Ο Αλέξανδρος Σβώλος και η απατηλή ασθενικότητα της προδικτατορικής σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα
Η πολιτική του πορεία υπήρξε ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τα όρια της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας που συγκρότησε το ΕΑΜ, καθώς ο Σβώλος αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντές της που διαχώρισε τη θέση από το αυτόν στα Δεκεμβριανά, όταν φάνηκε να τίθεται ζήτημα αλλαγής εξουσίας.
Από τις μορφές της πρώιμης σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα – η σχετική εκλογική καχεξία της οποίας ως και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ οδήγησε σε εκτιμήσεις περί «εγγενούς» αδυναμίας του χώρου να βρει ρίζες στο ελληνικό κοινωνικό περιβάλλον, εκτιμήσεις που αυτοκριτικά αναγνωρίζει και το ΚΚΕ πως μοιραζόταν στο παρελθόν – εκείνη του συνταγματολόγου και πολιτικού Αλέξανδρου Σβώλου αποτέλεσε ίσως η πιο εμβληματική. Η πολιτική του πορεία υπήρξε ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τα όρια της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας που συγκρότησε το ΕΑΜ, καθώς ο Σβώλος αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντές της που διαχώρισε τη θέση του από αυτήν στα Δεκεμβριανά, όταν φάνηκε να τίθεται ζήτημα αλλαγής εξουσίας, μολονότι γνωρίζουμε με βεβαιότητα σήμερα πως αυτός δεν ήταν σε εκείνη τη φάση άμεσος στόχος ούτε του ΕΑΜ, ούτε της κύριας συνιστώσας του, δηλαδή του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ο Αλέξανδρος Σβώλος ήρθε στον κόσμο το 1892 στο Κρούσοβο της οθωμανικής Μακεδονίας, μια ανθούσα κωμόπολη με ισχυρή ελληνική κοινότητα. Προερχόταν από αστική οικογένεια εμπόρων με σημαντική μόρφωση. Έχασε τον πατέρα του ως βρέφος και μεγάλωσε με τη μητέρα του αρχικά στο Κρούσοβο και αργότερα στο Μοναστήρι. Αρνήθηκε να ακολουθήσει την εμπορική σταδιοδρομία που επιθυμούσε η μητέρα του και σπούδασε νομικά στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα. Το 1915 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Νομικής Αθηνών, με τίτλο διατριβής: «Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το δίκαιον των σωματείων κατά το Σύνταγμα και τον περί σωματείων νόμον», ο οποίος ήταν ενδεικτικός των πολιτικών του προσανατολισμών.
Ως μέλος της «αριστερής πτέρυγας» των βενιζελικών, υπήρξε διευθυντής Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας το διάστημα 1917 – 1920. Στη συνέχεια ανέλαβε ακαδημαϊκά καθήκοντα στη Νομική Σχολή και εργάστηκε κι ως δικηγόρος. Στη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας υπήρξε σύμβουλος της Ελληνικής Αρμοστείας της Μ. Ασίας, συντάσσοντας κατά παραγγελία του Αριστείδη Στεργιάδη, ύπατου αρμοστή της Σμύρνης το σχέδιο του Ιωνικού Συντάγματος. Τα επόμενα χρόνια συνέχισε την ακαδημαϊκή του πορεία και αναδείχθηκε στο διαπρεπέστερο συνταγματολόγο της εποχής του. Ως δικηγόρος κέρδισε ιδιαίτερη φήμη υπερασπιζόμενος στο δικαστήριο τους Παναΐτ Ιστράτι, Δημήτρη Γληνό και Νίκο Καζαντζάκη το 1928, καθώς κατηγορήθηκαν μετά από εκδήλωση του Εκπαιδευτικού Ομίλου στο θέατρο “Αλάμπρα”, όπου οι τρεις άνδρες μίλησαν για την εμπειρία τους από το ταξίδι τους στην ΕΣΣΔ. Οι πεποιθήσεις του και η παλιότερή του στράτευση στο βενιζελισμό οδήγησαν στην απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο το 1935, μετά το αποτυχημένο κίνημα του Πλαστήρα. Σύντομα επανήλθε στα διδακτικά του καθήκοντα. Το 1936 εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά σε διάφορα νησιά. Στη διάρκεια της εξορίας, όπως έλεγε ο ίδιος έμαθε αγγλικά ως αυτοδίδακτος, αλλά απέκτησε και την κακή συνήθεια του καπνίσματος. Το 1937 η ασφάλεια εξέδωσε «Δελτίον κομμουνιστικής δράσεως του διανοουμένου Κομμουνιστού Σβώλου Αλ. του Αλεξάνδρου», όπου ενοχοποιούνταν για τη διάδοση κομμουνιστικών ιδεών μεταξύ των φοιτητών του: « Ἡ στάσις καί ἡ ἐν γένει τακτική τοῦ Καθηγητοῦ εἶναι κατά τοσοῦτον εὐνοϊκή ἀπέναντι τῶν κομμουνιστῶν καί ἀριστεριζόντων φοιτητῶν ὥστε νά θεωρῆται ἀδιστάκτως ὡς σημαντικός παράγων ὅστις ἐνίσχυσε καί ἐνισχύει συνεχῶς, θετικῶς καί ἀποτελεσματικῶς τήν εὐρεῖαν διάδοσιν τῶν κομμουνιστικῶν ἀρχῶν μεταξύ τῶν νεαρῶν φοιτητῶν (…). Καθ’ ὅν χρόνον διετέλει οὗτος ὡς καθηγητής ὑπό τό πρῖσμα τοῦ ἀριστερισμοῦ καλυπτόμενον ὑπό τόν τίτλον τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν ὡς ὑπερασπιστής τῶν ὁποίων ἐμφανίζεται ὁ Καθηγητής οὗτος …».
Το 1940 επέστρεψε στο πανεπιστήμιο και από την αρχή της κατοχής δραστηριοποιήθηκε στην «Επιτροπή Μακεδόνων και Θρακών», όπου κατήγγειλε την πολιτική εκβουλγαρισμού στα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας που είχαν καταληφθεί από τους συμμάχους των ναζί Βουλγάρους φασίστες. Ως πρόεδρος της σοσιαλδημοκρατικής «Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας» (ΕΛΔ) συμμετέχει στο ΕΑΜ. Η αντιστασιακή του δράση του κοστίζει μία ακόμα απόλυση από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μαζί με τους Α. Αγγελόπουλο, Π. Κόκκαλη, Γ. Γεωργαλά, με πρόσχημα την «αυθαίρετη εγκατάλειψη των θέσεών τους».
Εκλέγεται πρόεδρος της ΠΕΕΑ, όπως και μια σειρά ακόμα καθηκόντων, όπως γραμματέας Εξωτερικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων και Λαϊκής Διαφώτισης. Πρωταγωνίστησε στη Διάσκεψη του Λιβάνου, μεσολαβώντας συμβιβαστικά για την επίτευξη της συμφωνίας μεταξύ του ΕΑΜ και των αντιπάλων του, με τις γνωστές σοβαρότατες για το λαϊκό κίνημα συνέπειες στη συνέχεια. Νωρίτερα εξάλλου, ήδη από το 1943, ήταν από εκείνος που είχε επιμείνει για την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο υπό βρετανικό έλεγχο Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, έναντι της πρότασης του Τίτο για δημιουργία κοινού βαλκανικού στρατηγείου. Η ιδιαίτερη βαρύτητα της άποψης του Σβώλου παρά την περιορισμένη αριθμητική απήχηση του κόμματός του, δείχνει την ιδιαίτερη αγωνία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για διατήρηση των συμμαχιών με μικροαστικά και τμήματα των μεσοαστικών στρωμάτων που εξέφραζε πολιτικά, αν και όχι εκλογικά ο Σβώλος.
Το Σεπτέμβρη του 1944 γίνεται ένας από τους τρεις εαμικούς υπουργούς της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου και επιστρέφει στην Ελλάδα. Η θητεία του στο υπουργείο, όπως κι εκείνη των συναδέλφων του, ανέδειξε σαφέστατα τα ασφυκτικά όρια της αστικής διαχείρισης. Τα μέτρα σταθεροποίησης της δραχμής και η διαγραφή των δεσμευμένων προπολεμικών καταθέσεων, που οδήγησαν σε εξαφάνιση των μικροκαταθετών σε δραχμές, χρεώθηκε κυρίως στον ίδιο, παρότι υπήρξε ομόφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ο ίδιος υπερασπιζόταν την επιλογή του, λέγοντας πως τυχόν ανατίμηση των καταθέσεων θα συμπαρέσυρε όλα τα χρέη σε δραχμές, μεταξύ των οποίων εκείνα των αγροτών, των εμποροϋπαλλήλων και των επαγγελματιών, ενώ ενοχοποίησε τον καλπάζοντα πληθωρισμό που είχε κληροδοτήσει η κατοχή για τις απώλειες των μικροκαταθετών.
Παραιτείται μαζί με τους εαμικούς συναδέλφους από υπουργός την 1η Δεκέμβρη 1944, αρχίζει ωστόσο να αποστασιοποιείται από το ΕΑΜ, αρνούμενος να συμμετάσχει στην επιτροπή διαπραγμάτευσης της Συμφωνίας της Βάρκιζας, της οποίας τη σύναψη χαιρέτισε. Στα τέλη Μαρτίου του 1945 αποχωρεί επίσημα από το ΕΑΜ και πρωτοστατεί σε προσπάθειες συγκρότησης ενός αυτόνομου σοσιαλδημοκρατικού πόλου μεταξύ ΕΑΜ και Δεξιάς. Συνεχίζει πάντως να καταγγέλλει σε υψηλούς τόνους τη Λευκή Τρομοκρατία που απλωνόταν σε όλη τη χώρα, ιδίως στην ύπαιθρο, θύμα της οποίας έπεσε και ο ίδιος στη Βέροια, όταν παρακρατικοί επιτέθηκαν με πέτρες στο αυτοκίνητό του, ενώ στην Κοζάνη απέτρεψαν την εκφώνηση λόγου στην πόλη. Η στάση του αυτή συνέβαλε στην οριστική αποπομπή του από πανεπιστήμιο, μετά από ένα κατάπτυστο ψήφισμα της πλειοψηφίας των συναδέλφων του στη Νομική, με πέντε μόνο εξαιρέσεις, ανάμεσά τους και ο μετέπειτα πρωθυπουργός της οικουμενικής κυβέρνησης του 1989 Ξενοφών Ζολώτας.
Το κόμμα του Σβώλου στο μεταξύ έχει μετονομαστεί σε ΣΚ – ΕΛΔ και συντάσσεται με το ΕΑΜ αλλά και άλλες κεντρώες και κεντροαριστερές δυνάμεις και προσωπικότητες, που ζητούν αρχικά αναβολή των εκλογών του 1946 και τελικά επιλέγουν την εποχή, λόγω των συνθηκών που απέτρεπαν οποιαδήποτε εγγύηση στοιχειωδώς ελεύθερων συνθηκών διεξαγωγής τους. Στη διάρκεια του εμφυλίου προσπάθησε να παρουσιαστεί ως μια φωνή «μετριοπάθειας» μεταξύ των δύο εμπόλεμων παρατάξεων, κυρίως μέσα από την αρθρογραφία στο κομματικό όργανο της ΣΚ – ΕΛΔ «Η Μάχη», ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το 1948 η σύζυγός του, Μαρία Σβώλου, συλλαμβάνεται ως αντιπρόεδρος της «Εθνικής Αλληλεγγύης» και φυλακίζεται στης φυλακές Αβέρωφ.
Έντονη ρήξη θα επέλθει στις σχέσεις του με το ΚΚΕ μετά τις αποφάσεις της 5ης Ολομέλειας για το μακεδονικό το 1949, όταν ο Σβώλος θα το κατηγορήσει για «τυφλό διεθνισμό» και προδοσία των ιδανικών της αντίστασης. Ο ίδιος ως πρόεδρος της ΣΚ – ΕΛΔ θα συμμετάσχει στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές στις 5 Μάρτη 1950, μέλος του συνασπισμού «Δημοκρατική Παράταξις», αποτελούμενου από κεντροαριστερές δυνάμεις, στην οποία εξέφρασε στήριξη το ΚΚΕ, οδηγώντας έτσι σε μια όχι ασήμαντη εκλογική επίδοση γύρω στο 9,70%. Ο ίδιος ο Σβώλος εξελέγη βουλευτής, μαζί με 7 ακόμα στελέχη της ΣΚ – ΕΛΔ. Στις επόμενες εκλογές έμεινε εκτός βουλής, καθώς δεν ευδοκίμησαν οι διαπραγματεύσεις συνεργασίας του είτε με την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα είτε με την ΕΔΑ που είχε μόλις ιδρυθεί. Στις εκλογές του 1952 πάλι δεν κατορθώνει να εκλεγεί, παρά τη συνεργασία του με συνασπισμό ΕΠΕΚ, Κόμματος Φιλελευθέρων και των απομειναριών του Λαϊκού Κόμματος. Το 1953 προχωρεί στη συγκρότηση του «Δημοκρατικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού» ΔΚΕΛ, προϊόν συνένωσης της ήδη ημιθανούς ΣΚ – ΕΛΔ με το «Δημοκρατικό Κόμμα» του Γεωργίου Καρτάλη. Η συνεργασία του με την ΕΔΑ τον ξαναφέρνει στο πολιτικό προσκήνιο, καθώς στις δημοτικές εκλογές του 1954, η συνεργασία αυτή φέρνει επιτυχίες στους 3 μεγαλύτερους δήμους της Ελλάδας (Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης)
Το ΔΚΕΛ θα συμμετάσχει στο συνασπισμό το 1956 Δημοκρατικής Ένωσις, στον οποίο συμμετείχαν πρακτικά όλες οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης απέναντι στην ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή, χάνοντας όμως τις εκλογές παρά την υπεροχή ψήφων, χάρη στις αλχημείες του εκλογικού συστήματος. Κατορθώνει να εκλεγεί βουλευτής Θεσσαλονίκης, ενώ κι άλλα στελέχη του ΔΚΕΛ – κυρίως χάρη στην πριμοδότηση από την ΕΔΑ – κατακτούν έδρες στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την περιφέρεια της πρωτεύουσας. Ο Σβώλος δεν πρόλαβε να χαρεί την επανάκαμψή του στην κεντρική πολιτική σκηνή, καθώς έφυγε ξαφνικά από τη ζωή μόλις τρεις μέρες μετά την εκλογή του, στις 22 Φλεβάρη 1956.