Ο αγγελιοφόρος του Άρη Βελουχιώτη στην Ήπειρο μιλάει για τις μέρες του δίπλα στον καπετάνιο
Είναι ένας από τους χιλιάδες απλούς ανθρώπους της πάμφτωχης τότε ελληνικής υπαίθρου που κατά τη διάρκεια της Κατοχής, βοήθησαν με όλη τους την ψυχή τις δυνάμεις του αντάρτικου στον αγώνα ενάντια στους Ναζί. Ζωντανό κομμάτι και αυτός της συλλογικής μνήμης της Αντίστασης.
Δεν γνωρίζω αν ήταν τόσο δημοφιλές το όνομα «Άρης» στις οικογένειες των Αριστερών, πριν από τον πόλεμο και κυρίως την Αντίσταση. Μετά, πάντως, όπου έβρισκες Άρη, δεν χρειαζόταν να ρωτήσεις από πού. Ήταν από τον ηγέτη του ΕΛΑΣ, για να τιμήσουν τη μνήμη του, για να δηλώσουν τον σεβασμό τους, για να ξορκίσουν την απώλειά του. Δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς άλλη προσωπικότητα της σύγχρονης Ιστορίας που να παραγκωνίστηκε και να απαξιώθηκε τόσο από επίσημους φορείς, θεσμούς, κόμματα και ταυτόχρονα να σαγήνευσε τόσους ανθρώπους, πέρα από τον Άρη Βελουχιώτη. Λογικό ενδεχομένως: Δεν είχε τίποτα γυαλιστερό επάνω του, για να μπορεί να χωρέσει σε ξεψυχισμένους λόγους ημερολογιακής ρουτίνας ή στα ιστορικά εγχειρίδια της εξεταστέας ύλης. Είχε σπίθα και οξύτητα μαζί, έναν σπάνιο συνδυασμό πολιτικής διαύγειας, επιχειρησιακής ικανότητας και γνήσιας λαϊκότητας που έπειθε όχι μόνο όσους ζούσαν στην περίμετρό του, αλλά και αυτούς που άκουγαν τον αντίλαλο του θρύλου του.
Ο Χρήστος Νταβαντζής ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Είναι ένας από τους ελάχιστους εν ζωή ανθρώπους που γνώρισαν τον Άρη. Ως έφηβος, υπήρξε αγγελιοφόρος του στην Ήπειρο και σήμερα, στα 90 του, ανακαλεί με ανατριχίλα τις μέρες που έζησε δίπλα στον Καπετάνιο.
Ο ίδιος δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός. Είναι ένας από τους χιλιάδες απλούς ανθρώπους της πάμφτωχης τότε ελληνικής υπαίθρου που κατά τη διάρκεια της Κατοχής, βοήθησαν με όλη τους την ψυχή τις δυνάμεις του αντάρτικου στον αγώνα ενάντια στους Ναζί. Ζωντανό κομμάτι και αυτός της συλλογικής μνήμης της Αντίστασης. Με υποδέχτηκε με όρεξη στο διαμέρισμα που ζει με τη σύζυγό του και αναβίωσε μπροστά μου τα τρεμάμενα καρέ μιας εποχής τόσο μακρινής και άγριας, που ακούγεται στ’ αφτιά μας σαν παραμύθι. «Γεννήθηκα το 1926 στη Χώσεψη –Κυψέλη τη λένε τώρα– του νομού Άρτας. Ήταν Δεκέμβρης με πολλά χιόνια και το σπίτι μας βρισκόταν σε μια πλαγιά έξω από το χωριό. Για να πάει η μάνα μου στο χωριό να με δηλώσει, έπρεπε να περπατήσει ένα χιλιόμετρο στο χιόνι. Περίμενε να μαλακώσει λίγο ο καιρός και μετά πήγε να με γράψει. Έτσι, στην ταυτότητά μου λέει ότι γεννήθηκα το 1927. Εγώ ήμουν ο πρώτος. Η μάνα μου γέννησε άλλα επτά παιδιά, όλα στο σπίτι, ολομόναχη. Επειδή ήμουν ο μεγαλύτερος, κάθε φορά που γεννούσε, μου ζητούσε το ψαλίδι, για να κόψει τον ομφάλιο λώρο και μετά τύλιγε το βρέφος σε μια μάλλινη κουβέρτα. Δυο δωμάτια είχαμε όλα κι όλα και ένα τζάκι της κακιάς ώρας. Στρώματα δεν υπήρχαν. Σε άχυρο κοιμόμασταν, με μια κουβέρτα. Τα σκέφτομαι καμιά φορά και αναρωτιέμαι πώς μεγαλώσαμε. Έτσι, πάντως, ήταν τότε η ζωή. Πήγα κανονικά στο σχολείο, ξυπόλητος βέβαια, παπούτσια δεν είχα, αλλά δανειζόμουν από έναν συμμαθητή μου που είχε δυο ζευγάρια, για να πάω στην εκκλησία. Τελείωσα το 1939 το Δημοτικό. Από το Γυμνάσιο, μόνο απ’ έξω πέρασα. Ήμουν καλός μαθητής και ο δάσκαλος προσπάθησε να πείσει τον πατέρα μου να με στείλει Γυμνάσιο στην Άρτα. Ούτε που να το ακούσει ο μπάρμπα –Γιάννης. “Δεν έχω λεφτά”, έλεγε, “να κάτσει εδώ να φυλάξει γίδια”».
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Χρήστο στην Άρτα, όπου δούλευε σ’ ένα γαλατοπωλείο, για να βοηθήσει την οικογένειά του. Βρισκόταν πολύ κοντά χωροταξικά στο μέρος που εκτυλίχθηκε η πρώτη πράξη του Πολέμου, στα βουνά της Αλβανίας και θυμάται τις σκιές που βάραιναν σιγά-σιγά τα βλέμματα των ανθρώπων και την ανησυχία που αναποδογύρισε την καθημερινότητά τους. Τότε, οι καμπάνες βαρούσαν για κακό, σηματοδοτούσαν την έναρξη των βομβαρδισμών, ο κόσμος παρατούσε ό,τι έκανε και έτρεχε στα καταφύγια, για να προστατευτεί. Σ’ έναν τέτοιο βομβαρδισμό καταστράφηκε το μαγαζί που εργαζόταν ο Χρήστος Νταβαντζής και πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό του. Το μέτωπο κατέρρευσε και η ελληνική κοινωνία μπήκε σ’ ένα ζοφερό σύμπαν γεμάτο κακουχίες, στερήσεις και θάνατο.
«Δεν υπήρχαν τα μέσα να υποστηρίξεις έναν άρρωστο άνθρωπο. Οι ασθένειες θέριζαν τον κόσμο. Ένας γιατρός υπήρχε σ’ όλη την περιοχή και αυτός χιλιόμετρα μακριά. Είχα χάσει ήδη τον αδερφό μου τον Βασίλη από πνευμονία και μετά αρρώστησα και εγώ από ελονοσία, το καλοκαίρι του 1941. Τρανταζόμουν ολόκληρος από το ρίγος και έπεφτε ο πατέρας μου πάνω να με κρατήσει», μου λέει.
Μετά το πρώτο μούδιασμα, ξεκίνησε να συγκροτείται η Αντίσταση, με βασικό μοχλό της το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και το στρατιωτικό του σκέλος, τον Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), με αρχηγό τον Άρη Βελουχιώτη που περιδιάβαινε την επαρχία, για να βρει εθελοντές και να εμφυσήσει ξανά έναν αέρα ελπίδας στους χωρικούς. Στα χωριά της Ηπείρου δρούσαν και οι δυνάμεις του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ), αλλά γρήγορα ο ΕΛΑΣ κέρδισε την εμπιστοσύνη του κόσμου και εξελίχθηκε στη μαζικότερη αντάρτικη οργάνωση. Η πρώτη μνήμη του Χρήστου από τον Άρη πηγαίνει πίσω στον Ιούνιο του 1942: «Ήρθαν στο χωριό μας Ζέρβας και Βελουχιώτης. Συναντήθηκαν έξω από το σχολείο, μαζεύτηκε κόσμος και βγάλανε λόγο καλώντας τον κόσμο να καταταγεί στις αντάρτικες οργανώσεις. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν οι δυο καπετάνιοι. Είχαν οπλοπολυβόλα. Τα έστησαν στην άκρη της πλατείας, βάλανε σημάδι και στόχευαν τις πέτρες που ήταν απέναντι. Όταν αποχώρησαν, στο χωριό επικράτησε αναβρασμός για το πού θα πάει ο καθένας. Ο Ζέρβας είχε το αρχηγείο του στο Βουργαρέλι. Διαδόθηκε ότι όποιος πάει μαζί του θα έχει και μια λίρα τον μήνα. Λίγοι πήγαν. Οι περισσότεροι συντάχθηκαν με τον Άρη».
Η νηνεμία στις σχέσεις του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ διήρκεσε πολύ λίγο. Τον Οκτώβρη του 1943, ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των δυο οργανώσεων. Εκείνο το κρίσιμο φθινόπωρο του 1943, ο Άρης ως αρχικαπετάνιος πλέον του ΕΛΑΣ, διοικούσε στην Ήπειρο τα τμήματα που έκαναν διμέτωπο αγώνα κατά του Ζέρβα και των Γερμανών. Αυτή ήταν μάλλον και η στιγμή που ολόκληρη η χώρα υποκλίθηκε στις επιχειρησιακές ικανότητες του Βελουχιώτη, αφού κέρδισε την κομβική μάχη στα Τζουμέρκα εναντίον των κατακτητών και ταυτόχρονα οδήγησε σε άτακτη υποχώρηση τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ. Σ’ αυτό μετερίζι τον συνάντησε ο συνομιλητής μας: «Ο μεγάλος μου αδερφός, από τον πρώτο γάμο του πατέρα μου, ο Γιώργος, ήταν κομμουνιστής. Βρισκόταν στην εξορία επί Μεταξά, αλλά δραπέτευσε και γύρισε στη Χώσεψη. Ζήτησε από τον πατέρα μου να του φυλάξει ένα όπλο. Εκείνος αρνήθηκε και ο Γιώργος έφυγε θυμωμένος. Πήγα πίσω του και του είπα ότι αναλαμβάνω να κρύψω εγώ το όπλο. Έτσι ξεκίνησε η τριβή μου με τα πράγματα. Τον Σεπτέμβρη του 1943, έγινα μέλος του κόμματος και μετά του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Τον Νοέμβρη, ήρθε στο χωριό μας ο Άρης και έφτιαξε εκεί το αρχηγείο του. Έμενε, μάλιστα, στο σπίτι του Τόσκα, του παππού του σημερινού υπουργού. Ο Νίκος Τόσκας, ο παππούς, ήταν ταχυδρόμος και είχε δύο γιους, τον Βασίλη που ήταν μαζί μας στο αντάρτικο και τον Στέφανο, τον πατέρα του υπουργού, που είχε πάει με τον ΕΔΕΣ. Ο Τόσκας, λοιπόν, όπως και οι άλλοι ζερβικοί, είχε φύγει από το χωριό, μετά την κυριαρχία του ΕΛΑΣ και η ομάδα του Άρη στρατοπέδευσε στο σπίτι του. Τον αδερφό μου τον Γιώργο, τον ήξερε από την εξορία. Του ζήτησε έναν έμπιστο άνθρωπο για αγγελιοφόρο και ο Γιώργος πρότεινε εμένα. Έτσι, είχα την τιμή πριν από τη μάχη της Καλεντίνης να είμαι ο αγγελιοφόρος του Άρη».
Ο Χρήστος Νταβαντζής εξιστορεί πάντα με καμάρι αυτήν του την ιδιότητα, σαν να ’ναι μεγαλύτερο παράσημο και από αυτό που κρέμεται στον τοίχο του. Θυμάται την προσπάθεια που κατέβαλε στην πρώτη του αποστολή να πάει ένα σημείωμα του Άρη στην Μπούγα, εννέα χιλιόμετρα μακριά και να γυρίσει γρήγορα, ώστε να τον εντυπωσιάσει. «Πότε πρόλαβες, ρε; Χελιδόνι είσαι;»: Μ’ αυτήν την προσφώνηση τον υποδέχονταν, κάθε φορά που γύριζε. Έτρεχε πέρα–δώθε στα χωριά και στο τηλεφωνείο, για να μεταφέρει έγκαιρα και με ασφάλεια κρυπτογραφημένα μηνύματα στον Άρη. Εκείνος τα επεξεργαζόταν και χάραζε την τακτική του απέναντι στους Γερμανούς. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, βρέθηκε κοντά του και γνώρισε ορισμένες όψεις του χαρακτήρα και της καθημερινότητας του: «Καμιά φορά με ρώταγε: “Φοβάσαι, ρε;”. “Όχι”, του απαντούσα. “Έτσι μπράβο, να μην φοβάσαι. Όταν διώχνεις τον φόβο, δεν χάνεσαι, βρίσκεις πάντα τον προορισμό σου”, έλεγε. Ήταν μεγάλο μάθημα για μένα η γνωριμία μαζί του. Όσες φορές κινδύνεψε η ζωή μου, θυμόμουν πάντα τον Άρη, προσπαθούσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να ξεπεράσω τους κινδύνους. Είχε μια τρομερή ικανότητα να πείθει. Σου μίλαγε και σου διέλυε κάθε αμφιβολία. Τον θαύμαζα για τη σκέψη του, για το θάρρος του, για την απλότητά του. Συμπεριφέρονταν σε όλους μας σαν να ήμασταν φίλοι. Δεν είχε ίχνος υπεροψίας. Κάπνιζε πολύ, έπινε πολύ. Ήταν δυνατό ποτήρι, αλλά αυτό δεν θόλωνε ποτέ τη διαύγειά του. Πιο ζεστός γινόταν, όταν έπινε πολύ ο Άρης. Μόνο αυτό. Θυμάμαι, μια φορά του πρόσφεραν διαφορετικό φαγητό από τους άλλους και έκανε φασαρία. Του έφεραν κρέας και οι υπόλοιποι θα έτρωγαν φασολάδα. Με το που το πήρε χαμπάρι ο Άρης, σηκώθηκε πάνω. “Κερατάδες”, φώναξε, “σας έχω πει θα τρώω ό,τι τρώνε όλοι. Να πάτε το κρέας σε κανέναν άρρωστο στο νοσοκομείο”».
Ο Άρης δεν ήταν καπετάνιος από μακριά, ούτε αφ’ υψηλού. Όλες οι ιστορικές μαρτυρίες πιστοποιούν ότι βρίσκονταν δίπλα στους αντάρτες και αξίωνε την ίδια μεταχείριση με εκείνους στον ζόρικο τρόπο ζωής του βουνού, χωρίς να κρατάει το παραμικρό προνόμιο για τον εαυτό του. Οι νικητές του Εμφυλίου, επιδιώκοντας να εξουδετερώσουν τη μαγνητική επίδραση που ασκούσε στο πλήθος, ακόμη και μετά το θάνατο του, σκιαγράφησαν την προσωπογραφία ενός διαβολικού και βάρβαρου ανθρώπου. Αυτό που ισχύει είναι ότι ο Άρης είχε μια άτεγκτη αντίληψη ηθικής. Ήθελε οι αντάρτες να παρουσιάζουν μια άσπιλη συμπεριφορά, για να κερδίσουν και όχι να εκβιάσουν την εύνοια του κόσμου. Αυτό τον οδήγησε ορισμένες φορές σε δύσκολες και αυστηρές αποφάσεις. Ο Χρήστος Νταβαντζής ανακαλεί μια τέτοια περίπτωση: «Στην περιοχή μας συνέβη ένα περιστατικό μ’ έναν μαυροσκούφη του Άρη, τον Οκτωβριανό. Υπήρχαν πληροφορίες ότι μια γυναίκα στις Μελάτες έδινε πληροφορίες στους ζερβικούς για τις κινήσεις του ΕΛΑΣ. Ο Άρης έστειλε τον Οκτωβριανό, για να διαπιστώσει αν όντως συνέβαινε αυτό. Αυτός κοιμήθηκε στο σπίτι της και στη συνέχεια η γυναίκα κατήγγειλε ότι τη βίασε. Ο Άρης έδωσε εντολή να τον αφοπλίσουν και να τον βάλουν στο κρατητήριο. Οι άλλοι καπετάνιοι του 3/40 ζήτησαν να απονεμηθεί χάρη στον μαυροσκούφη, υποστηρίζοντας ότι η γυναίκα ήταν “ελευθέρων ηθών”. Ο Άρης έσκασε από τη στεναχώρια του. Μια βδομάδα πάλευε με τον εαυτό του. Ούτε το φαγητό του δεν ακουμπούσε. Τελικά, τον Οκτωβριανό τον πέρασαν από ανταρτοδικείο και τον εκτέλεσαν. Θεωρούσε αναγκαία την πειθαρχία ο Άρης, πρώτα και κύρια όμως την εφάρμοζε στον ίδιο του τον εαυτό. Ήθελε οι αντάρτες να είναι υποδείγματα ήθους, να φέρνουν μια νέα ιδεολογία στα χωριά και να πείθουν τους αγρότες για τον σκοπό του αγώνα».
Μια νύχτα, ο Χρήστος Νταβαντζής, μεταφέροντας πάλι ένα μήνυμα στο άτυπο στρατηγείο του ΕΛΑΣ, παρατήρησε ότι το πυροβολικό της οργάνωσης που ήταν εγκατεστημένο σ’ έναν λόφο, έλειπε. Ρώτησε αγχωμένος τον Άρη τι συμβαίνει. «Μην ανησυχείς, θα δεις αύριο το πρωί», του απάντησε. Την επόμενη μέρα, ξεκίνησε η μάχη με τους Γερμανούς στη θέση Καλεντίνη. Το πυροβολικό, σε μια ακόμη έμπνευση στρατηγικής του Βελουχιώτη, βρέθηκε στα νώτα των αντιπάλων, οι οποίοι υπέστησαν μια συντριπτική ήττα. Η επίθεση των Ναζί στα Τζουμέρκα αποκρούστηκε με επιτυχία. Κάποιους μήνες αργότερα, ολόκληρη η χώρα πάλλονταν στον ρυθμό της απελευθέρωσης. Ωστόσο, η Ιστορία δεν έληξε εκεί, στα απωθημένα επιφωνήματα της συλλογικής ανάτασης. Είχε και άλλες σκοτεινές στροφές μπροστά της. Ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά και η Συμφωνία της Βάρκιζας, με όρο τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
«Το 1945 έρχεται η εντολή να παραδώσουμε τα όπλα. Εμείς τα χάσαμε. Δεν το περιμέναμε. Δίπλα μου κάθονταν ο ανθυπολοχαγός Ρίζος, έτριζε τα δόντια του και μονολογούσε ο καημένος. “Να δεις τώρα τι μας περιμένει”, έλεγε. Το χωριό μου είχε 90 αντάρτες. Πήγαμε στη Φιλιππιάδα και παραδώσαμε τα τουφέκια μας. Χολωμένοι όλοι. Κλαίγαμε. Μετά, ξεκίνησε η Λευκή Τρομοκρατία. Τραμπούκοι παρακρατικοί τριγύριζαν στα χωριά και έκαναν βιαιότητες, έκαιγαν σπίτια, κούρευαν τις αντάρτισσες. Ο κόσμος που έδιωξε τους κατακτητές, βρέθηκε τώρα διωκόμενος», μου λέει. Ο Άρης δεν συμφωνούσε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Παρόλα αυτά, λόγω αφοσίωσης ίσως στο Κόμμα ή επειδή δεν πίστευε ότι διέθετε το απαραίτητο πολιτικό κύρος, για να την αρνηθεί, υπέγραψε την αποστράτευση του ΕΛΑΣ. Δε συμβιβάστηκε, όμως, ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία του ΚΚΕ και βγήκε ξανά στο βουνό, με μια ομάδα πιστών μαυροσκούφηδων.
«Ο Άρης βρέθηκε ξανά στα μέρη μας τον Ιούνη του 1945. Εγώ δεν τον είδα. Τον είδε, όμως, ο αδερφός μου ο Γιώργος. Στη θέση Μοτσέρα συνάντησε 50-60 παλιούς ΕΛΑΣίτες. Ο Γιώργος μου εξομολογήθηκε, αυτόν τον τελευταίο διάλογο που είχαν με τον Καπετάνιο:
– Πού πάτε συναγωνιστές;
– Πού να πάμε, είμαστε διωκόμενοι.
– Τότε πρέπει να με ακολουθήσετε.
– Το Κόμμα μάς λέει να κάνουμε πολιτικό αγώνα.
– Ξέρεις τι θα πει πολιτικός αγώνας; Να πας στο χωριό σου, στη Χώσεψη, να πάρεις ένα τραπέζι και μια καρέκλα, να ανέβεις επάνω και να βγάλεις λόγο στους συγχωριανούς σου.
– Μα, δεν θα μας αφήσουν. Αν βγούμε στην πλατεία, θα μας σκοτώσουν.
– Ε, τότε δεν υπάρχει πολιτικός αγώνας. Πρέπει να συνεχίσουμε τον ένοπλο αγώνα.
Μόνο δύο πήγαν μαζί του. Οι υπόλοιποι σκορπίστηκαν από ’δω κι από ’κει», διηγείται ο Χρήστος Νταβαντζής.
Λίγες μέρες αργότερα, γράφτηκε ο επίλογος του Άρη, στη χαράδρα του Φάγγου στη Μεσούντα Άρτας. Περικυκλωμένος από τους άνδρες του Εθνικού Στρατού, ο ηγέτης του ΕΛΑΣ αυτοκτόνησε με το περίστροφό του. Οι διώκτες του άφησαν ένα αποκρουστικό οπτικό ντοκουμέντο της βέβηλης μικροψυχίας τους, με τα κομμένα κεφάλια του Άρη και του Τζαβέλλα να κρέμονται στον φανοστάτη της ντροπής στα Τρίκαλα. Στη συλλογική αναπαράσταση των χωριών που λυτρώθηκαν από τα ναζιστικά στρατεύματα, η μόνη εικόνα που άντεξε στην αιωνιότητα είναι αυτή του αρχηγού να καλπάζει πάνω στο άλογο του. «Έφτασε στο χωριό η είδηση του θανάτου του. Ήταν όλα πολύ συγκεχυμένα. Κάποιοι δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι πέθανε ο Άρης. Όλοι τον κλάψανε σαν να ’ταν δικός του άνθρωπος. Όλοι. Και οι ζερβικοί ακόμη. Μόνο οι πολύ πωρωμένοι χάρηκαν. Ήταν παλικάρι ο Άρης», λέει ο παλιός του αγγελιοφόρος.
Ο Χρήστος Νταβαντζής ήπιε όλο το πικρό ποτήρι των παλιών ανταρτών. Διώχθηκε, τον πέταξαν από έναν γκρεμό, γλίτωσε παρά τρίχα, κρύφτηκε πρώτα σ’ ένα δάσος στο χωριό του, μετά στην Αθήνα, έχασε τα δύο του αδέρφια, έχασε για κάποια χρόνια την όρασή του από το ένα του μάτι, αρνήθηκε πολλές φορές τις προτάσεις της Ασφάλειας να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του Κόμματος και έβαλε τις εμπειρίες της ζωής του σ’ ένα βιβλίο με τίτλο Όσα Επέζησαν στη Μνήμη… Οδοιπορικό μιας Ζωής. Παραμένει πάντα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Άρης έγινε αντικείμενο μελέτης, θεατρικός ήρωας, οργισμένο τραγούδι, ρυθμικό σύνθημα σε φοιτητικά αμφιθέατρα και ασπρόμαυρη αφίσα σε κιτρινισμένους τοίχους, το σύμβολο ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που πλήρωσε ένα αντίτιμο σιωπής και βίας για τους αγώνες της. Τον Ιούλιο του 2011, το ΚΚΕ προχώρησε στην πολιτική αποκατάσταση του Βελουχιώτη. «Αδικήθηκε ο Άρης;», ρώτησα τον συνομιλητή μου, προτού πατήσω «stop» στην ηχογράφηση. «Αδικήθηκε, ναι. Πολλοί αδικήθηκαν. Ήταν δύσκολοι καιροί. Το παρελθόν μας, όμως, είναι η δύναμη μας και ο Άρης έχει εκεί μια ξεχωριστή θέση», απάντησε.
Κείμενο: Μαρία Λούκα – Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής
Πηγή: vice.com