωπο (συμμαχία ΚΚΕ – ΑΚΕ). Σε λίγες μέρες θα ακολουθήσει η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Εκλέχτηκε βουλευτής του Αγροτικού Κόμματος και αργότερα βουλευτής της ΕΔΑ. Διετέλεσε Γραμματέας (υπουργός) Γεωργίας στην ΠΕΕΑ («Κυβέρνηση του βουνού»), την περίοδο της ένδοξης Εθνικής Αντίστασης, επικεφαλής του ΑΚΕ, καθώς και Γενικός Γραμματέας της ΕΔΑ, όταν το ΑΚΕ ήταν σε παρανομία.
Ο Κώστας Γαβριηλίδης έφτασε πρόσφυγας στην Ελλάδα, έζησε μια ζωή γεμάτη διωγμούς, φυλακίσεις και εξορίες (Μακρόνησος, Ικαρία, Αη Στράτης) και άφησε την τελευταία του πνοή εξόριστος στον Αη Στράτη, στις 27 του Σεπτέμβρη 1952.
Στο ημερολόγιο-βιβλίο του Κώστα Γαβριηλίδη, με τίτλο Το «Ημερολόγιο της Ανάφης στη δικτατορία του Μεταξά» (εκδ. Εντός, 1997) ο λαϊκός αγωνιστής καταγράφει το κλίμα και γεγονότα της δικτατορίας του Μεταξά, τους διωγμούς και τις φυλακίσεις, αποκαλύπτοντας τα πολλά πρόσωπα του τεταρτοαυγουστιανού καθεστώτος.
Ο Κώστας Γαβριηλίδης ήταν ο πατέρας της αγωνίστριας Νίτσας Γαβριηλίδου, Γραμματέα της ΠΕΚΑΜ, που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή.
Το απόσπασμα που παραθέτουμε αναφέρεται στην κράτησή του στην Ειδική Ασφάλεια του Μανιαδάκη, πριν εκτοπιστεί στην Ανάφη.
Στο κρατητήριό μας είναι κι ένας κατσικοκλέφτης που προορίζεται για την Ανάφη, το νησί των εξόριστων. Είναι ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος και φαίνεται πολύ καταβεβλημένος. Ο σκοπός χωροφύλακας τον παρατηρεί από τα κάγκελα.
«Για πού σ’ έχουν;», τον ρωτά.
«Για την Ανάφη», απαντά δύσθυμα, χωρίς να σηκώνει το κεφάλι του.
«Δεν σου έδωσαν ψωμί οι σύντροφοι που ήρθαν τώρα;», τον ξαναρώτησε, εννοώντας την Εργατική Βοήθεια, που έφερε τρόφιμα στους πολιτικούς κρατούμενους.
«Όχι», του απαντά, «εγώ δεν είμαι κομμουνιστής, είμαι για ζωοκλοπή».
«Α, έτσι, τότε εσύ τρώγεσαι», του λέει ο χωροφύλακας.
«Και βέβαια τρώγεται», πρόσθεσα αποτεινόμενος στο χωροφύλακα, «ενώ εάν ήταν κομμουνιστής…».
«Μα σεις τα παρακολουθείτε όλα, κ. Γαβριηλίδη», μου απαντά, «αλλά ξέρετε, για μας οι κομμουνιστές είναι πιο επικίνδυνοι, γιατί εύκολα δραπετεύουν».
«Ω, το ξέρω», του απάντησα, «όχι μόνο για σας, αλλά για ολόκληρο το καθεστώς είναι προτιμότερο να είναι κανείς ζωοκλέφτης παρά κομμουνιστής. Άλλωστε τι έχουν να φοβηθούν από έναν κατσικοκλέφτη; Μήπως τους εμποδίζει στη δουλειά τους, που δεν διαφέρει από τη δική του, παρά μόνο σε έκταση και τέχνη; Ενώ οι κομμουνιστές κατάντησαν ο εφιάλτης τους».
Δεν είμαι κομμουνιστής, αλλά βλέποντας όλα αυτά σκέπτομαι πολλές φορές αν στην πραγματικότητα δεν έχουν δίκιο οι κομμουνιστές, όταν διακηρύσσουν ότι το σημερινό καθεστώς πρέπει σύρριζα ν’ ανατραπεί. Υπάρχουν ακόμα μερικοί τύποι μαζί μας, αλλά ας τους αφήσου με στην ησυχία τους. Κατάντησε άλλωστε λίγο κουραστική η περιγραφή αυτή.
Ήταν η πρώτη φορά που κλείστηκα στα μπουντρούμια του τμήματος μεταγωγών και τις εντυπώσεις που αποκόμισα δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Η ζωή των κρατουμένων, ο ύπνος τους, η τροφή τους, η συμπεριφορά απέναντι τους των οργάνων της τάξης, όλα αυτά θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν θέμα ξεχωριστής έρευνας, εάν βέβαια θα υπήρχε η παραμικρότερη ελπίδα ότι απ’ αυτήν θα έβγαινε κάτι καλό για τους δυστυχισμένους κρατούμενους. Για ποιο σκοπό όμως, αφού τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει; Το μάτι της κοινωνίας δεν φτάνει μέχρι τα σκοτεινά και υγρά αυτά κρατητήρια. Δεν είναι άλλωστε και ευχάριστο το θέαμα να βλέπει κανείς κιτρινισμένα πρόσωπα ανθρώπων βασανισμένων από την πείνα και τις κακουχίες. Η κοινωνία αρκείται να διατάξει τη σύλληψη δικαίως ή αδίκως -αυτό είναι αδιάφορο- και για τα περαιτέρω καρφί δεν της καίγεται. Ποια είναι η ζωή τους, τι τρώνε, πώς κοιμούνται, όλα αυτά είναι ζητήματα που δεν τους ενδιαφέρουν. Και η συμπεριφορά των οργάνων; Αυτή είναι που ξεπερνά κάθε όριο ανθρωπισμού. Οι άγραφοι κανονισμοί του τμήματος μεταγωγών, που είναι ανάλογοι με τις διαθέσεις του κάθε χωροφύλακα, ξεπερνάν πολύ στη σκληρότητα κι αυτούς του κανονισμούς των εγκληματικών φυλακών. Θέλεις να διαμαρτυρηθείς, να φωνάξεις του κάκου κάνεις δεν θα σ’ ακούσει. Κανείς δεν θα δεχτεί από το ύψος της θέσης του να κατεβεί εδώ κάτω στο υγρό υπόγειο και ν’ αναπνεύσει τον βρώμικο και μουχλιασμένο αέρα.
Κάποτε, λοιπόν, θέλησα να διαμαρτυρηθώ για την κατάσταση αυτή προς το Διοικητή του τμήματος και το αποτέλεσμα των διαμαρτυριών μου υπήρξε να «στενέψουν» ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Ο Διοικητής απαγόρεψε και τις επισκέψεις, που στο εξής θα γίνονται μόνο με προσωπική του άδεια. Νομίζετε πως το έκανε από κακία; Α, όλα κι όλα. Είναι τόσο φιλάνθρωπος ο κ. Διοικητής. Το μέτρο αυτό τού υπαγορεύτηκε από τη μεγάλη του αγάπη προς τους κρατούμενους. Και μα την αλήθεια δεν σκέφτηκε άσχημα. Τι θέλουν κι αυτοί οι συγγενείς και φίλοι να έρχονται να μας ανησυχούν κάθε μέρα; Μήπως δεν μας φτάνει η κακομοιριά του μπουντρουμιού και θα έχουμε και τις ενοχλήσεις των επισκέψεων; Μα να που η μεγαλοφυΐα του κ. Ταγματάρχη τα πρόβλεψε όλα. Θέλετε λοιπόν να δείτε κανένα συγγενή σας ή φίλο σας κρατούμενο, διότι έτσι σας κάπνισε και διότι δεν έχετε τι να κάνετε; Θα περάσετε πρώτα να πάρετε άδεια από τον κ. Διοικητή. Κι εκείνος θα σας εξετάσει πρώτα με το βλέμμα του και ύστερα θα σας ρωτήσει:
«Τι θέλετε;».
«Να επισκεφτώ τον τάδε συγγενή μου».
«Και γιατί θέλεις να τον επισκεφτείς;».
«Θέλω να του πω κάτι για την υπόθεσή του και να δω και τι κάνει».
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ ανησυχείτε τον άνθρωπο πρωί-πρωί. Την υπόθεσή του αυτός την ξέρει καλύτερα από σας».
«Μα, κύριε Διοικητά…».
«Δεν έχει μα και ξεμά. Φύγετε, γιατί δεν μπορείτε ν’ ανησυχείτε τους κρατούμενους διότι έτσι σας κάπνισε. Και οι κρατούμενοι άνθρωποι είναι και θέλουν την ησυχία τους».
Και ο επισκέπτης φεύγει. Δεν σας φαίνεται υπέροχος ο κ. Ταγματάρχης; Το μικρό και κούφιο κεφάλι του δεν πρόβλεψε για όλα; Αλλά ο κ. Ταγματάρχης μ’ όλες τις σκοτούρες που έχει βρίσκει καιρό ν’ ασχολείται και με την Κοινωνιολογία. Ακούστε τον λοιπόν…
Μια μέρα ζήτησε να μ’ επισκεφτεί ο φίλος μου Κ.Κ. Ο κ. Διοικητής τού συνέστησε, «φιλικά» βέβαια, να μην έχει συχνή επαφή μαζί μου λόγω των κομμουνιστικών μου φρονημάτων.
«Μα ο κ. Γαβριηλίδης δεν είναι κομμουνιστής», διαμαρτυρήθηκε ο φίλος μου. «Εάν ήταν, θα είχε το θάρρος να το πει. Είναι άλλωστε πασίγνωστο ότι είναι αγροτικός».
«Κι εγώ σας λέω ότι είναι κομμουνιστής και δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος. Και ο κομμουνισμός πρέπει να καταπολεμηθεί, γιατί είναι η χειρότερη μορφή της κεφαλαιοκρατίας και της εκμετάλλευσης».
Δεν σας φαίνεται τρομερή η αποκάλυψη αυτή; Τι αίσχος!…
Από τους Υπουργούς προς τους οποίους διαμαρτυρήθηκα τηλεγραφικούς για την άδικη σύλληψή μου, μόνο ο κ. Δαρβέρης, Υπουργός της Εθνικής Οικονομίας, λόγω παλιάς μας φιλίας, έδειξε κάποιο ενδιαφέρον. Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος του ήταν να με καλέσει μια μέρα ο ανώτερος Διοικητής Χωροφυλακής κ. Γκότσης. Ένας υπενωμοτάρχης με συνόδεψε μέχρι εκεί. Μόλις μπήκα μέσα, με ρώτησε αν έκανα έφεση στη δευτεροβάθμια επιτροπή και όταν του απάντησα καταφατικά, συνέχισε.
«Ξέρετε, έγινε κάποια παρεξήγηση, αλλά εκεί στο Κιλκίς έχει εξαπλωθεί τόσο πολύ ο κομμουνισμός».
«Και τι μου τα λέτε εμένα αυτά τα πράγματα; Γνωρίζετε κι εσείς ότι εγώ δεν είμαι κομμουνιστής αλλά αγροτικός-σοσιαλιστής και η δράση μου είναι γνωστή σε όλους».
«Πρέπει να ξέρετε όμως ότι τα σύνορα του κομμουνισμού και του αγροτισμού απέχουν τόσο λίγο, που είναι δύσκολο να γίνει διάκριση».
«Για έναν αγράμματο, μάλιστα», του απάντησα. «Αλλά για ανθρώπους που κατέχουν ανώτερα αξιώματα, όπως είναι τα μέλη της επιτροπής, δεν επιτρέπεται να κάνουν καμία σύγχυση. Έχουν υποχρέωση και καθήκον να ξέρουν να διακρίνουν τα όρια αυτά, εκτός αν η σύγχυση που παθαίνουν είναι σκόπιμη».
«Πάντως», πρόσθεσε, «πρέπει ν’ αναγνωρίσετε κι εσείς, κ. Γαβριηλίδη, ότι η εξάπλωση του κομμουνισμού στο νομό σας κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στους κομμουνίζοντες δασκάλους και θα έπρεπε κι εσείς…».
«Δεν είμαι Υπουργός της Παιδείας για να ξέρω», τον διέκοψα κάπως απότομα «και σας παρακαλώ να μην τα αναφέρετε σε μένα. Νομίζω όμως ότι η εξάπλωση του κομμουνισμού οφείλεται κατά πρώτο λόγο στη δράση και στα άστοχα μέτρα της Αστυνομίας και γενικότερα στην οικονομική και κοινωνική πολιτική του Κράτους…».
«Τέλος», μου είπε αλλάζοντας θέμα, «τώρα θα περιμένετε την απόφαση της δευτεροβάθμιας επιτροπής. Μου μίλησε κι ο κ. Δαρβέρης, αλλά άλλος τρόπος απαλλαγής δεν υπάρχει. Γι’ αυτό άλλωστε σας κάλεσα. Τώρα θα περιμένετε την απόφαση της Επιτροπής».
Τον χαιρέτησα και έφυγα. Η μικρή αυτή συνομιλία όμως μ’ έκανε να καταλάβω τι μέτρα και τι κόλπα μεταχειρίζονται για να στρατολογούν χαφιέδες. Δοκιμάζουν παντού κι όπου πιάσει…
Ύστερα από μερικές μέρες, συνήλθε η δευτεροβάθμια, η οποία και ακύρωσε την απόφαση για την εκτόπισή μου, στην οποία από μεγάλο ζήλο, ίσως, έβαλαν ως αιτιολογικό το «επικίνδυνος κομμουνιστής». Το λάθος τους αυτό με ωφέλησε τότε, αλλά κι αυτοί έμαθαν να μην το μεταχειρίζονται πλέον εναντίον μου και γι’ αυτό στη σημερινή τους απόφαση με χαρακτήρισαν ως «επικίνδυνον διά την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν». Μέσα στην έννοια αυτή χωρούν όλα.