Σπύρος Μαρκεζίνης – Ο “θαυμαστής” του Λένιν που συνεργάστηκε με τη χούντα
Χωρίς ποτέ να έχει υπάρξει πολιτικός πρωταγωνιστής προδικτατορικά, ήταν παρών σε όλες τις μεταπολεμικές εκλογικές αναμετρήσεις, υπηρετώντας σε υπουργικούς θώκους και αποτελώντας έναν από τους στυλοβάτες του ελληνικού “οικονομικού θαύματος”, προς όφελος της εγχώριας αστικής τάξης.
Από όλους τους εκπροσώπους του παλιού αστικού πολιτικού κόσμου που δέχτηκαν να συνεργαστούν με τη χούντα των συνταγματάρχων, το όνομα του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη σίγουρα ήταν ήδη από εκείνη την εποχή το γνωστότερο, λόγος εξάλλου που τον καθιστούσε κατάλληλο για την απόπειρα πολιτικοποίησης του καθεστώτος με τον ίδιο ως πρωθυπουργό. Χωρίς ποτέ να έχει υπάρξει πολιτικός πρωταγωνιστής προδικτατορικά, ήταν παρών σε όλες τις μεταπολεμικές εκλογικές αναμετρήσεις, υπηρετώντας σε υπουργικούς θώκους και αποτελώντας έναν από τους στυλοβάτες του ελληνικού “οικονομικού θαύματος”, προς όφελος της εγχώριας αστικής τάξης, σπλάχνο από τα σπλάχνα της οποίας υπήρξε.
Ήρθε στον κόσμο στις 9 Απρίλη 1909 και η οικογένειά του ήταν ενετικής καταγωγής και με μακροχρόνια πολιτική παράδοση. Ακολούθησε τα χνάρια του νομικού πατέρα του και από το 1930 εργάστηκε ως δικηγόρος, αναπτύσσοντας ιδιαίτερους δεσμούς με μεγάλες επιχειρήσεις για λογαριασμό των οποίων εργαζόταν. Από το 1936 ως και το 1946 κι εξής υπήρξε νομικός σύμβουλος του Βασιλέα Γεωργίου Β’, χωρίς να αναπτύξει αντιστασιακή δράση στην Κατοχή. Η οργάνωση «Δεσμός» του έκπτωτου τότε αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, στην οποία συμμετείχε ο Μαρκεζίνης, ήταν απλώς ένας τρόπος για να διατηρηθεί δίαυλος επικοινωνίας με το βασιλιά που βρισκόταν στη Μέση Ανατολή. Εξαργυρώνοντας τη σχέση του με το μονάρχη, κατόρθωσε να πρωτοεκλεγεί βουλετής Κυκλάδων στις διαβλητές εκλογές του 1946, ως συνεργαζόμενος με το Λαϊκό Κόμμα. Ένα χρόνο ήρθε σε ρήξη με τους λαϊκούς, σχηματίζοντας το «Νέον Κόμμα» με μερίδα πρώην βουλευτών του ΛΚ, το οποίο παρείχε ψήφο ανοχής στην κεντρώα κυβέρνηση Σοφούλη, ενώ στις 20 Γενάρη 1949 ανέλαβε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου υπό τον ίδιο πρωθυπουργό.
Μετεμφυλιακά το «Νέον Κόμμα» σημείωσε χαμηλή επίδοση στις εκλογές του 1950 εκλέγοντας μόνο ένα βουλευτή και μάλιστα όχι τον ίδιο, λόγω εκλογικού συστήματος. Διαβλέποντας την άνοδο του Παπάγου συστρατεύτηκε μαζί του κατορθώνοντας το 1951 να εκλεγεί βουλευτής. Τον επόμενο χρόνο, με τη νίκη του Συναγερμού και του στρατάρχη ο ίδιος εκτός από βουλευτής, έγινε και υπουργός συντονισμού, χαρτοφυλάκιο που τον καθιστούσε ουσιαστικά αρμόδια για το σύνολο σχεδόν της ελληνικής οικονομίας, από τη βιομηχανία ως το εμπορικό ναυτικό.
Η οικονομική πολιτική του Μαρκεζίνη έχει αποσπάσει γενικά θετικές κριτικές από αστούς μελετητές και αναλυτές στο διάβα των δεκαετιών, κι από τη σκοπιά τους δικαίως. Τα μέτρα που έλαβε ο υπουργός Συντονισμού αποτέλεσαν πράγματι τη βάση για την εκτόξευση των οικονομικών δεικτών στην Ελλάδα, δίνοντας μεγάλες ευκαιρίες πλουτισμού στην εγχώρια και την ευρωπαϊκή ιδίως αστική τάξη. Η πολιτική λιτότητας που εφάρμοσε είχε ως αποτέλεσμα το 1953 να ψηφιστεί ο πρώτος πλεονασματικός προϋπολογισμός της μεταπολεμικής ιστορίας, ενώ ως μεγάλο επίτευγμα διαφημίστηκε η κατάργηση του δελτίου άρτου, μια δεκαετία σχεδόν μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής. Ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη έδωσε η συγχώνευση της Τράπεζας Αθηνών με την Εθνική, παρότι οι σκανδαλώδεις όροι με τους οποίους αυτή πραγματοποιήθηκε προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Το όνομα του Μαρκεζίνη ως υπουργού συνδέθηκε κυρίως ωστόσο με τη διαβόητη υποτίμηση της δραχμής το 1953, όταν και η αξία της έπεσε εν μία νυκτί κατά 50% έναντι του δολαρίου, οδηγώντας σε απόγνωση τους μικροκαταθέτες, σε έκρηξη του πληθωρισμού και μαζικές απώλειες θέσεων εργασίας. Υπήρξε όμως ιδιαίτερα ωφέλιμη για το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, σηματοδοτώντας την απελευθέρωση των εισαγωγών και την ελάφρυνση των μεγαλοοφειλετών του δημοσίου. Ο Μαρκεζίνης έλαβε και στοχευμένα μέτρα για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, με ένα νομικό πλαίσιο το οποίο με μικρές αλλαγές ίσχυσε γαι δεκαετίες. Ταξίδεψε σε μια σειρά χώρες σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, ώστε να λάβει πιστώσεις για έργα υποδομής στην Ελλάδα (ΔΕΗ, επέκταση του ηλεκτρικού κατασκευή διυλιστηρίου), σύντομα όμως ήρθε σε ρήξη με τον Παπάγο και αποχώρησε από την κυβέρνηση. Μια αιτία που έχει προταθεί για τη σύγκρουσή τους είναι η δυσαρέσκεια ΗΠΑ και Βρετανίας για την προνομιακή όπως θεωρούσαν, αντιμετώπιση του γερμανικού κεφαλαίου από τον υπουργό.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μαρκεζίνης δεν εγκατέλειψε τις πολιτικές του φιλοδοξίες ιδρύοντας το “Κόμμα των Προοδευτικών”, το οποίο, μολονότι κατόρθωσε να αποσπάσει αρκετούς βουλευτές του Συναγερμού, σημείωσε πενιχρή επίδοση στις εκλογές του 1956, μην εκλέγοντας κανένα βουλευτή. Ο Μαρκεζίνης ωστόσο διασφάλισε την πολιτική του επιβίωση συμμετέχοντας στην ΠΑΔΕ (Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωση), κατορθώνοντας να εκλεγεί βουλευτής στις κάλπες του 1958.
Αίσθηση προκάλεσε η απόφασή του, το 1959, να επισκεφθεί την ΕΣΣΔ ως πρώτος Έλληνας αστός πολιτικός, κατόπιν πρόσκλησης του Αναστάς Μικογιάν. Έχοντας ήδη ως υπουργός του Παπάγου προχωρήσει σε βελτίωση των οικονομικών σχέσεων με το σοσιαλιστικό συνασπισμό, ο Μαρκεζίνης από τότε θεωρούσε πως μια λελογισμένη αποκλιμάκωση της έντασης με την ΕΣΣΔ και τους συμμάχους της ήταν προς όφελος της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Στο επίκεντρο των προτάσεών του, τις οποίες δημοσίευσε και με σειρά άρθρων του στην “Εστία” μετά την επιστροφή του από τη Σοβιετική Ένωση, ήταν η δημιουργία μιας “απύραυλης Βαλκανικής”, με τη συμμετοχή Ελλάδας, Αλβανίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας, υπό την εγγύηση ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, χωρίς να απαιτείται η αλλαγή προσανατολισμού των χωρών αυτών σε σχέση με το ΝΑΤΟ ή το Σύμφωνο της Βαρσοβίας αντίστοιχα.
Συστρατεύθηκε προσωρινά με την Ένωση Κέντρου στις εκλογές του 1961, αρνούμενος ωστόσο να προσχωρήσει στον «ανένδοτο αγώνα» του Γεωργίου Παπανδρέου. Οι επόμενες εκλογές είχαν κακό αποτέλεσμα για τους «Προοδευτικούς», οδηγώντας τον σε συνεργασία με την ΕΡΕ, όταν και κατόρθωσε να βγει πρώτος σε σταυρούς βουλευτής της Αθήνας το 1964.
Τάχθηκε υπέρ των κυβερνήσεων αποστασίας μετά τα Ιουλιανά του 1965, με εξαίρεση εκείνη του «εαμογενούς» Ηλία Τσιριμώκου. Μετά από μια 8ετία σιωπής, επανήλθε δυναμικά ως πρωθυπουργός της «φιλελευθεροποίησης» του Παπαδόπουλου, που στόχευε σε μια ελεγχόμενη από τη χούντα μετάβαση σε ένα δημοκρατικοφανές κοινοβουλευτικό καθεστώς.
Πολύ πριν ο Σαμαράς, ο Τσακαλώτος κι άλλοι αστοί πολιτικοί εντάξουν το Λένιν στην πολιτική τους επιχειρηματολογία, ο Μαρκεζίνης δικαιολογούσε τη σύμπραξή του με τους χουντικούς, ως “ένθερμος θαυμαστής” του μεγάλου επαναστάτη, στη λογική της ΝΕΠ και της συνθήκης του Μπρεστ – Λιτόφσκ. Επέλεξε την πλειονότητα των μελών του υπουργικού συμβουλίου, ανάμεσά τους πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως ο Λάμπρος Ευταξίας και ο Νικόλαος Μομφεράτος (σύμφωνα με το Μαρκεζίνη μετά από προσωπική υπόδειξη του “εθνάρχη”), που αργότερα εκτελέστηκε από τη 17Ν. Τάχθηκε υπέρ μιας νομιμοποίησης του ΚΚΕ με αστερίσκους, με απαγόρευση συμμετοχής των κομμουνιστών και των φασιστών στις εκλογές. Όπως είναι γνωστό, σε αντίθεση με το ΚΚΕ εσωτερικού που είδε θετικές προοπτικές στο πείραμα Μαρκεζίνη, το ΚΚΕ εξαρχής κατέδειξε τον κίβδηλο χαρακτήρα του καθώς την εξαπάτηση που συνιστούσαν για το λαό οι εκλογές που είχε εξαγγείλει το καθεστώς. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και η ανατροπή του Παπαδόπουλου από την ιωαννιδική χούντα σήμαναν το τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας του Μαρκεζίνη, που παρά την ανασύσταση του κόμματος Προοδευτικών δεν κατόρθωσε να διαφύγει από το εκλογικό περιθώριο.
Έφυγε από τη ζωή στις 4 Γενάρη του 2000 στην Αθήνα. Από το συγγραφικό του έργο, ενδιαφέρον παρουσιάζει κυρίως η πολύτομη “Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρου Ελλάδος 1828 – 1964” για τις πληροφορίες και πηγές που παραθέτει, οι οποίες είναι χρήσιμες εφόσον εξετάζονται μέσα από το απαραίτητο κριτικό πρίσμα. Γιος του είναι ο γνωστός πανεπιστημιακός “σερ” Βασίλειος Μαρκεζίνης, που ειδικά τα πρώτα χρόνια της κρίσης παρουσιάζονταν συχνά – πυκνά ως “γκουρού” σε ζητήματα οικονομίας και πολιτικής.