Ραμόν Μερκαντέρ – Στην κόψη της αξίνας
Η πορεία ενός επαναστάτη με χίλια πρόσωπα, από τα σαλόνια της Βαρκελώνης στα πεδία του Ισπανικού Εμφυλίου και στις φυλακές του Μεξικού για μια από τις διασημότερες πολιτικές δολοφονίες του 20ου αιώνα.
Ένα από τα ελάχιστα καλά στοιχεία της αισχρά κακής κι ούτε καν αστείας ρωσικής σειράς “Τρότσκι” ήταν η παρουσία του Μαξίμ Ματβέγιεφ στο ρόλο του “Τζάκσον” όπως ήταν το ψευδώνυμο που είχε υιοθετήσει ο Ραμόν Μερκαντέρ για να προσεγγίσει τον εξόριστο Τρότσκι στο Μεξικό. Η σειρά βέβαια αλλάζει τον αδόξαστο στα ιστορικά γεγονότα, εμφανίζοντας το Τζάκσον περίπου ως κολλητό του μελλοντικού του θύματος, τουλάχιστον όμως ένα σημείο έχει σημειολογικό ενδιαφέρον, καθώς ο Ματβέγιεφ-Μερκαντέρ φαίνεται να κατακτά και την πρώην ερωμένη του Τρότσκι Φρίντα Κάλο, προοικονομώντας στο παράλληλο ιστορικό σύμπαν των σεναριογράφων την επανάκαμψη της Κάλο στο φιλοσοβιετικό στρατόπεδο και στην ιδιαίτερη εκτίμηση προσωπικά στο Στάλιν. Αρκετοί ίσως να γνωρίσατε το Μερκαντέρ μέσα από τις σελίδες του πολυμεταφρασμένου μπεστ-σέλερ του Λεονάρδο Παδούρα “Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά”, όπου σκιαγραφείται ένα ανθρώπινο πλην έντονα αντισοβιετικό πορτραίτο του Μερκαντέρ, που παρουσιάζεται ως ένα ναυάγιο της ζωής, τσακισμένο από το ασήκωτο βάρος της ανθρωποκτονίας που του ανέθεσαν οι “αδίστακτοι” καθοδηγητές τους. Η εκδοχή της κατ’ανάθεση δολοφονίας από τους Σοβιετικούς είναι φυσικά η επικρατούσα, όσο κι αν είναι εξίσου δύσκολο με τα ως τώρα δεδομένα να αποδειχτεί με την εκδοχή της μεμονωμένης πράξης, την οποία με πάθος υποστήριξε ο ίδιος ο Μερκαντέρ, που έκανε το παν για να κρατήσει μυστική την ταυτότητά του. Βασικός πυλώνας της θεωρίας περί σχεδιασμένης εκτέλεσης αποτελεί η μαρτυρία του Πάβελ Σουντοπλάτοφ, υψηλόβαθμου αξιωματούχου της NKVD εκείνη την εποχή, στην αυτοβιογραφία του “Ειδικές Αποστολές” που κυκλοφόρησε το 1994, μετά τις ανατροπές, με έκδηλη την πικρία του για την ΕΣΣΔ. Η αξιοπιστία του έργου ωστόσο ελέγχεται, και τουλάχιστον σε μία περίπτωση, εκείνη του ισχυρισμού περί στενής συνεργασίας του Robert Oppenheimer με τις Σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, έχει καταρριφθεί ιστορικά και αρχειακά. Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο η ΕΣΣΔ τίμησε ποικιλοτρόπως τον άνθρωπο που την απάλλαξε από ένα πολιτικό αντίπαλο που, δικαιολογημένα με βάση την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, εκλαμβάνονταν ως ιδιαίτερα επικίνδυνος ενόψει του επικείμενο Β’ παγκοσμίου πολέμου.
Ένα από τα στοιχεία που προβάλλει έντονα ο Παδούρα στο μυθιστόρημά του, και φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ήταν το δέσιμο του Μερκαντέρ με τη μητέρα του, μια πραγματικά ασυνήθιστη γυναίκα, που πρόδωσε την τάξη της, αποτελώντας πρότυπο για το γιο της στη διαδρομή του εξ απαλών ονύχων στο κομμουνιστικό κίνημα. Η Εουστακία Μαρία Καριδάδ ντελ Ρίο Ερνάντες ήταν κόρη ενός Ισπανού εμπόρου, γεννημένη στην Κούβα, που σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε το γιο ενός πλούσιου Καταλανού βιομηχάνου υφασμάτων. Μαζί απέκτησαν τέσσερις γιους και μια κόρη, με δεύτερο στη σειρά το Ραμόν, που είδε το φως της μέρας στις 7 Φλεβάρη 1913. Ο γάμος δεν υπήρξε ευτυχής, κι η Καριδάδ άρχισε να αναζητά διέξοδο σε συναναστροφές με ριζοσπαστικούς κι αναρχικούς κύκλους της Βαρκελώνης, όπως και στον εξωσυζυγικό δεσμό με ένα Γάλλο πιλότο. Οι ηθικά και πολιτικά σκανδαλώδης για ήθη της εποχής συμπεριφορά της Καριδάδ, οδήγησε την οικογένειά της να την κλείσει με τη βία στο ψυχιατρείο, όπου τη βασάνιζαν με κρύα ντους και ηλεκτροσόκ. Μετά την απελευθέρωσή της, η Καριδάδ πήγε με τα παιδιά της να ζήσει στο πλευρό του εραστή της στη Γαλλία, αργότερα όμως χώρισαν, ενώ μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας της, ο πατέρας του Ραμόν αποφάσισε να πάρει τα τρία μικρότερα αδέρφια του υπό την επιμέλειά του. Ο Ραμόν και ο μεγάλος αδερφός του Χόρχε έμειναν με τη μητέρα τους κι αποφοίτησαν από μια σχολή ξενοδοχοϋπαλλήλων, με το Μερκαντέρ να λαμβάνει την ειδικότητα του μαιτρ.
Εκείνη την εποχή η Καριδάδ είχε προσεγγίσει τον μαρξισμό, ερχόμενη σε επαφή αρχικά με το Σοσιαλιστικό και στη συνέχεια με το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, ενώ το 1935 απελάθηκε κι επέστρεψε στην Ισπανία. Ο Μερκαντέρ είχε ήδη επιστρέψει στη Βαρκελώνη, εργαζόμενος στο πολυτελές ξενοδοχείο Ritz, ήδη πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία. Επιδίωξε μετά τη στρατιωτική του θητεία να γίνει αξιωματικός, απορρίφθηκε ωστόσο λόγω πολιτικών πεποιθήσεων. Ο αδερφός του Λουίς περιγράφει το Ραμόν εκείνη την εποχή ως έναν γοητευτικό και κομψό άντρα. Έχοντας φήμη γυναικοκατακτητή, συνδέθηκε ερωτικά με τη 16χρονη τότε Μαρίνα Ζινεστά, Γαλλοκαταλανή κομμουνίστρια που ένα χρόνο μετά θα γινόταν διεθνώς διάσημη χάρη στη φωτογραφία του Χουάν Γκουθμάν που την εικόνιζε ένοπλη στην οροφή του ξενοδοχείου Κολόν της Βαρκελώνης στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου.
Στο μεταξύ o Ραμόν, μέλος του καταλανικού παραρτήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας, είχε συλληφθεί και φυλακιστεί στη Βαλένθια για τη δράση του, απ’ όπου απελευθερώθηκε μετά την επικράτηση του Λαϊκού Μετώπου στις αρχές του 1936. Μη μπορώντας να επιστρέψει στην παλιά του δουλειά, ο πολύγλωσσος Μερκαντέρ επιβίωνε παραδίδοντας μαθήματα καταλανικών. Συμμετείχε στην οργάνωση των λεγόμενων “Λαϊκών Ολυμπιακών Αγώνων» στη Βαρκελώνη, ανταπάντηση στους Ολυμπιακούς στο ναζιστικό Βερολίνο, ως επικεφαλής της ομάδας ιππασίας.
Συμμετείχε ενεργά στις μάχες του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, όπως η μητέρα και ο αδερφός του, όπου τραυματίστηκε, συνεχίζοντας να μάχεται σε διάφορα μέτωπα μετά την ανάρρωσή του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λουίς Μερκαντέρ, ο αδερφός του προσεγγίστηκε από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες μέσω της μητέρας του το 1937, που φέρεται να ανήκε ήδη στο δυναμικό της NKVD, λαμβάνοντας εκπαίδευση στη Γαλλία και σίγουρα όχι στην ΕΣΣΔ, όπως υποστηρίζεται συνήθως.
Το 1938 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι ως Ζακ Μονάρ, γιος Βέλγου διπλωμάτη, με στόχο να διεισδύσει στους τροτσκιστικούς κύκλους της πόλης. Στα πλαίσια αυτά έκανε δεσμό με τη Σύλβια Αγγέλοφ, Αμερικανίδα τροτσκίστρια, την οποία αρραβωνιάστηκε κι ακολούθησε στη Νέα Υόρκη, αυτή τη φορά με πλαστό καναδικό διαβατήριο, ως Φρανκ Τζάκσον, κάτι που δικαιολόγησε στη μνηστή του ως προφύλαξη από τη βελγική στρατονομία. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Πόλη του Μεξικού, όπου ζούσε από τις αρχές του 1937 εξόριστος ο Τρότσκι, που είχε μετατρέψει το σπίτι του σε φρούριο. Γεγονός που δεν απέτρεψε στις 24 Μαΐου 1940 την πρώτη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, από μια ομάδα ανδρών με επικεφαλής το διάσημο κομμουνιστή ζωγράφο Νταβίντα Αλφάρο Σικέιρος, που γάζωσε το σπίτι του Τρότσκι με πολυβόλα, χωρίς εκείνος να πάθει το παραμικρό. Κατά τον Σουντοπλάτοφ, τότε ήταν που ο ίδιος προσωπικά ανέθεσε στο Μερκαντέρ, που έφτασε λίγες μέρες μετά την εν λόγω απόπειρα στο Μεξικό, να ολοκληρώσει το αποτυχημένο σχέδιο του Σικέιρος.
O Φρανκ Τζάκσον κέρδισε την εμπιστοσύνη του Τρότσκι, φτάνοντας να μπαινοβγαίνει στην οικία του. Στις 20 Αυγούστου 1940, ο Μερκαντέρ μπήκε μόνος του στο γραφείο του Τρότσκι, με το πρόσχημα πως ήθελε να του δείξει κάποια ντοκουμέντα. Την ώρα που ο πρώην επαναστάτης περιεργαζόταν τα κείμενα, ο Μερκαντέρ του κατάφερε ένα δυνατό πλήγμα με μια αξίνα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Τρότσκι, που δεν πέθανε ακαριαία, πάλεψε με το Μερκαντέρ, ενώ στο δωμάτιο όρμησαν οι σωματοφύλακες του Τρότκι, ο οποίος τους απέτρεψε από το να τον σκοτώσουν, πιστεύοντας πως θα μιλούσε αργότερα. Κατά τον Σουντοπλάτοφ, έξω τον περίμεναν σε αυτοκίνητο η μητέρα του Μερκαντέρ Καριδάδ με τον Ναούμ Εϊτινγκόν, στέλεχος της NKVD, με τον οποίο φημολογείται πως διατηρούσε σχέση. Βλέποντας πως δεν εμφανίζεται, απομακρύνθηκαν αμέσως από τη χώρα. Ο Μερκαντέρ παραδόθηκε από τους σωματοφύλακες στη μεξικανική αστυνομία, δήλωσε πως λεγόταν Ζακ Μονάρ και αργότερα στη δίκη υποστήριξε ότι σκότωσε τον Τρότσκι (είχε υποκύψει στα τραύματά του μια μέρα μετά την επίθεση) για προσωπικούς λόγους. Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση, τα οποία εξέτισε πλήρως, παρότι, σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε αργότερα ο αδερφός του Λουίς, το 1943 η NKVD επιχείρησε να τον ελευθερώσει, κάτι που επανέλαβε αργότερα η μητέρα του, συμβάλλοντας τελικά μάλλον στην αντίθετη κατεύθυνση με τις παρεμβάσεις της. Ως κρατούμενος η συμπεριφορά του υπήρξε υποδειγματική, κάνοντας μεροκάματα στη φυλακή και συνεισφέροντας στην κυβερνητική καμπάνια αλφαβητισμού μεταξύ των κρατουμένων. Την περίοδο της κράτησής του γνώρισε τη χορεύτρια Ροκελία Μεντόσα, την οποία παντρεύτηκε κι απέκτησε μια κόρη, τη Λάουρα.
Ο Μερκαντέρ, του οποίου η ταυτότητα δεν επιβεβαιώθηκε παρά μόλις το 1953 μέσω σύγκρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων, βγήκε από τη φυλακή το 1960, με τσεχοσλοβακικό διαβατήριο, περνώντας το υπόλοιπο της ζωής του μεταξύ Κούβας και ΕΣΣΔ. Η τελευταία τον τίμησε το 1960 με την ύψιστη διάκριση του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ ήδη από το 1940 του είχε απονεμηθεί βραβείο Λένιν που είχε παραλάβει η μητέρα του. Έζησε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ έφυγε από τη ζωή στις 18 Οκτώβρη 1978 στην Αβάνα από καρκίνο του πνεύμονα. Τάφηκε στο κοιμητήριο Κούντσεβο της Μόσχας ως Ραμόν Ιβάνοβιτς Λόπες, μια τιμή που επιφυλάσσονταν μόνο σε σπουδαίες προσωπικότητες της ΕΣΣΔ και σπανιότατα δίδονταν σε μη Σοβιετικούς πολίτες.