Παναγιώτης Ελής – Ο αλύγιστος χιλιοβασανισμένος αγωνιστής της ελευθερίας
“Έτσι, μόλις ο άτυχος Ελής πέρασε τη μεγάλη πόρτα του θαλάμου και δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να… δραπετεύσει ή κατά άλλο τρόπο να απειθαρχήσει… το περίστροφο του ανθυπολοχαγού εκπυρσοκρότησε από μόνο του, μισό μέτρο πίσω από το κεφάλι του θύματος!..”
Στις 25 του Απρίλη 1967, δολοφονείται εν ψυχρώ από τη χούντα στον Ιππόδρομο, στο Δέλτα του Φαλήρου, ο Παναγιώτης Ελής, ήρωας της Εθνικής Αντίστασης και μάρτυρας της Μακρονήσου. Είχε συλληφθεί και οδηγηθεί εκεί μαζί με άλλους αγωνιστές, από το πρωί της πρώτης μέρας του πραξικοπήματος, στις 21 του ίδιου μήνα.
Ο Παναγιώτης Ελής γεννήθηκε τον Μάη του 1922 στην Κομοτηνή. Με την κάθοδο των Βουλγάρων, οργανώνεται στην Αντίσταση. Συλλαμβάνεται το 1942 και στέλνεται όμηρος στη Βουλγαρία. Στις αρχές του 1943 μεταφέρεται μαζί με άλλους ομήρους στο Κουμάνοβο της Σερβίας, σε καταναγκαστικά έργα, μέχρι τη λήξη του πολέμου. Στο τέλος του 1946, σαν στρατιώτης, μετατίθεται στο Μεσολόγγι και από κει με άλλους συναδέλφους του, λόγω πολιτικών φρονημάτων, στη Μακρόνησο, το καλοκαίρι του 1947.
«Εκεί, στη Μακρόνησο, στο κάτεργο της φρίκης και της οδύνης, θα υποστεί τα πάνδεινα, ανάμεσα σε μυριάδες άλλους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που, με τη στολή του στρατιώτη, βασανίστηκαν αποτρόπαια από τους δήμιους των ξένων αφεντικών. Σ’ αυτό το νησί, που έπρεπε να αποτελεί για όλους τους Έλληνες, εκτός των δωσίλογων, εθνικό μνημείο και ιερό τόπο λαϊκού προσκυνήματος.
Ο Ελής οδηγήθηκε στο ΒΕΤΟ (Δεύτερο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), τάγμα με 38.000 περίπου έγκλειστους στρατιώτες, που ως χτες πολεμούσαν τους ξένους εισβολείς στο βουνό και στην πόλη και αντιμετώπισε πλάι τους με καρτερία, τους βασανιστές που φορούσαν τη στολή του Έλληνα στρατιώτη. Αυτοί οι “Έλληνες” συναγωνίστηκαν σε θηριωδία τα γερμανικά SS, μόλις δυο χρόνια μετά τη φυγή των μεραρχιών τους, από το ελληνικό έδαφος.
“Υπόγραψε Βούλγαρε!”, ωρύονταν οι ροπαλοφόροι πάνω στα αιμόφυρτα, ποδοπατημένα και ετοιμοθάνατα κορμιά, τα κορμιά αυτά, που αντιστάθηκαν στους Γερμανούς και Ιταλούς.
Και ύστερα στο περιβόητο “Σύρμα”, στην “Απομόνωση”, πλάι στη χαράδρα, πίσω από τον πανύψηλο τοίχο, στο κάτεργο των κατέργων, στην κόλαση της κολάσεως, στο μαρτύριο των μαρτυρίων, όπου μεταφέρονταν όσοι δεν υπέκυπταν στον ανήκουστο παιδεμό και δεν υπέγραφαν “Δήλωση μετανοίας”. Εκεί βασανίζεται ο Παναγιώτης Ελής, μαζί με τους λίγους συναγωνιστές του, νύχτα – μέρα, από πολυάριθμους αποκτηνωμένους αλφαμίτες υπό την επιστασία ανάξιων και εγκληματικών αξιωματικών – μερικοί απ’ αυτούς θα πρωτοστατήσουν στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Ο Ελής θα επιβιώσει από το νέο κύκλο βασανιστηρίων, σε 24ωρη βάση μήνες και χρόνια, χάρη στο ψυχικό σθένος του και τη σωματική του αντοχή. Μερικοί από τους συναγωνιστές του στο “Σύρμα”, θα επιβιώσουν, με το μέτωπο ψηλά κι αυτοί, αλλά σακατεμένοι διά βίου.
Και ήρθε το καινούριο πραξικόπημα της προδοτικής και ξενόδουλης κλίκας, στρατιωτικής και πολιτικής, του 1967. Ο Ελής συλλαμβάνεται και εκτελείται από ανθυπίλαρχο! Είναι από τα πρώτα θύματα της δικτατορίας.
Έπεσε μαχόμενος ο αλύγιστος χιλιοβασανισμένος αγωνιστής της ελευθερίας. Ποιος, όμως, τίμησε τη θυσία του, καθώς και των άλλων Ελλήνων συναγωνιστών του; Χαράχτηκε τ’ όνομά του σε καμιά μαρμάρινη στήλη, μαζί με τα ονόματα των αγωνιστών που δολοφόνησε η χούντα; Σκέφτηκε κανείς να στηθεί προτομή του Ελη στη γενέτειρά του, το Κόσμιο Κομοτηνής; Αφελέστατες ερωτήσεις και απορίες. Η νεοελληνική πολιτεία τιμά συχνά με οδούς, πλατείες και ανδριάντες, αχρείους πολιτικούς και δοσίλογους για εθνικές συμφορές και ξένους μισέλληνες. Δεκάδες βουλευτές αξίωσαν την αποφυλάκιση των πραξικοπηματιών, που αιματοκύλησαν και εξευτέλισαν τον τόπο, και την επιστροφή του Γλύξμπουργκ στο θρόνο (!), για τον Παναγιώτη Ελή και τους άλλους νεκρούς αγωνιστές θα μιλάμε τώρα;» (Απόσπασμα από επιστολή συγκρατούμενων του Π. Ελή στη Μακρόνησο, στο Ριζοσπάστη της 23/4/1997).
«Με το θάνατο του ηγέτη της αγροτιάς Κώστα Γαβριηλίδη είχε φουντώσει η αντιπαράθεση με όσους οπαδούς του Αγροτικού Κόμματος ήθελαν να διατηρήσουν την κομματική τους αυτοτέλεια. Ένας απ’ αυτούς και ο Παναγιώτης Ελής. Και βέβαια δεν θα έλεγα ότι ο Παναγιώτης διατηρώντας τη διαφορετικότητά του, σε σχέση με την τότε πλειοψηφία, ένιωθε ευχάριστα. Όσο για μένα είμαι περήφανος που μπορώ να το πω, ότι παρά τις όποιες διαφορές αντιλήψεων, με τον Παναγιώτη ποτέ δεν είχαμε πάψει να είμαστε φίλοι. Με το Χουντικό πραξικόπημα στον Ιππόδρομο της Αθήνας, ξαναζήσαμε το μακρονησιώτικο εφιάλτη. Εκείνο το απόγευμα που μας έβγαλαν έξω, επιστρέφαμε με τον Παναγιώτη από τους τελευταίους. «Προχώρα», μου λέει, «θα πάω για κατούρημα». Η παρέα μου στον Ιππόδρομο και τη Γυάρο ήτανε με το γιατρό μας τον Άρη Γιαννουλόπουλο και το Στέλιο Κορέ, φίλους απ’ το μακρονησιώτικο Σύρμα. Δεν πέρασαν δυο λεπτά που είχα καθίσει κοντά τους κι ακούστηκε η πιστολιά και η φωνή «Ένα γιατρό, χτύπησαν τον Ελή, τρέξε γιατρέ». Σε ένα πεντάλεπτο επέστρεψε κατσούφης ο Άρης. «Τέλειωσε», το μόνο που είπε.»
Γιώργος Φαρσακίδης, “Σε άνιση μάχη…”, Θεσσαλονίκη 2012
Ο δημοσιογράφος Αντώνης Καρκαγιάννης συγκρατούμενος του Παναγιώτη Ελή και αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του, θυμάται: «(…) Στις 22 ή 23 Απριλίου του 1967, όταν οι συνταγματάρχες διέπραξαν το πραξικόπημά τους, είχα την ατυχία να είμαι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του φόνου του άτυχου Ελή, σε μια μεγάλη αίθουσα ή απλώς υπόστεγο του παλιού Ιπποδρόμου, στο Δέλτα του Φαλήρου. Είχαμε συλληφθεί από το πρωί της πρώτης μέρας του πραξικοπήματος, μερικοί από τα χαράματα. Μαζί με όλους και ο Ελής.
Φονιάς, ένας νεαρός ανθυπολοχαγός ή υπολοχαγός, ο οποίος μετά το 1974 καταδικάστηκε και έμεινε αρκετά χρόνια στη φυλακή. Ο χρόνος του φόνου: Προχωρημένο απριλιάτικο και βροχερό απόγευμα, δεν είχε ακόμη σουρουπώσει. Ακριβής τόπος: Ο Ελής, μαζί με άλλους κρατουμένους, ερχόταν βιαστικά, αν όχι τρέχοντας, από την αλάνα του Ιπποδρόμου, όπου μια μικρή ομάδα στρατιωτών, με προτεταμένες λόγχες και αυτόματα, τους συνόδευε για τις σωματικές τους ανάγκες. Επικεφαλής ο θερμοκέφαλος ανθυπολοχαγός, ο οποίος κραδαίνοντας περίστροφο εκραύγαζε τα γνωστά συνθήματα, «κομμούνια θα πεθάνετε» κ.λπ. Η όλη ατμόσφαιρα θύμιζε λίγο «καψόνι» νεοσυλλέκτων, που τουλάχιστον εκείνη την εποχή συνηθιζόταν στα στρατόπεδα εκπαίδευσης. Είχαν δυστυχώς τη γνώμη ότι με τον τρόπο αυτόν θα πετύχουν ταυτόχρονα σωματική άσκηση, διαμόρφωση φρονήματος και αναγκαστική αποδοχή της πιο ανόητης πειθαρχίας. Πιστεύω ότι μέσα σ’ αυτήν την περίπλοκη διαδικασία, οι διωκόμενοι τρομοκρατούνται, αλλά οι διώκτες εξάπτονται (επιτέλους, μια ευκαιρία για να ασκήσουν εξουσία, κάποια εξουσία, και ήδη αισθάνονται την ηδονή της) και… τα όπλα εκπυρσοκροτούν από μόνα τους!
Έτσι, μόλις ο άτυχος Ελής πέρασε τη μεγάλη πόρτα του θαλάμου και δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να… δραπετεύσει ή κατά άλλο τρόπο να απειθαρχήσει… το περίστροφο του ανθυπολοχαγού εκπυρσοκρότησε από μόνο του, μισό μέτρο πίσω από το κεφάλι του θύματος!
Καθόμασταν σε μια κουβέρτα στο δάπεδο του θαλάμου μαζί με τον μακαρίτη γιατρό Μανώλη Σιγανό και τον επίσης μακαρίτη Κυριάκο Τσακίρη. Ακούσαμε τον πυροβολισμό και είδαμε τον Ελή να πέφτει. Δίπλα από μας καθόταν ο Γιάννης Ρίτσος, άκουσε και αυτός και είδε και αμέσως, με απόγνωση και αποτροπιασμό, έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του.
Λίγα μέτρα πιο πέρα καθόταν ο δημοσιογράφος και ιστορικός, μακαρίτης επίσης, Τάσος Βουρνάς, που αργότερα κατέγραψε το περιστατικό όπως τώρα το αφηγούμαι, καμιά διαφορά στην περιγραφή των γεγονότων. Αλλού βρισκόταν η διαφορά μας και το συζητήσαμε μετά και στα στρατόπεδα της Γυάρου και του Παρθενίου. Ο Τάσος αποκαλούσε τον φόνο «εκτέλεση» και τον απέδιδε σε προειλημμένη απόφαση της Χούντας. Ίσως, αμέσως μετά τον φόνο, από φόβο δεν τολμούσα να δεχθώ αυτή την ερμηνεία και πίστευα (το πιστεύω ακόμη) ότι ο φόνος διαπράχθηκε σε περιβάλλον σκόπιμα υποκινούμενης έξαψης, ώστε σαφώς να διαμορφωθούν τα αντίπαλα στρατόπεδα. Βγάζω αυτό το συμπέρασμα από το ηλίθια τρομοκρατημένο ύφος του ανθυπολοχαγού και από την απόγνωση ενός λοχαγού, που προφανώς εκτελούσε χρέη διοικητή βάρδιας και μάταια προσπαθούσε να καθησυχάσει τα πνεύματα.(…)» (Απόσπασμα από άρθρο του Α.Κ. στην «Καθημερινή» της 16/12/2009).
Η μαρτυρία του Τάσου Βουρνά: «(…) Είχαμε πια συνηθίσει τους ήχους, τις κραυγές και τις βρισιές, όταν ξαφνικά φάνηκε δύο βήματα έξω από την πόρτα του θαλάμου ένας αξιωματικός με ροδαλό πρόσωπο καλοταϊσμένου μπεμπέ να κυνυγά έναν κρατούμενο, κρατώντας στο χέρι του ένα στρατιωτικό περίστροφο με σιγαστήρα.
-Τροχάδην! του φώναξε.
Ο κρατούμενος Παναγιώτης Ελής, άνθρωπος περασμένα τα 40 χρόνια του, φορούσε στα πόδια του και παντόφλες, πράγμα που τον υποχρέωνε να περπατά σιγότερα απ’ ό,τι αν φορούσε παπούτσια.
-Τροχάδην! του φώναξε και τον έσπρωχνε με την κάννη, αλλά ο Ελής εξακολουθούσε να βαδίζει κανονικά.
-Τρέξε, την Παναγία σου! του λέει μια στιγμή κι ο Ελής κάνει γρηγορότερα τα τελευταία βήματα.
-Τροχάδην το λένε αυτό στο χωριό σου; λυσσάει ο δεσμοφύλακας και έξαλλος καταφέρει με την κάννη δυο απανωτά χτυπήματα στα πλευρά του Ελή.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας περίεργος διπλός κρότος, κάτι σαν “φλοπ”, “φλοπ”, και μονομιάς ο Ελής σωριάστηκε στο κατώφλι της πόρτας. Και πριν καλά-καλά προφτάσουν να αντιληφθούν οι άλλοι κρατούμενοι τι συνέβη, ακούστηκαν τα ουρλιαχτά ενός αξιωματικού, που είχε τρέξει εκεί κίτρινος σαν λεμόνι…”» (Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Βουρνά, “Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Χούντα, Φάκελος Κύπρου” – Τάσος Βουρνάς η Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος ΣΤ σελίδα 37-41. Η αντιγραφή αυτού του αποσπάσματος έγινε από το ιστολόγιο “Ινφογνώμων Πολιτικά”).