Νίκη Τσαμαχίδου – Η ηρωίδα με το μετάλλιο ανδρείας (Μια αληθινή ιστορία)

Η Νίκη «του βουνού» (Ελένη Τσιομπανίδου το πραγματικό της όνομα) είναι τυφλή από τον τραυματισμό της το 1949. Βγάζει μια ομορφιά ψυχής και λόγου. Κάθε κουβέντα της είναι γεμάτη περηφάνια για τον αγώνα που έκανε. Δεν λυπάται τα νιάτα της κι ας ήταν τόσο μικρή.

Κάπως έτσι θα μοιραστώ την ιστορία της Ελένης ή Νίκης  του Εμφυλίου όπως την γνώρισαν πολλοί. Αφορμή στάθηκε το ενδιαφέρον μου γι’ αυτό το κομμάτι της Ιστορίας που λέγεται  Εμφύλιος στην Ελλάδα.

Δεν είμαι ιστορικός, έχω κι εγώ όμως το πέρασμά μου απ’ αυτά τα μονοπάτια της Ιστορίας. Είμαι παιδί Ανταρτών, Αγωνιστών του Δ.Σ.Ε.,  γεννημένη στη Ρουμανία και σήμερα κάτοικος Θέρμης – Θεσσαλονίκης.

Ψάχνω να βρω Μαχητές του Δ.Σ.Ε. από τον Έβρο όπου και η καταγωγή της μητέρας μου Τασούλας Κεφαλέλη, με τη γνωστή διαδρομή του βιβλίου της “Πεζοπορία της Ζωής και του Πολέμου – από τον Έβρο στο Γράμμο- Βίτσι”.

Ξέρω ότι ο Έβρος έδωσε πολύ αίμα σ’ αυτόν τον Αγώνα. Και σήμερα, 65 χρόνια μετά, ψάχνω αυτούς που απόμειναν. Να τα πουν όπως τα ζήσανε και όπως θυμούνται αυτά τα θλιβερά και βασανισμένα χρόνια. Μια αναφορά στο όνομα της Ελένης… Ένας αριθμός τηλεφώνου που μου έδωσε ο Χρήστος Παπαδόπουλος  από τα Δίκαια του Έβρου… κι αρχίζω να ξετυλίγω το κουβάρι.

Νίκη Τσαμαχίδου – Η ηρωίδα με το μετάλλιο ανδρείας (Μια αληθινή ιστορία)

Η Νίκη το 2018

Ξέρω μόνο ότι είναι τυφλή, από το χωριό Καναδάς του Έβρου,  Κοντά στο χωριό της μητέρας μου, την Ελιά.  είναι μικρά χωριά, εκεί, πέρα από την Ορεστιάδα.

Τηλεφωνώ. Θα της μιλήσω πρώτη φορά. Προσπαθώ μουδιασμένα να συστηθώ. Ναι είμαι εγώ μου λέει. Πάμε παρακάτω. Ξέρετε, είμαι η κόρη της Τασούλας Κεφαλέλη απ’ την Ελιά και θέλω να ακούσω ζωντανά την Ιστορία σας… έτσι, όπως την άκουγα μικρή από τους γονείς μου και τους συναγωνιστές τους… Τι; Της Τασούλας και του Κώστα Κεφαλέλη; Αννούλα εσύ;;;… Ακούω από την άλλη άκρη του τηλεφώνου. Μπα… Ξέρει και το επίθετό μου… Ναι της απαντώ βιαστικά. Σάστισα με την πρώτη. Μουδιάζω εγώ αλλά μουδιάζει και η Ελένη – Νίκη από το αναπάντεχο τηλεφώνημα…

Δεν το περίμενε άλλωστε. Εγώ τρέμω… Η Νίκη του «βουνού» δεν τα χάνει. Κουβαλάει 85 χρόνια στην πλάτη της. Την θύελλα ζωής και πολέμου έζησε.

Με θυμάται παιδί τριών ετών, εκεί στη Φλορίκα και στο Βαλτσέλε της Ρουμανίας. Έκτοτε δεν με ξαναείδε. Θυμάται την μητέρα μου και τον πατέρα μου στο Νοσοκομείο, στη Ρουμανία όπου ήταν οι ανάπηροι του Εμφυλίου. Ξέρει την πορεία της δικής μου οικογένειας κι ας μην μέναμε και κοντά… Και σήμερα, κοντά 60  χρόνια μετά, έρχομαι  εγώ ξαφνικά και συστήνομαι…

Νίκη Τσαμαχίδου – Η ηρωίδα με το μετάλλιο ανδρείας (Μια αληθινή ιστορία)

Από εκδήλωση των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην πόλη Οράντεα της Ρουμανίας. Η Νίκη είναι στη μέση (τέταρτη από αριστερά)

Παθαίνει ότι έπαθα κι εγώ. Συναισθήματα πολλά κι ο κόμπος στο λαιμό μας καρφώθηκε. Προσπαθούμε να τα πούμε όλα μαζεμένα. Έτσι, για να προλάβουμε… Είναι σα να στεκόμαστε δίπλα – δίπλα και τα λέμε. Σιγά, σιγά χαλαρώνουμε… Κι αρχίζει η κουβέντα.

Η Νίκη έχει καθαρό μυαλό και λόγο. Εγώ, ακολουθώ την κουβέντα με κομμένη την ανάσα. Ήταν η πρώτη γνωριμία μας. Ακολουθεί και άλλη τηλεφωνική επικοινωνία. Κάθε κουβέντα της είναι γεμάτη περηφάνια για τον Αγώνα που έκανε. Δεν λυπάται τα νιάτα της κι ας ήταν τόσο μικρή. Θέλει να τα πούμε από κοντά. Ξέρω, θα πούμε πολλά πράγματα. Αρχίζω και το σκέφτομαι. Ανυπομονώ.

Αποφασίζω με το σύζυγο και πάμε στη Βέροια. Μας περιμένει. Δε θέλει να πάμε το πρωί κατά τις 11 γιατί είναι αργά για τη Νίκη… Δε θα προλάβουμε να τα πούμε όπως μου λέει. Πήγαμε νωρίτερα και αρχίζει μια κουβέντα που τελειωμό δεν έχει…

Για τον τραυματισμό ακόμη δυσκολεύεται να περιγράψει τη στιγμή… Είναι βαθιά ριζωμένα μέσα της εκείνα τα συναισθήματα. Ακόμα ζει τούτες τις στιγμές. Δεν βιάζομαι. Όμως, σιγά, σιγά, μπαίνουμε και σε αυτό το θέμα. «Να, έτσι έγινε»… Και θα τα γράψω στη δεύτερη φάση αυτού του Ιστορικού οδοιπορικού. Πιστέψτε με. Αξίζει. Και θα το μοιραστώ μαζί σας.

Σήμερα θα σταθώ στα στοιχεία εκείνης της εποχής. Το αίμα μου παγώνει. Δύσκολα ακολουθώ. Η Νίκη είναι τυφλή από τον τραυματισμό της το 1949. Βγάζει μια ομορφιά ψυχής και λόγου. Αυτό φαίνεται και στη φωτογραφία που σας παρουσιάζω. Έχει το χαμόγελο της ψυχής. Ο χρόνος φεύγει γρήγορα. Εγώ, ακόμη ρωτώ, ρωτώ, ρωτώ… Θυμάμαι την μητέρα μου που ήταν Ανθυπολοχαγός στο Δ.Σ.Ε. και δεν αργώ να τη ρωτήσω και γι αυτό το θέμα.

Μήπως ήσουν τίποτα Ανθυπολοχαγός; Υπολοχαγός, Διμοιρίτης, Ομαδάρχης;…

Και μένω κόκκαλο με την ταπεινότητα, σεμνότητα και απλότητα με την οποία μου είπε για την διάκρισή της στο Δ.Σ.Ε. Ναι, έτσι ακριβώς.

Έ… ναι, είχα ένα χαρτί που έγραφε για Μετάλλιο Ανδρείας αλλά τώρα δεν ξέρω που είναι παιδάκι μου. Εγώ όπως βλέπεις είμαι τυφλή και μετά από τόσα χρόνια είναι δύσκολο να το βρω… Εξάλλου, δεν είχα και τα μάτια μου για να το διαβάσω.

Εγώ, πάλι παγώνω… Τώρα πια η καρδιά μου πάει να βγει σίγουρα από τη θέση της. Κρύος ιδρώτας με λούζει παντού. Όχι, όχι, Νίκη μου, θα το ψάξουμε, θα το βρούμε… Σε λίγο ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Με λυπήθηκε ο γιός της. Ήθελε να με βοηθήσει… Είναι περήφανος για τη μητέρα του. Πώς όμως; Τον βλέπω. Κάτι ψάχνει. Εγώ, περιμένω. Και τον βλέπω από μακριά, σα να χαμογελά. Σα να είναι χαρούμενος. ΝΑΙ. Έτσι είναι. Μου φέρνει ο Μανώλης έναν φάκελο μεγάλο με διάφορα παλιά χαρτιά. Και για να με παρηγορήσει λέει πως και αυτός ο φάκελος κουβαλάει  Ιστορία. Φτάνω στο σπίτι μου και χωρίς ανάσα αρχίζω και διαβάζω ένα, ένα τα χαρτιά. Απίστευτο αυτό που βλέπω… Κρατώ στα χέρια μου έγγραφα της εποχής του 1949. Φωτοτυπίες, και δεν το πιστεύω… Είναι Φύλλα Εφημερίδας της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού. Αριθ. Φύλλου 73, με ημερομηνία 9 Αυγούστου 1949. Είναι χιλιάδες τα ονόματα Αγωνιστών με προαγωγές στο Δ.Σ.Ε.

Με αγωνία έψαξα ονόματα γνωστών μου… Περπατούσα τις σελίδες για πολλές ώρες. Βρήκα πολλούς. Ξαφνιάστηκα με το όνομα του πατέρα μου. Ήξερα μόνο για Ανθυπολοχαγό 4ης σειράς Σχολής Αξιωματικών. Κι εδώ, πέφτω πάνω του. Είναι Υπολοχαγός σύμφωνα με την Εφημερίδα του «βουνού».

Νίκη Τσαμαχίδου – Η ηρωίδα με το μετάλλιο ανδρείας (Μια αληθινή ιστορία) Νίκη Τσαμαχίδου – Η ηρωίδα με το μετάλλιο ανδρείας (Μια αληθινή ιστορία)

Δεν πρόλαβα να συνέλθω και διαβάζω στην ίδια σελίδα το όνομα Ζησάκης Κώστας του Σίμου. Άλλο πάλι τούτο. Είμαι σίγουρη. Είναι ο μπαμπάς της Τασούλας. Γνωριζόμαστε μέσω του περιοδικού “Καλημέρα” των Ελλήνων της Τσεχίας. Όχι από κοντά. Ορίστε, πόσο κοντά είμαστε. Η σχέση μας αδελφική, από το περιοδικό, την ξενιτιά, τον Αγώνα των γονιών μας αλλά και την καταγωγή μας από τον Έβρο. Βρίσκω και άλλους πολλούς. Τηλεφωνώ. Ρωτώ να δω αν ξέρουν για την προαγωγή τους. Εκεί, βλέπω άλλα πράγματα… Όλοι είναι πάνω από 85 ετών. Άλλοι το είχαν ακούσει, άλλοι το ήξεραν και άλλοι ούτε είδαν… μα ούτε και άκουσαν. Όλοι συγκινήθηκαν πολύ. Λαχτάρησαν πολύ. Θέλανε να το διαβάσουν με τα ματάκια τους. Θέλανε να έχουν κάτι για τα παιδιά τους… . Είναι αυτός ο τίτλος τιμής που τους κάνει και δακρύζουν ακόμη και σήμερα. Και ας είναι πάνω από 80 με 90 ετών.

Αφήνω την Εφημερίδα και πιάνω το φάκελο της θείας ΝΙΚΗΣ και βγάζω πάλι φωτοτυπία εγγράφου της εποχής του 1949… Τώρα, διαβάζω και βουρκώνω…

Τίτλος: Νέα  Γενιά, Όργανο του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ. ΛΕΥΤΕΡΗ  ΕΛΛΑΔΑ.  Αρ. Φ.2. Ημερομηνία 1 του Ιούνη 1949. Εδώ, πρέπει να κρατηθώ… Τα γυαλάκια μου και μπρος. Διαβάζω τον τίτλο προσεκτικά:

«ΝΙΚΗ  ΤΣΑΜΑΧΙΔΟΥ. Μια αληθινή ιστορία». Και από κάτω παρακαλώ… «Η ΗΡΩΊΔΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΜΕΤΑΛΛΙΟ  ΑΝΔΡΕΙΑΣ».

Ναι. Είναι η Νίκη που μιλάμε ώρες και για το μετάλλιο δε λέμε τίποτα. Γιατί η Νίκη ξέρει πολλούς ήρωες που δώσανε και τη ζωή τους. Αυτή είναι η Νίκη από το χωριό Καναδάς του Έβρου και το πραγματικό της όνομα ΤΣΙΟΜΠΑΝΙΔΟΥ ΕΛΕΝΗ του Αθανασίου. Έζησε Πολιτική Πρόσφυγας στην πόλη Οράντεα της Ρουμανίας και σήμερα ζει στην πόλη της Βέροιας. Εδώ, σ’ αυτό το φύλλο είναι η συνέντευξη της εποχής του ’49 που δόθηκε στο Προσωρινό Νοσοκομείο του Βουνού, μόλις έξι μέρες από τον τραυματισμό της… την πήγανε βαριά τραυματισμένη…  Στο τέλος της συνέντευξης, έτος 1949, η Νίκη λέει:

«Δε λυπάμαι τίποτα συναγωνιστές… . Ένα πράγμα φοβάμαι. Πως ίσως δεν θα μπορέσω να αγωνιστώ μαζί σας»…

Αυτό απασχολούσε τη Νίκη. ΝΑΙ. Ο Αγώνας κι όχι το φως των ματιών… Η φωτογραφία που βλέπετε είναι πρόσφατη. Έφυγα πλουσιότερη σαν Άνθρωπος  και υποσχέθηκα ότι σύντομα θα ξαναπάω.

Ακολουθεί ακριβής αντιγραφή του κειμένου που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Νέα  Γενιά», 1949, και σας υπόσχομαι ότι θα σας στείλω και τις περιγραφές και τα γεγονότα εκείνης της μέρας… Όπως η Νίκη τα έζησε και τα θυμάται ολοζώντανα…

Νίκη Τσαμαχίδου – Η ηρωίδα με το μετάλλιο ανδρείας (Μια αληθινή ιστορία)

ΝΙΚΗ  ΤΣΑΜΑΧΙΔΟΥ – Μια αληθινή ιστορία: ΗΡΩΙΔΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΜΕΤΑΛΛΙΟ  ΑΝΔΡΕΙΑΣ

Έτσι κάποτε θα το λεν σαν παραμύθι:

– Μια φορά κι έναν καιρό…

Κι  ίσως εκεί στο χωριό της  Μαυροθάλασσας, έτσι σαν ανάμνηση θα δείχνουν οι γερόντοι  στα παιδιά τους.

Να εδώ, σ’ αυτό το μέρος ήταν η αχερώνα που τη βρήκανε τη Νίκη…

Μικρή αετοπούλα η Νίκη Τσαμαχίδου απ’ τον Καναδά Έβρου, τότε που ο ΕΛΑΣ στόλιζε τα βουνά και οι ανταρτοεπονίτες γέμιζαν με τα τραγούδια τους, τους στενούς δρόμους του χωριού της, ώρες χάζευε και χάιδευε τα φυσεκλίκια τους. Ύστερα, μαζί με όλα τα αετόπουλα του χωριού, πλημμύριζαν τη Λέσχη της ΕΠΟΝ τρυπώναν κατ’ απ’ τα τραπέζια, πηδούσαν, χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές και τα τραγούδια του, μπλέκονταν στα πόδια των χορευταράδων. Ύστερα;…

Στα υψώματα του Τραγύλου – Μαυροθάλασσας μαίνεται η μάχη. Ατελείωτα κύματα ο εχθρός, ενισχυμένος με τανκς επιτίθεται. Μέσα σε κόλαση πυρός, μια διμοιρία του επονίτικου λόχου κρατάει γερά στ’ αριστερά. Ένα γιουρούσι, δεύτερο γιουρούσΙ, τρίτο…  Τραυματίζεται ο διμοιρίτης. Ένα οπλοπολυβόλο παθαίνει εμπλοκή. Ο εχθρός καβαλάει τα πρώτα χαρακώματα. Πιο πίσω η Νίκη, επίτροπος της διμοιρίας, αφήνει το στάγιερ που αχρηστεύθηκε, χυμάει, κι αρπάζοντας το ντουφέκι ενός νεκρού μαχητή, σημαδεύει. Μα…

Ένα πηχτό σκοτάδι την κυκλώνει. Ένας πόνος φρικτός, σαν να της σφίγγουν το κεφάλι με μια πελώρια ντανάλια της φέρνει λιγοθυμιά. Κι ένα ζεστό υγρό κατρακυλάει και της γλύφει τα μάγουλα. Το κεφάλι της καίει. Φέρνει τα χέρια της ψηλά, κι όπως πασπατεύει εκεί κοντά στα μηλίγγια της νοιώθει το σφίξιμο της ντανάλιας πιο πολύ. Τα δάχτυλά της τα νοιώθει να κολάν από κάτι γλιστερό…

Μένει έτσι για λίγο μπρούμυτα. Ύστερα ανασηκώνει λίγο το κεφάλι της που βουίζει. Κοιτάει, μα δε βλέπει. Μια τρελή επιθυμία τη συνεπαίρνει ολάκερη.  Να δει… Να δει… Μα το πηχτό σκοτάδι την τυλίγει συνέχεια. Ώστε… Αποκαμωμένη πέφτει πάλι μπρούμυτα. Ώστε δε θα δει ποτέ της;…

Τα σβησμένα τα μάτια ακουμπάνε τυχαία σε δύο μαργαρίτες που δέχονται δύο στάλες, απ’ την πιο ακριβή δροσιά που τα πότισε ποτέ…

*

– Μωρή  παλιοβουλγάρα, ζεις, μωρέ;…

Δύο χέρια την τραντάζουν. Ακούει γύρω κουβέντες. Νοιώθει να την ανασηκώνουν κι αισθάνεται στα μούτρα της ιδρωμένα χνώτα…

– Μίλα μωρή βρώμα… Σήκω απάνω. Μίλα αν θες τη ζωή σου… Ποιού λόχου είσαι;… Πόσα πολυβόλα;…

– Κύριε λοχαγέ… Σαν να μη βλέπει… Κοιτάξτε, ακούει η Νίκη να λέει κάποιος άλλος. Μια σφαίρα μπήκε κάτω απ’ το δεξί της κρόταφο και βγήκε απ’ τ’ αριστερά…

– Τι λες μωρή; Θα μιλήσεις;…

Υψώνει περήφανα το ματωμένο της κεφάλι. Να έτσι νομίζει πως αν είχε μάτια θα τους έβλεπε κατάματα.

– Δεν ξέρω τίποτε…

– Δεν ξέρεις;…

Δεν έβλεπε. Αν έβλεπε ίσως θα μπορούσε να φυλαχτεί. Κι έτσι της ήρθε άξαφνα, η κλωτσιά στα καλάμια. Ένας ανατριχιαστικός κρότος ακούστηκε. Σαν να την άρπαξε ένας σίφουνας και τη σήκωσε και τη στριφογύρισε και την πέταξε σ ένα χάος δίχως τέρμα. Τα γόνατά της λύγισαν για λίγο, η καρδιά της παράλυσε. Μα κει μπρος σ’ αυτό το μπουλούκι των άκαρδων ανθρώπων που δε σέβονταν μια τραυματία γυναίκα, με μια υπερφυσική υπερένταση των δυνάμεών της, ενώ ένοιωθε πως χάνονταν, έμεινε ορθή. Στητή!

Για λίγο μείναν έτσι, να την κοιτάν. Σαν νάχε ψηλώσει ένα μπόι πάνω απ τα κεφάλια τους.

– Σκοτώστε την. Άκουσε να φωνάζει με βραχνή φωνή ο λοχαγός. Βαριά βήματα αντήχησαν. Είχε φύγει φαίνεται με κάνα δύο άλλους…

Δε  μπορούσε πια… Έψαξε με το χέρι. Πίσω ήταν κάτι σα βράχος, ξερολιθιά… Έκατσε, κι έγειρε το πονεμένο της κεφάλι…

– Λοιπόν; Άκουσες τι είπε ο λοχαγός; άκουσε κάποιον να λέει.

Τι την ένοιαζε πια; Είχε κάνει το καθήκον της πριν από λίγο…

– Ναι, σκοτώστε με! απάντησε με γαλήνια φωνή.

*

Η μάχη συνεχίζεται. Κι όσο πάει ξεμακραίνει.

– Ρε συ… Άστην τώρα. Έχουμε καιρό… Και στα χάλια πούναι… Έλα να διορθώσουμε την εμπλοκή.

– Πάψε ρε. Τρελάθηκες;  Θέλεις να ξαναπάμε μπροστά;

Ο ένας απ’ τους δύο φαντάρους κάτι λέει. Για τους Σλάβους που θέλουν να πάρουν τη Μακεδονία…  Για τους προδότες…

Το μυαλό της ταξιδεύει. Πότε στα περασμένα. Πότε σε κείνα που ονειρευόταν. Ναι μα καθώς έβαλε το χέρι της στην τσέπη, ένοιωσε κάτι κρύο και σκληρό. Τα σβησμένα της μάτια σαν να άστραψαν. Μια χειροβομβίδα… Ώστε δεν ήταν εντελώς άοπλη. Μπορούσε λοιπόν ακόμα…

Κι όμως μες στο μυαλό της περνοδιαβαίνουν χίλιες δύο εικόνες, χιλιάδες σκέψεις σ’ ένα τρελό  κυνηγητό, είδε να γράφονται σα με πυρωμένα γράμματα, σα με τη φωτιά μια φράση: «Όποιος δεν ξέρει να πεθαίνει όταν χρειάζεται, δεν ξέρει και να ζει»…

Κάνει να τραβήξει την κρυμμένη μιλς. Μ’ αν την βλέπουν; Γίνεται όλο αυτιά. Αν περίμενε νάρθει  κι ο λοχαγός; Μ’ αν δεν έρθει; Κι αν την πιάσει λιγοθυμιά; Κι αν βρουν τη χειροβομβίδα;…

– Να εκεί ρε. Στραβομάρα έχεις;

– Πού μωρέ;

Ο ένας κάτι θα δείχνει στον άλλο…

Δε θα με προσέχουν.

Βγάζει τη μίλς κι αφού τραβάει την περόνη την κυλά σιγά κι αθόρυβα.

Τρία μόλις μέτρα τη χωρίζουν απ’ αυτούς. Μετρά τα δευτερόλεπτα.

Σε λίγο δε θα ζει πια… Τουλάχιστο θα μάθουν οι σύντροφοι πώς πέθανε. Μετρά. Ακόμη 4…3…2… Ένα δευτερόλεπτο ακόμα… Ενστικτώδικα  κολλάει στη γης. Δεν ήθελε να πεθάνει; Ποιος το ξέρει; Εκεί, δίπλα της σείεται η γης. Τη σκεπάζουν τα χώματα… Σε λίγο τινάζεται. Ζει λοιπόν; Είναι μόνο κουκουλιασμένη με χώματα. Ανασηκώνεται λίγο και αφουγκράζεται… Ησυχία γύρω. Και τότε μέσα της ξυπνάει μια επιθυμία που τη γεμίζει δύναμη. Να ζήσει… Ναι. Να ζήσει. Να βρει τους δικούς της…

*

Τα γαυγίσματα απ’ τους σκύλους, χίλια δυο άλλα σημάδια την οδηγούν. Σέρνεται… Ψαχουλεύει… Να ένα ντουβάρι. Κλώθει τη γωνιά, βρίσκει την πόρτα. Μυρωδιά χόρτου τη χτυπάει. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει. Δίχως πια να σκέφτεται τίποτε, γέρνει κι αφήνει το ταλαιπωρημένο της κορμί να ξαποστάσει στη φιλόξενη και μαλακιά αγκαλιά του σωριασμένου χόρτου.

Την άλλη μέρα πάει στην πόρτα και αφουγκράζεται. Βουβαμάρα. Τα τραγούδια των αετόπουλων που δεν τα ακούει της μιλάν.

– Θάνε φασίστες στο χωριό σκέφτεται.

Ξαναγυρνάει και γέρνει στη γούβα που άφησε το κορμί της πάνω στο χορτάρι. Θα περιμένει… Δε μπορεί… Οι αντάρτες θα ξανάρθουν… Της το λέει η καρδιά της…

Οι πληγές της την πονάν. Η πείνα την θερίζει… Μια μέρα, δύο μέρες, τρεις… έξη μέρες…

Ένα τραγούδι την ξυπνάει απ’ τον λήθαργο. Η καρδιά της πάει να σπάσει. Τώρα δεν της πονάν οι πληγές της… Τώρα δεν της έρχεται λιποθυμιά απ’ την πείνα. Αφουγκράζεται. Σα να θέλει να παίξει με τη χαρά της. Κι όμως είναι αυτοί. Δεν κρατιέται… Ανοίγει την πόρτα. Τα δάκρυα κυλάν απ’ τα σβησμένα της μάτια. Κάτι σα να την πνίγει στο λαιμό… .

– Σύντροφοι. Σύντροφοι… Την έχουν στην αγκαλιά τους. Κόσμος πολύς. Σαν να μην έγινε τίποτε, χαμογελαστά, απλά τους διηγείται. Δάκρυα χαράς κατρακυλούν στα μάγουλά της… Ξαφνικά με φωνή τσακισμένη μας λέει…

– Δε λυπάμαι τίποτε συναγωνιστές. Ένα πράγμα φοβάμαι. Πως ίσως δε θα μπορέσω να αγωνιστώ μαζί σας…

Πίσω, προσπαθώντας να κρυφτεί ένας γέρος αντάρτης σκουπίζει ένα δάκρυ…

Εδώ τελειώνει  το πρώτο μέρος αυτής της αληθινής ιστορίας ζωής και πολέμου έτσι όπως εγώ την άκουσα και την έζησα σήμερα (4/4/2014) κουβεντιάζοντας με τη Νίκη του βουνού.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: