Μιλώντας Μαλβινέζικα
Άραγε αν σήμερα ζούσε τι θα έγραφε για την αντι-ερωτική μας εποχή; Τι θα σκεφτόταν για όλη αυτή την παρακμή που ζούμε; Για όλα αυτά τα ίδια μουτράκια στα κοινωνικά δίκτυα; Τους έρωτες fast -food; Αν θες να μνημονεύεις ανθρώπους σαν την Μαλβίνα πρέπει να τολμάς και σαν εκείνη.
Σαν σήμερα έφυγε η Μαλβίνα. Σκέτο χωρίς επώνυμο. Είναι αδύνατον κάποιος να μην γνωρίζει για ποια γράφω. Υπάρχουν άνθρωποι που μας μένουν με το μικρό τους όνομα, ακόμα και αν υπάρχουν άλλοι 10-20-30 με το ίδιο. Είναι σαν το ‘χουν σημαδέψει.
Υπήρχαν πολλά πράγματα που μ’ άρεσαν σε εκείνη και άλλα τόσα που έβρισκα λάθος. Μ’ άρεσαν τα κότσια της. Μ’ άρεσε το πόσο γνώστρια της ελληνικής και της γαλλικής γλώσσας ήταν, ώστε να μπορεί να πλάθει τις λέξεις στα μέτρα της και να τις υποτάσσει στην πένα και στο προφορικό της λόγο. Μ’ άρεσε το στυλ της. Ανδρόγυνο στυλ αλλά συνάμα ό,τι πιο θηλυκό και αισθησιακό είχα δει ως παιδί. Μ’ άρεσε πώς αφηνόταν στον έρωτα και στην απελπισία που έρχεται χεράκι-χεράκι με αυτόν. Μ’ άρεσε η τρέλα της να αλλάζει στυλ και να ζει σε μια δική της εποχή. Να τριγυρνά με παντελόνια την μια φορά και ινδικά ρούχα από την άλλη.
Δεν μ’ άρεσαν οι υπερβολές της. Δεν μ’ άρεσε που ενώ ήταν δυνατή έχανε το κέντρο βάρους της και άφηνε τον κάθε βλάκα να την κομματιάζει. Όχι με τον σωστό τρόπο αλλά με τον λάθος τρόπο κομματιάσματος. Που δεν ήξερε να προστατεύει αποτελεσματικά τον εαυτό της. Δεν μιλώ μόνο για την προσωπική της ζωή, μιλώ και για την δουλειά της. Ίσως είναι το τίμημα που πληρώνεις όταν λες την γνώμη σου ελεύθερα και εκτίθεσαι, να χάνεις δυστυχώς την ισορροπία σου και να ”σπάζεσαι” με τους χαζούς που δεν καταλαβαίνουν και δεν νιώθουν.
Είναι κλισέ να πούμε πως η Μαλβίνα ήταν μπροστά από την εποχή της. Δεν υπάρχει εποχή που να αντέχει ξεχωριστές προσωπικότητες. Ούτε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον στεριώνουν αυτές. Είναι καταραμένες να τριγυρνούν ανάμεσα σε ”τυφλούς”, ”κουφούς”, κούφιους, άνοστους, χαζούς ανθρώπους περιμένοντας να φύγουν από την ζωή μπας και γίνουν ”κατανοητοί”. Ψέμα. Δεν αγαπούν πάντα την Μαλβίνα όσοι γράφουν σήμερα για εκείνη. Αγαπούν ότι είναι νεκρή και μπορούν να εκμεταλλευτούν τα αποφθέγματά της. Να τα γράψουν στον τοίχο τους για ηλίθιους έρωτες. Για τον Πετράκη, τον Θανασάκη, τον Δημητράκη.
Έρωτες φλατ χωρίς καμιά ουσιαστική φλόγα. Έρωτες του εγωισμού, του εφήμερου, του πηδήματος, της επιφανειακής έλξης. Έρωτες που θα σβήσουν σε 6 μήνες, 1 χρόνο ή 2 χρόνια, χωρίς κανείς να θέλει να θυμάται κανέναν. Ή έρωτες λείψανα που έχουν βουλιάξει χρόνια σε ένα καναπέ, που το κρεβάτι τους έχει γίνει έρημος Σαχάρα αλλά μένουν μαζί με την ανάμνηση του “κάποιου πάθους” που ένιωθαν και που για χάρη του υπομένουν την ανία τους, από τον φόβο μην μείνουν μόνοι ή τι θα πει ο κόσμος ή ”έτσι συμβαίνει πάντα στην τελική”.
Αυτοί δεν είναι οι έρωτες για τους οποίους έγραφε η Μαλβίνα.
Ο πρωταρχικός ερωτικός πόθος χάνεται αλλά αν ο άλλος δεν είναι το πάθος σου, αυτός που βλέπεις απέναντί σου και νιώθεις το αίμα σου να κυλά με ορμή μέσα στις φλέβες σου, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθείς να χώσεις τις λέξεις της στα μικρά σου συναισθήματα.
Επιδερμικοί σαρκικοί έρωτες ή άνευρες αγάπες δεν ήταν εκείνο το οποίο επιθυμούσε η ίδια για την ζωή της και ούτε για τις ζωές των άλλων. Ήθελε μεγάλα πάθη που οδηγούσαν σε μεγάλα λάθη.
Αν δεν πέφτεις με τα μούτρα πάνω στον άλλον θέλοντας να ”φας” τα πάντα του, και δεν εννοώ μόνο το σώμα του αλλά όλο του το είναι, την ύπαρξη του όλακερη, και εσύ δεν ρίχνεις όλες τις άμυνες σου ώστε να σε κατασπαράξει και αυτός, ε, τότε για ποιο πράγμα μιλάμε;
Και ας πληγωθείς και ας φας τα μούτρα σου ή ας σπάσει τα δικά του/της σε περίπτωση που κάνεις λάθος επιλογή και σου τελειώσει γρήγορα το όποιο πάθος.
Αυτά τα παιχνίδια του στυλ ”Θα δώσω τόσα για να πάρω τόσα και αν δεν μου στείλει, δεν θα του στείλω και αν δω πως δεν γουστάρει, θα κάνω αυτό για να να με θέλει και έχω πληγωθεί στο παρελθόν και δεν θέλω να το ξαναπεράσω” κάτσε σπίτι σου και κλάψε την μοίρα σου. Ο έρωτας είναι για τους τρελούς, τους ονειροπόλους, εκείνους που δεν φοβούνται να εκτεθούν, να χάσουν την γη κάτω από τα πόδια τους, τον ουρανό πάνω από το κεφάλι τους ξανά και ξανά και ξανά. Αυτό αποζητούσε στους έρωτες της η Μαλβίνα, αυτό ήθελε και για μας εκείνη όταν έγραφε αυτά που έγραφε. Να ζούμε, να πέφτουμε και να σηκωνόμαστε πάλι και πάλι. Όπως έκανε και η ίδια.
Έπειτα από κάθε δύσκολη ιστορία και είχε πολλές ακόμα και με ξύλο από τους συντρόφους της, έβγαινε πιο δυνατή αλλά ταυτόχρονα και πιο έτοιμη να πέσει στα δίκτυα του επόμενου που την άλωνε, όπως έλεγε.
Έφυγε στα 52 της χρόνια από καρκίνο αν είχε ζήσει στο σήμερα, θα την απολαμβάναμε να γράφει για όλα τα τραγελαφικά που συμβαίνουν. Μας λείπει η ματιά της, το γράψιμο της, η οξυδέρκειά της, το βιτριολικό της χιούμορ, τα ελληνο-γαλλικά της αλλά περισσότερο για εκείνο που στεναχωριέμαι είναι πόσους έρωτες δεν πρόλαβε να ζήσει ξανά και ξανά η ίδια με όλο της το είναι και πώς το μυαλό, η καρδιά, η ψυχή της και το σώμα της από πολύ νωρίς έμεινε δίχως το τσίγκλισμα του έρωτα, το κάψιμο στο στομάχι, το φιλί, το χάδι και την αγκαλιά.
Δαιμονίζομαι όταν ακούω φίλους και φίλες να λένε ”πληγώθηκα και κρατάω πισινή”. Πέσε με τα μούτρα! Ποτέ δεν ξέρεις ποιος έρωτας θα ‘ναι ο τελευταίος σου! Ποιο θα είναι το τελευταίο χέρι που θα σφίξεις, το τελευταίο στόμα που θα φιλήσεις, ο τελευταίος οργασμός που θα αισθανθείς. Ποιος θα ‘ναι το τελευταίο σου χαμόγελο ή το δάκρυ σου. Μην μένεις ξερό κούτσουρο, κουμπωμένο σακάκι, παρατηρητής των άλλων μέχρι να φύγεις από την ζωή, ούτε συμβιβασμένος μίζερος χαμένος σε καναπέδες και ήσυχα κρεβάτια που δεν τρίζουν πια. Αν θες να μνημονεύεις ανθρώπους σαν την Μαλβίνα πρέπει να τολμάς και σαν εκείνη.