Ραμίζ Αλία – Μια δειλή περεστρόικα αλά αλβανικά
Διάδοχος του Ενβέρ Χότζα και τελευταίος ηγέτης της ΛΔ Αλβανίας, ο Αλία προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις που προλείαναν το έδαφος για το πέρασμα της Αλβανίας στην “ελεύθερη” αγορά, αντιμετωπίζοντας ωστόσο εχθρότητα από το νέο αστικό καθεστώς.
Επί χρόνια το νούμερο 2 της Αλβανικής πολιτικής ζωής στο πλευρό του Ενβέρ Χότζα, ο Ραμίζ Αλία ανέλαβε τα ηνία της χώρας μετά από το θάνατο του επί δεκαετίες προέδρου της χώρας, σε μια εποχή που τα προβλήματα της πολιτικής αυτάρκειας και διπλωματικής απομόνωσης είχαν γίνει πιο ορατά από ποτέ στην αλβανική κοινωνία. Ο Αλία, διστακτικά στην αρχή και πιο αποφασιστικά στη συνέχεια, απάντησε με μεταρρυθμίσεις και πολιτικά ανοίγματα που εκ των πραγμάτων άνοιξαν το δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη γειτονική χώρα, χωρίς αυτό να σημάνει την εύνοια των νέων κυριάρχων στο πρόσωπό του, καθώς αντιμετώπισε πολλά χρόνια διώξεων και φυλάκισης.
Γεννήθηκε στις 18 Οκτώβρη 1924 στη Σκόδρα, από οικογένεια Μουσουλμάνων Κοσοβάρων προσφύγων στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Μεγάλωσε στα Τίρανα και φοίτησε στο γαλλικό σχολείο της πόλης. Κατά την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρχικά υπήρξε μέλος φασιστικής οργάνωσης νεολαίας, πριν μπει στην παράνομη Αλβανική Κομμουνιστική νεολαία το 1941 συμμετέχοντας ως πολιτικός επίτροπος στο αντάρτικο κατά του κατακτητή. Εντάχθηκε στο Αλβανικό Κόμμα Εργασίας το 1943, ενώ μετά τον πόλεμο εξελέγει το 1948 μέλος της Κεντρικής Επιτροπής υπεύθυνος για θέματα προπαγάνδας. Το 1954 πήγε για σπουδές στην ΕΣΣΔ και επιστρέφοντας εξελίχθηκε σε έναν από τους στενότερους συνεργάτες του Χότζα, αρχικά ως υπουργός παιδείας, κι αργότερα ως μέλος του Πολιτικού Γραφείου και της Γραμματείας του κόμματος.
Πρωταγωνίστησε στην υπεράσπιση της πολιτικής ρήξης με την ΕΣΣΔ αρχικά και την Κίνα αργότερα, ενώ στο στόχαστρό του βρέθηκαν ιδιαίτερα οι “αστοί ανθρωπιστές” μεταξύ των διαννοουμένων, που μέσω “ξένων επιρροών” αλλοίωναν το μαρξισμό – λενινισμό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, το 1982, αναλαμβάνει καθήκοντα προέδρου της Λαϊκής Συνέλευσης, προαλειφόμενος για τη διαδοχή του Χότζα, που θα επέλθει δυο μέρες μετά το θάνατό του το Ανπρίλη του 1985.
Η νέα ηγεσία προσπάθησε να βρει ξένο συνάλλαγμα, τεχνολογία και τεχνογνωσία από την Ανατολική και τη Δυτική Ευρώπη, ενώ εισήγαγε και στοιχεία “αποκέντρωσης”, δηλαδή ουσιαστικά εξασθένισης του κεντρικού σχεδιασμού στον βιομηχανικό και αγροτικό τομέα, με τη δυνατότητα ιδιωτικής εκτροφής περιορισμένου αριθμού αιγοπροβάτων και καλλιέργειας αγροτικών εκτάσεων. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στα Τίρανα το 1991, όταν και εκπρόσωπος της αλβανικής πλευράς έθεσε θέμα τσάμηδων. Παράλληλα επέτρεψε ή και ενθάρρυνε την άσκηση κριτικής από αντιπολιτευόμενους κύκλους πάνω σε κοινωνικά ζητήματα, ενώ προέβη και σε χορήγηση αμνηστιών το 1989, που οδήγησαν στην απελευθερώση πολλών μακροχρόνια κρατουμένων. Η εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων συνοδεύτηκε από την αντίδραση φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Ενβέρ Χότζα στα Τίρανα, που στις 19 Δεκέμβρη 1990 προχώρησαν σε διαδήλωση 3000 ατόμων, όπου σημειώθηκαν συγκρούσεις με την αστυνομία. Ο Αλία συναντήθηκε με τους διαδηλωτές που εξέφρασαν τη θέλησή τους να ιδρύσουν μια “ανεξάρτητη”, δηλαδή αντιπολιτευόμενη στο Κόμμα Εργασίας οργάνωση, κάτι στο οποίο ο ίδιος απάντησε πως έπρεπε να καταγραφεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Στο Πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του υποσχέθηκε πως το 1991 θα “ήταν σημείο καμπής” για την οικονομία, προαναγγέλλοντας ουσιαστικά νέα “φιλελευθεροποίηση”.
Την ίδια εποχή το κύμα μετανάστευσης προς την Ελλάδα και την Ιταλία δημιουργούσε νέες προκλήσεις για τον Αλία, ο οποίος αρχικά φάνηκε ότι θα έπαιζε ρόλο στη μετασοσιαλιστική Αλβανία, αφού εξελέγη πρόεδρος από τη Λαϊκή βουλή μετά τις πρώτες “πλουραλιστικές” εκλογές του 1991, παραιτούμενος από όλα του τα αξιώματα στο ΚΕΑ το Μάη της ίδιας χρονιάς, όπως όριζε το νέο σύνταγμα της χώρας. Προχώρησε μάλιστα στην υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνικι και αργότερα της Χάρτας των Παρισίων, που άνοιγαν το δρόμο για μελλοντική ένταξη της Αλβανίας στην ΕΟΚ. Η νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος στις επόμενες εκλογές, σήμανε την παραίτηση του Αλία από πρόεδρος στις 3 Απρίλη 1992, προς όφελος του Σαλί Μπερίσα, άλλοτε συνεργάτη του Αλία διορισμένοςυ για τις διαπραγματεύσεις με τους φοιτητές. Λίγο καιρό πριν, στις αρχές του 1991, είχε πραγματοποιηθεί και η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην Αλβανία, όπου υπογράφηκαν συμφωνίες για το απαραβίαστο των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας σε αμοιβαία βάση και για την παραμονή της ελληνικής μειονότητας στις εστίες της, με δυνατότητα όσων είχαν φύγει να επσιτρέψουν στην Αλβανία χωρίς επιπτώσεις. Στα τέλη της ίδιας χρονιά, ο Αλία σε ραδιοφωνική του συνέντευξη αναφέρθηκε σε ζήτημα τσάμηδων, κάτι που θα γινόταν εντονότερα από τους διαδόχους του.
Τρεις μήνες μετά ο πρώην πρόεδρος τέθηκε υπό κατ’οίκον περιορισμό, ενώ στις 21 Μάη 1994 ξεκίνησε η δίκη του ίδιου κι άλλων υψηλόβαθμων πρώην στελεχών του ΚΕΑ για κατάχρηση εξουσίας και κακοδιαχείριση κρατικών κονδυλίων. Ο Αλία καταδικάστηκε σε 9 χρόνια φυλάκισης, εν μέσω διαμαρτυριών για πολιτική δίκη σκοπιμοτήτων, απαιτώντας τη δημόσια προβολή της στην τηλεόραση, αίτημα που απέρριψε ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Αργότερα η ποινή του μειώθηκε και τελικά το 1995 απελευθερώθηκε. Η εκδικητικότητα του αστικού κράτους εναντίον του, παρά την εφεκτική του στάση κατά την πορεία της καπιταλιστιής παλινόρθωσης φάνηκε ακόμα περισσότερο με τη νέα απαγγελλία κατηγοριών για “εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας” το 1996. Στη διάρκεια της δίκης του, εν μέσω αναταραχών στη χώρα, οι φύλακες εγκατέλειψαν τη φυλακή και ο Αλία όχι μόνο δραπέτευσε, αλλά κι εμφανίστηκε στην κρατική τηλεόραση δίνοντας συνέντευξη, δραστηριότητα την οποία συνέχισε -μαζί με τη συγγραφή βιβλίων – σε σειρά χωρών τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Έφυγε από τη ζωή στις 7 Οκτώβρη λόγω πνευμονολογικών προβλημάτων και τάφηκε δημοσία δαπάνη.