Ποιος ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης
Ανυστερόβουλος, σεμνός, χαρούμενος πάντα. Σοβαρότερη δουλειά του θεωρεί το ν’ αγαπά τους συντρόφους του. Πολύπλευρος, ακούραστος, ανήσυχος και ωραίος και γελαστός, έπειθε με την πρώτη επαφή μαζί του πως ήτανε ο τύπος του ευτυχισμένου επειδή μπορούσε να υπηρετεί χωρίς να υπολογίζει ποτέ σε προσωπικά ωφελήματα ή σε απώτερες φιλοδοξίες.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης ήταν ένας από τους 200 κομμουνιστές που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 44′ από τους Γερμανούς κατακτητές. Άφησε το όνομά του αθάνατο στην ιστορία, όταν αρνήθηκε να γλιτώσει τη ζωή του, εφόσον ήταν να εκτελεστεί κάποιος άλλος στη θέση του. Το “τελευταίο σημείωμα” του Π. Βούλγαρη εστίασε στη δική του περίπτωση, για να αναδείξει το μεγαλείο των ηρωικών αγωνιστών της εποχής που κρατούνταν στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Ελάχιστα είναι όμως γνωστά για τη ζωή του Σουκατζίδη, πριν από αυτήν την ηρωική τελευταία του στιγμή, που αποτυπώνεται λογοτεχνικά στο παρακάτω απόσπασμα (το αντιγράφουμε, όπως το βρήκαμε στο Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου).
Κατά την 7η 20άδα φωνάζει ο Γερμανός: Να – πο – λέων Σου – κα – τζί – δης… Παρών!! φωνάζει ο Ναπολέων και πετιέται στη μέση και δίνει τα χαρτιά της δουλιάς στο βοηθό. Του λέει: “Να μου προσέχεις τα παιδιά, όπως τα πρόσεχα κι εγώ”.
Ο Γερμανός διοικητής πολλές φορές του το ‘χε πει: Ναπολέων θα σε σκοτώσω, δε θα βγεις ζωντανός από δω! Τον μισούσε. Γιατί, όπως σου λέου, ήταν πολύ μεγάλος. Αγιος. Κι έτσι ο Ναπολέοντας κάθε μέρα περίμενε να τελειώσει η ζωή του. Σήμερα, όμως, ο διοικητής σαν να ταράχτηκε και λέει (μας το ξήγησαν ύστερα όσοι ‘ξεραν γερμανικά και βρέθηκαν κοντά):
— Οχι δεν είναι δυνατόν. Θα σου χαρίσω Ναπολέων τη ζωή.
— Δέχομαι λέει ο Ναπολέων, μα να μην μπει στη θέση μου άλλος.
Ο Γερμανός δεν απαντά. Ο Ναπολέων φεύγει με την 20άδα…
Εν τέλει συγκεντρώνονται όλοι οι 200 μπροστά στα μαγεριά. Ο κουλοχέρης ο βασανιστής Κόβατς συζήταγε με τον Ναπολέοντα: Τώρα όλοι εσείς παρτιζάνοι, μπουμ μπουμ, σήμερα καπούτ! Ο Ναπολέων του λέει:
— Σου ζητώ μια χάρη, μην τους χτυπάς. Να τους φέρεσαι καλύτερα. Το χτήνος γελούσε. Υστερα ο Ναπολέων μπαίνει στη μέση και λέει:
— Ελάτε παιδιά να χορέψομε, να δουν οι Γερμανοί πώς πεθαίνουν οι Ελληνες!
Τον έπιασαν απ’ το χέρι, κάνουνε κύκλο, η φρουρά τους περικυκλώνει, οι μπούκες τ’ αυτόματα καταπάνω τους κι αρχινάν το χορό: “Εχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή…”. Κάθε στροφή κι αλλάζανε. Εσερνε το χορό ο επόμενος. Σύρανε το χορό όλοι οι μελλοθάνατοι…
Αξιοποιώντας το πολύτιμο αρχείο του ΚΚΕ μπορεί να βρει κανείς επιπλέον στοιχεία για το Ναπολέοντα Σουκατζίδη, αυτή τη σπάνια προσωπικότητα ενός διανοούμενου που αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στον αγώνα, την υπόθεση της εργατικής τάξης, και θυσιάστηκε για αυτόν τον αγώνα, την ημέρα της Εργατικής Πρωτομαγιάς, ποτίζοντας μαζί με τους συντρόφους του το χώμα της ηρωικής Καισαριανής, ενώ το αίμα τους σχημάτιζοντας μια κόκκινη αιμάτινη γραμμή, που χώριζε τους δύο κόσμους: των φασιστών (και των κατακτητών τους), και των αγωνιστών.
Στο αρχείο του ΚΚΕ, βρίσκουμε το παρακάτω βιογραφικό σημείωμα για τα πρώτα χρόνια του Ν. Σουκατζίδη, μέχρι τη σύλληψή του.
O κομμουνιστής Ναπολέων Σουκατζίδης, ήταν ένας από τους 200 εκτελεσμένους στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του ’44.
Πολύπλευρη προσωπικότητα, σύνδεσε από νωρίς τη μοίρα του με το εργατικό – λαϊκό κίνημα. Μέλος της ΟΚΝΕ από το 1927, γλωσσομαθής (από 19 χρόνων μιλούσε και έγραφε έξι γλώσσες). Παρότι σπούδασε Οικονομικά, ανέπτυξε δράση και στο χώρο του πολιτισμού (είχε οργανώσει μια φιλολογική συντροφιά στην οποία μετείχε και η σπουδαία δασκάλα και λαογράφος της Κρήτης, Μαρία Λιουδάκη). Δημοσίευσε επιφυλλίδες «με χαρακτήρα μικρού δοκιμίου σε εκλαϊκευτική μορφή» και χρονογραφήματα. Όπως έχει πει η Μ. Λιουδάκη, που κατέγραψε χιλιάδες μαντινάδες, παραμύθια, μοιρολόγια, γνωμικά, γλωσσοδέτες και όλα τα έθιμα του κρητικού λαού, συμπαραστάτης στο λαογραφικό έργο της ήταν ο αγωνιστής ΝαπολέωνΣουκατζίδης, που είχε αρραβωνιαστεί την αδελφή της Χαρά.
Η ζωή του είναι αξεχώριστη από τη ζωή των εργατών της περιοχής. Στο Ηράκλειο, οι πρώτες προσπάθειες για την οργάνωση των εργατών έγιναν στα μέσα της 10ετίας του 1920. Την πρωτοβουλία πήρε η συντακτική επιτροπή της εφημερίδας «Η φωνή του εργάτη». Από τα πρώτα βήματα του συνδικαλιστικού κινήματος, το ΚΚΕ βρέθηκε στην πρωτοπορία, πρωτοστάτησε στο στήσιμο Σωματείων και Εργατικών Κέντρων.
Το 1934 ιδρύεται και επίσημα το Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου. Το δίμηνο Νοέμβρη – Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου ξεσπά η απεργία των υποδηματεργατών. Συλλαμβάνονται πέντε δυναμικότατα στελέχη, κομμουνιστές, οι οποίοι συνεχίζουν τον αγώνα τους με πολυήμερη απεργία πείνας στην απομόνωση. Στις 25/7/1935 αποφασίζεται πανεργατική απεργία.
Στις 4/8, το σταφιδεργατικό πρόβλημα οξύνθηκε και σημειώθηκαν αιματηρές συγκρούσεις εργατών και ενόπλων της Χωροφυλακής και του Στρατού. Μέχρι να ‘ρθουν ενισχύσεις, οι απεργοί γίνονται κύριοι της κατάστασης. Στις συμπλοκές, ο Στρατός χρησιμοποίησε και πολυβόλα, δολοφονώντας τρεις εργάτες και τραυματίζοντας 15. Το επόμενο πρωί έγινε μάχη μιας ώρας με την Αστυνομία και το Στρατό από την πλατεία Αγίου Μηνά μέχρι το «Μεϊντάνι». Άλλοι τρεις εργάτες δολοφονήθηκαν και τραυματίστηκαν δέκα. Μπροστά στην αποφασιστικότητα των εργαζομένων, στις 6/8 ο επιθεωρητής εργατικών διαφορών και οι εκπρόσωποι των Σωματείων συμφώνησαν σε 10 ζητήματα, ένα από τα οποία ήταν η προμήθεια βιβλιαρίων Υγείας σε όλους τους εργάτες. Για τους σταφιδεργάτες οι σταφιδοεξαγωγείς αποδέχτηκαν αυξήσεις 15% για τους εργάτες και τις εργάτριες, ακόμη και για τις υπερωρίες, τη νυχτερινή εργασία, τις Κυριακές και τις γιορτές.
Η Εργατική Πρωτομαγιά του 1936 γιορτάστηκε με κοσμοσυρροή στο κτήμα του Στρατή Περγαλίδη, μάρτυρα της εργατικής τάξης. Η διαδήλωση προχώρησε και διαλύθηκε στο Βαλιδέ Τζαμί τη νύχτα πια.
Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το ’36 ώθησαν στην πανελλαδική απεργία στις 13 του Μάη. Το τότε Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου (ΕΚΗ), μεταξύ άλλων, προβάλλει το αίτημα για ελεύθερη διακίνηση και κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη». Το κράτος, βλέποντας τη δύναμη του λαϊκού κινήματος, θορυβήθηκε και το κατέστειλε βίαια. Διασπά και αποδυναμώνει το ΕΚΗ, προχωρώντας στην απόσχιση των συντηρητικών εργατών και στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Συντηρητικών. Προχωρεί σε αθρόους εκτοπισμούς δημοκρατικών και κομμουνιστών. Στις 16-6-1936, ιδρύεται ο «Εθνικός και Κοινωνικός Σύνδεσμος Ηρακλείου» για τη «διά παντός νομίμου μέσου προστασία του υπάρχοντος αστικού συστήματος». Ενώ προηγούμενα, στις 13-6-1936, η Ασφάλεια συνέλαβε 5 κομμουνιστές προέδρους Σωματείων και στελέχη του ΕΚΗ και τους εκτόπισε στον Αϊ – Στράτη. Ανάμεσά τους ο Ναπολέων Σουκατζίδης, πρόεδρος του Σωματείου Ιδιωτικών Υπαλλήλων, που δεν ξαναγύρισε ποτέ, αλλά ακολούθησε το δρόμο της θυσίας.
Στην ίδια χοντρικά περίοδο αναφέρεται και το παρακάτω απόσπασμα από ένα λογοτεχνικά γραμμένο βιογραφικό του σημείωμα, που συνέγραψε ο Θέμος Κορνάρος, που ήταν συγκρατούμενους του Σουκατζίδη στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου -το μεταφέρουμε, όπως το βρήκαμε στο Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου.
«Από το 1928 ήτανε η ψυχή της πιο μεγάλης εφοπλιστικής και βιομηχανικής επιχείρησης της Κρήτης “Λιοπυράκης και Σία”», γράφει στον πρόλογο και εξηγεί παρακάτω: «Ητανε δεν ήτανε είκοσι χρονώ. Μιλούσε κι έγραφε τέσσερεις γλώσσες».
«Κατώτερο προσωπικό στο λογιστήριο, ο πιο καινούργιος στο γραφείο». Κι όμως: «Εμποροι, εργοστασιάρχες, παραγωγοί, ναυτικοί πράκτορες, εφημερίδες, τον Ναπολέοντα ζητούσαν για να συζητήσουνε τις υποθέσεις τους».
«Διαβάζει 3-4 εφημερίδες, παρακολουθεί συστηματικά την καλλιτεχνική και φιλολογική κίνηση της χώρας. Ιδιαίτερο πάθος του η κρητική λαογραφία. Και η μεγαλύτερη απόλαυσή του να μελετά και να μαθαίνει απ’ όξω το κρητικό θέατρο και τις κρητικές μαντινάδες. Πρόσφυγας από την Προύσα δεν ήθελε να είναι ένας φιλοξενούμενος. Μόνιμες ρίζες ήθελε. Σπίτι δικό του στην κρητική γη. Σ’ ένα χρόνο μέσα κατάφερε τους κρητικούς να του παραχωρήσουνε οικόπεδο να χτίσει. Το πιο πολύτιμο, την καρδιά τους.
Με τον υπάλληλο, τον όποιο υπάλληλο οι κρητικοί δεν έχουνε και πολλές αγάπες. Μα αυτό το παιδί είναι άλλο, λέγανε, είναι δικό μας παιδί».
«Σταφιδοπαραγωγοί που πήγαιναν τη σοδειά τους και περιμένανε μήνες για να βρουν τιμή που να καλύπτει τουλάχιστο τα έξοδα. Χαρουποπαραγωγοί, απελπισμένοι που πολλές φορές αναγκάζονταν να γυρίσουν το χαρούπι πίσω στο χωριό, δώδεκα ώρες δρόμο, με το ζώο ξεθεωμένο γιατί “σταμάτησε” η αγορά. Ολοι στο τέλος μαθαίνανε αυτήν την πληροφορία: “Ο Λιοπυράκης, λένε, πως είναι πονόψυχος. Οποιος κι αν πάει δεν φεύγει έτσι. Κι αν δεν του αγοράσει τη σοδειά, τουλάχιστο του δίδει αποθήκη να μη γυρίζει πάλι πεζός. Καμιά φορά δίδει και μικροδάνεια”.
Πηγαίνανε και φεύγοντας είχανε να λένε για τους καλούς του τρόπους, μα προ πάντων για το γέλιο του. Αγγελος! Κι αποφασίζανε πως θα αλλάζανε έμπορο. Μόνο σ’ αυτόν θα πηγαίνανε πια το μαξούλι τους. Ετσι όλα τα χωριά μάθανε πως ο επιχειρηματίας Λιοπυράκης ήτανε ένα παιδί. Ενα πανέξυπνο παιδί και καλόκαρδο που πάντα γελούσε. Και ποτέ δεν πρόσβαλε κανένα, πολλές φορές τους έδινε και χαρτζηλίκι ή τους έκανε το τραπέζι κι ας μην ήτανε πελάτες του.
Πολλές φορές χωριάτες διαφωνήσανε μεταξύ τους και ήταν η αφορμή που ο ένας ήξερε πως τον επιχειρηματία τον λέγανε Γιάννη και ο άλλος επέμενε με πείσμα πως και άκουσε άλλους και ο ίδιος τον είπε πολλές φορές Ναπολέοντα.
Και σήμερα ίσως να υπάρχουνε γέροντες, απόμαχοι αγρότες που θα επιμένουνε πως ο εθνικός ήρωας Ναπολέων Σουκατζίδης είναι ο επιχειρηματίας Ι. Λιοπυράκης που ποιος ξέρει για ποιο λόγο πήρε αυτό το ψευδώνυμο».
«Μέσα σε κείνο το περιβάλλον ετοιμαζότανε να ζήση τη ζωή του. Και προσανατόλιζε τον εαυτό του, τις γνώσεις του, τη δουλειά του, στο να μάθει βαθύτερα, να αγαπήσει θετικά και να υπηρετήσει πιο αποτελεσματικά τους ανθρώπους του καιρού και του συγκεκριμένου τόπου. Και είναι ίσως μοναδικό φαινόμενο ξένου και πρόσφυγα που χωρίς καμιάν επιφύλαξη τον θένε κρητικό οι κρητικοί. Θυμώνουμε μάλιστα αν πας και τους θυμίσεις πως προέρχεται από τα μέρη της Μικρασίας.
Η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-31 τόνε βρήκε σ’ αυτή τη δουλιά και σ’ αυτή την ηλικία.
Περιόδευε τις επαρχίες για τις ανάγκες της επιχείρησης, αλληλογραφούσε με τους χωριάτες, δεχότανε στο κέντρο τους ξωμάχους, έβλεπε όλο τον πληθυσμό στους δρόμους να ζητάει ένα μεροκάματο. Επιχειρήσεις να αχρηστεύονται, περιουσίες να τινάζονται στον αέρα κι από το μισθό του να μην απομένει μήτε δραχμή γιατί ντρεπότανε τη σχετική καλοπέραση ανάμεσα στα κύματα της λαϊκής συμφοράς.
Οι τοπικές εφημερίδες προσφεύγανε πολύ συχνά στο Ναπολέοντα να πάρουνε πληροφορίες για τους ποικίλους τομείς της ζωής του νησιού, από την ανεργία ως τις φιλολογικές εκδηλώσεις κι από τα οικονομικά προβλήματα ως τα ιστορικά θέματα.
Πολύπλευρος, ακούραστος, ανήσυχος και ωραίος και γελαστός, έπειθε με την πρώτη επαφή μαζί του πως ήτανε ο τύπος του ευτυχισμένου επειδή μπορούσε να υπηρετεί χωρίς να υπολογίζει ποτέ σε προσωπικά ωφελήματα ή σε απώτερες φιλοδοξίες.
Μέρα με την ημέρα πλούταινε σ’ αισθήματα και σε γνώση. Σε δύναμη και ικανότητες ν’ αντικρίζεται με τις κακές ώρες της ζωής σταθερά και αισιόδοξα. Τίποτα δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτή τη ρωμαλέα αισιοδοξία που είχε πηγή της την ασταμάτητη δουλειά».
«Αυτός ο τρόπος της επαφής του με την ιστορία και με τη καφτή καθημερινή πραγματικότητα, τον οδήγησε να καθορίσει οριστικά τη στάση του απέναντι στη ζωή: Κατάργηση της φτώχειας και της αμάθειας.
Ρίχτηκε φλογερός, αδίσταχτος και πάντα ευγενικός να πείσει και τους άλλους γι’ αυτή την ανάγκη.
Η δημοτικότητά του και η ευγένεια των προθέσεων και της καθημερινής του δραστηριότητας τον έκαναν “επικίνδυνο” οδηγό της φτωχολογιάς, της υπαλληλίας και της διανόησης του νησιού. Και η εξουσία, πηγαίνοντας να περιορίσει αυτή τη δημοτικότητα ανάμεσα στο λαό ενός νομού, τον έπιασε, τον έκλεισε στα στρατόπεδα της δικτατορίας και τον επρόβαλε – από λάθος της – για ηγέτη του έθνους στις κρίσιμες ώρες που ακολουθήσανε.
Λες και είχε επίγνωση πως ερχότανε μια μεγάλη ώρα που η Ελλάδα σύψυχη θ’ ακουμπούσε στην καρδιά του. Κι ετοιμαζότανε με πυρετό να βρεθεί έτοιμος, ν’ αντέξει την ευθύνη.
Στρατόπεδο της δικτατορίας, στρατόπεδο των Ιταλών και των Γερμανών θα είναι το νέο περιβάλλον του από δω και μπρός.
Μέρα τη μέρα το κατακτάει. “Κάθε μέρα είναι κι ένας νέος στίβος”. Είναι φράση δική του αυτή, που αντανακλά την καθημερινή του πράξη.
Και σ’ αυτούς τους χώρους της βίας δεν χάνει καιρό. Υποτάσσει το χρόνο του. Ωρες μελέτης, ώρες δουλιάς, ψυχαγωγίας και σχέσεων. Στην Ακροναυπλιά μαθαίνει και έκτη γλώσσα. Γερμανικά. Λίγο αργότερα στο ιταλικό στρατόπεδο της Λάρισας μαθαίνει και Ιταλικά. Δεν αφήνει βιβλίο που να μη σκύψει στις σελίδες του. Κι όταν τα βιβλία τελειώνουνε ή απαγορεύονται, ζητάει πληροφορίες από τους άλλους, παίρνει σημειώσεις, ξαναρωτά, συζητάει, προβληματίζεται.
Ανυστερόβουλος, σεμνός, χαρούμενος πάντα. Σοβαρότερη δουλειά του θεωρεί το ν’ αγαπά τους συντρόφους του. Δεν παραμελεί τα πράγματά του. Η γωνιά του αστράφτει από καθαριότητα. Στον τοίχο απάνω από το προσκέφαλό του, οι φωτογραφίες του πατέρα, της αγαπημένης, των φίλων του.
Επιβάλλεται και στους φίλους και στους δεσμοφύλακες. Τον σέβονται».