Νίκος Βαλιανάτος – Αλύγιστος, πιστός στο λαό και στο Κόμμα. Έσπειρε απ’ τους πρώτους το σπόρο…
Άγνωστα στοιχεία για τη ζωή-δράση του πρωτομάρτυρα του ΚΚΕ, Νίκου Βαλιανάτου, που δολοφονήθηκε μετά από φριχτά βασανιστήρια στα γραφεία της Ειδικής Ασφάλειας του Μανιαδάκη, τον Αύγουστο του 1938.
Στις 9 του Αυγούστου 1938, δολοφονείται μετά από φριχτά βασανιστήρια στα γραφεία της Ειδικής Ασφάλειας του Μανιαδάκη, ο Νίκος Βαλιανάτος, μέλος του ΚΚΕ από το 1918, Γραμματέας της ΚΟ Λάρισας του ΚΚΕ και μέλος της ΚΕ της Εργατικής Βοήθειας Ελλάδας. Ο Νίκος Βαλιανάτος ανήκει στους πρωτομάρτυρες και τις ηρωικές μορφές του ΚΚΕ. Η δολοφονία του είναι ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα της φασιστικής 4ης Αυγούστου.
Ο Νίκος Βαλιανάτος γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά το 1870, όπου ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Το 1909 σε ηλικία 40 χρόνων περίπου εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία και καλλιεργούσε χωράφια που νοίκιαζε. Αρχικά εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Όμιλο Λάρισας και το 1918 ήταν από τους πρώτους κομμουνιστές που εντάχθηκαν στο νεοϊδρυμένο τότε ΣΕΚΕ. Το 1922 ήταν Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Λάρισας και Γραμματέας του Εργατικού Κέντρου της ίδιας πόλης. Ο Βαλιανάτος, μετά την παραίτηση του Κουντουριώτη τον Μάρτιο του 1926 κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πάγκαλου, είχε προταθεί από το ΚΚΕ για πρόεδρος της Δημοκρατίας αν και εκείνη την εποχή ήταν εξόριστος σε νησί. Επίσης, ήταν υποψήφιος με το ΚΚΕ για δήμαρχος Λάρισας στις δημοτικές εκλογές του Οκτώβρη 1925 και έχασε στις εκλογές εκείνες για 40 ψήφους μετά από μεθοδεύσεις. Ο Νίκος Βαλιανάτος, παρά την τυπική αυτή ήττα, συνέχισε να αγωνίζεται με το ΚΚΕ και περιέτρεχε όλα τα χωριά της Θεσσαλίας διαδίδοντας τις κομματικές θέσεις, χωρίς να εγκαταλείψει και τις γεωργικές εργασίες. Εκείνη την περίοδο πέθανε ο αδερφός του και ανέλαβε το βάρος της οικογένειας του αδερφού του, χωρίς να μειώσει την πολιτική του δραστηριότητα.
Σημαντικά στοιχεία για τη ζωή – δράση του καταγράφονται σε άρθρο του Α[πόστολου] Σ[πήλιου], στο ιστορικό περιοδικό του ΚΚΕ “Νέος Κόσμος”, από το οποίο μεταφέρουμε στο διαδίκτυο πλατιά αποσπάσματα.
(…)Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που είχε αναστατώσει τους «γαλαζοαίματους» της Λάρισας — τους χαροκόπους, τους Ζουζούκηδες, τους Χατζηλαζαραίους, τους Παπαγεωργίου; Ποιος ήταν αυτός ο «γουρουνάς», όπως τον έλεγε με μίσος και περιφρόνηση η Αντίδραση, — ποιος ήταν αυτός ο «Μπάρμπα-Νίκος», όπως τον φώναζε τρυφερά το προλεταριάτο κι η φτωχολογιά της Λάρισας και του κάμπου;
Η σκιά του Μαρίνου Αντύπα δρασκέλιζε ακόμα τον κάμπο το θεσσαλικό, ο θρύλος του πρωτομάρτυρα της αγροτικής Ιδέας ζούσε ολοζώντανος στις καρδιές των κολίγων πούχαν ρουφήξει το κήρυγμά του, όπως το φρυγμένο χώμα τη βροχή — όταν έφτανε στη Λάρισα, ξεκινημένος απ’ το ίδιο νησί, την Κεφαλονιά, ο Νίκος, Βαλιανάτος. Ήταν στα 1909.
Ήρθε μαζί με το μεγαλύτερό του αδερφό να δουλέψουν στή Θεσσαλία. Φτωχά αγροτόπαιδα, στρατοκόποι της ανάγκης, πήραν ένα πρωί το δισάκι τους στον ώμο και ξεκίνησαν απ’ τη στενή γη του νησιού τους «για τα παχιά τα χώματα». Νάξεραν τάχα, πως και δω, στην πλούσια, την πλατιά θεσσαλική γη, ο ίδιος ο σιδερένιος νόμος δυναστεύει — ο νόμος της πείνας των δουλευτάδων της; Κι αν δεν τόξεραν, το είδαν σε λίγο, μονάχοι. Κι έζησαν κι αυτοί τις μεγάλες μέρες του Κιλελέρ κι’ αντίκρυσαν τις μαύρες σημαίες της απελπισμένης απόφασης να κυματίζουν πάνω απ’ το θολό, το βουρκωμένο ψυχομέτρο του κάμπου.
Μισός αιώνας κοντά μας χωρίζει από τότες. Πώς έζησε ο Βαλιανάτος τα πρώτα χρόνια του στή Θεσσαλία, δεν το ξέρουμε. Εκείνο πού ξέρουμε είναι ότι δούλεψε μαζί με τον αδερφό του εργάτης στο στρώσιμο της σιδηροδρομικής γραμμής ΣΕΚ, που γινόταν από Λάρισα – Παπαπούλι (προς Θεσσαλονίκη). Ήταν αυτό το ίδιο το Παπαπούλι το μοιραίο χωριό, εκεί που λίγα χρόνια πριν, το 1907, οι άνθρωποι των τσιφλικάδων δολοφονούσαν τον πρωτοπόρο πατριώτη του. Το αίμα του Αντύπα είχε χυθεί — και τώρα ο Βαλιανάτος, μαζί με τα μπράτσα των θεσσαλών αγροτών και προλετάριων έστρωναν να περάσει η «καινούργια γραμμή». Η καινούργια γραμμή του αιώνα.
(…) Η ίδρυση του Κόμματος στα 1918 έδωσε καινούργια ώθηση στο επαναστατικό κίνημα της Θεσσαλίας. Η μεγάλη πανεργατική απεργία στο Βόλο το 1921, τα μαχητικά αγροτικά συλλαλητήρια των Τρικάλων, το πλατύ Παλαιοπολεμιστικό κίνημα, που ήταν ένα μεγάλο αγροτικό κίνημα κι είχε φουντώσει με ιδιαίτερη δύναμη στη Θεσσαλία, τράνταζαν τ’ αστοτσιφλικάδικα κάστρα.
Μέσα σ’ αυτό το χώμα έριχνε το σπόρο του κι ο Βαλιανάτος. Στενά δεμένος με τη γη, γνώρισε από πολύ κοντά τα βάσανα και τα φαρμάκια του θεσσαλού αγρότη. Δούλεψε εργάτης γης σε πολλά τσιφλίκια. Κάποτε φύλαξε και γουρούνια. Τα καμποχώρια γύρω απ’ τη Λάρισα τον ξέρουν καλά. Με τον τροβά του στρατοκόπου στην πλάτη, με μια μαγκούρα στο χέρι, γύριζε στον πλατύ, πλούσιο κάμπο, πού άλλοι τον όργωναν και τον έσπερναν και κι άλλοι πήγαιναν και τον θέριζαν.
Μα ο Βαλιανάτος δεν ήταν μονάχα ο στρατοκόπος, ο ξωμάχος. Ήταν μαζί κι ο διδάχος, ο προπαγανδιστής, ο οργανωτής. Εκείνο τον καιρό, σ’ όλα τα χωριά γινόταν οι Αγροτικές Ενώσεις, έβραζε το Παλαιοπολεμιστικό κίνημα. Η Μικρασιατική καταστροφή είχε γεμίσει τον τόπο με τα τραγικά καραβάνια των προσφυγών. (…) Ο λαός, οι φτωχοί, πλήρωναν τα σπασμένα της «Μεγάλης Ιδέας». Ποιος έφταιγε για όλα ετούτα; Τι έπρεπε να γίνει από δω και μπρος; Ο Βαλιανάτος γύριζε τον κάμπο και τόλεγε. Εκείνα τα χρόνια οι κομμουνιστές προπαγανδιστές ήταν ήρωες αληθινοί σε αντοχή και καρτερία. Έπρεπε να παλεύουν με το σκοτάδι, την πρόληψη, την αμορφωσιά – τα όπλα και τ’ αφιόνια της Αντίδρασης. Το αστοτσιφλικάδικο κράτος τους κυνηγούσε. Τους έλεγαν «μασόνους» και «όργανα του σατανά». Οι εφημερίδες γράφανε ότι οι κομμουνιστές «θα χαλάσουν τη θρησκεία, θα πουλήσουν την πατρίδα, θα διαλύσουν την οικογένεια και θα εφαρμόσουν την κοινοχτημοσύνη στις γυναίκες»!!
Ο Βαλιανάτος είχε ένα μεγάλο χάρισμα. Ήξερε να μιλά στο λαό, να βρίσκει το δρόμο της καρδιάς του. Ήταν ένας συζητητής που ήξερε όχι μονάχα να μιλάει μα και να ακούει τον άλλον. Ο λόγος του είχε μια σπάνια πειστικότητα. Δεν έβγαζε «δεκάρικους» ο Βαλιανάτος. Συζήτηση άρχιζε με τους χωριάτες. Απλή, φιλική, γκαρδιακή κουβέντα. Έφτανε στο χωριό και τους ρώταγε για το σπίτι τους, για τις δουλειές τους, για το γέννο το χειμώνα, για τον κούρο την άνοιξη, για τη σοδειά, για την ακρίδα που έπεσε στα σπαρτά, για την κλαπάτσα που θέριζε τα πρόβατα, για τους φορατζήδες που τους κυνηγούσαν. (…) Κι ο φτερωμένος λόγος του Βαλιανάτου έφτανε στις ρούσικες στέπες, τις λεύτερες. Έλεγε τώρα στους καραγκούνηδες τι είχαν κερδίσει οι μουζίκοι μπαίνοντας κάτω απ’ τη σημαία του Λένιν, τι έδωσε στον αγρότη η Ρούσικη Επανάσταση.
(…) Στην οδό Μακεδονίας, ήταν το κουρείο του Μάνθου. Δυο καθρέφτες θολοί, δυο σπασμένες πολυθρόνες, ένας ξύλινος καναπές. Εκεί μέσα πρωτοείδα τον Βαλιανάτο. Όταν τον γνώρισα ήταν πια ένας μεσόκοπος γεροδεμένος άντρας. Μέτωπο ψηλό, πεταγμένα ζυγωματικά, μάτια κατάμαυρα που άστραφταν. Αυτό το πρόσωπο με τα αδρά, «μογγολικά» χαρακτηριστικά ξεχώριζε αμέσως και χαραζόταν άσβηστα στη μνήμη σου. (…) Ήταν ο Γραμματέας του Εργατικού Κέντρου, για τους εργάτες. Ήταν ο Γραμματέας της Αγροτικής Ένωσης της περιφέρειας Λάρισας, για την αγροτιά. Κι ο Βαλιανάτος συνδύαζε θαυμαστά και τις δυο αυτές ιδιότητες. Ήξερε να μιλάει και στον εργάτη και στον αγρότη. Γιατί ήταν ο ίδιος και τα δυο. Πάνω σε κείνο τα βασανισμένο, μα αδρό πρόσωπο, με τα φλογερά μάτια είχε σαρκωθεί θαρρείς η ιδέα της εργατοαγροτικής συμμαχίας.
(…) Και τα χρόνια περνούν… Ο γερο Βαλιανάτος έχει φύγει πια απ’ τη Θεσσαλία, δουλεύει στην Αθήνα. Τον ξέρουν όλα τα σπίτια των φυλακισμένων, των εξορίστων αγωνιστών. Τον ξέρουν όλες οι φυλακές και τα κρατητήρια και τα τμήματα μεταγωγών και τα καράβια της «αγόνου γραμμής» που κουβαλάνε τους αλυσωμένους για τα ξερονήσια. Ο Βαλιανάτος τρέχει, προφταίνει παντού. Αυτός θα κατεβεί στον Πειραιά να φροντίσει να δοθούν τα δέματα της Βοήθειας στους μεταγόμενους. Αυτός θ’ ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του κυνηγημένου αγωνιστή και θα δώσει στη μάνα, στην αδερφή, στη γυναίκα το βοήθημα. Αυτός θα τρέξει για γιατρό, για το άρρωστο παιδί του συντρόφου. Η αυτοθυσία, η αυταπάρνηση του Βαλιανάτου, η φροντίδα του για τους άλλους έχουν μείνει θρυλικές μέσα στο κίνημα. Τώρα είναι πιο «ο Γέρος της Βοήθειας». Έτσι τον ξέρουν όλοι, έτσι τον περιμένουνε. Με την αιώνια μαγκούρα στο χέρι, ο Βαλιανάτος γυρίζει ακούραστος την Αθήνα. Ο ίδιος κοιμάται πολλές φορές νηστικός, καίγεται απ’ τόν πυρετό (έχει χρόνια ελονοσία, δώρο του θεσσαλικού κάμπου), αλλά το σπίτι του συντρόφου δε θα τ’ αφήσει.
(…) Με την τιμιότητα και την ακαταπόνητη δουλειά του ο Βαλιανάτος είχε γίνει η ψυχή της Εργατικής Βοήθειας. Ήταν, διαδοχικά, ταμίας της Εργατικής Βοήθειας Αθηνών, μέλος της ΕΕ Εργατικής Βοήθειας Ελλάδος και αργότερα ταμίας της ΚΒ τής ΕΒΕ. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Νοικοκύρης από φυσικού του, κράταγε με σχολαστική τάξη τους λογαριασμούς. Ήξερε με τι θυσίες και κινδύνους μαζευότανε, δεκάρα-δεκάρα, απ’ το υστέρημα του λαού, οι συνδρομές κι οι εισφορές της Βοήθειας, ήξερε τι τεράστιες ανάγκες είχε ν’ αντιμετωπίσει η οργάνωση αυτή, και θεωρούσε αυτά τα λεφτά ιερά— όπως και ήταν. Κι’ έτσι τα διαχειριζότανε.
Το 1932 πραγματοποιείται ένα μεγάλο όνειρο του Βαλιανάτου, το όνειρο κάθε κομμουνιστή, είτε στην Ελλάδα γεννηθεί, είτε στην Ιαπωνία. Πάει στη Σοβιετική Ένωση, αντιπρόσωπος της ΕΒΕ στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο της Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας.
Είχε φτάσει ή ώρα για το «γέρο»-προλετάριο να δει από κοντά τη Μεγάλη Πατρίδα— την πατρίδα της ψυχής των φτωχών, των προλετάριων όλου του κόσμου.
Απ’ τήν Οντέσσα, μαζί μ ’έναν άλλο Έλληνα σύντροφο, μπήκαν στο τραίνο για τη Μόσχα. Ο Βαλιανάτος χαιρόταν σα μικρό παιδί. Δε χόρταινε να κοιτάει, να ξετάζει, να ρωτάει. Όλα ήθελε, θαρρούσες, να τ ‘αγκαλιάσει με μιας, να τα κλείσει μέσα στην καρδιά του, φυλαχτό και θυμητάρι κι αντιστύλι για τον αγώνα, όταν θα γύριζε στην Ελλάδα ξανά.
(…) Κοίταζε τον καινούργιο κόσμο που ανοίγονταν μπροστά του κι ένιωθε να τον πλημμυρίζει ένα παράξενο αίσθημα. Όχι, δεν κοίταζε με τα δικά του τα μάτια μονάχα. Εκείνη την ώρα, μέσ’ απ’ τα δικά του μάτια έβλεπαν αραδιασμένοι πίσω του, μια ατέλειωτη σειρά, οι χωριάτες της πατρίδας… Κείνη την ώρα έφερνε στο μυαλό του τους σκλάβους του θεσσαλικού κάμπου, που μαζί τους είχε φάει αλάτι και ψωμί κι είχε μοιραστεί κι αυτός τον παιδεμό τους πάνω στα μίζερα στενά χωραφάκια και στην ξένη γη τού τσιφλικά. Θυμόταν το γέρο αγρότη που τον ρώταγε με τη λαχτάρα στα μάτια.
—Και δεν έχουν εκεί απάνω αφεντικά στη γη;
Τώρα την έβλεπε, με τα ίδια του τα μάτια κι ο Βαλιανάτος αυτή τη γη τη λυτρωμένη, την ελεύθερη. Και άρπαζε το όραμά της λάφυρο για το γυρισμό του. Ό,τι έβλεπε δεν ήταν δικό του μονάχα— ήξερε πως θάπρεπε, γυρίζοντας, να πάει να μοιράσει το θησαυρό που τώρα μάζευε ανάμεσα στ’ αδέρφια του, τους συντρόφους. Γι’ αυτό κι ήθελε να μαζέψει όσο γινόταν πιο πολύ απ’ αυτό το ταξίδι του ο Βαλιανάτος.
(…) Κι ο Βαλιανάτος γύρισε στην Ελλάδα. Γύρισε κι έπιασε πάλι το ταμπούρι του. Εκεί, δίπλα στο λαό, δίπλα στους αγωνιστές του, τους φυλακισμένους, τους εξόριστους; Κι άρχισαν πάλι τα κυνηγητά κι οι πείνες κι οι τρεχάλες.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο και καταβαλόταν. Έλιωνε απ’ τον πυρετό, τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν, η χρόνια ελονοσία τούχε πειράξει την καρδιά, οι δυνάμεις του πέφτανε. Μα ο Μπαρμπα-Νίκος έστεκε εκεί. Στο πόστο του πάντα. Ακούραστος. Αλύγιστος. Πιστός στο λαό, στον αγώνα, στο Κόμμα.
Εκεί, σ’ αυτό το ταμπούρι τον βρήκε η μεταξική δικτατορία. Δυο χρόνια, τεταρτοαυγουστιανά χρόνια, αγωνιζόταν παράνομος, μέσα στην άγρια τρομοκρατία και το χαφιεδισμό. Δίπλα του όλο κι αραιώνουν οι σύντροφοι, πλήθαιναν τα κενά. Σήμερα πιάνονταν ο ένας, αύριο ο άλλος. Τα μπουντρούμια βογκούσαν, τα ξερονήσια γέμιζαν, τα σπίτια των αγωνιστών τάδερνε η πείνα. Κι ο παράνομος «Γέρος της Βοήθειας» έτρεχε να φροντίσει, να προφτάσει να βοηθήσει.
Τον έπιασαν τον Αύγουστο του 1938. Για το μαρτύριό του στην Ασφάλεια λίγα πράματα είναι γνωστά. Έμεινε αλύγιστος στα βασανιστήρια, απροσκύνητος ως τη στερνή του πνοή. Το πτώμα του βρέθηκε ένα πρωί πεταμένο απ’ το φωταγωγό του χτιρίου της Ασφάλειας (οδός Βούλγαρη). Η δολοφονία του Βαλιανάτου είναι ένα από τα στυγερότερα εγκλήματα τής 4ης Αυγούστου. Αργότερα, απ’ την Κατοχή ως τα σήμερα, χιλιάδες αγωνιστές έχουν ποτίσει με το αίμα τους το χώμα της πατρίδας. Μα ο γέρο-Βαλιανάτος ήταν ένας απ’ τους πρωτομάρτυρες. Έζησε όλη του τη ζωή τίμια, σεμνά, αγωνιστικά κι έσπειρε απ’ τους πρώτους το σπόρο… Το αίμα που έδωσε ο Βαλιανάτος, το αίμα που έδωσαν και δίνουν οι αμέτρητοι από τότες ήρωες και μάρτυρες του αγώνα μας, είναι το συμβόλαιο του Λαού μας για τη Νίκη. Και φωτίζει με τον πύρινο δαυλό του το δρόμο».