Πάμπλο Εσκομπάρ – Ο βασιλιάς του “χιονιού” που βοήθησε τη CIA στον αντικομμουνιστικό αγώνα
Ο πρώτος διάσημος μεγιστάνας της κοκαΐνης στην ιστορία εγκαθίδρυσε ένα βασίλειο τρόμου στην πατρίδα του, με την ανοχή αρχικά των κολομβιανών αρχών, αλλά και σε συνεργασία με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, με κοινό παρανομαστή την καταπολέμηση του κομμουνισμού.
“Αν σε πέντε χρόνια δεν έχω ένα εκατομμύριο στην τσέπη θα πυροβοληθώ» δήλωνε στα 20 του χρόνια ο τότε άσημος μικροκακοποιός, πολύ πριν o 50 cent να κάνει μότο του κάθε πικραμένου κάγκουρα με παραισθήσεις γκανγκστερικού μεγαλείου το «Get rich or die tryin’» . Δεκαπέντε χρόνια μετά, στο απόγειο της δόξας του, όταν οι κολομβιανές αρχές μετά από μια περίοδο ανοχής έως εναγκαλισμού με το καρτέλ του Μεντεγίν απειλούσαν να τον εκδώσουν στις ΗΠΑ, ο ίδιος δήλωνε «Καλύτερα ένας τάφος στην Κολομβία παρά ένα κελί στις ΗΠΑ», παραμένοντας πιστός στην εξαγγελία του μέχρι τέλους. Υπήρχε μια εποχή που ο Εσκομπάρ φιγουράριζε στους 7 πλουσιότερους ανθρώπους της γης στη γνωστή λίστα του περιοδικού Forbes, μεταξύ «ευπρεπών» μεγιστάνων, σε μια έμμεση αναγνώριση πως ανήκε στην ίδια συνομοταξία με αυτούς. Και πως όχι, αφού ο Εσκομπάρ ενσάρκωσε στην πιο απροκάλυπτη και κυνική της εκδοχή τη μεγάλη υπόσχεση του καπιταλισμού, ότι με σκληρή δουλειά μπορείς να ανέλθεις στην κορυφή, όσο χαμηλά κι αν ξεκινήσεις.
Η δασκάλα μητέρα του Ερμίλντα τον συμβούλευε πως «τη μέρα που θα κάνεις κάτι κακό, κάντο με το σωστό τρόπο. Ο κόσμος είναι για τους καπάτσους κι όχι τους χαζούς.» Γεννημένος την 1η Δεκέμβρη 1949, ο Εσκομπάρ ήταν αποφασισμένος να ξεφύγει από την φτώχεια της Antioquia κοντά στο Μεντεγίν, και περιφρονούσε τον κτηνοτρόφο πατέρα του επειδή είχε «τη νοοτροπία του φτωχού».
Η μετακόμιση της οικογένειας σε προάστειο του Μεντεγίν σήμανε και την αρχή της παραβατικής του καριέρας, αρχικά ως λαθρέμπορος στερεοφωνικών και τσιγάρων μεταξύ άλλων, και κλέφτης επιτύμβιων στηλών για μεταπώληση. Ο Εσκομπάρ όμως είχε οσμιστεί κάτι μεγάλο, κι αυτό δεν ήταν παρά η άνθιση του εμπορίου κοκαΐνης που τη δεκαετία του ’70 έτεινε να γίνει «ο καφές των ΗΠΑ».
Συγκροτώντας μαζί με άλλους συνεργάτες του, κυρίως τους αδερφούς Οτσόα το καρτέλ του Μεντεγίν, εφάρμοσε πραγματικά βιομηχανικές μεθόδους για την παραγωγή και τη διακίνηση του «χιονιού», στήνοντας την «Τρανκιλάνδια» μέσα στην κολομβιανή ζούγκλα, όπου σε 19 εργαστήρια κοκαΐνης πάνω από 1000 εργάτες παρήγαγαν κάθε χρόνο 300 τόνους της πολυπόθητης σκόνης που έφτανε στον προορισμό της κυρίως αεροπορικώς αλλά και με μικρά πλοία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το καρτέλ του Μεντεγίν ήλεγχε το 80% του παγκόσμιου εμπορίου κοκαΐνης. Το χρήμα ήταν τόσο άφθονο, που δημιουργήθηκε ο θρύλος πως οι άνθρωποί του δεν το μετρούσαν, αλλά το ζύγιζαν, ενώ η ερωμένη του Εσκομπάρ και διάσημη παρουσιάστρια της Κολομβίας Βιργινία Βαγέχο έγραφε στο βιβλίο της για τη σχέση τους πως οι ντουλάπες στα σπίτια του ήταν γεμάτες δολάρια.
Προσπαθώντας να έχει την απαραίτητη κάλυψη για τις εγκληματικές του δραστηριότητες, ο Εσκομπάρ εξελέγη βουλευτής με το κόμμα “Φιλελεύθερη Εναλλακτική” το 1982 και δημιούργησε προφίλ “Ρομπέν των φτωχών” στο Μεντεγίν. Χαρακτηριστικό είναι ένα ρεπορτάζ της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Σεμάνα» το 1983, όπου αναφέρει ότι ο Εσκομπάρ ίδρυση ολόκληρη συνοικία για ανθρώπους που ζούσαν πριν σε χωματερή, ίδρυσε γήπεδα ποδοσφαίρου, σχολεία και προχώρησε σε αναδασώσεις. Παράλληλα το κείμενο έκλεινε με το ερώτημα για την πηγή του πλούτου του Εσκομπάρ, που επισήμως εμφανιζόταν ως έμπορος αυτοκινήτων, κτηνοτρόφος και γαιοκτήμονας.
Μαζί με τα εκατομμύρια του Εσκομπάρ συσσωρεύονταν και τα πτώματα που άφηνε στο διάβα του, καθώς το δίλημμα με το οποίο έρχονταν αντιμέτωπες οι δυνάμεις ασφαλείας καθώς και οι δημοσιογράφοι που προσπαθούσαν να αποκαλύψουν τις δραστηριότητές του ήταν “plata o plomo” (ασήμι ή μολύβι) δηλαδή εξαγορά ή θάνατος. Εξίσου αδίστακτος ήταν βέβαια και με τους άλλους “συναδέλφους” του, μετατρέποντας το Μεντεγίν σε “Πρωτεύουσα δολοφονιών” της αμερικανικής ηπείρου.
Ο κλοιός όμως άρχισε να σφίγγει γύρω από τον Εσκομπάρ, όταν ο υπουργός δικαιοσύνης Λάρα Μπονίγια έδωσε εντολή για καταστροφή της «Τρανκιλάνδια» την οποία είχαν εντοπίσει ελικόπτερα της DEA, της αμερικανικής δίωξης ναρκωτικών. Εξοργισμένος ο αρχηγός του καρτέλ έστειλε πληρωμένους δολοφόνους εναντίον του υπουργού που εκτελέστηκε μέσα στη Μερσεντές του στις 30 Απρίλη 1984. Ο Εσκομπάρ κατέφυγε στον Παναμά, όπου απολάμβανε την προστασία του καθεστώτος Νοριέγα.
Η κολομβιανή κυβέρνηση απειλούσε να τον εκδώσει στις ΗΠΑ κι εκείνος πρότεινε σε αντάλλαγμα της μη έκδοσης να αποπληρώσει τα χρέη της Κολοβίας στο εξωτερικό, κάτι που η κυβέρνηση δε δέχτηκε. Επιστρέφοντας στην Κολομβία εγκαθίδρυσε ένα πραγματικό βασίλειο τρόμου, με δολοφονίες δημοσιογράφων, δικαστών, αστυνομικών μελών αντίπαλων συμμοριών αλλά και αμέτοχων πολιτών, απαγωγές και βομβιστικές επιθέσεις. «Ο θάνατος είναι το εργαλείο της δύναμής μας, ο μοναδικός τρόπος να γίνουμε κατανοητοί».
Τον Αύγουστο του 1989 δολοφονήθηκε ο προεδρικός υποψήφιος Λουίς Κάρλος Γκαλάν, που είχε κηρύξει τον πόλεμο στα καρτέλ ναρκωτικών. Αποκορύφωμα της εγκληματικής δράσης των αντρών του Εσκομπάρ ήταν η έκρηξη βόμβας σε αεροσκάφος της εταιρείας Αβιάνκα, όπου πίστευαν λανθασμένα ότι είχε επιβιβαστεί ο διάδοχος του Γκαλάν, Σέζαρ Γκαβίρια.
Η δράση του είχε πλέον υπερβεί τα εσκαμμένα, με αποτέλεσμα των συντονισμό κολομβιανών και αμερικανικών αρχών στην περίφημη ειδική μονάδα «Bloque de Busqueda» με στόχο τη σύλληψη του Εσκομπάρ νεκρού ή ζωντανού. Μεγάλη απειλή συνιστούσαν και οι αντίπαλοι του Εσκομπάρ, που συγκρότησαν την οργάνωση «Πέπες», όπου συνωστίζονταν μέλη αντίπαλων καρτέλ, συγγενείς θυμάτων και παραστρατιωτικοί.
Παρόλαυτα η επιρροή των ναρκοδολαρίων κατάφερε το 1991 να πετύχει την ψήφιση συνταγματικής αναθεώρησης με την οποία απαγορευόταν η έκδοση κολομβιανών πολιτών στο εξωτερικό. Τότε ο Εσκομπάρ διαπραγματεύτηκε τους όρους της παράδοσής του, ουσιαστικά ενός κατ’οίκον περιορισμού σε μια φυλακή φτιαγμένα κατά τα γούστα του. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα πολυτελέστατο θέρετρο στο οποίο μπαινόβγαιναν επισκέπτες, ανάμεσά τους πόρνες αλλά και τα μέλη της Κολομβιανής Εθνικής Ποδοσφαίρου. Όταν άρχισε να δολοφονεί αντιπάλους του και μέσα στην «φυλακή», που έμεινε γνωστή ως «La Catedral», ο πρόεδρος Γκαβίρια έδωσε εντολή να τον συλλάβουν τον Ιούλη του 1992, αλλά ο Εσκομπάρ είχε ήδη φροντίσει για τη διαφυγή του.
Στις 2 Δεκέμβρη 1993 ο Εσκομπάρ τηλεφώνησε στο γιο του Χουάν Πάμπλο. Η συνομιλία διήρκεσε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω απ’όσο έπρεπε, κι έτσι οι διώκτες του κατόρθωσαν να εντοπίσουν το σημείο της κλήσης. Ο Εσκομπάρ προσπάθησε να διαφύγει περνώντας από στέγες σπιτιών, μέχρι που τον σώριασαν οι σφαίρες, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή αυτοκτόνησε. Ο γιος του είναι ανάμεσα σε εκείνους που πιστεύουν το σενάριο της αυτοκτονίας, ενώ ο ίδιος προκάλεσε αίσθηση επιβεβαιώνοντας κάτι που σε γενικές γραμμές ήταν ήδη γνωστό, δηλαδή πως η CIA είχε συνεργαστεί με τον Εσκομπάρ στα πλαίσια της αντικομμουνιστικής εκστρατείας των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική και ιδίως στη Νικαράγουα.
«Υπήρχε ευθεία σύνδεση μεταξύ του πατέρα μου και της CIA, που χρηματοδοτούσε τον αγώνα κατά του κομμουνισμού στην κεντρική Αμερική με την πώληση κοκαΐνης. Ο πατέρας μου εμπορευόταν για τρία χρόνια 800 κιλά κόκας τη βδομάδα σε απευθείας πτήσεις από το Μεντεγίν στο Μαϊάμι. Αεροπορικές εταιρείες, υπηρεσίες μετανάστευσης και τελωνειακοί υπάλληλοι, όλοι ήταν συνένοχοι. Αυτό δείχνει πως ο πατέρας μου έκανε την περιουσία του με τη βοήθεια της διεθνούς διαφθοράς. Και πως όσοι τάχα πολεμούν το εμπόριο ναρκωτικών, είναι αυτοί που βγάζουν το μεγαλύτερο κέρδος».
Η ζωή του Πάμπλο Εσκομπάρ έχει μεταφερθεί πολλές φορές στη μικρή και μεγάλη οθόνη, υπό μορφή ντοκιμαντέρ, ταινίας ή σειράς. Η δημοφιλέστερη διεθνώς από τις τελευταίες είναι φυσικά η σειρά “Narcos” του Νέτφλιξ, που στην πατρίδα του Εσκομπάρ ωστόσο αντιμετωπίστηκε με απόρριψη ως χλευασμό, μεταξύ άλλων γιατί ο Βραζιλιάνος πρωταγωνιστής Βάγκνερ Μόουρα δεν πετύχαινε σωστά την κολομβιανή, πολλώ δε μάλλον την ιδιαίτερη προφορά του Μεντεγίν.