Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ – «Άραγε προσέχει κανείς και τη δικιά μου αγάπη…;»
«Ε… ε… πολεμάμε για ίσα δικαιώματα με τους άντρες, θέλουμε ίσες αμοιβές στην κοινωνική ζωή, και εμείς δεν έχουμε δικαίωμα ούτε φυσικής ανάγκης. Μυαλό που το ‘χουμε… Πρώτα πρέπει να πετύχουμε δικαιώματα από τους συναγωνιστές μας, και μετά τόσα άλλα». Είχα πάρει φόρα. Και δεν πρόσεξα πως κάπου εκεί κοντά μου ήταν ο επιτελάρχης του τάγματος…
Η Τασούλα Κεφαλέλη (το γένος Μεταξά) γεννήθηκε το 1931 στο χωριό Ελιά του νομού Έβρου. Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στα χρόνια του πολέμου. Στα 17 της χρόνια κατατάχτηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Πριν κλείσει τα 18 έγινε μέλος του ΚΚΕ, ενώ στη συνέχεια στάλθηκε στη Σχολή Αξιωματικών και ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ. Με τμήμα του ΔΣΕ έφτασε με τα πόδια από τον Έβρο μέχρι το Γράμμο-Βίτσι, παίρνοντας μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις αυτής της μεγάλης διαδρομής.
Τραυματίστηκε πρώτη φορά στη μάχη του Μπίκοβικ. Μετά από ανάρρωση σε νοσοκομείο της Γιουγκοσλαβίας επέστρεψε στο βουνό. Τραυματίζεται για δεύτερη φορά, βαριά, στις 20 του Γενάρη 1949. Τη μετέφεραν στο πρόχειρο χειρουργείο του Κώττα στις Πρέσπες όπου χειρουργήθηκε από τον Γιώργη Τζαμαλούκα. Τον Φλεβάρη μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Γιουγκοσλαβίας και στη συνέχεια σε Κέντρο Αποκατάστασης Αναπήρων στη πόλη Μονιάσα της Ρουμανίας. Στη Ρουμανία η αγωνίστρια Τασούλα παντρεύτηκε τον Ανθυπολοχαγό του ΔΣΕ Κώστα Κεφαλέλη και απόχτησαν δυο κόρες. Ο άντρας της έφυγε από τη ζωή το 1974 στη Ρουμανία και η ίδια επαναπατρίστηκε το 1988 και έζησε με τις κόρες της στη Θεσσαλονίκη, μέχρι το θάνατό της το 2000.
Στο βιβλίο της «Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου» η Τασούλα Κεφαλέλη περιγράφει κυρίως τη μαραθώνια πορεία, από το Τρίγωνο του Έβρου μέχρι το Γράμμο και το Βίτσι, ενώ αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια και στα χρόνια της πολιτικής προσφυγιάς, στη Ρουμανία.
Η μικρή το δέμας αγωνίστρια με την ατσαλένια δύναμη και αντοχή που αντλούσε από την πίστη στα υπέροχα ιδανικά και τις ιδέες που υπερασπίστηκε ο τίμιος και δίκαιος αγώνας του ΔΣΕ, περιγράφει με έναν ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο όσα έζησε και είδε. Με όλη την ορμή και τον ενθουσιασμό των 17 χρόνων της, η Τασούλα Κεφαλέλη δεν χάνει το χιούμορ της μπροστά και στη μεγαλύτερη δυσκολία, δεν ωραιοποιεί καταστάσεις, δεν διστάζει να εκφραστεί κριτικά, αλλά και να διεκδικήσει ίσα δικαιώματα με τους άντρες μαχητές.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στις λίγες σελίδες του βιβλίου που παραθέτει σήμερα η στήλη, χωράνε μαζί και ξεδιπλώνονται το μεγαλείο των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ και οι σκληρές συνθήκες του αγώνα τους, η ομορφιά του φυσικού τοπίου, η χαρά κι ο ανείπωτος πόνος, η πείνα, ο έρωτας, το τραγούδι, ο θάνατος. Στιγμές που έζησε και μεταφέρει στις νεότερες γενιές η μαχήτρια του ΔΣΕ Τασούλα Κεφαλέλη, «όχι βέβαια για να αγαπήσουν ή να ζηλέψουν τον πόλεμο, αλλά για να τον μισήσουν με όλη τη δύναμη της καρδιάς. Να έχουν πάντα αγάπη για όλους τους ανθρώπους της γης, μαύρους, κίτρινους, άσπρους. Όλοι το ίδιο δικαίωμα στη ζωή έχουμε», όπως γράφει η ίδια στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της.
(…)Στις αρχές του Φλεβάρη έγινε ανασυγκρότηση στα τμήματα και πήραμε δρόμο για τη Δράμα. Εκεί καθίσαμε πιο πολύ. Ήταν πολύ κακοκαιρία. Σε όλη μας τη διαδρομή δεν βαδίζαμε συνέχεια. Ξεκουραζόμασταν και πάλι από την αρχή. Βλέπω τις νύχτες της ξεκούρασης πολλές φορές στον ύπνο μου, ακόμη και τώρα. Μας ξυπνούσαν για το φαγητό, γιατί τότε ήταν έτοιμο.
Είχαμε έναν ταγματάρχη, δεν θυμάμαι καλά το όνομά του, μάλλον Μεσηνέζης, αλλά θυμάμαι τη φωνή του που μας ξυπνούσε με τα ζεστά λόγια: «Άντε λεβέντες, ώρα για φαγητό. Εγώ θέλω λίγη πορεία, καλό φαγητό να τρώτε ,και γεροί στη μάχη να είσαστε». Μετά λέγεται ότι ο ταγματάρχης επέστρεφε στα τμήματα του Έβρου. Εμείς τραβήξαμε το δρόμο μας μαζί με τον επίτροπο Φώτη. Ευτυχώς ήταν ένας άνθρωπος με πολύ καλαμπούρι. Ήξερε πότε και που ταιριάζουν οι κουβέντες, τα αστεία. Ήταν ψηλός, λεβέντης πάνω στα καλύτερα νιάτα του, και τολμηρός στη μάχη.
Όταν σταματούσαμε κάπου για ξεκούραση και θέλαμε να ανάψουμε φωτιά, δεν τα καταφέρναμε πάντα. Κατά προτίμηση, οι ομαδάρχες έπρεπε να την ανάψουν. Δεν τα καταφέρνανε όμως πάντα, γιατί τα ξύλα ήταν βρεγμένα. Τότε ο επίτροπός μας ερχόταν γελαστός και άρχιζε: «Ε, τι γίνεται, δεν ανάβει, δε θέλει; Ε πώς να ανάψει, σου έτυχε να χαϊδέψεις πισινό τσιγγάνου; Κάνε στην άκρη». Και με το πρώτο σπίρτο την άναβε.
Εδώ δεν θέλω να με παρεξηγήσει κανείς έτσι όπως τα γράφω. Θέλω να διαβάζονται όπως ακριβώς γινόντουσαν, όπως λέει και το τραγούδι:
Η αγάπη θέλει φίλημα
Ο πόλεμος τραγούδι
Μαζί και καλαμπούρι.
Ίσως έτσι φεύγουν οι σκέψεις μακριά από τα μυαλά των ανταρτών στις δύσκολες στιγμές. Σαν ομαδάρχισσα, είχα για σκοπευτές δυο παλικάρια από τη Λευκίμη. Τον Ξανθούλη και τον Φωτιά. Ήσαν δυο καλοί φίλοι. Ο Ξανθούλης είχε τα μπροστινά δόντια του βγαλμένα από το ξύλο που έφαγε στη φυλακή. Καλόκαρδος με όλους, νοιαζόταν και βοηθούσε όταν ήταν ανάγκη. Ο δε Φωτιάς ήταν χωρίς σημάδια από βασανιστήρια.
Ποιος ξέρει, δεν τον πετύχανε καλά. Τους ξέφυγε. Και οι δυο τους ήσαν αρραβωνιασμένοι, αλλά δεν ήξεραν που βρίσκονται οι κοπέλες τους. Μιλούσαν με τόση αγάπη και τρυφερότητα γι’ αυτές.
«Που να είναι άραγε… ;» έλεγαν συνέχεια. Δεν μπορούσαν να ξέρουν, γιατί όταν ήσαν αυτοί στη φυλακή, οι κοπέλες τους βγήκαν στο βουνό. Ο Ξανθούλης είχε ακούσει κάτι, ίσως έφυγε η κοπέλα του για το βουνό με τμήματα για κάτω. Έλεγε: «Όλη η Ελλάδα είναι δική μας». Ο Φωτιάς όμως δεν ήξερε τίποτα.
Μετά από πολλές δυσκολίες, που δεν μπορώ να τις ξεχάσω, ανεβαίναμε τα βουνά της Ροδόπης, σκεπασμένα με πολύ χιόνι, και γλιστρούσαμε φορώντας στα πόδια μας τα γνωστά και παραδοσιακά για την εποχή μας λαστιχένια παπούτσια. Έτσι κάναμε ένα βήμα εμπρός και πέντε πίσω, αντί τα τρία πίσω όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Τα παλικάρια, αφού βγήκαν πρώτα στην κορυφή του βουνού, άφησαν τα πράγματα τους και ήρθαν πίσω για να μας βοηθήσουν. Πράγματι είχαμε κοπεί από την κούραση. Η λύπη του Ξανθούλη εύκολα διαφαίνονταν από τα ζεστά, στοργικά και ανήσυχα λόγια του: «Ψυχούλες τυραννισμένες, άραγε προσέχει κανείς και τη δικιά μου αγάπη να μην κουράζεται τόσο;» Έβγαζε λίγο ψωμάκι και μας έδινε στο χέρι για να μπορούμε να βαδίσουμε. Πράγματι, αμέσως παίρναμε δυνάμεις, λες και βάζαμε βενζίνη στη μηχανή.
Από την άλλη μεριά της Ροδόπης δεν υπήρχαν χιόνια. Είχε λιακάδα. Για να φτάσω πιο γρήγορα, γιατί φοβόμουν την κατηφόρα και το πέσιμο, πήρα το όπλο στην αγκαλιά και κάθισα κάτω, και γλιστρώντας κατέβηκα πιο γρήγορα. Λες και ήταν άλλος καιρός ή άλλος Θεός εκεί κάτω και δεν υπήρχε χιόνι. Ήταν μια ανοιξιάτικη λιακάδα.
Αφού φτάσαμε όλοι χαρούμενοι που γλιτώσαμε από τα χιόνια, άλλοι κάθισαν για λίγη ξεκούραση κα άλλοι συζητούσαν. Ο καθένας με τα δικά του. Εμείς πιαστήκαμε στο χορό, μαζί με όλο το βάρος που είχαμε στην πλάτη, κι αυτό, για να μας είναι πιο εύκολο για το ξεκίνημα, για το επόμενο βάδισμα που έπρεπε να κάνουμε μέχρι το πρώτο χωριό που βρίσκαμε. Τα χωριά που συναντούσαμε ήσαν τούρκικα, Πομακοχώρια τα λέγαμε. Μας καλοδέχτηκαν στα σπίτια τους, μας δώσανε φαγητό, το ψωμάκι ψημένο μέσα στη στάχτη όπως ψήνανε και τις πατάτες. Πόση νοστιμιά νοιώθαμε στο στόμα μας. Το ζεστό φαγητό και ψωμί δεν μας έλειψε. Ίσως γιατί απ τα χωριά αυτά ήσαν πολλοί στο ΔΣΕ. Ήξεραν καλά την αποστολή μας και μας τραγουδούσαν:
άντε τσιφτσιλέρ νταϊμά ιλερί
μπιλίν ντουνιά τεμελί…*
κι εμείς παίρναμε πιο πολύ κουράγιο, και το ‘λεγε η ψυχή μας πως όλοι μαζί, πιασμένοι χέρι – χέρι, θα πετύχουμε την επανάσταση. Με όλη την υποδοχή που μας κάνανε, και τη ζεστή φιλοξενία, δεν ήμασταν για καθισιό. Έπρεπε να φύγουμε γιατί άλλος ήταν ο προορισμός μας.
Αφού περάσαμε πολλά χωριά, βουνά, ποτάμια μικρά και μεγάλα, φτάσαμε στην περιοχή της Δράμας. Βρήκαμε πολλά και μεγάλα καλύβια, καλοχτισμένα, λες και ήταν σε σχέδιο πόλης. Σαν ξενοδοχεία. Μέσα μου θαύμαζα με τι μεράκι τα είχανε φτιάξει.
Δεν πέρασαν δυο μέρες, και να, φτάνει άλλη αποστολή. Οι κοπέλες είχαν δικά τους καλύβια. Δεν μας πείραζε αυτό, ούτε φοβόμαστε μη χάσουμε τις ομάδες, γιατί ο κάθε λόχος και κάθε διμοιρία ήσαν κοντά-κοντά.
Μια μέρα, εκεί που καθόμαστε δίπλα στη φωτιά, να και οι καινούργιες κοπέλες που μόλις φτάσανε. Όταν σμίγανε δυο τμήματα ή πιο πολλά, πάντα τρέχαμε να δούμε μήπως και αναγνωρίσουμε κανένα δικό μας άνθρωπο ή μάθουμε νέα από τους δικούς μας.
Αυτή τη φορά έπρεπε εμείς να υποδεχτούμε τους καινούργιους και να απαντούμε στα ερωτήματα τους. Θυμάμαι, μια κοπέλα μας ρώτησε μήπως γνωρίζουμε κανένα Φωτιά από τη Λευκίμη. Αν γνωρίζουμε!! Δεν είχα την υπομονή να τη ρωτήσω ποια είναι και τι τον έχει. Έτρεξα αμέσως στην καλύβα τους που ήταν δίπλα μας και βρήκα τον Φωτιά καθισμένο κοντά στη φωτιά. Ήταν όμως πιο πολύ καπνός παρά φλόγα, γιατί τα ξύλα ήταν υγρά. Εκεί στέγνωνε τις κάλτσες του. Γελαστός όπως πάντα, αφού του είπα με κομμένη την ανάσα πως τον ψάχνει μια κοπέλα, τίποτα δεν τον εμπόδισε, ούτε η ξυπολυσιά του, ούτε το χιόνι και η λάσπη, και νάτος στην καλύβα μας. Όταν είδε την αρραβωνιαστικιά του, την αγκάλιασε, τη γύρισε σφιχτά στην αγκαλιά του, την κοιτούσε, και τη φιλούσε. Δεν ήξερε τι έκανε. Για μια στιγμή γυρίζει, αρπάζει κι εμένα και με ρωτάει: «Ξέρεις ποια είναι; Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, η αρραβωνιαστικιά μου». Αλήθεια, πόσες τέτοιες στιγμές απέραντης χαράς μπορεί να δει κανείς στον πόλεμο; Πόσες φορές μπορείς να δακρύσεις από χαρά και πόσες από λύπη; Δεν θυμάμαι αν προλάβανε να καθίσουνε μαζί. Μια ή δυο μέρες, και ο Φωτιάς έφυγε από την περιοχή της Δράμας με το τμήμα του Διάκου. Τραβήξανε πάρα πολλά λόγω του χειμώνα.
Εμείς, μείναμε και περιμέναμε φαίνεται και άλλο τμήμα. Και νάτο, μια μέρα ήρθε. Ήταν θυμάμαι μια μέρα ηλιόλουστη, όταν ακούστηκαν τα νταούλια με τον δυνατό τους ήχο μέσα στα έλατα να υποδέχονται τους καινούργιους. Ήμουνα στην καλύβα, μάλλον κοιμόμουν, και είδα ένα όνειρο που δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ.
Έβλεπα στον ύπνο μου πως παντρευόμουν ντυμένη με μαύρο φουστάνι και τα ‘βαζα με τα πεθερικά μου. Τους έλεγα πως: «Όλες οι νύφες φοράνε κόκκινο φουστάνι και κόκκινο πέπλο. Εγώ γιατί να φορέσω μαύρο;» και ταραγμένη ξύπνησα. Στα δικά μας χωριά τότε, έτσι ντυνόντουσαν οι νύφες, στα κόκκινα, και τα φορούσαν σαράντα μέ-ρες.
Έτρεξα κι εγώ να μάθω από πού έρχεται το τμήμα, και αντίκρισα πρόσωπα γνωστά. Είδα συμμαχητές του αρραβωνιαστικού μου. Περί μένα με τόση λαχτάρα να τελειώσει η φάλαγγα. Τεντωνόμουνα, τεντωνόμουνα, κι όλο έβλεπα πίσω και πιο πίσω. Δυστυχώς η φάλαγγα τελείωσε. Οι γνωστοί μου με έβλεπαν, και σαν να δυσκολεύονταν να με αντικρίσουν. Με αποφεύγανε. Πριν προλάβω να τους δω, αυτοί αλλάζανε χρώμα και καθόντουσαν όσο μπορούσαν πιο μακριά από μένα. «Μπα, παράξενα με κοιτάνε». Το αίμα μου μες στις φλέβες μου παγώνει.
Υποψιάζομαι. Λείπει ο Μητσάκος μου. Δεν βρίσκω το κουράγιο να ρωτήσω κανέναν τι έγινε. Ούτε τον αδελφό του, Χρήστο Παπαδόπουλο, τολμούσα. Ένιωσα ότι όλα μαύρισαν γύρω μου. Κάτι έπιασε το αυτί μου όταν ο αδελφός του μιλούσε σ’ έναν κοντοχωριανό μας. Όμως του μιλούσε στα τούρκικα. Του είπε πως ο αδελφός του σκοτώθηκε. Ο Μητσάκος μου έπεσε στη μάχη, δίπλα στο χωριό μας, μέσα στον κάμπο από σφαίρες των ΜΑΥδων. Κλάψαμε. Συλλογιζόμουνα, δάκρυα χαράς με το Φωτιά πριν λίγες μέρες, αλλά ήσαν δάκρυα ζεστασιάς. Τώρα… είναι το δάκρυ σκοτεινιάς. Το δάκρυ παγωμένης καρδιάς. Ε, αγαπητέ μου αναγνώστη και μελλοντικές γενιές, οι άνθρωποι να ξέρετε ότι κλαίνε πολλές φορές, το ανθρώπινο μάτι όμως δακρύζει. Αυτό το δάκρυ της λύπης όμως καίει σαν φωτιά όπου κυλήσει. Τα μάτια δεν μπορούν εύκολα να γελάσουν, δεν μπορείς εύκολα να τα κάνεις γελαστά.
Ο πόλεμος όμως δεν γίνεται χωρίς θυσίες, όπως δεν υπάρχει γέννα χωρίς αίμα. Ο αγώνας συνεχίζεται. Η ζωή μας κυλάει, έχει τη συνέχειά της. Τον Απρίλη είχαμε εκκαθαριστικές, ενώ στη Δράμα σφυροκοπούσε η αεροπορία. Τι πυροβολικά, τι πολυβόλα μικρά και μεγάλα. Όλα μπήκαν σε δράση, λες και άνοιγαν τα βουνά να κλείσουν τα πάντα στην αγκαλιά τους. Βογκούσε η φύση. Πονούσε. Κομμάτια χώματος πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Άλλα κομμάτια σκορπούσαν στον ουρανό σαν ομπρέλες από οβίδες. Ύστερα από πολύωρη μάχη έχουμε άλλες στιγμές, άλλα ιστορήματα. Μέσα στη μάχη μας φέρανε και άρβυλα. Άλλοι έτρεχαν για επίθεση και άλλοι έσερναν τα άρβυλα για να προλάβουν τους ξυπόλυτους… Αφού φορέσαμε πια καινούργια αρβυλάκια, λες και τα πόδια μας ανταποδίδανε τη χαρά τους, και τρέχαμε, τρέχαμε προς τα εμπρός. Αλλάξαμε θέσεις.
Νωρίτερα, το απογευματάκι, δυο συναγωνίστριες φαίνεται πως πήγαιναν προς νερού τους. Ήσαν η Θανασία και η Χαρίκλεια. Όταν μιλούσαν και γελούσαν, ακούγονταν σε μεγάλες αποστάσεις. Ξεθαρρεμένες από τη νίκη της μάχης, δεν θα πίστευαν ότι κάποιο τμήμα του εχθρού μπορεί να είναι πολύ κοντά μας. Όπως βάδιζαν αμέριμνες και γελούσαν, μπροστά τους σ’ ένα μικρό λοφάκι, είδαν ξαφνικά το σκοπό του εχθρού να τους κάνει νόημα να μιλάνε πιο σιγά και να αλλάξουν δρόμο.
Είπα πολλές φορές μέσα μου, ποιος μπορεί να ξέρει ο ευγενικός πατριώτης φαντάρος πόση καλοσύνη να έχει μέσα του. Σίγουρα του ‘λεγε η καρδιά του πως δεν φταίνε ούτε οι κοπέλες ούτε αυτός ο ίδιος που είχε την ‘τύχη’ να τις ανταμώσει στα βουνά της Δράμας. Τι να χωρίζανε; Τα βουνά, τα δάση, το κελάηδημα των πουλιών ή τις βροχές που κάθε τόσο μας ποτίζανε μέχρι το κόκαλο; Ασφαλώς τίποτα απ’ όλα αυτά. Άλλοι φέρνουν την ευθύνη. Πού καιρός για συλλογισμό.
Βράδιασε και ξανάρχισε η μάχη. Αυτή τη φορά έχουμε άλλο περιστατικό. Μέσα στη νύχτα η μάχη, μόνο που τώρα έλειπε η αεροπορία και ο τρομερός θόρυβος που κάνανε τα αεροπλάνα που ερχόντουσαν ανά δεκάδες και τότε ο κρότος των οβίδων ακουγόταν πιο ελαφρύς. Ο αντίλαλος των πολυβόλων σκορπούσε το θάνατο μέσα στο σκοτάδι. Προχωρούσε μια από τις ομάδες της διμοιρίας μας. Τραυματίζεται μια κοπέλα στο πόδι. Τη δένουν στα γρήγορα δυο μαχητές, τη συμβουλεύουν να κάνει κουράγιο όσο μπορεί, να αντέξει στον πόνο με κάθε θυσία μη τυχόν την ακούσουν οι άλλοι και ποιος ξέρει τι βάσανα μπορεί να περάσει.
Εμείς φεύγαμε βιαστικοί. «Κουράγιο» της λέγαμε όλοι, «και το όπλο σου είναι εδώ, δίπλα σου». Οι αντάρτες προχωράνε. Δίπλα στην συναγωνίστριά μας όμως μείνανε σκοτωμένοι ο Δημήτρης από τους Μεταξάδες και ο Καρακώστας. Από το χωριό μου την Ελιά, χάσαμε δυο αγωνιστές, τον Βασίλη Καφά και τον Κώστα Ζησίδη (Καρακώστα), που ήσαν δυο καλοί φίλοι και μείνανε για πάντα μαζί στα βουνά της Δράμας. Μετά από αυτή τη μάχη ξεκουραστήκαμε καλά. Είχαμε δυο αξιωματικούς, το λοχαγό Λεβεντογιάννη που το όνομά του ταίριαζε πάρα πολύ, γιατί πραγματικά ήταν λεβέντης, και τον διμοιρίτη μας τον Αλέκο Αβτζή από τον Ίασμο της Κομοτηνής που ήταν γεμάτος καλοσύνη και παλικαριά. Οι δυο τους ήσαν από τους πρώτους εκπαιδευμένους αξιωματικούς που γνωρίσαμε στη Δράμα και τους καμαρώναμε αληθινά. Περάσαμε δυσκολίες πολλές.
Όταν όμως ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ξέρει γιατί παλεύει, αντέχει πολύ και πάντα βρίσκει το κουράγιο, τη δύναμη να γελάσει, να χορέψει, ακόμη και να τραγουδήσει. Κάποια άλλη μέρα, σε μια μάχη της Δράμας, πέσαμε πάνω σε παρατημένα λάφυρα. Αυτή τη φορά βρήκαμε ένα σωρό ψωμιά, κουραμάνες όπως τις λέγαμε, και γελούσαμε. Ακόμη βρήκαμε μπόλικες κονσέρβες, άλλες ανοιχτές και άλλες μισοφαγωμένες. Φαίνεται πως μερικοί δεν προλάβανε ούτε να δοκιμάσουν. Βρήκαμε πιρούνια και κουτάλια σπασμένα, να τους λείπει η ουρά, δεμένα όμως με ένα ξυλαράκι, με λίγο συρματάκι που σίγουρα απεικονίζανε και τα βάσανα των φαντάρων. Σκύψαμε, ακούσαμε όλοι μας τον καινούργιο μας διμοιρίτη που με τόση αγάπη μας μίλησε για να μας προφυλάξει από κάθε κακό που μπορούσε να μας βρει. «Παιδιά, δεν θα φάμε. Μήπως τυχόν είναι δηλητηριασμένα, μήπως πάθουμε κάτι. Ξέρω ότι όλοι μας πεινάμε. Ας κάνουμε όμως πως δεν έχουμε δει τίποτα από τούτη την πραμάτεια». Πραγματικά, ούτε ένας δεν αντέδρασε. Τα ποδοπατήσαμε και τα αφήσαμε σαν να μην είδαμε τίποτα. Ύστερα από τόσες δυσκολίες και δοκιμασίες, ησύχασε ο τόπος από βρόντους και θάματα. Γαλήνεψε ο τόπος και ξανάρχισε το γλυκό κελάηδημα των πουλιών. Τι να μας έλεγαν με τις ζωηρές φωνούλες τους; «Τι μας κάνατε κι εμάς εσείς οι άνθρωποι. Γιατί καίτε τα πάντα και μας κάνετε να τρέχουμε και να αφήνουμε τις φωλιές μας; Τι σας κάναμε; Τι σας πειράζει το γλυκό μας κελάηδημα;»
Είναι τρομερό να προσπαθεί να απολογηθεί κανείς μπροστά στις ομορφιές της φύσης. Όσο άγρια και άπονα και αν ήσαν τα βουνά της Δράμας το χειμώνα, άλλο τόσο όμορφα έγιναν την άνοιξη, ντυμένα στην καταπράσινη φορεσιά τους. Βλέπαμε κάπου-κάπου και κανένα ανθισμένο δεντράκι. Κι εμείς ερημώσαμε μαζί με τη φύση.
Πήραμε ήρεμα ο καθένας την αποστολή του, το κάθε τάγμα και τον τομέα του. Το δικό μας τάγμα είχε διάταξη μπροστά στους Παπάδες, πιο κοντά στον εχθρό. Έτυχε πρώτη να είναι η δίκιά μας ομάδα, ένα προχωρημένο φυλάκιο. Φτάσαμε στους δώδεκα, συμπληρωμένη ομάδα, και κοπέλα μόνο εγώ. Δύσκολη είναι η αποστολή μας, και μακριά από τους υπόλοιπους. Λόγω βαρυχειμωνιάς, ήταν ακόμη πιο δύσκολη η τροφοδοσία μας. Στην πείνα δεν αντέχαμε και πολύ. Δεν είναι ντροπή να τα λέμε, γιατί αυτές οι δυσκολίες της πείνας και της κακοκαιρίας ανάγκασαν πολλούς να φύγουν, να μας εγκαταλείψουν. Μείναμε μόνο τρεις: ο ομαδάρχης, ο σκοπευτής, κι εγώ. Και τότε… ήσαν οι πιο δύσκολες στιγμές που μας κάνανε να είμαστε πιο περήφανοι, πιο δυνατοί και πιο αποφασισμένοι.
(…)Όσο και να καλαμπουρίζαμε, η αλήθεια είναι μια. Αυτές οι συνθήκες είναι δύσκολες για τις κοπέλες. Όχι ότι δεν αντέχουν στο μακρύ δρόμο ή στο πολύ κρύο. Όχι… Ίσως αντέχαμε και πιο πολύ από τους άντρες, ακόμη και στην πείνα, γιατί είδα παιδιά να πέφτουν κάτω χάνοντας τις δυνάμεις τους. Δεν ξέρω, δεν πρέπει να είδα το ίδιο και στις γυναίκες.
Εκείνα που ήταν δύσκολα για μας τις γυναίκες, ήσαν οι φυσικές δυσκολίες. Γιατί ο άντρας μπορούσε να κατουρήσει και βαδίζοντας που λέει ο λόγος, ενώ η κοπέλα έπρεπε να σκεφτεί, να βρει και χώρο, να έχει και χρόνο.
Θυμάμαι μια μέρα, όπως βαδίζαμε στα βουνά της Κομοτηνής, θέλαμε περίπου μισή ώρα να φτάσουμε σε ένα χωριό, είπαν να καθίσουμε λιγάκι για ξεκούραση. Να και η ευκαιρία για τις κοπέλες. Ξεχύθηκαν στα μικρά χαμόκλαδα, να κρύβονται εδώ κι εκεί, να προλάβουν να ξαλαφρώσουν από το περίσσιο βάρος τους. Η φάλαγγα όμως ξανασηκώθηκε πάλι για δρόμο, και οι καημένες κατακουρασμένες και λαχανιασμένες, έτρεχαν να τους φτάσουν χωρίς καν να ξεκουραστούν, αλλά και το βασικότερο, χωρίς να προλάβουν να κατουρήσουν. Τις λυπήθηκα, είναι αλήθεια, και γρήγορα το γύρισα στο αστείο λέγοντάς τους: «Ε… ε… πολεμάμε για ίσα δικαιώματα με τους άντρες, θέλουμε ίσες αμοιβές στην κοινωνική ζωή, και εμείς δεν έχουμε δικαίωμα ούτε φυσικής ανάγκης. Μυαλό που το ‘χουμε… Πρώτα πρέπει να πετύχουμε δικαιώματα από τους συναγωνιστές μας, και μετά τόσα άλλα». Είχα πάρει φόρα. Και δεν πρόσεξα πως κάπου εκεί κοντά μου ήταν ο επιτελάρχης του τάγματος. Τον είδα δυστυχώς όταν τελείωσα όλο το μονόλογό μου. Εκείνος με κοιτούσε γελαστός, χωρίς να μου πει τίποτε. Αλλά κι εγώ δεν του είπα τίποτε.
Το πρωί όμως, όταν βγήκαμε για αναφορά, με φώναξε ο επίτροπος και με ρώτησε τι είπα πάλι χθες, γιατί ήξερε ο άνθρωπος ότι εγώ μιλάω μόνο όταν νιώθω κάτι ή όταν δεν μου αρέσει κάτι. Ήξερε επίσης τι είπα, γιατί φαίνεται πως τα συζητήσανε με τον επιτελάρχη, αλλά ήθελε να ακούσει κι εμένα για να γελάσει πιο πολύ. Αφού άκουσε υπομονετικά, είπε: «ΜΑΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙΣ για τη μη πρόβλεψή μας σ’ ένα πολύ σοβαρό ζήτημα για τις συναγωνίστριές μας. Τα παραλείψαμε φαίνεται, γιατί τις βλέπουμε με την αντρική τους δύναμη και αντοχή. Έτσι είπαμε ότι έχουμε μόνο άντρες, και μας ξέφυγε ειλικρινά ίσως το πιο ευαίσθητο σημείο».(…)
*Εμπρός αγρότες ενωμένοι είστε το θεμέλιο του κόσμου.
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback