Νόαμ Τσόμσκι – Από την αναρχία στο Βαρουφάκη
Δηλώνοντας αναρχικός με φιλελεύθερες αναφορές, στην πράξη οι πολιτικές του επιλογές δε διαφοροποιούνται και τόσο από εκείνη των κλασικών “left – wing liberals” που αφθονούν στην αμερικανική διανόηση.
90 χρόνια ζωής κλείνει σήμερα ο Νόαμ Τσόμσκι, ένας από τους επιδραστικότερους διανοούμενους των ΗΠΑ μέχρι και σήμερα, καθώς παραμένει ιδιαίτερα δραστήριος κι ενεργός πολιτικά. Σε όλη του τη ζωή, το πολύ σημαντικό επιστημονικό του έργο συμβάδιζε με έντονη κοινωνικοπολιτική δράση, ενώ κατόρθωνε να προκαλεί ζωηρή πολεμική τόσο ως γλωσσολόγος, όσο και ως «πολιτικό ζώο».
Γεννήθηκε στις 7 Δεκέμβρη 1928 στη Φιλαδέλφια της Πενσυλβάνιας στις ΗΠΑ. Οι γονείς του ήταν Αμερικανοεβραίοι και μάλιστα ο πατέρας του, Γουίλιαμ Τσόμσκι, ήταν ειδικός εβραϊκών σπουδών. Άρχισε να σπουδάζει Φιλοσοφία και Γλωσσολογία στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, εποχή στην οποία διαμορφώθηκαν και οι πρώτες του αναρχικές συμπάθειες, μελετώντας τη δράση των αναρχικών κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο πόλεμο.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ κι αργότερα έγινε διδάκτορας γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας. Το 1957 κυκλοφορεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του κλάδο «Οι συντακτικές δομές», που αποτελεί σύνοψη της διδακτορικής του διατριβής.
Ως γλωσσολόγος επέκρινε τη συμπεριφορική θεωρία περί εκμάθησης της γλώσσας, βάσει της οποίας αυτή βασίζεται μόνο σε μια διαδικασία μάθησης. Αντιθέτως, ο Τσόμσκι υποστηρίζει πως μια γλώσσα μαθαίνεται στη βάση μιας έμφυτης ικανότητας, αυτό που ο ίδιος ονομάζει LAD (Language Acquisition Device). Σε συνέχεια αυτής της θεωρίας υποστήριξε την ύπαρξη μιας «οικουμενικής γραμματικής», την οποία διαθέτει κάθε άνθρωπος εκ γενετής. Υποστήριξε πως μέσα από ένα σχετικά περιορισμένο ρεπερτόριο γραμματικών κανόνων και περιορισμένο αριθμό λέξεων μπορούν να παραχθούν άπειρες προτάσεις, ανάμεσά τους και κάποιες που δεν έχουν ποτέ ειπωθεί. Η ικανότητα της δόμησης εκφράσεων με αυτό τον τρόπο είναι εγγενής ιδιότητα του ανθρώπου. Κάθε παιδί που μαθαίνει μια γλώσσα, χρειάζεται απλά να μάθει τις κατάλληλες λέξεις, μορφολογικά στοιχεία και παραμέτρους προκειμένου να εκφραστεί σωστά σε αυτή.
Οι ιδέες του Τσόμσκι επηρέασαν πολύ τη μελέτη της γλωσσικής εκμάθησης στα παιδιά, παρότι στον πυρήνα τους παραμένουν μέχρι και σήμερα αμφιλεγόμενες μεταξύ των επιστημόνων του κλάδου.
Από τη δεκαετία του ’60 αρχίζει να εμφανίζεται εντονότερα στο προσκήνιο για πολιτικά ζητήματα, διαμαρτυρόμενος από το 1964 ενάντια στην «Επίθεση στο Νότιο Βιετνάμ», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος την πολεμική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ.
Το βιβλίο του «Η Αμερική και οι νέοι Μανδαρίνοι» έγινε ένα από τα σημαντικότερα βιβλία αναφοράς κατά του πολέμου. Έκτοτε ο Τσόμσκι εμφανίζεται σταθερά επικριτικός έναντι της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων στην Κούβα, τη Νικαράγουα, το Ιράν, την επέμβαση στο Κόσοβο αλλά και τη Μέση Ανατολή. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 βρέθηκε στο στόχαστρο του FBI, που άνοιξε φάκελο για εκείνον με αφορμή ένα ταξίδι του στη ΛΔΒΚ.
Έχει εκφράσει επανειλημμένα την αλληλεγγύη του στον Παλαιστινιακό λαό και την έντονη κριτική του στο Ισραήλ και την αμερικανική στήριξη στις δολοφονικές πολιτικές του. Μάλιστα πριν κάποια χρόνια του είχε απαγορευτεί η είσοδος στο Ισραήλ, κάτι που αργότερα η κυβέρνηση της χώρας απέδωσε σε “παρεξήγηση”. Οπως είναι αναμενόμενο, δεν έχει γλιτώσει και από κατηγορίες περί “αντισημιτισμού”, παρά την καταγωγή του, συχνά επικαλούμενοι κι ένα παλιότερο επεισόδιο, όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχε συνυπογράψει κείμενο υπέρ της ελευθερίας του λόγου του γνωστού νεοναζιστή καθηγητή λογοτεχνίας κι αρνητή του Ολοκαυτώματος Ρομπέρ Φορισόν, που είχε καταδικαστεί από τη γαλλική δικαιοσύνη σε πρόστιμο και φυλάκιση με αναστολή. Ο ίδιος εξηγούσε τη στάση του με το σκεπτικό πως όσο πιο απεχθές το περιεχόμενο μιας άποψης, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη υπεράσπισης της ελευθερίας του λόγου, αυτής καθεαυτής, επιχείρημα που αποτελεί ουσιαστικά παραλλαγή της περίφημης ρήσης του Βολταίρου περί μέχρι θανάτου υπεράσπισης του δικαιώματος στην αντίθετη άποψη.
Σε άλλα του κείμενα έχει εκθέσει τις απόψεις του για το ρόλο της διανόησης, ως προπομπού κινημάτων. Πιστεύει πως ο διανοούμενος έχει υποχρέωση να φωτίζει πτυχές της πραγματικότητας στο κοινό με στόχο την πραγματοποίηση κοινωνικών αλλαγών, ενώ έχει αναλύσει ενδελεχώς τους τρόπους προπαγάνδας κι επιλεκτικής, ψευδούς ή διαστρεβλωμένης παρουσίασης γεγονότων από τα κυρίαρχα ΜΜΕ.
Αν και ο ίδιος διαφωνεί με την τρέχουσα χρήση του όρου «παγκοσμιοποίηση», σαφώς ανήκει σε έναν από τους πιο προβεβλημένους επικριτές του φαινομένου, εστιάζοντας πάντως κυρίως στην επικράτηση του «νεοφιλελευθερισμού», αντίληψη που εκ των πραγμάτων αφήνει ορθάνοιχτες τις πόρτες για την εισαγωγή διαχειριστικών λογικών στα πλαίσια της αναδιανομής, χωρίς να θίγεται ο πυρήνας του καπιταλιστικού συστήματος.
Σε ό,τι αφορά την προσωπική πολιτική του ταυτότητα, ο ίδιος έχει δηλώσεις πως τα «πολιτικά του οράματα» είναι «παραδοσιακά αναρχικά, με προέλευση από το Διαφωτισμό και τον κλασικό φιλελευθερισμό».
Στην πράξη, οι πολιτικές του επιλογές δε διαφοροποιούνται και τόσο από εκείνη των κλασικών “left – wing liberals” που αφθονούν στην αμερικανική διανόηση. Στις εκλογές του 2008 στήριξε τον ανεξάρτητο προεδρικό υποψήφιο Ραλφ Νάντερ, καλώντας όμως τους πολίτες στα λεγόμενο «swing states», δηλαδή τις πολιτείες που δεν ήταν σταθερά δημοκρατικές ή ρεπουμπλικανικές, να στηρίξουν τον Μπάρακ Ομπάμα. Αν και αργότερα εμφανίστηκε απογοητευμένος από τις πολιτικές του Αφροαμερικανού προέδρου, εξακολουθεί ακόμα και σε σημερινή του συνέντευξη σε γερμανικό έντυπο να του αναγνωρίζει θετικό πρόσημα, σημειώνοντας πως “Η βασική διαφορά (σ.σ με τον Τραμπ) είναι πως από την πολιτική Ομπάμπα δημιουργήθηκαν κάποια πλεονεκτήματα για την εργατική τάξη”, αναφέροντας ως παράδειγμα το “Obamacare”.
Στις προηγούμενες εκλογές μάλιστα, είχε υποστηρίξει ακόμα και την Χίλαρι Κλίντον, μετά την αποτυχία του προτιμώμενου από εκείνον Μπέρνι Σάντερς να αποσπάσει το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών. Χαρακτήρισε μάλιστα το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επί Τραμπ ως «την πιο επικίνδυνη οργάνωση στην ανθρώπινη ιστορία».
Ο Τσόμκσι είναι φυσικά ιδιαίτερα γνωστός και στην Ελλάδα, χάρη στις μεταφράσεις έργων του, αλλά και του δικού του ενδιαφέροντος για την ελληνική πολιτική σκηνή. Υπήρξε από τους διασημότερους υποστηρικτές του Σύριζα το 2015, χαιρετίζοντας τη νίκη του κόμματος το 2015 ως “Μια εξεγερτική λαϊκή αντίδραση στις άγριες και καταστροφικές πολιτικές που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα από την Τρόικα”.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια εντάχθηκε κι εκείνος στην ευρεία χορεία των “προδομένων” και πριν λίγες μέρες συνυπέγραψε μάλιστα κείμενο κατά των κατασταλτικών πολιτικών της ελληνικής κυβέρνησης. Είναι στενός υποστηρικτής του Γιάνη Βαρουφάκη, συμμετέχοντας από την πρώτη στιγμή στις συνεχείς επανιδρύσεις του πολιτικού του φορέα DiEM2, χαρακτηρίζοντας την τελευταία από αυτές τον περασμένο Μάρτιο “ελπιδοφόρο μήνυμα για το αύριο”.