«Ο Διάκος δε φεύγει κι ούτε παρατάει τους συντρόφους του!»
– Θα σε σκοτώσω, ωρέ Διάκο.
– Σκότωσέ με, η πατρίδα μου έχει πολλούς ακόμα Διάκους.
Ο Αθανάσιος Διάκος αθάνατος ήρωας – οπλαρχηγός του Εικοσιένα, γεννήθηκε στις 4 Γενάρη 1788 και βρήκε φριχτό θάνατο στα χέρια των Τούρκων, στις 24 Απρίλη 1821.
Ο Αθανάσιος Διάκος αθάνατος ήρωας – οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821, γεννήθηκε στις 4 του Γενάρη 1788 και βρήκε φριχτό θάνατο στα χέρια των Τούρκων, στις 24 του Απρίλη 1821.
«Ο Διάκος δίκαια λογαριάζεται σαν μια από τις πιο όμορφες μορφές του Εικοσιένα. Δεκαεφτά χρονών γίνηκε καλογεροπαίδι κι έπειτα διάκος στο μοναστήρι του Αη-Γιάννη του Πρόδρομου στην Αρτοτίνα. Κάποτες ένας ντερβέναγας κονάκιασε στο μοναστήρι κι όπως ήταν ωραίο παλικάρι, του ρίχτηκε. Μα ο Θανάσης δεν τα σήκωνε αυτά. Αρπάζει τη μπιστόλα του ντερβέναγα, τον σκοτώνει, παίρνει τα βουνά και γίνεται κλέφτης. Έπειτα πήγε, όπως τόσοι άλλοι, τζοανταραίος στον Αλή πασά. Εκεί τον γνώρισε ο Αντρούτσος, εχτίμησε τη λεβεντιά του κι έπειτα, άμα κατέβηκε αρματολός στη Λιβαδειά, τον πήρε μαζί του κι όταν έφυγε τον άφησε στο πόδι του», σημειώνει ο Δημήτρης Φωτιάδης στο βιβλίο του «Καραϊσκάκης» (εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1987).
Φλογερός πατριώτης και ατρόμητος πολεμιστής ο Αθανάσιος Διάκος πολέμησε σα λιοντάρι στη μάχη στη γέφυρα της Αλαμάνας όπου με τους άνδρες του προσπάθησε να ανακόψει την πορεία προς την Πελοπόννησο του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ. ραυματισμένος πέφτει στα χέρια του εχθρού, που του προτείνει να τον ελευθερώσει με αντάλλαγμα να μπει στη δούλεψή του, μα ο ήρωας αρνείται και πέφτει ηρωικά.
Από το ίδιο βιβλίο το απόσπασμα που ακολουθεί:
Πιο κάτω ο Θανάσης Διάκος μπαίνει στη γκιαούρ-Λιβαδειά, όπως τη λέγανε τότες οι Τούρκοι, γιατί οι περισσότεροι από τις δέκα χιλιάδες ψυχές που την κατοικούσαν ήταν Ρωμιοί. (…)
Ο Θανάσης Διάκος αναγκάζει, στις 31 του Μάρτη, τους Τούρκους που κλείστηκαν στο κάστρο της Λιβαδειάς να ρίξουν τ’ άρματα.
Στ’ αναμεταξύ τα νέα για το ζορμπαλίκι των ραγιάδων αλαφιάζουν τον σερασκέρη Χουρσίτ πασά. Προστάζει τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη να τραβήξουν, μ’ ασκέρι απ’ οχτώ χιλιάδες νοματαίους, για τη Ρούμελη κι αφού χτυπήσουν τους γκιαούρηδες, που κάναν τη στραβομάρα να ρίξουν ντουφέκι ενάντια στο ντοβλέτι, να περάσουν έπειτα στο Μοριά να πνίξουνε κι εκεί το σηκωμό. Σαν μάθανε οι δικοί μας πως έφτανε τούτο το δυνατό φουσάτο, πιάνει ο Πανουργιάς το Μουσταφά-μπεη και τη Χαλκομάτα, ο Δυοβουνιώτης το Γοργοπόταμο κι ο Διάκος, με πεντακόσια παλικάρια, το στενό της Αλαμάνας απ’ όπου πέρναγε ο δρόμος από τις Θερμοπύλες στα Ποριά.
Στις 23 Απρίλη ξεμπουκάραν οι Τούρκοι. Μπροστά προχώραγε η πεζούρα και πίσω έρχονταν οι ντελήδες, η καβαλαρία τους δηλαδή, με τις κόκκινες φορεσιές τους και τα ψηλά σαν φουγάρα καλπάκια τους. Χωρίζει ο Ομέρ Βρυώνης στα τρία τ’ ασκέρι του, τόνα να χτυπήσει τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη, τ’ άλλο τον Διάκο και το τελευταίο να πιάσει τα υψώματα. Λαβώνεται ο Πανουργιάς, λυγάει ο νταϊφάς του κι αποτραβιέται ο Δυοβουνιώτης. Ρίχνεται τότες όλο το τούρκικο φουσάτο πάνω στην Αλαμάνα. Προστάζει ο Διάκος δυο από τα πρωτοπαλίκαρά του, τον Καλύβα και τον Μπακογιάννη, να τρέξουνε να δώσουνε κουράγιο σ’ εκείνους που κράταγαν το γεφύρι. Κείθε, κατά τη μεριά που έρχονταν οι οχτροί, ήταν ένα παλιοχάνι. Ο Καλύβας κι ο Μπακογιάννης παίρνουν άλλους δυο αντρειωμένους μαζί τους και κλείνουνται σ’ αυτό, ωσάν σε κάστρο θανάτου. Με τα τέσσερα καριοφίλια τους γυρεύουν ν’ αλικοντίσουν τις χιλιάδες τους Τούρκους που ροβόλαγαν πήχτρα να περάσουν το γεφύρι! Ο Διάκος βρισκόταν στα Ποριά. Κάνουν γιουρούσι οι Τούρκοι να πάρουνε το πόστο του. Ο Βασίλης Μπούσγος του λέει πως δεν είναι πια ελπίδα να κρατήσουν και τον παρακαλάει να φύγουν. Κι ο σεΐζης1 του, ο Μπιζμπιρίγκος, του φέρνει τη φοράδα του, την Αστέρω.
– Ο Διάκος δε φεύγει κι ούτε παρατάει τους συντρόφους του! τους αποκρίνεται δείχνοντας εκείνους που ήταν κλεισμένοι στο χάνι.
Σε λίγο δεν απόμεναν γύρω του παρά πενήντα παλικάρια. Δίπλα του σκοτώνεται ο αδερφός του ο Μήτρος. Πολεμάνε, οι λίγοι με τους πολλούς, σαν θεριά και καταφέρνουν ν’ αποτραβηχτούν πάνω σε κάτι βράχους, τα μανδροστάματα του μοναστηριού της Δαμάστας. Μα ξανά οι οχτροί τους μπλοκάρουν από παντού. Δέκα δικά μας ντουφέκια ακόμα βροντάνε. Τ άλλα σώπασαν… Μπήγουν τις νικητήριες κραυγές οι οχτροί και κάνουν γιουρούσι. Δουλεύουνε πια μονάχα οι χαντζάρες κι οι μπιστόλες. Ένα μολύβι χτυπάει το Διάκο στην ωμοπλάτη και παραλά το δεξί του χέρι. Κρατώντας με τ’ αριστερό το σπασμένο πια κι αυτό σπαθί του, αντικρύζει τους οχτρούς. Στο πλάι του ένας ακόμα απόμενε ζωντανός, ο Μπούσγος. Ρίχνεται λυσσασμένο θεριό πάνω στους Τούρκους, ανοίγει δρόμο και γλιτώνει. Κι ο λαβωμένος ήρωας πέφτει ζωντανός στα χέρια των ντελήδων. Του δένουν τα πόδια μ’ αλυσίδες και τόνε φορτώνουν πάνω σε μουλάρι. Καθώς τον πέρναγαν απόξω από το χάνι, φωνάζει στους κλεισμένους:
– Μπακογιάννη, Καλύβα, δέκα χιλιάδες με κρατάνε!
Και τότες οι τέσσερις εκείνοι αθάνατοι άντρες, ακούγοντας τη φωνή του καπετάνιου τους, ανοίγουνε την πόρτα και χυμάνε με γυμνά σπαθιά να τον γλιτώσουν. Και βρίσκουν το θάνατο.
Φέρνουν τον Διάκο στους πασάδες.
– Πώς σ’ έπιασαν, ωρέ Διάκο, ζωντανό; τόνε ρωτάει ο Ομέρ Βρυώνης.
– Αν το ’ξερα, του αποκρίθηκε, θα κράταγα ακόμα ένα φουσέκι.
– Γιατί κάνατε ζορμπαλίκι; τόνε ρωτάει ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς. Τι γυρεύετε;
– Πήραμε τ’ άρματα για να ξεσκλαβωθούμε.
– Αν μετάνοιωσες και θες να με δουλέψεις, σου χαρίζω τη ζωή και προστάζω τους γιατρούς να σου κοιτάξουν τη λαβωματιά.
– Δε σε δουλεύω, πασά. Μα κι αν σε δουλέψω, δε σ’ ωφελώ.
– Θα σε σκοτώσω, ωρέ Διάκο.
– Σκότωσέ με, η πατρίδα μου έχει πολλούς ακόμα Διάκους.
Την άλλη μέρα, 24 του Απρίλη, πρόσταζαν οι πασάδες να σουβλιστεί ο Διάκος. Τον πήρανε να τον πάνε στον τόπο που θα μαρτυρούσε. Ο αρχιδήμιος του δίνει να κρατάει ένα μεγάλο παλούκι. Το παίρνει στα χέρια του, μα όταν κατάλαβε πως μ’ αυτό θα τόνε σούβλιζαν, το πετάει φωνάζοντας:
– Ωρέ Αρβανίτες, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με σκοτώσει με τη μπιστόλα του, παρά αφήνετε τους Χαλδούπηδες να με παιδέψουν; Δεν είμαι κακούργος. Για το μιλέτι μου πολέμησα.
Όταν αντίκρυσε τη θράκα που πάνω σ’ αυτή θα τον ψήνανε ζωντανό, έριξε ολόγυρα μια ματιά πάνω στα καταπράσινα βουνά κι είπε:
Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει,
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι.
Τρεις ώρες σούβλιζαν κι έψηναν τον ήρωα ώσπου να βγει η ψυχή του.
(1. Ιπποκόμος)