Ουμπέρτο Έκο – Οι φιλόσοφοι παίζουν μπάλα
05-01-2018
Υπερβολικά ευαίσθητος στον κοινωνικό του περίγυρο, συμμετείχε και στο χαμηλό και στο ψηλό παιχνίδι, μετακινούμενος από τη μια πτέρυγα στην άλλη σαν εκκρεμές, ενώ άλλαζε την επιθετική γραμμή του με μια εκθαμβωτική ποικιλία νευμάτων και σημείων που μόνο η ομάδα του ήταν σε θέση να ερμηνεύσει.
Με αφορμή τα σημερινά γενέθλια του Έκο, (μιας αρκετά αντιφατικής -σαν εκκρεμές- προσωπικότητας, που χρήζει εκτενέστερης μελέτης) αντιγράφουμε και δημοσιεύουμε ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Μαρκ Πέριμαν “οι φιλόσοφοι παίζουν μπάλα” (εκδ. Αλεξάνδρεια), που “παρατάσσει” μια ιδανική ενδεκάδα φιλοσόφων -κατά την κρίση του συγγραφέα- και προχωρά σε μια σειρά κωμικούς συνειρμούς, ποδοσφαιρικής και φιλοσοφικής τάξης, που γίνονται σε αρκετά σημεία απολαυστικοί.
Ουμπέρτο Έκο
Ομάδα: Μπολόνια και Εθνική Ιταλίας
Φανέλα #9 – Σέντερ Φορ
Το ποδόσφαιρο ήταν μια τελετουργία στην οποία οι απόκληροι ξόδευαν τη μαχητική τους ενέργεια και τη διάθεσή τους για εξέγερση, προσπαθώντας με ξόρκια και μαγγανείες να εξασφαλίσουν από τους θεούς κάθε πιθανού σύμπαντος το θάνατο του αντίπαλου αμυντικού, χωρίς καμιά επίγνωση του κατεστημένου, το οποίο ήθελε να τους κρατήσει σε κατάσταση εκστατικού ενθουσιασμού, καταδικασμένους στη μη πραγματικότητα.Το εκκρεμές του Φουκώ
Επικεφαλής της επιθετικής γραμμής, με το νούμερο εννιά στη φανέλα, ο Ουμπέρτο Έκο ήταν ένας πολυσχιδής παίκτης. Υπερβολικά ευαίσθητος στον κοινωνικό του περίγυρο, συμμετείχε και στο χαμηλό και στο ψηλό παιχνίδι, μετακινούμενος από τη μια πτέρυγα στην άλλη σαν εκκρεμές, ενώ άλλαζε την επιθετική γραμμή του με μια εκθαμβωτική ποικιλία νευμάτων και σημείων που μόνο η ομάδα του ήταν σε θέση να ερμηνεύσει.
Εξορμώντας στην επίθεση, υπήρχαν φορές που βρισκόταν τόσο προωθημένος σε σχέση με τους συμπαίκτες του ώστε έμενε μόνος εκεί μπροστά να παίζει ένα μοναχικό παιχνίδι. Όμως αυτή δεν ήταν κατά κανένα τρόπο η πρόθεσή του, ούτε και η φυσική του κλίση. Δεν άντεχε να βλέπει τους άλλους να μην ακολουθούν και απέρριπτε τον τρόπο με τον οποίο παίκτες με πιο κλασική παιδεία όπως ο Τέοντορ Αντόρνο ξανοίγονταν πάντα έξω προτού γυρίσουν την μπάλα προς τα μέσα. Ο Ουμπέρτο προτιμούσε να παίζει μερικές μπαλιές με τους προωθημένους συμπαίκτες του κι έφτασε να θεωρεί αυτή την ανταλλαγή πιο σημαντική από κάθε ατομική ενέργεια. Κατ’ ουσίαν ο Ουμπέρτο ήταν σπουδαίος στην επικοινωνία, μοιράζοντας την μπάλα και βάζοντας όλους τους παίκτες στο παιχνίδι. Ο Ντάριο Φο ήταν ένας από κείνους που συμφωνούσαν με την προσέγγιση του Ουμπέρτο. Επιρρεπής στους τραυματισμούς, έλεγε πως αν δεν μπορείς να παίξεις δεν παίζεις, γι’ αυτό και οι εμφανίσεις του στη βασική ομάδα ήταν λίγες και αραιές, αν και όποτε έπαιζε, έπαιρνε διθυραμβικές κριτικές.
Ο Ουμπέρτο ήθελε τους συμπαίκτες του να παίζουν ανοιχτό παιχνίδι. Δε ζητούσε να επιβάλει την τάξη με αυστηρά συστήματα. Αντ’ αυτού προτιμούσε να ελευθερώνει το χώρο του κέντρου, αφήνοντας όσους κέρδιζαν την μπάλα να κινούνται ελεύθερα, σημάδι της απελευθέρωσής τους από την ακαμψία των προηγούμενων ρόλων τους. Τα μέσα παραγωγής γκολ είχαν αλλάξει. Η βιομηχανία των πλάγιων μπακ που έτρεχαν εδώ κι εκεί για να βγάλουν κατευθείαν τη σέντρα είχε δώσει τη θέση της σε πιο φινετσάτες μπαλιές στα πόδια και περίπλοκους συνδυασμούς που είχαν τρισδιάστατη μορφή.
Σύντομα η τακτική άρχισε να μεταφράζεται σε επιτυχίες και η ομάδα του Ουμπέρτο να ανεβαίνει στο βαθμολογικό πίνακα. Ο ίδιος όμως καταλάβαινε πως το όλο εγχείρημα θα είχε μόνο ακαδημαϊκή αξία αν αυτές οι νίκες δεν οδηγούσαν σε τρόπαια και τίτλους στο τέλος της σεζόν. Καθώς τα αποτελέσματα άρχισαν να μην είναι ευνοϊκά -στο κάτω-κάτω το παιχνίδι δεν ήταν ανοιχτό βιβλίο μόνο για τον Ουμπέρτο- χρειάστηκε να προσφύγει σε αυτοσχεδιασμούς και στοχαστικές προσαρμογές στις απαιτήσεις των δύσκολων παιχνιδιών που έρχονταν. Ο Ρολάν Μπαρτ κλήθηκε από τη Γαλλία για να παίξει επίθεση διπλα στον Έκο. Όπως και στον Ιταλό συνάδελφό του, στον Ρολάν άρχισε να δείχνει με νεύματα και σημεία πού και πότε ήθελε την μπάλα, και το νέο δίδυμο δούλευε άψογα αφού καθένας έδειχνε να κατανοεί μυστηριωδώς τη δουλειά του άλλου. Είχαν βέβαια και τις διαφορές τους, όμως μέσα από τη σύγκρουση οι δύο επιθετικοί πέτυχαν μερικές από τις καλύτερες επιδόσεις τους κι έφτασαν να κυριαρχούν για μεγάλες περιόδους στο παιχνίδι.
Παρόλα αυτά, ο Ουμπέρτο δεν ήταν ικανοποιημένος. Ήθελε να ανοίγεται η μπάλα όλο και περισσότερο ακόμα και μέχρι τα όρια του γηπέδου. Κατά τη γνώμη του, παιζόταν ακόμα πολύ στο κέντρο. Ο ίδιος αντίθετα εψαχνε για απρόσμενες γωνίες και με αυτές τις αναπάντεχες κινήσεις ήλπιζε να δείξει πραγματικά πόσο είχε προχωρήσει η ομάδα. Η φαντασία και η εφευρετικότητά του ξεκλείδωναν τη μία άμυνα μετά την άλλα και τα τέρματα που σημείωνε ήταν ανεξάντλητα. Οι εύστοχες βολές ήταν αναμφίβολα προσωπικό του έργο, παράλληλα όμως αναγνώριζε τη σημασία των δομών που είχαν πλέον εδραιωθεί και του επέτρεπαν να επιτελεί τόσο ξεχωριστά αυτό το ρόλο. Σίγουρα η ομάδα δεν ήταν χτισμένη αποκλειστικά γύρω του, μολονότι ο Ουμπέρτο φρόντιζε ώστε όλοι οι παίκτες να αντιλαμβάνονται μέχρι κεραίας το ρόλο που περίμενε να παίξουν. Αν μπορούσαν να συλλάβουν ότι το ζητούμενο του παιχνιδιού ήταν η νίκη, τότε ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκαν το τέρμα.
Καθώς εντρυφούσε στις βιογραφικές λεπτομέρειες κάθε μέλους της ομάδας του, ο Ουμπέρτο έφτασε στο συμπέρασμα ότι, μπορεί να μην ήταν πια τόσο νέοι, αλλά η πείρα και η γνώση τους θα τους επέτρεπαν να διακριθούν μέσα στον αγωνιστικό μεσαίωνα που επικρατούσε στο άθλημα. Μέσα στο γήπεδο έδιναν όλοι τον καλύτερο εαυτό τους, διαμορφώνοντας έτσι μια προσέγγιση στο παιχνίδι στην οποία ελάχιστι μπορούσαν να βρουν απάντηση. Κάθε φορά που η ομάδα του Ουμπέρτο έφτανε στο τέρμα, η αντίπαλη κερκίδα γινόταν μοναστήρι. Η σιωπή ήταν σχεδόν εκκωφαντική. Ιδού ένας άνθρωπος που δεν έχανε ποτέ τη ροή του παιχνιδιού. Αντίθετα έστεκε εκεί, στην καρδιά των πραγμάτων, οργανώνοντας τους χαρακτήρες που θα έφερναν το παιχνίδι σε άλλο ένα αίσιο τέλος. Για κάποιους η επιτυχία του Έκο παρέμενε μυστήριο, άλλοι την έβρισκαν συναρπαστική όσο οι αγώνες εξελίσσονταν σε θρίλερ, όλοι πάντως συμφωνούσαν ότι είχε επικές διαστάσεις.
Ο Ουμπέρτο ανέπτυσσε την επιθετική γραμμή του σαν δίχτυ. Προωθούμενος με την μπάλα στα πόδια, κάθε παίκτης ήταν συνδεμένος με τον άλλο, αλλάζοντας πάσες με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα. Αν και περήφανος που φορούσε τη φανέλα με το εννιά και μπορούσε να περιγράφει τον εαυτό του ως σέντερ φορ, Ο Ουμπέρτο επέμενε ότι κάθε επίθεση δεν έπρεπε να έχει κανένα σταθερό σύστημα, αλλά μάλλον να χαρακτηρίζεται από τη συμβολή των επιθετικών σε όλες τις θέσεις. Πίστευε στην ομορφιά του επιθετικού παιχνιδιού που του εξασφάλιζε το σύστημα των τεσσάρων παικτών. Από αυτήν την άποψη, έγινε εξαιρετικά δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς αρχή, μέση και τέλος στην τακτική του. Ωστόσο στην Μπουντεσλίγκα ήχησαν τα τενεκεδένια τύμπανα του Γκύντερ Γκρας αναγγέλλοντας μια ανάλγοη εκδοχή αυτής της τακτικής, ενώ στη Νότια Αμερική ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έδωσε τέλος σε έναν αιώνα σχεδόν μοναξιάς χωρίς τρό΄παια με ένα παρόμοιο στυλ παιχνιδιού. Πιο διάσημος απ’ όλους, ο Τόμας Πύντσον χρησιμοποίησε τις διδαχές του Έκο για να δημιουργήσει το σύστημα V, που έμελλε να επικρατήσει στους ανασυγκροτούμενους συλλόγους όλης της αμερικανικής επικράτειας.
Η απομάκρυνση από κάθε υποβόσκοντα κίνδυνο υποβιβασμού ήταν εντυπωσιακή κι έτσι ο Ουμπέρτο είχε τώρα το περιθώριο που χρειαζόταν για να πειραματιστεί. Ήθελε να συνδυάσει την τάξη που οδηγούσε στο περιζήτητο τέρμα με την αταξία που υποψιαζόταν ότι ήταν απαραίτητη για μια τόσο σίγουρη και ευπρόσδεκτη έκβαση. Προσπάθησε λοιπόν να εμφυσήσει ένα πιο ανταγωνιστικό πνεύμα στην ομάδα. Κάθε μπαλιά έπρεπε να διεκδικείται μέχρις εσχάτων παρότι, ως άνθρωπος αφιερωμένος στο καθαρό παιχνίδι, δεν ήταν διατεθειμένος να πειστεί ότι η κατάφωρη πρόκληση μπορούσε να επισύρει οτιδήποτε άλλο πέρα από τη μήνη των αρχών στα κεφάλια της ομάδας του. Η κυκλοφορία της μπάλας γινόταν τώρα όλο και πιο απρόβλεπτη, σχεδόν αλλοπρόσαλλη, καθώς ο Τζάκσον Πόλλοκ, μία αμερικανική μεταγραφή, έκανε τέχνη την ικανότητά του να βρίσκει με την μπάλα το στόχο εκεί που δεν το περίμενε κανείς. Ο Άντυ Γουόρχολ ήταν άλλος ένας πολλά υποσχόμενος σε αυτό το ρόλο, μολονότι του έλειπε η αντοχή και σπάνια έβγαζε πάνω από δεκαπέντε λεπτά μέσα στο γήπεδο.
Τώρα πιο ο Ουμπέρτο, ως επιθετικός, ρύθμιζε το παιχνίδι με τις θεαματικές επιδόσεις του. Υπήρχε ακόμη μια χούφτα κριτικών που επέμεναν ότι δεν καταλάβαινε σωστά το παιχνίδι, αν και ελάχιστοι αμφέβαλαν ότι το έπαιρνε πολύ στα σοβαρά. Πάντως ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας που έδινε στις αναμετρήσεις εντυπωσίαζε τους πολλούς. Ούτε ρομαντικός ούτε ηρωικός, ο Ουμπέρτο προτιμούσε να αγνοεί τους παγιωμένους τύπους του παιχνιδιού και να παρακολουθεί τη συνδιαμόρφωση των παραγόντων του στο τερέν, ωστόσο απαιτούσε στράτευση στον αγώνα και εν τέλει έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ ένας κλασικός.
Ο Ουμπέρτο δε φοβόταν να διεκδικήσει την μπάλα και να την κρατήσει με ζήλο, την ίδια στιγμή όμως ήταν αποφασισμένος να τη μοιράζει σε όλους, τουλάχιστον τους δικούς του. Επιπλέον, όταν υπήρχε ανάγκη, έτρεχε να βοηθήσει στα μετόπισθεν. Καθώς ήταν μέσα σε όλες τις φάσεις, δεχόταν συχνά ποινές για διαμαρτυρία, χωρίς αυτό να το στενοχωρεί υποερβολικά. Οι βουτιές του βέβαια ήταν θρυλικές και, κάθε φορά που του εξασφάλιζαν ένα πέναλτι καθοριστικό για το παιχνίδι, ο Ουμπέρτο ομολογούσε ντροπαλά τη σταθερή πίστη του στις απομιμήσεις. Τρέχοντας πάνω-κάτω στο γήπεδο, έστελνε την μπάλα “με το διαβήτη” στα πόδια των προωθημένων συμπαικτών του, προσδοκώντας ότι και οι άλλοι πέρα από αυτόν θα μπορούσαν να βρουν το τέρμα που επιζητούσε η ομάδα του για να εξασφαλίσει τη θέση της. Ενίοτε γινόταν φανερό πως η δεξιοτεχνία του ήταν μια ψευδαίσθηση, αφού του έλειπε η τελική πάσα, όμως ο Ουμπέρτο αντιμετώπιζε αυτή την αδυναμία με στωικότητα, ξέροντας ότι δεν μπορούσε να του χαλάσει το ίματζ. Δεν τον ανησυχούσαν κάποιες τυχαίες μπαλιές που ακολουθούσαν την πραγματικότητα της γραμμής του τέρματος αντί να την υπερβούν αλλάζοντας το αποτέλεσμα -στο κάτω-κάτω, o Γάλλος Ζακ Λακάν είχε σταδιοδρομήσει χάρη σε τέτοιες αδύνατες διεισδύσεις. Απεχθανόταν την έλλειψη σκοπού και αγωνιστικότητας που χαρακτήριζε πολλούς συναδέλφους του, γνωρίζοντας ότι, αν ήθελε να τύχει διεθνούς αναγνώρισης, δεν έπρεπε να αποσπάται ποτέ από το παιχνίδι γύρω του.
Ο Ουμπέρτο ήξερε ότι παρόλο που είχε πολλά να προσφέρει, δεν ήταν ικανός να κινήσει γη και ουρανό όπως ο προκάτοχός του Θωμάς ο Ακινάτης. Ούτε ήταν καλλιτέχνης, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Μιχαήλ Άγγελος, ήξερε όμως να οργανώνει ένα καλό θέμα και, συνδέοντας τη φόρμα με τη λειτουργία των παικτών του, κατάφερε να φτιάξει μια ομάδα που να χτυπάει το πρωτάθλημα με παραγνωρισμένα ως τότε ταλέντα. Μερικές φορές ήταν απογοητευτική, σωστή παρωδία εκείνης της ομάδας που είχε ρίξει μια τριάρα στην Ίντερ την προηγούμενη Κυριακή, και τότε ο Ουμπέρτο καταλάβαινε πως η σταθερότητα που λαχταρούσε θα αργούσε να έρθει. Κι όταν τελικά αξιώθηκε να σηκώσει το πολυπόθητο τρόπαιο, συμπαίκτες, παράγοντες και οπαδοί δε σταματούσαν να πίνουν κρασί στο όνομά του και να τον ραίνουν με ρόδα.