Σ’ ένα μικρό προσφυγικό σπιτάκι του Συνοικισμού Νοσοκομείου Χίου, η Φασιστική Φρίκη πισωπάτησε…
«Φαντάσου εκείνες τις στιγμές, να νιώθεις να λούζει το κεφάλι σου, το αίμα του παιδιού σου, τη γυναίκα σου να σφαδάζει στους πόνους και συ χωμένος στον τάφο σου, να παλεύεις…!»
Ο Μάρτης έχει μπει για τα καλά… όμως όπως λέει ο λαός μας, «Μάρτης, γδάρτης και παλουκοκαύτης».
Ο καιρός κρύος και ένα ψιλό χιονόνερο περουνιάζει τα κορμιά των ανθρώπων του μόχθου, που βρίσκονται στο μεροκάματο.
Η ζωή στο νησί άγρια. Η ανεργία μαστίζει τον τόπο, μιας και οι εφοπλιστές αν και πήραν τα Λίμπερτι, ως πολεμικές αποζημιώσεις, εξακολουθούν να έχουν σε ισχύ τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εκμεταλλεύονται τους ναυτεργάτες. Στην οικοδομή αναδουλειές. Την ίδια στιγμή η Λευκή Τρομοκρατία καλά κρατεί… Βία και τρομοκρατία παντού, τα παιδιά που γύρισαν απ’ τα σύρματα βρίσκουν μπροστά τους τη βαρβαρότητα της τοπικής αστικής τάξης.
Ο εμφύλιος πόλεμος και στη Χίο έχει ξεκινήσει …
Είμαστε στις 13 Μάρτη του 48 και στο 14ο χιλιόμετρο Χίου – Βολισσού «παρά τη θέσιν Αχλάδα(…) η υπό τον κ. Παντελίδην αστυνομική δύναμις αντελήφθη ομάδα αναρχικών ενεδρευόντων εις επίκαιρο σημείον». [1]
Ο λαός διάλεξε τον αγώνα, παρά τις αλυσίδες.
Ο αγώνας είναι άνισος…
Η ντόπια άρχουσα τάξη έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη Συμφωνία της Βάρκιζας και έχει διαμορφώσει τους πολιτικούς συσχετισμούς τοποθετώντας στις καίριες θέσεις τους ανθρώπους της. Οι μηχανισμοί εξουσίας, με τους χωροφύλακες άνευ θητείας, σαρώνουν τις συνοικίες και τα χωριά, σπάζουν τις ξύλινες πόρτες των προσφυγικών σπιτιών και προβαίνουν σε συλλήψεις.
«Η ανταρτοομάδα του ΔΣΕ του Μιχάλη Βορρηά, συγκρούεται με τη δύναμη της χωροφυλακής . Η μάχη είναι άνιση. Τα ελαφρά πολεμικά μέσα που διαθέτει, αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το βαρύ οπλισμό της χωροφυλακής.[2] Η κύρια δύναμη της ανταρτοομάδας διαφεύγει. «Ο Μ. Βορρηάς και ο Γ. Οργέτας διαφεύγουν τραυματισμένοι! Συλλαμβάνονται : 1) Στείρος Σταμάτης 2) Μωράκης Κώστας 3)Πλουμής Κ. Μήτσος 4)Ταναϊνης Δημήτρης 5) Τζιώτης Μάρκος 6)Μαναρας Φανούριος».[3]
Ο μοίραρχος Παντελίδης έχει λυσσάξει γιατί δεν κατάφερε να κατατροπώσει τον εχθρό, «καλεί ενισχύσεις, για να κυνηγήσει τους διαφυγόντας αντάρτες» [4].
«Οι αντάρτες του ΔΣΕ ,Μπακοντούζης Νικολής, Φάκος Κώστας, Καβούκας Φανούριος, Μανάρας Γιάννης και ο ιερέας Ξενάκης Νικόλας διέφυγαν από την περιοχή της Αχλάδας»…[5] προς την Κυδιάντα, Ρημόκαστρο και κατέβηκαν προς την περιοχή του Αγίου Μακαρίου, πέρασαν την Κλειδού και έφτασαν στην περιοχή του Λοβοκομείου.
Το χιονόνερο έπεφτε ασταμάτητα, τα ρούχα τους βρεμένα, σύρθηκαν στα πρινάρια και απάγκιασαν , περιμένοντας να σκοτεινιάσει για τα καλά.
Ο Νομάρχης Σβώκος και ο μοίραρχος Παντελίδης είχαν ξαμολήσει παντού τις δυνάμεις τους και είχαν ανακοινώσει τις σχετικές επικηρύξεις, για τους διαφυγόντας, δίνοντας εκατομμύρια για τη σύλληψη τους, είτε ζωντανούς, είτε σκοτωμένους.
Τα τριάκοντα αργύρια έφεραν αρκετούς στο κατόπι τους.
Οι αντάρτες έχοντας βαθιά μέσα τους τη συναίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών και την αλύγιστη πίστη στο δίκιο του αγώνα, αποφάσισαν να πάρουν όλα εκείνα τα μέτρα, για να προφυλαχθούν αντιμετωπίζοντας τα αποσπάσματα, που σάρωναν την περιοχή και είχαν προετοιμαστεί «να πιούν αίμα».
Ο παπά Νικόλας Ξενάκης τράβηξε μόνος του, έχοντας μια και μοναδική χειροβομβίδα, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Κίνησε να πάει, στο σπίτι του αδελφικού του φίλου Κουκούλη Λορέντζου, στου Γρου.
Ο Μανάρας τράβηξε για το σπίτι του στον Κοφινά….
Οι τρεις φίλοι, γείτονες, συρματένιοι και αντάρτες του ΔΣΕ, απ’ την περιοχή Πηγάδα (εκεί υπήρχε η βρύση που έπαιρναν νερό οι πρόσφυγες του Συνοικισμού Νοσοκομείου) οργάνωσαν το σχέδιο προσέγγισης των δικών τους.
Ξημέρωνε 15 Μάρτη του 48, το κρύο πάγωνε το σώμα τους, όμως η πίστη τους στον αγώνα, συντρόφευε τα βήματα τους. Ο Νικολής Μπακοντούζης, ο Φάκος Κώστας και ο Καβούκας Φανούριος βάδιζαν μέσα στα χωράφια, με τις ολάνθιστες αμυγδαλιές και τις πανύψηλες τσικουδιές, πέρασαν κοντά από το σπίτι της μάνας Γλύκαινας στην περιοχή «Η φωλιά της αλεπούς» στο Λατόμι. Πολλά τα φιλικά σπίτια εκεί γύρω, όμως οι κίνδυνοι πολλοί, ο χαφιές παραμόνευε σε κάθε γωνιά.
Η πείνα θέριζε το στομάχι. Σκέψεις, σκέψεις, αγανάκτηση για την αδικία.
Πάλεψαν, πολέμησαν τους κατακτητές. Αντιστάθηκαν στους φασίστες.
Πολέμησαν στο Ελ Αλαμέιν, τορπιλίστηκαν στον Ινδικό ωκεανό.
Τώρα είναι και πάλι, τα σκυλιά του Μεταξά, στα πράγματα. Οι μαυραγορίτες και οι δοσίλογοι διαφεντεύουν τον τόπο!
Οι αντάρες τραβούν για τα σπίτια τους με χίλιες προφυλάξεις.
Ο Νικολής έπρεπε να ενημερώσει το Ρηνάκι ότι είναι καλά, γιατί ήταν έγκυος και θα αγωνιούσε….
Λίγες εκατοντάδες μέτρα είναι το σπίτι του. Πόσος χρόνος; Πόσος κόπος; Πόσα βάσανα; Γιατί; Γιατί οι χίτες έσπερναν το θάνατο!
Τράβηξε χωράφι χωράφι, μαζί με τους συντρόφους του.
Μαζί, από παιδιά ήρθαν προσφυγοπούλα, μεγάλωσαν, έπαιξαν, πείνασαν μαζί, τράβηξαν για το όνειρο του αγώνα και της Λευτεριάς στην Αίγυπτο, συνελήφθησαν στο κίνημα του Απρίλη του 44, κλείστηκαν μαζί στα Σύρματα και τώρα πλάι πλάι πορεύονται για να υπερασπιστούν το δίκιο του εργαζόμενου λαού απέναντι στη ντόπια και ξένη ακρίδα!
Έφτασαν στου Παγιαύλα, πέρασαν τα χωράφια στα Κουρκουμπίνικα και κατέβηκαν τις σκάλες των χωραφιών, να η γειτονιά τους….
Χώρισαν…
Βρέθηκε στην αυλή του σπιτιού του.
Κτύπησε το τζαμί, δειλά!
Καμία ανταπόκριση! Καμία κίνηση!
Το Ρηνάκι θα αγωνιά, θα αναρωτιέται, ποιος είναι;
Πράγματι η κυρά Ειρήνη σκέφτονταν καθώς η καρδιά της χτύπαγε δυνατά «ποιος να ‘ναι, μέσα στη νύχτα;»
«Μήπως είναι σπιγουνιά; Μήπως ήταν ο Νικολής;»
Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και αποφάσισε να μη δώσει σημείο ζωής, να μην ανοίξει τη λάμπα.
Αλλά να συρθεί σιγά -σιγά και να δει… Λίγες στιγμές που φάνηκαν αιώνες….
Ο Νικολής έπεσε στη αγκαλιά της! Τον έκρυψε στην καταπαχτή που ήταν μέσα στη γη, κάτω από την κουζίνα τους. Τάφος σωστός, ένα επί ένα. Σκέπασε με κουρελούδες τη ξύλινη πόρτα, έβαλε από πάνω το ξύλινο τραπέζι και καμιά κουβέντα, καμία επαφή, οι ώρες ήταν κρίσιμες, οι χίτες παραμόνευαν. Η αγωνία τους ήταν στο έπακρο.
Οι χωροφύλακες του Παντελίδη, είδαν και αποείδαν, χτύπησαν την ξύλινη προσφυγική πόρτα ,της κυρά Ειρήνης…
Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, μόλις πήρε να ξημερώνει…
Οι κλωτσιές και οι μπουνιές τους, λίγο έλλειψε να τη φέρουν κάτω.
Έδειξαν από την αρχή το πρόσωπο τους, την έβρισαν, την προπηλάκισαν, την έπιασαν από το λαιμό, για να μάθουν που ήταν ο άντρας της.
Δε σεβάστηκαν την εγκυμοσύνη της, ότι κυοφορούσε το πρώτο της παιδί…
Εκείνη όμως βράχος απροσπέλαστος. Έγινε απόρθητο κάστρο, για να υπερασπιστεί τον άνθρωπό της.
Πάτησε τα πόδια γερά στις κουρελούδες και έδωσε τη δική της απάντηση στη Φασιστική Φρίκη! Έδωσε την απάντησή της στη Ζωή που κινδύνευε….
Η επιλογή της συνειδητή, θυσίασε το σπάργανο της ,το πρώτο της παιδί, που κυοφορούσε, για να αποφευχθεί η σύλληψη του Νικολή της.
Ένιωσε το αίμα να λούζει, τα τρεμάμενα πόδια της, η ψυχή της πόνεσε, όμως ένιωθε ότι έκανε το σωστό, έπρεπε να σωθεί ο Νικολής της…
Τα θεριά, στη θέα του αίματος, πισωπάτησαν, δεν περίμεναν μια τέτοια εξέλιξη.
Έφυγαν…
Ο Νικολής δε συνελήφθει….
Η κυρά Ειρήνη κράτησε βαθιά μέσα της τον πόνο της , αντιμετώπισε και γιάτρεψε τα σημάδια της Φασιστικής Φρίκης κρατώντας το Νικολή κρυμμένο για χρόνια, μέχρι που ήρθαν τα χρόνια ειρήνευσης.
Κυριακή μεσημέρι, του Μάρτη του 1993, καθισμένοι στο πόρτεγο του σπιτιού τους, με περιμένουν για να πάω το Ριζοσπάστη. Αφού η κυρά Ειρήνη μου προσφέρει το κατιτίς της , μου εξιστορεί την ιστορία της οικογένειάς της τα πέτρινα χρόνια!
Ο παλαίμαχος κομμουνιστής, ο αντάρτης του ΔΣΕ, ο Νικολής, με εκείνο το πλατύ χαμόγελό του, συμπληρώνει: «Φαντάσου εκείνες τις στιγμές, να νιώθεις να λούζει το κεφάλι σου, το αίμα του παιδιού σου, τη γυναίκα σου να σφαδάζει στους πόνους και συ χωμένος στον τάφο σου, να παλεύεις…!».
***
Για την αντιγραφή της ιστορίας της Ειρήνης και του Νικολή Μπακοντούζη, από τον προσφυγικό συνοικισμό του Νοσοκομείου Χίου, το Μάρτη του 1993
Γιώργης Η. Αμπαζής, Δάσκαλος, Χίος, 3 Απρίλη 2020
[1,2,3,4,5]: εφημερίδα Νέα Χίος, α.φ. 5218, 13/3/48,σελ.1