Ο βασιλιάς Αρθούρος μεταξύ μύθου και ιστορίας
Πώς γεννήθηκε ο θρύλος του βασιλιά Αρθούρου, μέσα στις στάχτες της συντριβής της ρωμαϊκής εξουσίας στη Βρετανία.
To όνομα του Αρθούρου αιχμαλωτίζει τη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο για πάνω από μιάμιση χιλιετία. Γενναίοι ιππότες, μυστηριώδεις μάγοι, επιβλητικά κάστρα, ξίφη και ιερά δισκοπότηρα είναι μερικές μόνο από τους εικόνες που φέρνει στο νου η αναφορά στο θρυλικό βασιλιά, που πρωταγωνίστησε μαζί με τον κύκλο του σε βιβλία, ταινίες, σειρές και ζωγραφικούς πίνακες. Πώς όμως γεννήθηκε κι εξαπλώθηκε ο μύθος;
Βρισκόμαστε στην αρχαία Βρετανία, που από τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό κάτω από ρωμαϊκή κυριαρχία. Οι Ρωμαίοι ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του νησιού και ιδίως τον κασσίτερο, που είχε φέρει σε εμπορική επαφή το «νησί» με το μεσογειακό κόσμο ήδη από τις αυγές των πρώτων προϊστορικών πολιτισμών. Όπως όλες οι ρωμαϊκές επαρχίες, έτσι και η Βρετανία είχε γίνει μια μικρή Ρώμη, με πόλεις και οδικό δίκτυο, περίπλοκο φορολογικό και διοικητικό σύστημα, εντυπωσιακά οικοδομήματα όπως στάδια, κολοσσαία, υδραγωγεία και βίλες. Από τον 4ο αι. μ.Χ, μετά τη στροφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου προς το χριστιανισμό, εμφανίζονται επίσης οι πρώτες εκκλησίες και αργότερα και τα μοναστήρια.
Οι λεγεώνες των Ρωμαίων δεν είχαν όμως κατορθώσει να πατήσουν πόδι σε όλη την έκταση της Βρετανίας. Η σημερινή Σκωτία, όπως και μέρος της Ουαλίας είχαν διατηρήσει την ανεξαρτησία τους και τη φυλετική οργάνωση που διέκρινε τα κελτικά φύλα όλης της Ευρώπης την ίδια εποχή.
Το 410 συμβαίνει η άλωση της Ρώμης από τους Γότθους, ένα γεγονός τόσο κοσμοϊστορικών διαστάσεων, που ωθεί έναν άσημο τότε επίσκοπο στη βόρειο Αφρική, τον Αυγουστίνο Ιππώνος, να γράψει ένα έργο – σταθμός της καθολικής θεολογίας, την «Πολιτεία του Θεού». Ως συνέπεια της άλωσης, η Ρώμη ανακαλεί όλες τις λεγεώνες πίσω στην καρδιά της αυτοκρατορίας. Πίσω μένουν αγρότες, τεχνίτες, ιερείες και μοναχοί, άνθρωποι δηλαδή εκ των πραγμάτων ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές Πίκτων της Σκωτίας, Σκώτων της Ιρλανδίας και γερμανικών φύλων από τη γερμανική Ευρώπη, που μυρίστηκαν ψητό στα απροστάτευτα εδάφη και εισέβαλλαν αθρόα.
Το πολιτικό κενό που είχαν αφήσει πίσω τους οι Ρωμαίοι, έσπευσαν να καλύψουν τοπικοί οπλαρχηγοί, όπως ο Βορτιγέρνης, που αποφάσισε να προσλάβει Γερμανούς μισθοφόρους από την ηπειρωτική Ευρώπη για να πολεμήσουν ενάντια στους εισβολείς τους, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από ίδια ή συγγενικά μ’ αυτούς φύλα.
Το 449, τρία πλοία με Σάξονες πολεμιστές και αρχηγούς τους αδελφούς Χένγκεστ και Χόρσα, έφτασαν στις ανατολικές ακτές της Βρετανίας. Σύντομα το νησί ηρέμησε από τις εισοβολές, καθώς Πίκτοι και Σκώτοι αποσύρθηκαν στα μέρη τους. Στους αγγλοσάξονες μισθοφόρους ωστόσο είχε ανοίξει η όρεξη, βλέποντας τις μεγάλες εκτάσεις εύφορης γης και την πλήρη πολεμική άγνοια των ντόπιων.
Καλώντας ενισχύσεις από τις πατρίδες τους, σύντομα οι αγγλοσάξονες επέστρεψαν με άγριες διαθέσεις και για πολύ καιρό τίποτε δε φαινόταν ικανό να τους σταματήσει. Ωστόσο, γύρω στο έτος 500, η προέλαση προς δυσμάς ανακόπηκε, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, οι αρχαιολογικές ενδείξεις αποδεικνύουν πως οι Σάξονες υποχώρησαν ανατολικότερα, ενώ ίσως κάποιες ομάδες εποικιστών επέστρεψαν στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Για περίπου δυο γενιές, η ανατολική Βρετανία ήταν σαξονική, ενώ η δυτική ρωμαιοκελτική. Αυτό σημαίνει πως ναι μεν παρέμειναν κάποια ίχνη ρωμαϊκού πολιτισμού, ωστόσο τα κελτικά στοιχεία επικρατούσαν και η φυλετική οργάνωση που προϋπήρχε της ρωμαϊκής κατάκτησης αναδυόταν ξανά στα εδάφη όπου υπερίσχυε ο κελτικός πληθυσμός.
Πώς όμως ανακόπηκε αυτός ο ασταμάτητος στρατός των Αγγλοσαξόνων; Οι ενδείξεις είναι λιγοστές, κατατείνουν όμως στο συμπέρασμα πως μέσα στις αντίξοες συνθήκες της εποχής αναδείχθηκε μια ηγετική μορφή που κατόρθωσε να συνενώσει τον κελτοβρετανικό πληθυσμό σε βαθμό άγνωστο μετά την κατάρρευση της Ρώμης.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή μεταξύ 5ου και 7ου αι. μ.Χ, που τα γραπτά και τα αρχαιολογικά στοιχεία είναι φτωχά, λόγω των συνεχών επιδρομών, της διάλυσης του διοικητικού συστήματος, αλλά και το απλό γεγονός πως οι άνθρωποι ασχολούνταν μόνο με την επιβίωσή τους, κι όχι την καταγραφή των σημαντικών γεγονότων για να μάθουν οι επόμενες γενιές.
Προβληματική είναι κι η κατάσταση αν ανατρέξει κανείς στις πηγές των κατακτητών, καθώς οι Αγγλοσάξονες ήταν ένας λαός χωρίς γραφή εκείνη την περίοδο. Αιώνες αργότερα, μετά τον εκχριστιανισμό και αλφαβητισμό τους, οι Αγγλοσάξονες κατέγραψαν την ιστορία της κατάκτησης της Βρετανίας, χωρίς να αναφέρουν κανένα Αρθούρο.
Το πιο σημαντικό κείμενο από το οποίο μπορούμε να πιαστούμε, είναι εκείνο του Βρετανού ιστορικού Γκίλντας, ο οποίος υποθέτουμε πως γεννήθηκε γύρω στο 500, την εποχή δηλαδή περίπου που ξεκινά η υποχώρηση των Αγγλοσαξώνων, άρα και η δράση του άγνωστου ηγέτη και πολέμαρχου. Κεντρική ιδέα στο κείμενό του, πολύ συνηθισμένη στους μεσαιωνικούς συγγραφείες, είναι πως η σαξονική κατάκτηση επήλθε ως συνέπεια των αμαρτιών των ντόπιων. Τι γράφει όμως ο Γκίλντας για την αντίσταση κατά των κατακτητών;
«Τότε πέρασε κάποιος καιρός, και οι σκληροί κατακτητές επέστρεψαν στις βάσεις τους…οι επιζήσαντες μάζεψαν τις δυνάμεις τους υπό την ηγεσία του Αμβρόσιου Αυρηλιανού, έναν εξαιρετικά μετριοπαθή άντρα, που κατά τύχη ήταν το μόνο άτομο ρωμαϊκής καταγωγής που επιβίωσε της καταστροφής στην οποία οι πρόγονοί του, που άλλοτε φορούσαν τη βασιλική πορφυρή τήβεννο, είχαν σκοτωθεί και των οποίων οι σημερινοί απόγονοι έχουν εκφυλιστεί πολύ σε σχέση με την προηγούμενη αρετή τους. Εκείνος και οι άνδρες του προκάλεσαν τους κατακτητές τους σε μάχη, και, με τη χάρη του Θεού, η νίκη ήταν δική τους.
Από το απόσπασμα αυτό καταλαβαίνουμε πως υπάρχει μια ευθεία σύνδεση του αναφερόμενου ηγέτη με τη Ρώμη. Οι γονείς του Αμβρόσιου ήταν Ρωμαίοι πολίτες, πιθανότατα αριστοκράτες. Εξακολουθεί να λείπει οποιαδήποτε αναφορά σε Αρθούρο. Ωστόσο, ο Αμβρόσιος Αυρηλιανός φαίνεται πως είχε διαφορετικές προσφωνήσεις. Για παράδειγμα, οι Ουαλοί τον αποκαλούσαν Έμρις Βλέντιγκ και υπάρχουν μελετητές που ταυτίζουν τον Αμβρόσιο με έναν άλλο ρωμαιοβρετανό ηγέτη, το Ριγόταμο ή Ριόθαμο.
Σε ένα άλλο κείμενο του 6ου αιώνα, την «Ιστορία των Γότθων» του Ιορδάνη, ο συγγραφέας αναφέρει πως το 470 ένας άνδρας που παρουσιαζόταν ως ανώτατος ηγέτης των Βρετανών έφτασε στην Ευρώπη μαζί με τα απομεινάρια του ρωμαϊκού στρατού για να παλέψει κατά γοτθικών φυλών. Σύμφωνα με πειστικά στοιχεία μελετητών, το όνομα Ριόθαμος, αναφέρεται σε τίτλο, και συγκεκριμένα εκείνον του «ανώτατου ηγέτη», που ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με την Αυρηλιανό.
Επιπλέον, δεν αποκλείεται καθόλου το ίδιο το όνομα Αμβρόσιος Αυρηλιανός να αποτελεί την εκλατινισμένη εκδοχή ενός κελτικού ονόματος, πολύ διαφορετικού στο άκουσμα και τη γραφή του. Η πρώτη αναφορά στο όνομα «Αρθούρος» βρίσκεται σε ένα ποίημα του 6ου μ.Χ, γραμμένο σε μια πρώιμη μορφή κέλτικης γλώσσας. Ο Αρθούρος δεν είναι πρωταγωνιστής του ποιήματος, αποτελεί όμως το μέτρο σύγκρισης για τον πολεμιστή που αναφέρεται, τον Γκβαντούρ, που ναι μεν είναι πολύ γενναίος και χαρισματικός, αλλά «όμως δεν είναι Αρθούρος». Ο στίχος αυτός, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, προϋποθέτει πως όλοι οι αναγνωστές-ακροατές του ποιήματος ήταν εξοικειωμένη με τη μορφή του Αρθούρου. Ακόμα πιο εκπληκτικό είναι το γεγονός πως, την ίδια περίπου χρονική περίοδο, τέσσερις βασιλικοί οίκοι της Βρετανίας βαφτίζουν τους πρωτότοκους γιους τους Αρθούρο. Είναι λοιπόν σαφές πως επρόκειτο για ένα όνομα συνδεδεμένο με κύρος και δύναμη αντάξια ενός μελλοντικού βασιλιά.
Ο θρύλος του Αρθούρου όπως τον ξέρουμε σήμερα ξεκινά στην Κορνουάλη της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Δούκας εκεί είναι ο Gorlois, του οποίου τη γυναίκα Igrain ποθεί ο Uther Pendragon, Βασιλιάς της Βρετανίας. Ο Gorlois τη στέλνει στο κάστρο Τίνταγκελ για να ασφάλεια, αλλά ο Uther καταφέρνει να τρυπώσει και να κάνει έρωτα με την Igraine. Καρπός αυτού του πάθους είναι ο Αρθούρος.
Για αιώνες, η σύνδεση του Αρθούρου με το κάστρο Τίνταγκελ θεωρούνταν ένας ακόμα θρύλος, ωστόσο η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως το 1998 μια λατινική επιγραφή του 6ου μ.Χ αιώνα, που μεταφράζεται ως «Ο Αρτόγονου, πατέρας απογόνου του Κολ, το έφτιαξε. Εύλογα υποτέθηκε πως το όνομα Αρτόγονου ήταν μια παραλλαγή του «Αρθούρος», καθώς η ρίζα –αρτ στα κέλτικα σημαίνει «αρκούδα».
Άλλες αρχαιολογικές ενδείξεις αφορούν το περίφημο κάστρο του Κάμελοτ, μιας περιοχής που φέρει αυτό το όνομα από αρχαιοτάτων χρόνων. Αεροφωτογραφίες από το λόφο του Κάντμπουρι, αποδεικνύουν πως το τοπίο έχει υποστεί ανθρωπογενή παρέμβαση. Διακρίνονται αναχώματα και τάφροι με προφανείς αμυντικούς σκοπούς. Στην πραγματικότητα, ο λόφος του Κάντμπουρι ήταν ένα μόνο από τα οχυρά που χτίστηκαν στο διάστημα 1000 π.Χ ως 200 μ.Χ, δηλαδή την εποχή του σιδήρου στη Βρετανία. Με την ολοκλήρωση της κατάκτησης του μεγαλύτερου μέρους της Βρετανίας από τους Ρωμαίους, οι οχυρές αυτές θέσεις εγκαταλείφθηκαν. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους ωστόσο, ενόψει της αγγλοσαξονικής επίθεσης, η θέση στο Κάντμπουρι ξανακατοικήθηκε και οχυρώθηκε σε μαζική κλίμακα. Το ενδιαφέρον είναι πως μέχρι σήμερα, κανένα από τα άλλα εγκαταλελειμμένα οχυρά της προηγούμενης περιόδου δε μοιάζει να αναβιώνει, εκτός από εκείνο του Κάντμπουρι.
Στη θέση αυτή ζούσαν πάνω από 700 άνθρωποι, εκτελώντας τόσο στρατιωτικές, όσο και πολιτικές λειτουργίες. Αυτό σημαίνει πως υπήρχε μια ισχυρή ηγεσία, που κατάφερνε να συντονίσει τόσους ανθρώπους για αντίσταση κατά των εισβολέων, παρέχοντάς τους παράλληλα στέγαση, τροφή και ένδυση. Ακόμα κι αν αυτός ο ηγέτης δεν είχε το όνομα «Αρθούρος» ή κάποια παραλλαγή του, σίγουρα ήταν ο ιστορικός πυρήνας που γέννησε τον ομώνυμο μύθο.
Μια από τις πιο πολυσυζητημένες ανακαλύψεις σχετικά με το θρύλο του Αρθούρου αφορά τον τάφο στο μοναστήρι του Γκλάστονμπερι, κοντά στο λόφο του Κάντμπουρι. Το 1191, οι μοναχοί υποστήριξαν πως ανέσκαψαν τον τάφο του βασιλιά Αρθούρου, βασισμένοι σε πληροφορίες του Άγγλου βασιλιά Ερρίκου Β’.
Επρόκειτο για ένα φέρετρο φτιαγμένο από κούφιο κορμό δέντρου, που έφερε τα λείψανα ενός πολύ ψηλού άνδρα που έφερε εμφανή σημάδια από χτύπημα ξίφους ή τσεκουριού στο κρανίο, ενώ πλάι του υπήρχαν τα λείψανα μιας γυναίκας, κατά παράδοση της δεύτερης συζύγου του Γκουίνεβερ. Πάνω στο φέρετρο βρισκόταν ένας μολύβδινος σταυρός, με τη λατινική επιγραφή «Hic iacet sepultus inclitus rex Arturius in insula avalonia», δηλαδή, «Εδώ βρίσκεται θαμμένος ο διάσημος βασιλιάς Αρθούρος στο νησί της Άβαλον». Στην πίσω όψη υποτίθεται πως υπήρχε και επιγραφή που αναφερόταν στη Γκουίνεβερ.
Η αξιοπιστία των μοναχών όπως είναι λογικό αμφισβητήθηκε και θεωρήθηκε τρικ για την προσέλκυση περισσότερων προσκυνητών και δωρητών στην καταστραμμένη από πυρκαγιά μονή.
Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο αν σκεφτεί κανείς ότι τα οστά του τάφου χάθηκαν όταν ο Ερρίκος Η’ το 16ο αιώνα στα πλαίσια της θρησκευτικής μεταρρύθμισης έκλεισε τα αγγλικά μοναστήρια, ενώ τα ίχνη του σταυρού χάνονται κάπου στον 18ο αιώνα.
Περιηγητές και συγγραφείς πάντως σχεδίασαν το σταυρό και την επιγραφή, με γνωστότερη και πιο αξιόπιστη την περίπτωση του Γουίλιαμ Κάμντεν, που το 1607 σχεδίασε το σταυρό για το έργο του «Μπριτάνια», που αποτελεί μια γεωγραφική κα χρονολογική μελέτη Βρετανίας και Ιρλανδίας. Αναμφίβολα ο Κάμντεν αποτύπωσε ένα υπαρκτό στην εποχή του αντικείμενο, το ερώτημα είναι αν πρόκειται για αυθεντικό σταυρό. Η γραμματοσειρά της επιγραφής δε μας βοηθάει ιδιαίτερα, καθώς δεν αντιστοιχεί σε κάποια από τις γνωστές γραφές του 5ου και 6ου μ.Χ αιώνα, ούτε όμως και του 12ου αι. που είναι πολύ καλύτερα μελετημένες.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόδοση του ονόματος Αρθούρος, ως «Αrturius». Πρόκειται για μια πολύ πρώιμη μορφή του ονόματος, που απαντάται τον 7ο αιώνα, κάτι που καθιστά εξαιρετικά απίθανο οι μοναχοί του 12ου αιώνα να είχαν γνώση αυτής της μορφής ώστε να την παραχαράξουν στο σταυρό. Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει την αξιοπιστία των μοναχών, είναι το γεγονός πως η δεύτερη επιγραφή που θεωρητικά έφερε ο σταυρός, αναφέρει τη Γκουίνεβερ ως «δεύτερη σύζυγο», στοιχείο που απαντάται συχνά σε πηγές γύρω από τον Αρθούρο, ιδιαίτερα στην Ουαλία, που, όπως και η δυτική Αγγλία, θεωρείται από τις πιθανότερες κοιτίδες της αρθουριανής παράδοσης.