«Να μην τους κρύβεις ότι είσαι κομμουνιστής, ότι έφαγες ξύλο…» – Η τελευταία συνέντευξη της Ελένης Βούλγαρη – Γκολέμα

Πέθανε την ημέρα που τελείωνε ο Μάης του 2022. Άφησε αιώνιο το χνάρι των κοινωνικών και πολιτικών της αγώνων, των διώξεων, της φυλάκισης της ίδιας και του άντρα της Μπάμπη Γκολέμα από το μετεμφυλιακό καθεστώς, από τη χούντα· ήταν και οι δυο στελέχη του ΚΚΕ

Η ζωή των ανθρώπων μπορεί να είναι σαν τα ηλιοτρόπια κι ας πέρασαν «πέτρινα χρόνια». Έτσι ήταν η ζωή της αγωνίστριας Ελένης Βούλγαρη -Γκολέμα. Υψιτενής… Πέθανε την ημέρα που τελείωνε ο Μάης του 2022. Άφησε αιώνιο το χνάρι των κοινωνικών και πολιτικών της αγώνων, των διώξεων, της φυλάκισης της ίδιας και του άντρα της Μπάμπη Γκολέμα από το μετεμφυλιακό καθεστώς, από τη χούντα· ήταν και οι δυο στελέχη του ΚΚΕ.

Το κείμενο που ακολουθεί το έγραψα τον Φεβρουάριο του 2019 – δεν έχει δημοσιευτεί μέχρι σήμερα. Αποτυπώνει την αψάδα των λέξεων της συνάντησης-συνέντευξης με την Ελένη Βούλγαρη-Γκολέμα, της τελευταίας, όπως φάνηκε, πριν από το Φευγιό της.

Ξεδιπλώνοντας το νήμα μας ζωής αγώνων

Δεν έχει χάσει τη «φωτιά», σκέφτηκα. Ξαναβρήκα αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση και παλαιότερα, όταν την είχα συναντήσει ξανά. Αγέραστη. Αγέρωχη. Δεν μιλάει ηρωικά. Ίσως γι’ αυτό πετούν ακόμη σπίθες οι λέξεις με τη μαγκιόρικη βραχνάδα της φωνής της. Η πειθαρχημένη σκέψη της, παρά τα 84 χρόνια της, καταφέρνει να τιθασεύσει ακόμη και την αρρώστια που την καθήλωσε στην καρέκλα.

Όταν στον νου της μπερδεύονται τα ημερολογιακά έτη προσπερνά τον χρόνο και κρατά την ουσία της ζωής της: παραμένει κομμουνίστρια, πάντα στο ΚΚΕ, δεν ξεχνά το ξύλο στις φυλακές, το χαρόκαμα (τον πατέρα της, τον δάσκαλο από τον Δομοκό, τον εκτέλεσαν το 1943 στο στρατόπεδο Παύλος Μελάς στη Θεσσαλονίκη με άλλους φυματικούς κομμουνιστές), τις δυσκολίες που πέρασε η μάνα της η κυρά-Ευτυχία, τις δικές της αγωνίες για τους φασίστες, για τις πολιτικές που της στέρησαν τα παιδιά της για μεγάλο διάστημα.

Μιλάει και για το σήμερα, για τους νέους αλλά και για τον κίνδυνο να κυνηγηθούν ξανά κομμουνιστές και κομμουνίστριες, να ξαναζήσει η ανθρωπότητα το κυνήγι μαγισσών.

«Ε πάντα λες όχι μπορεί [να ξεκινήσει το κυνήγι των κομμουνιστών]. Πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος, στην ψυχή σου να το έχεις ξεπεράσει αυτό. Να σε δέρνουν και να λες: “Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα”»

Δεν διστάζει -έχοντας πια πάλλευκα μαλλιά- να μιλήσει για τον έρωτα, για το πόσο πολύ αγάπησε τον Μπάμπη και πόση αγάπη πήρε από κείνον. Η Ελένη και ο Μπάμπης Γκολέμας είχαν γίνει ένα. Δεν έχει απωθήσει τα «πέτρινα χρόνια» και θυμάται με σεβασμό τον Παντελή Βούλγαρη και τη γυναίκα του, την Ιωάννα Καρυστιάνη.

Της αρέσει να κάθεται στο μπαλκόνι στο σπίτι της στην Ηλιούπολη, στον πέμπτο όροφο, με θέα το βουνό, τον Υμηττό, όπως στις 20 Φεβρουάριου 2019, την Τετάρτη το πρωί που τη βρήκα να «τσακώνει τον χειμωνιάτικο ήλιο» με το καφεδάκι της και κάνα τσιγάρο. Άλλες ώρες βλέπει τηλεόραση με τη Λούλα που τη φροντίζει, σίριαλ, εκπομπές διάφορες. Της αρέσουν οι ειδήσεις – «να βλέπω τα βάσανα των ανθρώπων, τι περνάνε».

Δεσπόζουν στο καθιστικό του σπιτιού τα έργα του Μπάμπη από τη φυλακή, καλλιτεχνικές δημιουργίες, σκαλίσματα σε διάφορα υλικά, το καράβι, το ξυλόγλυπτο της αγκαλιάς ενός ζευγαριού, οι πίνακές του, αλλά και εκείνοι του εικαστικού Μίλτου Γκολέμα, του αγοριού που καταγράφηκε στην ελληνική ιστορία ως ο μικρότερος πολιτικός κρατούμενος της χούντας.

«Έχει γίνει δυο μέτρα λεβέντης τώρα ο Μιλτιάδης μου. Κι ο Κώστας μου» λέει. Οι γιοι της είναι φύλακες-άγγελοι, την προσέχουν πώς και πώς. Η Ελένη Βούλγαρη είχε συλληφθεί ύστερα από χρόνια στην παρανομία τον Αύγουστο του 1966, έγκυος – γέννησε στις 20 Φεβρουάριου 1967 και κράτησε για τρία χρόνια περίπου το παιδί κοντά της στο κελί.

Η Ακροναυπλία και ο οικογενειακός στρατοδίκης

Φωτογραφίες ανακατεμένες, άλμπουμ με αναμνήσεις, γράμματα στήριξης από το εξωτερικό για τον εγκλεισμό της μες στη χούντα, ζωγραφιές που έστελνε στον γιο της όταν τον κρατούσε η μητέρα της, άρθρα εφημερίδων, σημειώματα από τον εξόριστο άντρα της αδερφής της Μαρίας (είχε μπει στον ΔΣΕ το ’48, στην ταξιαρχία ιππικού), τον Νίκο, που ήταν κι εκείνος κυνηγημένος από τον Μεταξά, από τους Γερμανούς μετά, από το μετεμφυλιακό καθεστώς.

Φυλακές Κορυδαλλού, 8/4/1972. Ένα χειροποίητο άλμπουμ με εικόνες για «το Τσουραβλινάκι μου», όπως είχαν ονομάσει χαϊδευτικά οι συγκροτούμενες της Ελένης τον μικρό Μίλτο, που τον κρατούσε στο χωριό η μητέρα της, όσο ο Μπάμπης και η Ελένη ήταν στις φυλακές και στην εξορία.

Σε ένα φύλλο του αυτοσχέδιου άλμπουμ του έγραφε η Ελένη: «Σ’ αγαπώ πάρα πολύ και σε σκέφτομαι, ακόμη κι όταν κοιμάσαι». Σε άλλο φύλλο: «Να σαι καλό παιδάκι και ν’ αγαπάς τη γιαγιούλα κι όλα τα παιδάκια και τους ανθρώπους!» και στην προτελευταία σελίδα η Ελένη είχε κολλήσει ένα απόκομμα εφημερίδας με τον αστροναύτη Γιούρι Γκαγκάριν να κρατά ένα λευκό περιστέρι. Η τυπωμένη λεζάντα έγραφε: «Ο πρώτος αστροναύτης του κόσμου, ο Γιούρι Γκαγκάριν, όπως θα μείνει στη μνήμη της ανθρωπότητας, ο άνθρωπος που άνοιξε το δρόμο για το Διάστημα».

Έχει κρατήσει και ένα τεύχος της μηνιαίας επιθεώρησης τέχνης «Πολιτιστική»: αριθμός τεύχους 25 – Νοέμβριος 1985, με εξώφυλλο την κινηματογραφική Ελένη Βούλγαρη-Γκολέμα στην εμβληματική σκηνή της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη, με τη Θέμιδα Μπαζάκα να έχει υψωμένα τα χέρια έξω από τα κάγκελα της φυλακής κάνοντας σήμα με ένα πακέτο τσιγάρων για στραφτάλισμα στον ήλιο σαν χαιρετισμός στον Μπάμπη που τον κρατούσαν σε ένα κελί απέναντι από το δικό της. «Τον Βούλγαρη τον ήξερα πολύ καλά. Κάναμε και παρέα. Κομμουνιστής ήταν κι αυτός. Τώρα δεν ξέρω τι κάνει ο Παντελής. Και η γυναίκα που πήρε ήταν κομμουνίστρια, η Καρυστιάνη» μου λέει.

Ξεφυλλίζω το περιοδικό. Θέλει να της διαβάσω τι έγραφε στις σελίδες 14-19 της «Πολιτιστικής» ο Παντελής Βούλγαρης, διηγούμενος από τις σημειώσεις του όσα του είχε πει τον χειμώνα του ’83 η ίδια: «Ο πατέρας από το 1937 έως το 1943 ήταν στην Ακροναυπλία. Στέλεχος.

Τριάντα στελέχη του ΚΚΕ τα ξεχώρισαν στην απομόνωση. Ανάμεσά τους ο Γληνός, ο Στρίγκος, ο μπάρμπα-Κώστας ο Λουλές, ο πατέρας. Σ’ ένα μικρό χώρο και οι 30, ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν τους έβγαζαν ούτε για τη σωματική τους ανάγκη.

Όλα εκεί. Ο μπαμπάς αρρώστησε. Έγινε φυματικός. Με την κήρυξη του πολέμου το ’40 όλοι οι εξόριστοι ζήτησαν να πολεμήσουν. Δεν τους άφησαν. Μετά μάζεψαν τους φυματικούς και τους πήγαν στην πέτρα. Κοντά στον Όλυμπο. […] τους έβαλαν στο τρένο για τα κρεματόρια. Γίνεται όμως σαμποτάζ στη Θεσσαλονίκη, τους βγάζουν από το τρένο και τους εκτελούν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά».

Ακούει και συγκινείται διακριτικά. Μου μιλάει για τη μητέρα της την Ευτυχία που μπαινόβγαινε στις φυλακές. Όλη η οικογένεια στους αγώνες. Γι’ αυτό περιέγραφε στον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη ότι στη δίκη της στη Λάρισα άλλαξαν τον πρόεδρο του στρατοδικείου επειδή είχε δικάσει και τη μάνα της και τον Νίκο, τον άντρα της αδερφής της – «ήταν κάτι σαν οικογενειακός στρατοδίκης μας, δεν επιτρεπόταν να δικάσει κι εμένα»…

Ο πατέρας, η μητέρα, ο Μπάμπης, που έφυγε όρθιος

Η Ελένη γεννήθηκε το 1935 στη Χιλιαδού Δομοκού. Της ζητώ να μου περιγράφει την πιο έντονη στιγμή που είναι εντυπωμένη στο μυαλό της. «θυμάμαι την ημέρα που ήρθαν και πήραν τον μπαμπά και τον έβαλαν φυλακή. Το θυμάμαι σαν όνειρο που τον χτυπούσαν, που τον κλοτσούσαν κι εμείς βλέπαμε και φοβόμαστε το ξύλο. Ήταν με κάτι παλούκια αυτοί… Ήταν φασίστες, με μίσος για τους κομμουνιστές. Ο πατέρας μου τους έλεγε: “Βρε εμείς οι κομμουνιστές θα σας σώσουμε”».

Τι λες ότι είχε κατά νου όταν έλεγε ο πατέρας (ή εσύ μετά) για κομμουνισμό; «Αγώνας για να ζει ο άνθρωπος καλύτερα».

Υπάρχουν περιγραφές για τον δάσκαλο πατέρα της Κώστα Βούλγαρη από μαθητές του που θυμούνταν ότι είχε πάρει τον μισθό του και πήγε στην Αθήνα, αγόρασε παπούτσια και μολύβια και γύρισε και τα μοίρασε στα παιδιά στην τάξη.

Θέλει πολύ να μιλάει και για τη μητέρα της. «Ήταν γερός άνθρωπος, πολύ δυνατή, πολύ άξια γυναίκα. Πίστευε στο κόμμα, ακράδαντα. Ευτυχία την έλεγαν. Από το ίδιο χωριό με τον πατέρα. Η μάνα μου πολύ ταλαιπωρήθηκε. Την είχαν βάλει στη φυλακή και κοιμόταν πίσω από την πόρτα, χωρίς κρεβάτια, έτσι. Είχαμε μάθει να ζούμε μόνα μας. Μας πήρε η αδερφή της μάνας μου, η θεία μου, του Καρπέτα. Αυτή μας περιποιόταν, αφού ήταν πολύ καιρό μέσα και δεν φαινόταν να την αφήνανε. Ήταν κι εξορία. Οι αδερφές μου και οι δύο αντάρτισσες. Εγώ ήμουν μικρή, δεν πήρα όπλο. Οργανώθηκα στη νεολαία».

Μια ζωή αγώνες και μετά. Στο κίνημα για την ειρήνη, φεμινιστική δράση στην Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας, στο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, έως πρόσφατα με τις διαδηλώσεις για τα μνημόνια. Ο Μπάμπης, πρώτος και καλύτερος στις πορείες, έλεγε: «Έτσι να φύγω, όρθιος σε μια διαδήλωση». Έφυγε όρθιος, τον Ιούλιο του 2014, έχοντας διανύσει αγωνιστική ζωή, όπως όλη του η οικογένεια από το χωριό Άγιοι Ανάργυροι της Λάρισας: καταδίκες για κομμουνιστική δράση σε 16 χρόνια φυλακή, αντιδικτατορικός αγώνας, υπεύθυνος του βιβλιοπωλείου Σύγχρονη Εποχή. Υπάρχει παντού μες στο σπίτι της κυρα-Λένης.

Ο αγώνας, η πίστη στον σκοπό, ο έρωτας ζωής

– Τον Μπάμπη πώς τον γνώρισες;

– Στη Νεολαία Λαμπράκη.

– Θυμάσαι τη μέρα που τον είδες;

(παύση) Ήταν ένας παλίκαρος. Είχε φάει κι αυτός ξύλο με το τσουβάλι. Ο άντρας μου. Είχε πολύ κι αυτός ταλαιπωρηθεί.

 Το κατάλαβες από την πρώτη ματιά ότι ήταν αυτός ο άνθρωπος για σένα;

– Βέβαια, βέβαια. Όταν γίναμε ζευγάρι με τον άντρα μου τον έβλεπα και τον σεβόμουν πολύ. Τότε να έχεις φίλο δεν ήταν τόσο… Οι γυναίκες τρώγαμε ξύλο από την Ασφάλεια, τρώγαμε και από την οικογένεια.

– Στην εκκλησία της φυλακής παντρευτήκατε με τον Μπάμπη;

– Ναι. Είχε και η φυλακή εκκλησία να μας κάνουν καλούς ανθρώπους, μας λέγανε. Κι εγώ στη φυλακή στεφανώθηκα.

– Σε ποια φυλακή;

Στη φυλακή Αβέρωφ. Έχω φάει εκεί πολύ ξύλο. Όταν με πιάσανε χτύπαγαν την κοιλιά, λέγανε «μούλικο» το παιδί που ήταν μέσα μου. Έβριζαν οι αστυνομικοί όταν τους έλεγα να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα, να μην τα τραβάει ο καθένας όπου θέλει. Κλοτσιές, μπουνιές. Όταν απολύθηκα δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Δεν είχα δυνάμεις να σταθώ.

– Τι σε έκανε να αντέχεις;

– Η πίστη. Γιατί και οι αδερφές μου και ο πατέρας μου και η μάνα μου όλοι ήταν κομμουνιστές. Να τον αλλάζουμε τον κόσμο, να ζει καλύτερα, να μη σε πιάνουν και σε βγάζουν το λάδι, που λέμε, να μαρτυρήσεις, να μπει άλλος φυλακή.

– Γιατί αξίζει κάποιος να παλεύει σήμερα;

– Να δίνει τον εαυτό του… Γιατί δεν υπάρχει άλλος δρόμος, άλλο σημείο που να εκφράζεται αυτό που είσαι μέσα σου. Που είσαι φτωχός, που σε κυνηγάνε, που… Τότε υπήρχε αλληλεγγύη μεταξύ μας. Τώρα κοιτάζουν να σε σπρώξουν πιο πολύ.

– Σήμερα ποιες αξίες θα έλεγες να κρατούν βαθιά μέσα τους οι νέοι;

– Να έχουν πίστη σε αυτό που ακολουθούν, αν ακολουθούν κάπου. Να πιστεύουν στο Κομμουνιστικό Κόμμα· να τους κουβεντιάζεις, να τους εξηγείς, να μην τους κρύβεις ότι είσαι κομμουνιστής, ότι έφαγες ξύλο. Ακούει ο άλλος ότι έφαγες ξύλο και γουρλώνει τα μάτια του.

– Επομένως να μαθαίνει και την ιστορία και να αφοσιώνεται σε αυτό που πιστεύει για να πορεύεται. Και ο έρωτας έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή σου.

– Πολύ μεγάλο. Γιατί ήταν και ο Μπάμπης κομμουνιστής. Και αυτό με βοήθησε και μένα να σταθώ γερή.

 Τα χτυποκάρδια εκτός από το ξύλο ήταν και χτυποκάρδια αγάπης;

– Και έρωτα, μεγάλου έρωτα. Όχι σαν αυτά που βλέπουμε και ακούμε τώρα. Ο ένας σεβόταν τον άλλο πολύ, πάρα πολύ. Αυτή ήταν αγάπη. Δεν ξέρω πώς οι άλλοι τώρα αγαπάνε και πώς τα ζευγάρια κάνουν δεσμούς. Εγώ στον Μπάμπη πολλή αγάπη γνώρισα, πολλή βοήθεια είχα, με πρόσεχε πολύ.

 

Κεντρική φωτογραφία: Αρχείο Οικογένειας Γκολέμα | Η Ελένη Βούλγαρη-Γκολέμα και ο Μπάμπης Γκολέμας στο μέσον (πηγή: Documento)

Το κείμενο της Παναγιώτας Μπίτσικα για την Ελένη Βούλγαρη-Γκολέμα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Documento (Κυριακή 5 Ιουνίου 2022)

Πηγή: Documento (via Λαϊκή Συσπείρωση Ηλιούπολης)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: