«Ο Ζέρβας έναν ήχο αγαπούσε: της λίρας, κι ένα βρόντο σκιαζόταν: της κουμπούρας»
Σαν σήμερα, στις 9 του Σεπτέμβρη 1941, ιδρύθηκε ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα. Βασικός σκοπός της ίδρυσής του ήταν να αποτελέσει «αντίβαρο» του ΕΛΑΣ.
Σαν σήμερα, στις 9 του Σεπτέμβρη 1941, ιδρύθηκε ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα. Βασικός σκοπός της ίδρυσής του ήταν να αποτελέσει «αντίβαρο» του ΕΛΑΣ. Αυτό δεν έγινε δυνατό, έξω από τα όρια της Ηπείρου όπου κυρίως ο ΕΔΕΣ έδρασε, υποστηριζόμενος και ενισχυόμενος αδρά με χρήμα (χρυσές λίρες) και οπλισμό από τους Άγγλους.
Για τη δράση του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο, την προσωπικότητα του αρχηγού του Ναπ. Ζέρβα και τη σχέση του με τον Άρη Βελουχιώτη, σημαντική καταγράφεται η μαρτυρία του Ηπειρώτη ποιητή – συγγραφέα Γιώργου Κοτζιούλα, που εκτός των άλλων γνώρισε τον Ζέρβα και προσωπικά. Ο Γ. Κοτζιούλας εντάχτηκε στον ΕΛΑΣ από το 1943, βρέθηκε στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη για μεγάλο χρονικό διάστημα, και συμμετείχε σε σημαντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα σε Ήπειρο και Θεσσαλία εκείνη την περίοδο.
Στο βιβλίο του «Όταν ήμουν με τον Άρη. Αναμνήσεις και μαρτυρίες» (εκδ. Δρόμων, Αθήνα, 2015), ο Κοτζιούλας δίνει μεταξύ πολλών άλλων το ιστορικό και όσα διημείφθησαν στη Συμφωνία της Πλάκας μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, και «στιγμές» από τη συνάντησή του με τον Ζέρβα. Αντιγράφουμε μερικά αποσπάσματα.
Για τη Συμφωνία της Πλάκας (29 του Φλεβάρη 1944)
Προέβλεπε την μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ παύση εχθροπραξιών και την κοινή τους δράση κατά των Γερμανών κατακτητών. Μια συμφωνία που ο ίδιος ο Άρης δεν ήθελε, αντίθετα επέμενε να διαλύσει τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ που η δράση τους λειτουργούσε ως βαρίδι και παρεμπόδιζε την οργανωμένη αντίσταση του λαού, με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και άλλες απώλειες. Η συμφωνία της Πλάκας υπογράφτηκε τελικά κάτω από την πίεση της αγγλικής διπλωματίας, και ουσιαστικά διέσωσε τον ΕΔΕΣ από τη διαφαινόμενη διάλυσή του από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Γράφει ο Κοτζιούλας:
(…)Με τη συμφωνία της Πλάκας έμπαινε τέρμα στις εχθροπραξίες (που είχαν σταματήσει άλλωστε από πριν), επιστρέφονταν οι αιχμάλωτοι, οι όμηροι κι από τις δυο μεριές, καθορίζονταν η δικαιοδοσία των αντάρτικων οργανώσεων, επιτρέπονταν να μπαίνει η μια στην περιοχή της άλλης αν εξαναγκάζονταν από ενέργειες του εχθρού κι άλλα τέτια.
Ο καθένας όμως καταλάβαινε πως αυτά ήταν μπαλώματα κι όχι κάτι το οριστικό. Η συμφωνία έγινε με την επέμβαση των Άγγλων για να σωθεί ο Ζέρβας, να διατηρηθεί ο μισθοφόρος τους. Κοντά στις άλλες τους οργανώσεις που ενίσχυαν φανερά ή κρυφά, μες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γι’ αντιπερισπασμό αποκλειστικά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τους χρειάζονταν και οργανώσεις «του βουνού». Γι’ αυτό λοιπόν κουβαλούσαν τον Καρτάλη με τον άλλον από τα βουνά της Δωρίδας στις όχθες του Αράχθου.
(…) Ο Άρης απ’ την άλλη μεριά έστεκε χολιασμένος. Η συμφωνία της Πλάκας, κάθε συμφωνία με τον εχθρό, ήταν γι’ αυτόν η χειρότερη λύση. Τέτια ημίμετρα κι αναβολές του έδιναν στα νεύρα. Ο Ζέρβας, τον ήξερε αυτός, έναν ήχο αγαπούσε: της λίρας -κι ένα βρόντο σκιαζόταν: της κουμπούρας. Από διπλωματίες και πρωτόκολλα δεν έπαιρνε χαμπέρι.
Έτσι, έβλεπε την αποστολή των δικών μας σα μια ματαιοπονία. Τώρα τον είχαν παραμερίσει τον ίδιον, αλλά θάρχονταν καιρός να τον χρειαστούν και πάλι. Ο Ζέρβας προσπαθούσε να κερδίσει καιρό. Κι οι δικοί μας χασομερούσαν μαζί του. Αχ, αφέλεια επαναστατών!
Ο Άρης τέτιες ώρες δεν έμοιαζε καθόλου με Οδυσσέα, όπως μου είχε φανεί αρχικά. Ήταν ίδιος ο μηνίων Αχιλλεύς, ο φιλότιμος πολεμιστής, που όταν δεν τον προτίμησαν οι δικοί του αποσύρθηκε στο τσαντήρι του και καθόταν εκεί πεισμωμένος, καρτερώντας να μετανιώσουν οι μεγάλοι για το φέρσιμό τους και να τον ξαναζητήσουν παρακαλεστικά.
Αυτό εννοείται δεν ήταν και τόσο φανερό. Αλλά εμείς που ζούσαμε κοντά του το νιώθαμε. Ακόμα κι οι Μαυροοκούφηδες βρίσκονταν σε αναταραχή.
― Έ, τι γίνεται, θα τα σιάξουμε! λέγαν οι αντάρτες ειρωνικά.
― Να ιδούμε όμως τι θα ειπεί κι ο αρχηγός, μουρμούριζε μουτρωμένος ο πιστός Ντούλας.
Γι’ αυτούς υπέρτατη θέληση ήταν ο λόγος του Άρη. Σ’ αυτόν πίστευαν τυφλά, τον είχαν για θεό τους. Αν η συμφωνία της Πλάκας δεν εγκρίνονταν κι από τον ίδιον, ήταν ένα χαρτί άχρηστο γι’ αυτούς, ας είχε όσες ήθελε υπογραφές.
(…) Ο πάτερ Ανυπόμονος βρισκόταν κι αυτός σε συγκίνηση εκείνες τις μέρες. Με την ανάγκη που έχει κάθε άνθρωπος να εκφράζεται σ’ έναν άλλον, ερχόταν και μ’ έβρισκε συχνά. Ήθελε να μου εξομολογηθεί, να ξαλαφρώσει απ’ τα βαριά μυστικά που του εμπιστευόταν ο αρχηγός.
― Δεν του αρέσουν αυτές οι δουλιές, δεν ξέρω κι εγώ πως τα καταφέρνουν. Τη μια χτύπα το Ζέρβα, την άλλη άστον. Τον πάμε ως τον Άραχθο, μας φτάνει ως τον Αχελώο, αυτή η δουλιά γίνεται από πέρσι. Δεν αφήνουν να τελειώσουμε μια για πάντα. Οι αντάρτες μας είχαν ανεβεί στο Ξεροβούνι. Σε δυο τρεις μέρες θα τον είχαν πιάσει ή θα πηδούσε στη θάλασσα. Οι αντάρτες του όλο και ξέκοβαν στο δρόμο. Στο τέλος θάμενε με το επιτελείο…
Τ’ όνειρο του Άρη ήταν πάντα να πιάσει το Ζέρβα. Αυτή η σύγκρουση έπαιρνε πια χαρακτήρα μονομαχίας, προσωπικής διαπάλης.
Και συνέχιζε ο πάτερ Ανυπόμονος:
― Του αρχηγού τούρχονται κάτι ιδέες, που να στα πω! Να, λέει να τα πετάξει, να κάμει πέρα. Όσοι θέλουν, ας τον ακολουθήσουν. Δε μπορεί αυτός νάχει τα χέρια του δεμένα. Αλλά εγώ του ζήτησα συγνώμην, τον παρακάλεσα να μ’ ακούσει. «Θα σ’ ακολουθήσω όπου πας», του λέω, «αλλά δεν είναι σωστό. Πρέπει να πειθαρχήσουμε. Η ανυπακοή θα παρεξηγηθεί. Τότε είναι που θα δώσουμε όπλα σ’ εχθρούς και φίλους. Κοίταξε, θα ειπούν, τέτιος είναι ο Αρης, καπετάν ένας. Θέλει να γίνεται το δικό του, κι άμα δε γίνεται, παίρνει τα βουνά…».
Το συμπέρασμα ήταν το εξής:
― Τον συμβούλεψα να μην κάμει τίποτε στην έξαψή του. Το καλύτερο είναι να πιάσει μια άκρη και να περιμένει. Ας βγάλει το σκούφο του, ας αλλάξει κι όνομα, άμα θέλει. Τον στέλνω και στο μοναστήρι για δόκιμο, του είπα (χωράτευε ο πάτερ Ανυπόμονος). Ας τα κανονίσουν οι άλλοι χωρίς ν’ ανακατευτεί ο ίδιος. Στο τέλος, άμα έχει δίκιο, θα δικαιωθεί. Δεν πρόκειται για την ιστορία, αλλά για τους αντάρτες, για όλους εμάς…
Έτσι απλά, ήρεμα έβανε τα ζητήματα ο αντάρτης καλόγερος, γεννημένος διπλωμάτης. Και φαίνεται πως επηρέασε πάλι τον Αρη καταπραϋντικά. Η ανταρσία του, καταπνιγμένη τότε, θ’ αργούσε να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει φανερά».
Για την προσωπικότητα του Ζέρβα / Συνάντηση Άρη – Ζέρβα – Κοτζιούλα
Τον Αύγουστο του 1943 Άρης και Ζέρβας επικεφαλής τμημάτων συναντήθηκαν στα Άγναντα, σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης (οδήγησαν σε αυτή οι συνθήκες) μπροστά στο λαό. Οι δυο αρχηγοί έβγαλαν λόγους. Γράφει ο Κοτζιούλας:
«(…)Αφού κήρυξαν οι αρμόδιοι την έναρξη των εργασιών και πέρασαν από μπροστά διάφοροι ομιλητές, αργότερα, προς το βράδυ νομίζω, πήραν το λόγο κι οι δυο αρχηγοί. Πρώτος μίλησε ο Άρης, έπειτα ο Ζέρβας.
Όταν ακούστηκε η φράση «ο συναγωνιστής Άρης Βελουχιώτης, καπετάνιος τού Γενικού Στρατηγείου τού ΕΛΑΣ, έχει το λόγο», δε μπορεί να φανταστεί κανείς τι έγινε από κείνο το πλήθος. Χέρια, καπέλα, πηλίκια, κουνιόνταν στον αέρα με παραφορά.
Για μένα, που είχα ακούσει τον αρχηγό μας κι από πριν, ο λόγος του δεν είχε τίποτε το καινούργιο.
Το νέο στοιχείο ήταν πως ανάγγειλε επίσημα τη συνεργασία των οργανώσεων απάνω στο στρατιωτικό, δίνοντας τη βεβαίωση πως εμείς από μέρος μας θα εφαρμόσουμε πέρα για πέρα τη συμφωνία. Τα λόγια του ήταν πάλι μετρημένα, δίχως άκριτους ενθουσιασμούς.
Απεναντίας ο Ζέρβας, που πρώτη φορά τον άκουγαν οι περσότεροι από μάς, φάνηκε πιο ριζοσπαστικός στη φρασεολογία. Καταφέρθηκε με δριμύτητα κατά των εκμεταλλευτών του λαού, των αργόσχολων πολιτικών, της μισητής μοναρχίας και κήρυξε την ένωση των ανταρτών με πανηγυρική τελετουργία.
«Τίποτε δε μάς χωρίζει, αδέρφια. Θ’ ανοίξουμε τη μαύρη γης να θάψουμε τα μαύρα μας μίση. Εγώ και ο αδερφός Άρης…».
Έτσι ονόμαζε τον Άρη, αδερφό του. Αν πρόσεχε όμως καλύτερα κανείς, θα πρόσεχε κάτι ύποπτο σ’ αυτή την ονομασία. Το «αδερφός» δεν ακουγόταν όπως έπρεπε, γιατί ό Ζέρβας ο τρομερός τραύλιζε, δεν πρόφερνε το ρο καθαρά.
Ο λόγος του όμως έκαμε εντύπωση, ενθουσίασε όλους. Αυτός όχι μονάχα παραδέχονταν το πρόγραμμά μας, αλλά υπερθεμάτιζε στις κοινωνικές διεκδικήσεις. Ζητούσε σοσιαλιστική δημοκρατία, δε στρεγόταν παρακάτω. Και για βασιλιά ούτε ήθελε ν’ ακούει.
—Το γύρισε ο Ζέρβας.
—Θα τον είχαμε παρεξηγήσει.
—Αυτός θα μάς περάσει κιόλας.
Έτσι λέγαν μεταξύ τους οι δικοί μας, άλλοι αστεία κι άλλοι σοβαρά.
Δεν άργησε να μαθευτεί πως ο στρατηγός είχε αγοράσει «Δράση» κι «Αγώνα», τα δυο πολύπαθα, κακοτυπωμένα φύλλα της νομαρχιακής επιτροπής μας, π’ ούτε τάπιαναν ως τότε στα χέρια τους οι Εδεσίτες.
—Ήταν έτοιμος να πληρώσει και μια λίρα, μα τον πρόλαβε κάποιος υπασπιστής του (τον έβριζαν μ’ ένα επίθετο) που μάς έδωσε αυτά τα χιλιάρικα (άλλαζαν κιόλας τον τόνο δείχνοντας το μάτσο).
(…) Τότε ήταν που αποφάσισα κι εγώ να ιδώ το στρατηγό Ζέρβα. Δε μού είχε ξανατύχει ευκαιρία, μα ούτε το ήθελα ως τότε.
Ζήτησα τη μεσολάβηση ενός πατριώτη μας ταγματάρχη, πού τον έβλεπα στα μέσα και στα έξω, σα νάταν αυλικός του. Ήταν μάλιστα κι η μόνη του υπηρεσία, γιατί ήταν ακατάλληλος στα στρατιωτικά – με τα ψέματα είχε πάρει τούς βαθμούς του.
Ειδοποιήθηκα να περιμένω στην πλατεία και θα με φωνάξουν. Αλλά πέρασε ώρα και μ’ είχαν ξεχάσει. Τελοσπάντων έγινα κάποτε δεχτός. Στο διάδρομο, επί της υποδοχής, βρήκα έναν πρώην νωματάρχη. Τώρα φορούσε εγγλέζικη στολή με γαλόνια επιλοχία.
Ο στρατηγός Ζέρβας με δέχτηκε με πολλή φιλοφροσύνη. Παραπονέθηκε μάλιστα, για τα μάτια, που άργησα να τον επισκεφτώ. Θέλησα να του εξηγήσω για κείνο το ποίημά μου που το είχαν κακοπάρει οι δικοί του, πως δεν εννοούσα βέβαια τούς οπαδούς του, αλλά την ανάλγητη κεφαλαιοκρατία, πού πραγματικά τη μισούσα.
— Κι εμείς τι είμαστε, μπουρζουάδες! αστειεύτηκε ο Ζέρβας χτυπώντας με στην πλάτη. Όλοι στα ίδια χώματα γεννηθήκαμε, ξέρουμε απ’ τον πόνο του φτωχού…
Η συνομιλία μας τράβηξε στον ίδιο τόνο. Με οικειότητα, μ’ εγκαρδιότητα ό στρατηγός μου έλεγε για τη σουλιώτικη καταγωγή του, για τις επαναστατικές του παραδόσεις, πώς έλαβε μέρος στο κίνημα του Γουδί από 17 χρόνων κι άλλα τέτια, που δεν έχουν τη θέση τους εδώ.
Το δωμάτιο ήταν μικρό και μέσα ήταν ένας δυο άλλοι μαζί με τον Άγγλο ταγματάρχη.
Στο μεταξύ μπήκε κι ο Άρης με τον υπασπιστή του. Του φάνηκε παράξενο που μ’ είδε στου Ζέρβα. Δε μ’ ήξερε ακόμα καλά.
Εγώ δε θέλησα να φύγω, αλλά συνέχισα την κουβέντα. Δε μ’ άφηνε εξάλλου ο στρατηγός. Ο Άρης σουλάτσερνε ελαφρά ή παρακολουθούσε απ’ την άκρη του.
Σέ μια στιγμή, δεν ξέρω πώς, μου ξέφυγε η λέξη «κοιλαράδες».
—Ε, κοιλαράς είμαι λίγο κι εγώ! γέλασε ο Ζέρβας. Μα κι ο Άρης δεν πάει πίσω, γύρισε προς το μέρος του.
Εγώ κοίταξα να τα μπαλώσω κι ο Άρης σκυφτός χαμογελούσε.
Στεκόμασταν όλοι ορθοί, κι ο ίδιος ο Ζέρβας, μπροστά στο γραφείο του, γιατί δε φτάναν οι καρέκλες. Κι ο στρατηγός, από ευγένεια συμμεριζόταν την ορθοστασία μας. Είχε παραγγείλει και καφέ που μάς τον έφερε ένας αντάρτης, γνήσιον καφέ, του καλού καιρού, που είχαμε δυο χρόνια να πιούμε. Του Ζέρβα όμως του στέλναν απ’ όλα τα καλούδια με τ’ αεροπλάνα οι μπαρμπάδες του εξωτερικού.
Έτσι που λες, όλοι για τον ίδιο σκοπό πάμε, κι ο Άρης κι εγώ. Τί να την κάνουμε τη δημοκρατία ; Σοσιαλισμό, ν’ ανασάνει ο λαουτζίκος. Μα ο αρχηγός σας ο Άρης (χαμογέλασε κοιτάζοντας τον ίδιον) είναι ανυπόμονος, αψύς, βαστάει σπαθί και θέλει να κόψει με μιας τα δεσμά. Εγώ είμαι πιο γέρος και ξέρω καλύτερα τον κοσμάκη. Αμ’ ακούσει κομμουνισμό, αγριεύει. Πρέπει να τον πάμε λάου –λάου…
Έτσι μιλούσε αυτός ό σπουδαίος δημοκόπος, με ύφος γαλίφικο, με τόνο επαναστατικό, ενώ ο Άρης χαμογελούσε απ’ τη μεριά του κάπως αινιγματικά.
Στο τέλος πήρε μέρος στη συζήτηση κι ο ίδιος.
—Εμείς θα μονιάζαμε απ’ την αρχή, έλεγε ο Ζέρβας. Αλλά δεν άφηναν τα ζιζάνια, οι παρεξηγήσεις…
—Εγώ καλά κίνησα να σέ βρω, είπε κι ο Άρης.
—Πότε, πέρσι το χειμώνα;
—Ναι, κι εσύ έφευγες…
—Ερχόσουν με καλούς σκοπούς…
—Αμφιβάλλεις, στρατηγέ ;
—Μωρέ, ας έπεφτα στα χέρια σου τότε…
Αυτός ο διαξιφισμός έγινε μπροστά μου και την ομολογία την προκάλεσα εγώ.
Νομίζω πως παρ’ όλες τους τις σχέσεις, τελευταία, δεν έφταναν σε τέτια οικειότητα, ώστε να κάνουν θανάσιμους υπαινιγμούς. Μα μπροστά σ’ έναν ποιητή θέλησαν ν’ ανοίξουν λίγο την καρδιά τους.
Σε μια δυο μέρες ό ’Άρης με σταμάτησε κάπου :
—Ξέρεις; Ο στρατηγός σε θέλει για καμιά βδομάδα στο στρατηγείο του.
—Τι να με κάμει εκεί ;
—Να γνωριστείτε λέει, να σε φιλοξενήσει.
—Τι λες, αρχηγέ, να πάω ;
—Και δεν πας! Αυτές θέλει να σε ψωνίσει βέβαια. Μα εσύ ξέρεις τη δουλειά σου…
Ο Άρης είχε από τότε πια εμπιστοσύνη σ’ εμένα.»