Ο Μαρτίνος Λούθηρος και η πρόσληψή του στη ΓΛΔ
Ο Μαρτίνος Λούθηρος, εκτός από μορφή παγκόσμιας ιστορικής εμβέλειας, είναι ειδικότερα για τους Γερμανούς, ανεξαρτήτως του αν θρησκεύονται ή ποιο χριστιανικό δόγμα ασπάζονται, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δικής τους εθνικής αυτοαντίληψης.
Ο Μαρτίνος Λούθηρος, πατριάρχης της Εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης μετά τη (θρυλική κατά πάσα πιθανότητα) θυροκόλληση των 95 θέσεων στον καθεδρικό της Βιτεμβέργης το 1517, εκτός από μορφή παγκόσμιας ιστορικής εμβέλειας, είναι ειδικότερα για τους Γερμανούς, ανεξαρτήτως του αν θρησκεύονται ή ποιο χριστιανικό δόγμα ασπάζονται, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δικής τους εθνικής αυτοαντίληψης. Αυτό δεν ίσχυε λιγότερο κατά τη διάρκεια της ύπαρξης των δύο Γερμανιών κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, μάλιστα η ιστορική συζήτηση γύρω από την αποτίμηση του ρόλου του μεγάλου μεταρρυθμιστή αναπόφευκτα σημαδεύτηκε από την ανταγωνιστική, κατά βάση, σχέση των δύο κρατών, επηρεάστηκε όμως κι από τις εκάστοτε διακυμάνσεις στην μεταξύ τους εξωτερική πολιτική. Στο σημερινό σημείωμα θα σταθούμε σε ορισμένες πτυχές του τρόπου με τον οποίο στάθηκε η ανατολικογερμανική ιστοριογραφία στο θέμα, αλλά και στην αρκετά ασυνήθιστη ακόμα και για τα παγκόσμια χρονικά, προσωπική εμπλοκή αρχηγού κράτους, εν προκειμένω του Έριχ Χόνεκερ από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, στη σχετική συζήτηση.
Η πρόσληψη του Λούθηρου στη ΓΛΔ πέρασε από διάφορες φάσεις, καθοριζόμενες τόσο από τις εκάστοτε πολιτικές κοινωνικές συγκυρίες, τις ισορροπίες μεταξύ κράτους-κυβερνώντος κόμματος, τις σχέσεις αυτών με τους επαγγελματίες ιστορικούς της χώρας, όσο και από την εξέλιξη της ίδιας της ιστοριογραφικής συζήτησης. Το πιο ακανθώδες σημείο αφορούσε την αποτίμηση του “όψιμου Λούθηρου” και της λεγόμενης “Fürstenreformation“, δηλαδή της Μεταρρύθμισης στην οποία πρωταγωνίστησαν οι τοπικοί ηγεμόνες της σημερινής γερμανικής επικράτειας. Να σημειωθεί για την καλύτερη κατανόηση του πλαισίου στο οποίο διεξαγόταν αυτή, αλλά και περίπου κάθε άλλη ιστορική συζήτηση που αφορούσε το γερμανικό παρελθόν στη ΓΛΔ, ότι η κυρίαρχη αφήγηση ήθελε τη χώρα συνεχιστή των “προοδευτικών παραδόσεων” του πληθυσμού που μετέπειτα συγκροτήθηκε ως γερμανικό έθνος, ενώ η “αντιδραστική κληρονομιά” αποδίδονταν εν πολλοίς στην ΟΔΓ. Αν και ποτέ κατά τη διάρκεια της ζωής του ανατολικογερμανικού κράτους δεν εγκαταλείφθηκε οριστικά αυτή η αντίληψη, είναι γεγονός πως σταδιακά, πιθανόν υπό την επίδραση της εξομάλυνσης κι αποκατάστασης διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών από τις αρχές του ’70 κι εξής, εγκαινιάστηκε μια νέα τάση στην εγχώρια ιστοριογραφία, με στόχο την άσκηση κριτικής τόσο σε “προοδευτικές” πτυχές της γερμανικής ιστορίας, όσο και την πιο ευμενή αποτίμηση πτυχών που ως τότε απορρίπτονταν συλλήβδην ως αντιδραστικές. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η επί τα βελτίω αναθεώρηση της εικόνας του πρωσικού κράτους, την ίδια περίοδο που έχουμε την αντίστοιχη προσπάθεια πληρέστερης αποκατάστασης του Λούθηρου, καθόλου συμπτωματικά ασφαλώς.
Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις ως και τα τέλη της δεκαετίας του ’70
Η “παραδοσιακή” προσέγγιση στο έργο του Λούθηρου, πάντα με την επισήμανση ότι σε καμία χρονική περίοδο δεν μπορούμε να μιλήσουμε για απόλυτη συμφωνία μεταξύ των ιστορικών της Μεταρρύθμισης, εντάσσεται στη θεώρηση του γεγονότος αυτού ως επανάστασης (μιας οπτικής συμβατής με την αντίληψη του Ένγκελς για την περίοδο, τουλάχιστον σε ορισμένα όψιμα γραπτά του, αν κι όχι στον Πόλεμο των Χωρικών). Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οι διδασκαλίες του Λούθηρου παρείχαν την ιδεολογική νομιμοποίηση στη συγχώνευση των ποικίλων ταξικών αντιθέσεων κι αγώνων του πρώιμου 16ου αι. σε ένα πρόγραμμα κοινωνικής επανάστασης, με τον Πόλεμο των Χωρικών ως βίαιο αποκορύφωμα αυτής. Το θρησκευτικό στοιχείο δεν αγνοείται, καθώς παρότι ως μαρξιστές, οι ανατολικογερμανοί ιστορικοί δε βλέπουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις αυτές καθεαυτές ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, αλλά ως προϊόντα εκπαίδευσης στα πλαίσια ενός ορισμένου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αποδέχονται ότι άμα τη διαμορφώσει τους, αποκτούν μια δική τους ζωή και δρουν σχετικά ανεξάρτητα από την υλική τους βάση. Ούτε αμφισβητούν την ειλικρινή πίστη των εμπλεκομένων στη Μεταρρύθμιση, από τους πρωταγωνιστές μέχρι τον τελευταίο πιστό. Με τα λόγια του φιλοσόφου της ιστορίας Gottfried Stehler : “Δεν τίθεται ζήτημα εξαπάτησης εαυτών και αλλήλων αν δούμε την ταξική πάλη και σύγκρουση ως αντιπαράθεση σχετικά με θρησκευτικές αρχές”. Σε παρόμοιο μήκος κύματος, ο ιστορικός της μεταρρύθμισης Max Steinmetz, αντιλαμβάνεται το Λούθηρο ως παιδί της εποχής του και ερμηνεύει την απόφαση του να μπει στο μοναστήρι ως “έκφραση της γενικευμένης κοινωνικής κρίσης… η οποία δε σταματούσε μπροστά στον ψυχικό του κόσμο και επηρέαζε βαθιά τη σιγουριά για τον εαυτό του. Η σύγκρουση των παλιών μορφών ζωής με την ανάδυση νέων δυνάμεων προσκαλούσε πολλές υποσυνείδητες ή και ανοιχτές αμφιβολίες σε σχέση με τις παλιές, λατρεμένες παραδόσεις -στην περίπτωση του Λούθηρου, αυτές εκφράστηκαν ως τύχη συνείδησης και άγχος για τη Σωτηρία του.” Ενώ για τον Gerhardt Zschäbitz “κάτω από τα γκρίζα φτερά του, ο φόβος της κόλασης και του θανάτου μπορεί κάλλιστα να προκαλέσει άγχη που το άτομο βρίσκει ανυπόφορα”. Ωστόσο, παρά την αδιαμφισβήτητη πίστη των μαρξιστών ιστορικών της ΓΛΔ στη γνησιότητα της λουθηρανικής θρησκευτικότητας, επίκεντρο της έρευνάς τους παραμένει η επίδραση της διδασκαλίας του Μεταρρυθμιστή στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής, σε μια σαφή προσπάθεια διαχωρισμού από -αλλά και πολεμικής στις- ιδεαλιστικές δυτικογερμανικές θεωρίες περί πρωταρχικού ρόλου της θεολογίας στις αποφάσεις του Λούθηρου.
Για τους ιστορικούς της ΓΛΔ, η διδασκαλία του Λούθηρου, με την έμφαση της στην πίστη παρά στις “καλές πράξεις”, την αδιαμεσολάβητη σχέση πιστού και Θεού, και την εναντίωση στη δυσκίνητη εκκλησιαστική ιεραρχία γίνεται αντιληπτή ως, με τα λόγια του Steinmetz, “αντικειμενικά η θεολογική έκφραση της οικονομικής και πολιτικής πάλης της αστικής τάξης και των λαϊκών μαζών ενάντια στην παπική εκκλησία, που διευθυνόταν από τη Ρώμη κι εμπόδιζε κάθε κοινωνική πρόοδο.” Τα επιτεύγματα του Λούθηρου δεν είναι απλά προσωπικές επιτυχίες ενός “πεφωτισμένου”ατόμου, αλλά έκφραση των αναγκών της γερμανικής κοινωνίας της εποχής του. Το μίσος του λουθηρανικού κινήματος κατά της άπληστης και παρασιτικής εκκλησίας, χτυπούσε τη φεουδαρχική τάξη πραγμάτων στο πιο αδύναμο σημείο της. Η στάση του Λούθηρου ωστόσο κατά τα γεγονότα του πολέμου των χωρικών, διστακτική αρχικά, και γεμάτη μίσος εναντίον τους αργότερα, στο “Wider die Mordischen und Reubischen Rotten der Bawren” (η οποία σημειωτέον δημοσιεύθηκε το 1525 όταν η ήττα των χωρικών διαγραφόταν ξεκάθαρα στον ορίζοντα) επέσεισε την μήνι των ιστορικών της ΓΛΔ, ιδίως κατά τις δεκαετίες του ’50 και ’60. Αντιμετωπίστηκε ως προδότης και “πριγκιπικός λακές”, ερχόμενος σε αντίθεση με το ίδιο το πνεύμα των δικών του διδασκαλιών. Αργότερα ωστόσο, μια πιο νηφάλια κριτική κέρδισε έδαφος στην ιστορική έρευνα, η οποία έβλεπε τις απόψεις του Λούθηρου όχι ως προσωπική απόφαση, αλλά ως απόρροια της κοινωνικής του θέσης. Απορρίπτοντας τις θεολογίζουσες προσεγγίσεις της αστικής , δυτικογερμανικής ιδίως ιστοριογραφίας, οι οποίες έβλεπαν την καταδίκη της εξέγερσης ως φυσική απόρροια των θεολογικών του αντιλήψεων, επεσήμαιναν πως ο Λούθηρος έδρασε ως μέλος των εύπορων και μορφωμένων μεσοστρωμάτων που αναδύονταν εκείνη την εποχή, αλλά ήταν αδύναμα να σπάσουν τη συμμαχία τους με τους ισχυρότατους ακόμα τοπικούς φεουδαρχικούς ηγεμόνες.
Βλέπουμε δηλαδή ότι είχε ήδη αρχίσει να μεταβάλλεται το ιστορικό κλίμα στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν ξεκινά με πρωτοβουλία του ίδιου του Έριχ Χόνεκερ η συγκρότηση της λεγόμενης Επιτροπής Λούθηρου της ΓΛΔ (Lutherkomitee der DDR), η οποία διακηρύσσεται επίσημα το 1980, με την ανάληψη της προεδρίας από τον ίδιο τον Ανατολικογερμανό ηγέτη. Στόχος της επιτροπής ήταν η υπέρβαση της στερεότυπης στην ως τότε ιστοριογραφία αντίθεσης μεταξύ της “μετριοπαθούς αστικής Μεταρρύθμισης” του Λούθηρου και της “Λαϊκής Μεταρρύθμισης” του Thomas Müntzer (ριζοσπάστης ιεροκήρυκας και θεολόγος, μεταρρυθμιστής και ηγέτης του Πολέμου των χωρικών, σκοτώθηκε με βασανιστήρια αφού αιχμαλωτίστηκε μετά τη μάχη του Φράνκενχάουζεν το 1525). Η κοινή γνώμη, στη ΓΛΔ αλλά και διεθνώς, αντιμετώπισε με αρκετή έκπληξη τη δήλωση του Χόνεκερ τον Ιούνη του 1980, πως ο Λούθηρος ήταν “ένας από τα αξιότερα τέκνα του γερμανικού έθνους”, και πως το έργο του ανήκε στις “προοδευτικές παραδόσεις” συνεχίστρια των οποίων ήταν η ΓΛΔ, “ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ταξικό πλέγμα στο οποίο έλαβαν χώρα”. O Χόνεκερ ήλπιζε πως η πλήρης υιοθέτηση του Λούθηρου από πλευράς ΓΛΔ θα λειτουργούσε νομιμοποιητικά στην προσπάθεια διεθνούς αναγνώρισης του κράτους, το οποίο θυμίζουμε ότι μόλις κατά την περασμένη δεκαετία είχε αποκαταστήσει πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με τις περισσότερες χώρες του μη σοσιαλιστικού κόσμου. Κύριος στόχος ήταν η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέλκυση ξένων ηγετών, κυρίως του προτεσταντικού κόσμου, ενόψει των εορτασμών για τα 500χρονα από την γέννηση του Μαρτίνου Λούθηρου το 1983. Την ίδια περίοδο, αρχής γενομένης από το 1978, είχε υπάρξει μια προσπάθεια επίσημης επαναπροσέγγισης του κράτους με τις εκκλησίες (καθολική και ευαγγελική) της ΓΛΔ, η οποία τερματίστηκε άδοξα με απόφαση του Π.Γ του SED 5 χρόνια αργότερα, κυρίως λόγω αντιδράσεων τόσο εντός του κυβερνώντος κόμματος και του κρατικού μηχανισμού, όσο και των λόγω των ολοένα αυξανόμενων αξιώσεων των εκκλησιών για μεγαλύτερη ανάμειξη στη χάραξη της κοινωνικής κι εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας. Χωρίς να συνδέεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο με αυτή την απόπειρα, η αναθεώρηση της συνεισφοράς ακόμα και του όψιμου Λούθηρου σαφώς γνώρισε ιδιαίτερη ώθηση εκείνη την περίοδο, ώθηση η οποία είχε αποκτήσει δική της δυναμική, που δεν τερματίστηκε ούτε από την αποτυχία της πολιτικής εκκλησιαστικής συνεννόησης, ούτε από τα μέτρια αποτελέσματα προσέγγισης ξένων ηγετών αλλά κι επισκεπτών στους εορτασμούς για τα 500χρονα.
Είναι γεγονός όμως πως η άρση των πολιτικών σκοπιμοτήτων της αναθεώρησης έδωσε μεγαλύτερο πεδίο έκφρασης κριτικής από πλευράς της μερίδας των ιστορικών που διαφωνούσαν με τη νέα προσέγγιση. Η κριτική αυτή δεν ήταν καιροσκοπικού χαρακτήρα ωστόσο, καθώς είχε αρχίσει να αρθρώνεται από τον Ιούνιο του ’81 , όταν σε δημόσια διάλεξη του ο ιστορικός H. Bock επέκρινε την ομιλία Χόνεκερ για του Λούθηρο, λόγω του ότι παρέβλεπε το γεγονός πως οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνώριζαν ως ιδεολογικό τους πρόγονο μόνο τον Müntzer, κι όχι το Λούθηρο, ο οποίος σε τελική ανάλυση είχε έρθει σε “ταξικό συμβιβασμό με τους πρίγκηπες”. Με το πέρασμα του χρόνου, κι άλλοι εκκλησιαστικοί ιστορικοί αλλά και “αριστεροί” θεολόγοι άρχισαν να τάσσονται κατά μιας υπερβολικά θετικής κρίσης του Λούθηρου, τονίζοντας τις συντηρητικές πτυχές της σκέψης του. Η έμφαση στην ηθική της εργασίας, του καθήκοντος και της αποταμίευσης περιορίζονταν στο οικονομικό κομμάτι, και η υπέρμετρη επικρότησή τους ιστοριογραφικά οδηγούσε σε μια ακούσια ιδεολογική ταύτιση του παρατηρητή με το παρατηρούμενο ιστορικό υποκείμενο. Άλλοι ιστορικοί ήταν ακόμα πιο διστακτικοί στην υιοθέτηση του Λούθηρου εντός των “προοδευτικών παραδόσεων” της ΓΛΔ, λόγω της “δαιμονοποίησης των χωρικών” και του “κηρύγματος υπακοής” στην κοσμική εξουσία. Ο χαρακτηριζόμενος ως “Νέστωρ της ιστοριογραφίας της ΓΛΔ” Jürgen Kuczynski δε δίστασε μάλιστα να χαρακτηρίσει την ομιλία Χόνεκερ ως “αγιογραφική καρικατούρα” του Μεταρρυθμιστή, εκφράζοντας την ελπίδα ότι οι εορτασμοί προς τιμήν του Müntzer που προβλέπονταν για το 1989 θα επέφεραν την πολυπόθητη “διαλεκτική ισορροπία” στην αξιολόγηση των δύο ανδρών. Κατά τη γνώμη του, ο Λούθηρος μπορούσε να θεωρηθεί ισότιμος με το Müntzer μεταξύ των τιμώμενων προγόνων της ΓΛΔ μόνο στο βαθμό που η ισοτιμία δε συνεπαγόταν ταυτόχρονη ηρωοποίηση του πρώτου. Άλλοι συνάδελφοι του, κυρίως ιστορικοί του εργατικού κινήματος, επεσήμαναν τον κίνδυνο η θετική αναθεώρηση της προσφοράς του Λούθηρου να λειτουργήσει ως “δεδικασμένο” για την αποκατάσταση ρεφορμιστών και άλλων μη κομμουνιστών πολιτικών και συνδικαλιστών. Αυτό που σαφώς συνέβη μετά το 1983, είναι πως η συζήτηση για το Λούθηρο, χωρίς να καταλήξει σε κάποιο επίσημο, κομματικά εγκεκριμένο πόρισμα ως και το τέλος της ύπαρξης της ΓΛΔ, περιορίστηκε εκ νέου μεταξύ ενός κύκλου ειδημόνων και πολιτικής και κομματικής ηγεσίας κι αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή. Ως μακροβιότερο απομεινάρι της σύντομης, αλλά κραταιάς παρουσίας του Λούθηρου στο δημόσιο λόγο της χώρας, έμεινε η φέρουσα το όνομα του κινηματογραφική υπερπαραγωγή σε πέντε μέρη, που παραμένει μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη ταινία με θέμα τη ζωή του, κι η οποία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και στις δύο Γερμανίες.
Ο βαθμός αντίστασης εντός κόμματος σε μια θετικότερη παρουσίαση του Λούθηρου σε επίπεδο δημόσιας ιστορίας, πουθενά δεν αποτυπώνεται καλύτερα απ’ ό,τι στην αποτυχία εισαγωγής αυτής της θετικότερης αξιολόγησης στα σχολικά βιβλία ιστορίας, βάσει του νέου αναλυτικού προγράμματος που δημοσιεύθηκε το 1988. Η σχετική προεργασία είχε ξεκινήσει έξι χρόνια πριν, εν μέσω δηλαδή της σχετικής δημόσιας συζήτησης περί αποκατάστασης του εν λόγω ιστορικού προσώπου. Από τη μια η μερίδα των “αναθεωρητών” ιστορικών που συμμετείχαν στις σχετικές επιτροπές, που ένιωθαν ότι χάρη στην υποστήριξη του Χόνεκερ είχαν πλέον ελεύθερο το πεδίο για την αναδιαμόρφωση των σχολικών προγραμμάτων και βιβλίων ιστορίας κατά την αντίληψή τους, κι από την άλλοι οι ιστορικοί πέριξ της υπουργού παιδείας και συζύγου του ηγέτη της χώρας, Margot Honecker, που με προεξάρχουσα την ίδια κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να υπονομεύσουν αυτή την απόπειρα. Κατά την αντίληψη της υπουργού, στόχος της διδασκαλίας της ιστορίας στη συγκεκριμένη ηλικιακή βαθμίδα (13-14 ετών) έπρεπε να είναι η πολιτική και ιδεολογική διαπαιδαγώγηση, κι όχι η εξοικείωση με λεπτά θεολογικά ζητήματα ή η πλήρης επιστημονική ανάλυση της προσφοράς των δύο ανδρών. Σε κάθε περίπτωση “ο ηρωϊκός αγώνας του Müntzer” έπρεπε να τύχει σαφούς προτεραιότητας σε σχέση με το μετριοπαθές μεταρρυθμιστικό έργο του Λούθηρου. Το γεγονός πως ο Χόνεκερ, μετά την αδυναμία υλοποίησης των στόχων του σε επίπεδο εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής που συνδέθηκαν με την εκστρατεία αναθεώρησης του Λούθηρου, έχασε το ενδιαφέρον του για ενεργή παρέμβαση στη διαμάχη, και παρότι είναι σαφές ότι οι προσωπικές του ιστορικές προτιμήσεις κυμαίνονταν μέχρι τέλους υπέρ του “αναθεωρητικού” στρατοπέδου, σήμανε τελικά την πύρρειο (αφού μιλάμε για μόλις δυο χρόνια πριν τη διάλυση της ΓΛΔ) νίκη της υπουργού και του κύκλου της στο θέμα της σχολικής ιστορίας. Έτσι στα νέα βιβλία ιστορίας και το σχετικό αναλυτικό πρόγραμμα, αλλά και τις οδηγίες διδασκαλίας που εκδίδονταν σε αυτή την περίσταση, η εξέταση της περιόδου δε διαφέρει δραματικά από εκείνη που προϋπήρχε από το 1971. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στον “επαναστάτη Λούθηρο”, η ριζοσπαστικοποίηση της Μεταρρύθμισης συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του Müntzer. Μοναδική σημαντική διαφοροποίηση, που απηχεί ωστόσο απόψεις, οι οποίες όπως είδαμε στην αρχή, είχαν εδραιωθεί ικανοποιητικά στην εντόπια ιστορική κοινότητα ήδη πριν τη δημόσια προσπάθεια αποκατάστασης του Λούθηρου, ήταν η απάλειψη των αναφορών περί “προδοσίας” του Λούθηρου σε σχέση με τον Πόλεμο των χωρικών. Στη θέση αυτού του αφορισμού βρίσκουμε διατυπώσεις που κάνουν λόγο για απλό “διαχωρισμό του Λούθηρου από το λαϊκό κίνημα”. Η παραχώρηση αυτή έκανε και το στρατόπεδο των φιλολουθηρανικών ιστορικών, ορισμένοι εκ των οποίων προσπάθησαν ειδικά μετά την διάλυση της ΓΛΔ να παρουσιάσουν τη δράση τους ως περίπου “αντιστασιακή” -ισχυρισμός τουλάχιστον φαιδρός , εφόσον είδαμε πως για ικανό χρονικό διάστημα συνέπεσε με τις πολιτικές επιδιώξεις αλλά και τις προσωπικές κλίσεις του ίδιου του Χόνεκερ- να κάνουν λόγο για “διαφοροποιημένη αξιολόγηση της περιόδου στα σχολικά βιβλία, χάρη στον τεκμηριωμένο επιστημονικό λόγο ιστορικών, δασκάλων και θεωρητικών της ιστορίας, μπρος στον οποίο υποχώρησαν τα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου λαϊκής παιδείας.” Η πραγματικότητα, όπως και σε τόσα άλλα ζητήματα της ΓΛΔ, ιστορικά ή μη, ήταν αρκετά πιο αντιφατική και περίπλοκη.