Νικολάε Τσαουσέσκου – Από “ανεξάρτητος” συνομιλητής της Δύσης “δεσποτικός” αποδιοπομπαίος τράγος
Η προσπάθεια να «παλαντζάρει» μεταξύ των δύο στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου, όχι μόνο δεν έχει τα προσδοκώμενα οφέλη, αλλά τελικά είχε κυριολεκτικά θανάσιμη, για εκείνον και το σοσιαλισμό έκβαση.
To όνομα Νικολάε Τσαουσέσκου, μετά από δεκαετίες προπαγάνδας, φέρνει στο μυαλό των περισσότερων ένα στυγνό κι αιμοσταγή δικτάτορα, που εγκαθίδρυσε παράλληλα ένα καθεστώς προσωπολατρείας που μόνο με εκείνο του Στάλιν – λένε – θα μπορούσε να συγκριθεί. Εκείνο που συνήθως ξεχνούν τέτοιου είδους παρουσιάσεις βέβαια, είναι το γεγονός πως ο τελευταίος ηγέτης της σοσιαλιστικής Ρουμανίας για σεβαστό χρονικό διάστημα κάθε άλλο παρά αποσυνάγωγος θεωρούνταν στη Δύση, καθώς η «ανεξάρτητη» πολιτική του έναντι της ΕΣΣΔ τον καθιστούσε ως και προνομιακό συνομιλητή της. Όσο για τον ίδιο και τη χώρα του, η προσπάθεια να «παλαντζάρει» μεταξύ των δύο στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου, όχι μόνο δεν έχει τα προσδοκώμενα οφέλη, αλλά τελικά είχε κυριολεκτικά θανάσιμη, για εκείνον και το σοσιαλισμό έκβαση.
Ο Τσαουσέσκου γεννήθηκε στις 26 Γενάρη 1918 στο Σκορνιτσέστι, ένα μικρό χωριό της Ρουμανίας κι ήταν το ένα από τα εννιά παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Στα 11 του χρόνια εγκατέλειψε το αυστηρό και θρησκόληπτο σπίτι του και κατέφυγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε με την αδερφή του και μετά άρχισε να μαθητεύει κοντά σε έναν τσαγκάρη.
Ο τσαγκάρης αυτός, ονόματι Αλεξάντρου Σαντουλέσκου, ήταν μέλος του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, μυώντας και το Νικολάε. Στα 15 του, εκείνος συνελήφθη στη διάρκεια μιας απεργίας και την επόμενη χρόνια ξαναπιάστηκε 3 φορές από την αστυνομία για τη δράση του. Πέρασε συνολικά έξι χρόνια στη φυλακή, από το 1936 ως το 1938 και ξανά από το 1940 ως το 1944, όπου βρισκόταν στο ίδιο κελί με τον μετέπειτα πρώτο ηγέτη της ΛΔ Ρουμανίας Γκεόργκε Γκεοργκίου – Ντεζ. Μετά τον πόλεμο εξελέγη γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας και το 1947, με την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού στη χώρα ανέλαβε μια σειρά θέσεις στο κράτος και στο κόμμα, μεταξύ άλλων ως υφυπουργός Άμυνας.
Παρά τη στενή σχέση του με τον Ντεζ, η άνοδος του Τσαουσέσκου στην εξουσία μετά το θάνατο του προηγούμενου ηγέτη το 1965 δεν ήταν και τόσο αναμενόμενη μέσα σε λίγα χρόνια ωστόσο, χάρη και σε μια συνταγματικά αναθεώρηση που τον κατέστησε πρόεδρο της Ρουμανίας η εξουσία του ήταν αδιαμφισβήτητη.
Ο ίδιος σύντομα έδειξε τις προθέσεις του στην εξωτερική πολιτική, με την αποστασιοποίησή του από την ΕΣΣΔ, χωρίς ποτέ να αποχωρήσει από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ή να έρθει σε ρήξη με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Στήριξε ωστόσο την άνοιξη της Πράγας, μη συμμετέχοντας – ως μόνη χώρα του συμφώνου – στην επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, επισκεπτόμενος μάλιστα προς ηθική ενίσχυση τον Ντούμπτσεκ μια βδομάδα πριν από αυτή. Ακόμα εντονότερα καταδικαστική υπήρξε η στάση του έναντι της σοβιετικής επέμβασης στο Αφγανιστάν, εξού και η Ρουμανία υπήρξε μοναδική χώρα του συμφώνου της Βαρσοβίας που δε συμμετείχε στο μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών του Λος Άντζελες το 1984, έχοντας ωστόσο συμμετάσχει σε εκείνους της Μόσχας το 1980. Διατήρησε καλές σχέσεις με το Ισραήλ, υποστηρίζοντας ωστόσο ταυτόχρονα και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, κι ήταν ο πρώτος ηγέτης σοσιαλιστικής χώρας που επισκέφτηκε το Λευκό Οίκο το 1970. Ακολουθώντας το γιουγκοσλαβικό παράδειγμα, συνήψε σχέσεις με την τότε ΕΟΚ. Παράλληλα είχε επαφές τόσο με τη μαοϊκή και αντισοβιετική Κίνα, όσο και με τη ΛΔ Κορέας.
Καλές ήταν οι σχέσεις του και με την Ελλάδα, με γνωστότερο παράδειγμα την ανάδειξη της αποφοίτου δημοτικού Έλενας Τσαουσέσκου σε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1976. Ακόμα γνωστότερες είναι οι σχέσεις του με το τότε ΚΚΕ εσωτερικού, στο σχηματισμό του οποίου εξάλλου είχε συμβάλλει η κυβέρνησή του, συμβάλλοντας μεταξύ άλλων και στην κλοπή μέρους του κομματικού αρχείου, που κατέληξε αργότερα στα ΑΣΚΙ. Αλλά και τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις των δυο κομμάτων παρέμεναν θερμές, με τη Ρουμανία να προμηθεύει μεταξύ άλλων και το χαρτί για την εκτύπωση της “Αυγής”. Εδώ μπορείτε να δείτε και μια επίπληξη του παλιού Ρηγά Νίκου Μαραντζίδη στο Σύριζα, πριν αρχίσει το αμοιβαίο φλερτ που εξελίσσεται σε συγκατοίκηση, συγκρίνοντας την τότε -εφεκτική κατά τον ίδιο – στάση του κόμματος στο Μαδούρο με εκείνη του πολιτικού του προγόνου έναντι του Τσαουσέσκου. Δεν ξέρουμε αν εξακολουθεί να έχει την ίδια άποψη για τη μεσοβέζικη στάση του Σύριζα στο επιχειρούμενο πραξικόπημα στη Βενεζουέλα σήμερα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Η «ανεξάρτητη» πολιτική του Τσαουσέσκου, συνοδεύτηκε και από την καλλιέργεια μιας εθνικιστικής σε αρκετές περιπτώσεις ρητορικής στο εσωτερικό, που υπερτόνιζε την υποτιθέμενη συνέχεια των αρχαίων Δακών με τη σύγχρονη Ρουμανία. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής μπορεί να ενταχθεί και η πολιτική απαγόρευσης των αμβλώσεων (σε συνδυασμό με τα δυσκολότερα διαζύγια και την ενίσχυση των πολύτεκνων μητέρων), υποτίθεται για την ενίσχυση του εθνικού πληθυσμού, που προκάλεσε φυσικά όλα τα προβλήματα που επιφέρει η έκρηξη των παράνομων αμβλώσεων και των παιδιών που αφήνονταν στα ιδρύματα. Τα τελευταία, ιδίως τη δεκαετία του ’80 που η χώρα αντιμετώπιζε οξύτατα οικονομικά προβλήματα, έγιναν έμβλημα της προπαγάνδας κατά του σοσιαλιστικού καθεστώτος, λόγω των άσχημων συνθηκών που επικρατούσαν σε αυτά. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι σε γενικές γραμμές ο Τσαουσέσκου ήταν για πολλά χρόνια εξαιρετικά δημοφιλής ηγέτης και το βιοτικό επίπεδο στη Ρουμανία σε ανοδική πορεία. Η υπερπροβολή του ζεύγους Τσαουσέσκου στα κρατικά ΜΜΕ της χώρας δεν ήταν λοιπόν κάτι που απλώς επιβαλλόταν σε έναν παθητικό και δυσαρεστημένο πληθυσμό, παρά τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία σκηνοθεσίας που περιείχε. Μια σκηνοθεσία βέβαια που ωχριά έναντι της προβολής σύγχρονων αστών πολιτικών ηγετών και των «πρώτων κυριών» που τους συνοδεύουν.
Εκεί που οι υπολογισμοί του ίδιου και του επιτελείου του ωστόσο έπεσαν απολύτως έξω, ήταν στην απόπειρα να μετατραπεί η Ρουμανία σε παγκόσμιο κέντρο διύλισης πετρελαίου, όχι μόνο του δικού της, αλλά και χωρών της Μέσης Ανατολής και του Ιράν. Για τη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών η χώρα βασίστηκε σε εκτενή δανεισμό από τη δύση, η οποία πρόθυμα ανταποκρίθηκε, ευελπιστώντας σε μεγαλύτερη απομάκρυνση της Ρουμανίας από τον ανατολικό συνασπισμό. Τα έργα προχωρούσαν αργά, ενώ ένας καταστροφικός σεισμός το 1977 δημιούργησε περαιτέρω καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διυλιστηρίων, τα οποία όταν ήταν έτοιμα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι τιμές του πετρελαίου βρισκόταν σε μεγάλη πτώση, συμπαρασύροντας τη ρουμανική οικονομία. Η χώρα οδηγήθηκε στην αγκαλιά του ΔΝΤ, κατορθώνοντας να ξεπληρώσει τα χρέη της το 1988, με δυσβάσταχτο κόστος για τον πληθυσμό. Ο Τσαουσέσκου επιβίωσε μιας απόπειρας πραξικοπήματος το 1984, ο χρόνος όμως είχε ήδη αρχίσει να μετράει αντίστροφα. Αρχή του τέλους ήταν διαδηλώσεις που ξέσπασαν στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, την Τιμισοάρα, μετά την εκδίωξη ενός γνωστού αντιφρονούντα της ουγγρικής μειονότητας, του ιερέα Λάζλο Τόκες. Η «αποκάλυψη» των υποτιθέμενων μαζικών ταφών στην πόλη ήταν η θρυαλίδα για την επέκταση των ταραχών σε όλη τη χώρα, απολήγοντας στη σύλληψη κι εκτέλεση του ζεύγους Τσαουσέσκου μετά από μια δίκη – παρωδία τα Χριστούγεννα του 1989.
Το εντυπωσιακό είναι πάντως πως, παρά την επικράτηση της αντεπανάστασης και το έντονα αντικομμουνιστικά κλίμα που επικράτησε στη χώρα, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, μέχριν πριν μερικά χρόνια τουλάχιστον, δεν ήταν απολύτως πεπεισμένη για το αφήγημα περί τυρρανίας που ηττήθηκε. Έτσι, σε δημοσκόπηση του 2011, ένα συντριπτικό 84% εξέφραζε την αντίθεσή του στην εκτέλεση του ζεύγους Τσαουσέσκου χωρίς δίκαιη δίκη, και 60% λυπόταν για το θάνατό του Τσαουσέσκου. Παρόμοιο ποσοστό, 61% θεωρούσε σαφώς καλύτερη τη ζωή στο σοσιαλισμό.