Σίλβιο Μπερλουσκόνι – Ένας ευρωπαίος πρόδρομος του Τραμπ
Από τους πρώτους ηγέτες που κατάργησαν τόσο άμεσα την διαμεσολάβηση μεταξύ αστών και πολιτικού προσωπικού, μοιράζεται με τον σημερινό Αμερικανό πρόεδρο παρόμοιες σεξιστικές απόψεις και συμπεριφορές, όπως και το εύπεπτο λαϊκίστικο στιλ της συνθηματολογίας του.
Είχε την “ατυχία” να γεννηθεί στην Ιταλία, αλλιώς θα μπορούσε να έχει αναδειχθεί μέχρι και σε πλανητάρχης, τουλάχιστον όμως μπορεί να πει κανείς ότι υπήρξε ένα είδος “προδρόμου” του φαινομένου Τραμπ. Από τους πρώτους ηγέτες που κατάργησαν τόσο άμεσα την διαμεσολάβηση μεταξύ αστών και πολιτικού προσωπικού, μοιράζεται με τον σημερινό Αμερικανό πρόεδρο παρόμοιες σεξιστικές απόψεις και συμπεριφορές, όπως και το εύπεπτο λαϊκίστικο στιλ της συνθηματολογίας του. Μπορεί το άστρο του να φαίνεται οριστικά πια να τείνει στη δύση του, δεν μπορεί όμως να μην αναγνωρίσει κανείς ότι οι αλλεπάλληλες επιστροφές του έστω κι ως δευτεραγωνιστή στην πολιτική σκήνη της γείτονος είναι εντυπωσιακή, μετά από τη σωρεία δικαστικών περιπετειών και σκανδάλων που αντιμετώπισε τα τελευταία χρόνια και δείγμα ενός γενικότερου αδιεξόδου του αστικού πολιτικού σκηνικού στη χώρα.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1936 σε μικροαστική οικογένεια του Μιλάνου. Σπούδασε νομικά και ως νεαρός έκανε διάφορες δουλειές, μεταξύ των οποίων κι εκείνη του τραγουδιστή κι ανιματέρ σε κρουαζιερόπλοια. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα στο χώρο των ακινήτων, κατορθώνοντας να συγκεντρώσει σημαντική περιουσία ως τη δεκαετία του ’70. Αγόρασε την υπηρεσία συνδρομητικής τηλεόρασης Τελεμιλάνο το 1976 (τοπικής εμβέλειας στο Μιλάνο) και το 1980 δημιούργησε με βάση αυτή το Canale 5, τον πρώτο ιδωτικό τηλεοπτικό σταθμό πανιταλικής εμβέλειας, κι ως τα τέλη της δεκαετίας οι σταθμοί του είχαν κατακλύσει τις συχνότητες της Ιταλίας. Στο μεταξύ η επιχειρηματική του αυτοκρατορία έφτασε να περιλαμβάνει εκτός από κανάλια, εκδοτικούς οίκους, κινηματογράφους, εκδοτικούς οίκους και την ποδοσφαιρική ομάδα της Μίλαν, μεταξύ πολλών άλλων.
Για πολλά χρόνια η εμπλοκή του στην πολιτική ήταν έμμεση, στηρίζοντας θερμά τον σοσιαλιστή ηγέτη και πρωθυπουργό Μπετίνο Κράξι, που με τη σειρά του διευκόλυνε πολύ νομοθετικά την εξάπλωση του μιντιακού ομίλου του Μπερλουσκόνι. Ο Ιταλός επιχειρηματίας όχι μόνο κατόρθωσε να βγει αλώβητος από την υπόθεση “Καθαρά χέρια”, που με τις διαδοχικές αποκαλύψεις σκανδάλων και δωροδοκιών έθεσε τέλος στην Α’ ιταλική δημοκρατία, αναγκάζοντας τον Κράξι να διαφύγει στην Τυνησία για να γλιτώσει τη φυλακή, αλλά εμφανίστηκε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο ως “άφθαρτος” και “ανανεωτής”. Το 1994 ιδρύει τη Φόρτσα Ιτάλια, ένα κεντροδεξιό πολιτικό κόμμα, αντιμετωπίζει όμως προβλήματα με τη δικαιοσύνη για απάτη και διαφθορά, παρότι οι καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος του αργότερα θα αναιρεθούν, ενώ παράλληλα η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση. Ο Μπερλουσκόνι κατορθώνει παρόλαυτα να παραμείνει ηγέτης της Φόρτσα Ιτάλια, κερδίζοντας τις εκλογές του 2001.
Η δεύτερη θητεία του σημαδεύεται από την ενεργό εμπλοκή της Ιταλίας στον πόλεμο του Ιράκ, κάτι που προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στον ιταλικό λαό, ενώ και η οικονομική του πολιτική ξεσήκωσε αντιδράσεις. Κατόρθωσε μετά τα άσχημα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του 2005 να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη ουλή, έχασε όμως τις εκλογές του 2006 από την κεντροαριστερά του Ρομάνο Πρόντι. Ο Μπερλουσκόνι προσέφυγε μάταια στα δικαστήρια αμφισβητώντας το αποτέλεσμα, επέστρεψε όμως μόλις δυο χρόνια αργότερα στον πρωθυπουργικό θώκο μετά τις εκλογές που ακολούθησαν την παραίτηση Πρόντι, ως επικεφαλής του νεοσύστατου κόμματος “Ο λαός της Ελευθερίας”.
Το 2010 ήρθε αντιμέτωπος με το λεγόμενο “Ρούμπιγκειτ”, δηλαδή την εμπλοκή του στα διαβόητα πάρτι “μπούνγκα-μπούνγκα”, με συμμετοχή της ανήλικης τότε μαροκινής ιερόδουλης Ρούμπι. Παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει νέες δικαστικές διώξεις φοροαπάτης και διαφθοράς μετά την άρση της ασυλίας του από το Συνταγματικό δικαστήριο. Την ίδια περίοδο, η ιταλική οικονομία άρχισε να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα της κρίσης στην ευρωζώνη, κάτι που προσωρινά ωστόσο ενίσχυσε τη δημοφιλία του, όταν το 2011 ήρθε σε δημόσια αντιπαράθεση με την Άνγκελα Μέρκελ και το Νικολά Σαρκοζί, όταν εκείνοι δημόσια εξέφρασαν τις αμφιβολίες τους για την ικανότητα του Μπερλουσκόνι να περάσει τις απαραίτητες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Στις 8 Νοέμβρη του ίδιου έτους, απέτυχε να περάσει το σχέδιο προϋπολογισμού από τη βουλή, κάτι που σήμανε την παραίτησή του λίγες μέρες αργότερα, με τον όρο να υπερψηφιστεί τελικά το σχέδιο, που περιείχε σημαντικά αντιλαϊκά μέτρα προς όφελος της ιταλικής άρχουσας τάξης.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια ο Μπερλουσκόνι απασχόλησε τα ιταλικά ΜΜΕ κυρίως με τις συνεχιζόμενες δίκες του, κατόρθωσε όμως παρόλαυτα να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ρυθμιστή και στην αντιπολίτευση, σε μια περίοδο μεγάλης αστάθειας και συνεχών αλλαγών κυβερνήσεων στην Ιταλία. Το 2013 σηματοδότησε την πρώτη του τελεσίδικη καταδίκη (για φοροδιαφυγή) μετά από 12 απόπειρες δικαστικών διώξεων. Πέρα από τη μειωμένη ποινή του ενός έτους, του επιβλήθηκε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για πέντε χρόνια. Μολονότι η συγκεκριμένη ποινή βρισκόταν υπό πιθανή αίρεση από άλλο δικαστήριο, ο Μπερλουσκόνι τελικά εκδιώχθηκε από τη γερουσία, κάτι που επέφερε άρση ασυλίας και απαγόρευση έξι ετών της κατοχής δημόσιου αξιώματος.
Παρόλαυτα ο Μπερλουσκόνι συνέχισε να είναι ηγέτης της Φόρτσα Ιτάλια (όπως στο μεταξύ είχε επαναβαπτίσει το κόμμα του) και συνέβαλε στην ήττα του Ματέο Ρέντσι στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση το Δεκέμβρη του 2016, οδηγώντας σε παραίτηση του πρωθυπουργού και ανάληψη της εξουσίας από τον Πάολο Τζεντιλόνι ως τις πρόσφατες εκλογές του 2018.
Σε αυτή την αναμέτρηση η συμμαχία του Μπερλουσκόνι, στην οποία συμμετείχε και η Λέγκα του Βορρά, ήρθε πρώτη πριν το κίνημα 5 αστέρων, ωστόσο το αδιέξοδο στο σχηματισμό κυβέρνησης τον ανάγκασε να επιτρέψει στη Λέγκα να έρθει σε διαπραγματεύσεις με το κίνημα 5 αστέρων, οδηγώντας στο σχηματισμό της σημερινής ιταλικής κυβέρνησης. Την ίδια περίοδο, το εφετείο του Μιλάνου ήρε την απαγόρευση ανάδειξής του σε δημόσιο αξίωμα. Παράλληλα, ο Καβαλιέρε, όπως είναι το παρατσούκλι που το δόθηκε από τον αθλητικογράφο Τζοβάνι Μπρέρα λόγω του βραβείου που είχε απονεμηθεί στον Μπερλουσκόνι το 1977 από τον τότε πρόεδρο της ιταλικής δημοκρατίας (Ιππότης της Εργασίας), φαίνεται να επανέρχεται και στο χώρο του ποδοσφαίρου, εξαγοράζοντας την ομάδα της γ’ εθνικής Μόντσα, δυο χρόνια μετά την πώληση της Μίλαν σε Ταϊλανδό επιχειρηματία.