Μαρία Αντουανέτα – Παντεσπάνι και γκιλοτίνα
Η Αντουανέτα δεν ήταν πολύ ξεχωριστή σε σχέση με άλλα μέλη της τάξης της, βυθισμένη στην τρυφηλότητα, τη ματαιοδοξία, αλλά και τη βεβαιότητα για την ορθότητα της ελέω Θεού μοναρχίας.
Επιπόλαιη και αλαζονική βασίλισσα και σκοτεινή δολοπλόκος ή στωϊκή μητέρα και σύζυγος που αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια τους συκοφάντες διώκτες της; Και οι δύο εικόνες της Μαρίας Αντουανέτας, τελευταίας βασίλισσας της προεπαναστατικής Γαλλίας συνυπάρχουν εδώ και αιώνες. Είναι όμως αξιοπρόσεχτο το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια συστηματική προσπάθεια αναβίωσης της πρώτης εκδοχής, με εκθέσεις, βιβλία, αλλά και την ταινία “Μαρία Αντουανέτα” της Σοφία Κόπολα με την Κίρστεν Ντανστ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, όπου ναι μεν η ταινία σταματάει πριν τη σύλληψη του βασιλικού ζεύγους, αποφεύγοντας έτσι την ηρωοποίηση της βασίλισσας, παρουσιάζει όμως με εξαιρετικά ανάλαφρο τρόπο την “ανθρώπινη πλευρά” της συζύγου του Λουδοβίκου ΙΣΤ’. Στην πραγματικότητα, η Αντουανέτα δεν ήταν πολύ ξεχωριστή σε σχέση με άλλα μέλη της τάξης της, βυθισμένη στην τρυφηλότητα, τη ματαιοδοξία, αλλά και τη βεβαιότητα για την ορθότητα της ελέω Θεού μοναρχίας. Κι αν ακόμα η εμπλοκή της στην πολιτική της γαλλικής μοναρχίας και η συμβολή της στο οικονομικό ναυάγιο της χώρας ήταν μικρότερη από αυτή που της αποδίδεται, είναι βέβαιο πως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης η Αντουανέτα αποδείχτηκε ιδιαίτερα δραστήρια στον αγώνα για την αποκατάσταση των προνομίων της και ποτέ δεν αποδέχτηκε τα τετελεσμένα, συνωμοτώντας επανειλημμένα για την ανατροπή τους. Η εκτέλεσή της λοιπόν δεν ήταν απλά συμβολικό πλήγμα στο “παλαιό καθεστώς”, αλλά παραμερισμός μιας ορκισμένης εχθρού της επανάστασης.
Γεννήθηκε στις 2 Νοέμβρη 1755, μια μέρα μετά τον καταστροφικό σεισμό της Λισσαβώνας, κάτι που ερμηνεύτηκε ως κακός οιωνός αργότερα, μαζί με το γεγονός πως νονοί της ήταν το βασιλικό ζεύγος της Πορτογαλίας. Ήταν το 15ο παιδί της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Μαρίας Θηρεσίας κι έλαβε την τυπική εκπαίδευση μιας πριγκίπισσας, χωρίς να έχει μεγάλη κλίση στη μελέτη. Αποτέλεσμα ήταν πως όταν στα 14 της χρόνια συμφωνήθηκε να παντρευτεί το Γάλλο δελφίνο Λουδοβίκο, μετέπειτα Λουδοβίκο ΙΣΤ’, οι γνώσει γαλλικών της να είναι σε πολύ μέτριο επίπεδο. Ο γάμος έγινε το 1770, η Αντουανέτα ωστόσο ήταν από την πρώτη στιγμή αντιδημοφιλής ως “Αυστριακή”, καθώς η συμμαχία της Βουρβονικής και Αψβουργικής δυναστείας ήταν ανεπιθύμητη τόσο στην αυλή όσο και στο λαό. Σύντομα άρχισε να αντιμετωπίζει και κατηγορίες περί στειρότητας, η αρχική ατεκνία του ζεύγους ωστόσο οφειλόταν σε χρόνια σεξουαλική ανικανότητα του διαδόχου, πιθανόν λόγω φίμωσης.
Η Αντουανέτα γέμιζε το χρόνο της με περίτεχνες κομμώσεις, διαμάντια, διάφορους φίλους η σχέση με τους οποίους ήταν αγαπημένο θέμα σχολιασμού στη Γαλλία, τζόγο καθώς και το μικρόκοσμο που είχε φτιάξει στο Πτί Τριανόν, μέσα στις Βερσαλίες, όπου μεταξύ άλλων μεταμφιεζόταν σε βοσκοπούλα φροντίζοντας αρωματισμένα αιγοπρόβατα.
Προς μεγάλη απογοήτευση του οικογενειακού της περιβάλλοντος, η Αντουανέτα δεν κατόρθωσε να προωθήσει τα συμφέροντα της Αυστρίας στην αυλή, ενώ οι βασικές πολιτικές της ασχολίες αφορούσαν την προώθηση των ευνοουμένων της. Μετά τη γέννηση της πρώτης της κόρης Μαρίας Θηρεσίας Καρλότας, την οποία ακολούθησαν ακόμα τρία παιδιά, η Αντουανέτα λέγεται πως περιόρισε κάπως τις εκκεντρικότητες, ασχολούμενη με την ανατροφή τους. Αυτό δεν εμπόδισε να ξεσπάσει το 1785 το λεγόμενο “Σκάνδαλο του διαμαντένιου περιδεραίου”, όπου κατηγορήθηκε αβάσιμα μάλλον για υφαρπαγή διαμαντένιου περιδεραίου από το βασιλικό κοσμηματοπώλη. Η υπόθεση συντάραξε τη μοναρχία, ενθαρρύνοντας τους ευγενείς να αρνηθούν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που πρότειναν υπουργοί του Λουδοβίκου, όπως ο Ζακ Νεκέρ. Η ίδια η Αντουανέτα περιόρισε δραστικά τις δημόσιες εμφανίσεις της σε θέατρα και χοροεσπερίδες, προσπαθώντας μάταια να βελτιώσει το προφίλ της.
Την περίοδο του ξεσπάσματος της επανάστασης το 1789 η Αντουανέτα αρχικά ήταν απασχολημένη με την αρρώστια του γιου της, που πέθανε λίγο αργότερα. Μετά την άλωση της Βαστίλης προσπάθησε μάταια να πείσει το βασιλιά να καταφύγει μαζί με το στρατό του στο Μετς, στη συνέχεια όμως τον ενθάρρυνε να αντιταχθεί στις απόπειρες της Εθνοσυνέλευσης για κατάργηση της φεουδαρχίας και του βασιλικού βέτο. Όπως είναι φυσικό, αυτή της η δραστηριότητα την έκανε ακόμα πιο μισητή στο λαό, ο οποίος της απέδιδε τη φράση “Αφού δεν έχουνε ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι” (στην πραγματικότητα μπριός, όπως αναφέρει η γαλλική φράση). Η αυθεντικότητα της ρήσης αμφισβητείται έντονα και από κάποιους η γέννησή της τοποθετείται ήδη στα 1760, αναφερόμενη στην αλαζονία της αριστοκρατίας γενικά. Μικρή σημασία έχει όμως αν ειπώθηκε έτσι ακριβώς, αλλά το ότι πράγματι ανταποκρινόταν στην αντίληψη που είχε η Αντουανέτα για το λαό. Ακόμα χειρότερη ήταν φυσικά η άποψη της για τους επαναστάτες, τους οποίους χαρακτήριζε “τέρατα”, “καθάρματα”, “τρελούς”, και “ζώα” που υποκινούνταν από “μασόνους”.
Υπό την πίεση του λαού το βασιλικό ζεύγος μετακινήθηκε από τις Βερσαλίες στο Παρίσι, όπου πρακτικά ήταν αιχμάλωτο των επαναστατών. Η Αντουανέτα τότε άρχισε να δολοπλοκεί με τον κόμη του Μιραμπώ “μετριοπαθή” βουλευτή της Εθνοσυνέλευσης που υποστήριζε μια συνταγματική μοναρχία κατά τα βρετανικά πρότυπα. Στόχος ήταν η βασιλική οικογένεια και οι υποστηρικτές της να δραπετεύσουν από το Παρίσι και να ζητήσουν υποστήριξη των μοναρχικών στις επαρχίες, προκαλώντας εμφύλιο. Μετά το θάνατο του Μιραμπώ το 1791 η βασίλισσα στράφηκε στις διασυνδέσεις της με ξένους αριστοκράτες και Γάλλους εμιγκρέδες για να συνδράμουν στην απόδραση του ζεύγους, η οποία έπεσε στο κενό, καθώς δυνάμεις των επαναστατών συνέλαβαν τους δραπέτες στη Βαρέν και τους οδήγησαν πίσω στο Παρίσι.
Η βασίλισσα συνέχισε τις ραδιουργίες με φιλοβασιλικά μέλη της Εθνοσυνέλευσης, θεωρώντας όμως πολύ μετριοπαθείς τις θέσεις τους, επιμένοντας σε άμεση ένοπλη αποκατάσταση της μοναρχίας. Μετά το ξέσπασμα του Γαλλοαυστριακού πολέμου, οι ίντριγκες της βασίλισσας υπέρ των Αυστριακών ήταν ένας ακόμα παράγοντας που έκανε τη λαϊκή οργή να φουντώσει και να εισβάλει στα ανάκτορα του Παρισιού, καταργώντας τη μοναρχία στις 10 Αυγούστου 1792.
Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της στις Παρισινές φυλακές, διατηρώντας πάντα τις συνήθειες μιας βασίλισσας, όπως δείχνει το αίτημά της προς την εθνοσυνέλευση να της χορηγηθεί ψαλίδια για τα νύχια της κι εκείνα των παιδιών της. Πολύς λόγος έχει γίνει για την δίκη και καταδίκη της Αντουανέτας για αιμομιξία με τον γιο της Λουδοβίκο Κάρολο, ο οποίος πράγματι κατέθεσε εναντίον της. Η κατηγορία φυσικά είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, καθώς επρόκειτο για την ταπείνωση του παλαιού καθεστώτος στο πρόσωπο της μισητής βασίλισσας, μετά από αιώνες ταπείνωσης που επέβαλε η μοναρχία στο γαλλικό λαό. Η άλλοτε επιπόλαιη έκπτωτη βασίλισα πράγματι επέδειξε ψυχραιμία, τόσο στο δικαστήριο, όσο και κατά τη στιγμή της εκτέλεσής της στη γκιλοτίνα στις 16 Οκτώβρη 1793, κάτι που προβάλλουν με εμφατικό τρόπο οι απανταχού απολογητές της, ωσάν να επρόκειτο για θέμα προσωπικής ηθικής. Ένας τελευταίος θρύλος που τη συνοδεύει είναι πως πάτησε κατά λάθος το πόδι του δημίου της, λέγοντάς του “Με συγχωρείτε κύριε, δεν το έκανα επίτηδες”.