Στη σπηλιά του Κατσαντώνη
Ένα οδοιπορικό-φόρος τιμής στον ασυμβίβαστο επαναστάτη των Αγράφων!
Λάβαμε στο e-mail της Κατιούσα και αναδημοσιεύουμε μια παλιότερη ανάρτηση του Ευρυτάνα Ιχνηλάτη που κάνει ένα πολύ προσεγμένο και ενδιαφέρον αφιέρωμα στο μεγάλο επαναστάτη Κατσαντώνη (Αντώνης Μακρυγιάννης) που έπεσε μαχόμενος ενάντια στους Τούρκους, μιάμιση δεκαετία πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821.
Σ’ ένα μικρό ριζοσπήλι στο Σίχνικο Μοναστηρακίου, πάνω στα απόκρημνα αγραφιώτικα βουνά, έδωσε την τελευταία μάχη του, κόντρα στην εξουσία των καιρών του, ο ασυμβίβαστος Ευρυτάνας επαναστάτης, ο αθάνατος Κατσαντώνης! Εκεί, βαριά άρρωστος από την ευλογιά κι έχοντας στο πλευρό του μονάχα πέντε πιστούς συμμαχητές και τον αδερφό του Χασιώτη – πιάστηκε αιχμάλωτος από τα πολυπληθή αληπασαλίδικα στρατεύματα του Άγου Μουχουρντάρη/Βασιάρη τον Αύγουστο του 1808. Οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στα Γιάννινα όπου σε ηλικία 33 ετών βρήκε μαρτυρικό θάνατο μαζί με τον αδερφό του, όταν οι δήμιοι του σατράπη τούς έσπασαν με σφυριά ένα-ένα τα κόκκαλα του κορμιού τους. Προηγουμένως ο Κατσαντώνης είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με τον Αλή. Δεν καταδέχτηκε μήτε οφίτσια μήτε αρματολίκια από τον τύραννο, όπως -σημειωτέον- έκαναν πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί εκείνα τα χρόνια. Ετούτος ο αδούλωτος προτίμησε τον τιμητικό τίτλο του Κλέφτη και εντέλει το θάνατο παρά τα αξιώματα και την ταπεινωτική μετάνοια. Έπραξε σαν γνήσιος επαναστάτης, όπως ήταν σε όλη του τη ζωή.
Ο Κατσαντώνης (Αντώνης Μακρυγιάννης) από το χωριό Μύριση/Μάραθος, γέννημα θρέμμα των Ευρυτανικών Αγράφων, γνώριζε καλά τα κατατόπια. Έτσι επέλεξε ως τελευταίο ασφαλές καταφύγιο αυτό το προστατευμένο μικρό σπήλαιο στο Σίχνικο. Προτού όμως πάρει τη συγκεκριμένη απόφαση είχε φροντίσει να μοιράσει τους άντρες του σε μικρές ευέλικτες ομάδες υπό την γενική αρχηγία του αδερφού του Λεπενιώτη και τη συνδρομή των έμπιστων πρωτοπαλίκαρων Καραϊσκάκη και Τσιόγκα. Κατ’ αυτό τον τρόπο κατοχύρωνε αφενός τη δοκιμασμένη αντάρτικη ταχτική και αφετέρου διαφύλαττε όσο καλύτερα γινόταν το νταϊφά του, προστατεύοντας τους συμπολεμιστές του από τους σοβαρούς κινδύνους που καραδοκούσαν λόγω της ευρείας εχθρικής επέλασης εκείνης της περιόδου.
Ο ίδιος όντας στο μάτι του κυκλώνα, κυνηγημένος, μα πάνω απ’ όλα εξουθενωμένος από την αρρώστια, καταλήγει, μετά από συνεχή περιπλάνηση, σε τούτο το κρησφύγετο προσδοκώντας να θεραπευθεί και να επανέλθει ξανά στην ενεργό δράση!
Οι πολυάριθμοι μισθοφόροι του Αλή (σε συνεργασία με το ντόπιο ρουφιανολόι των κοτζαμπάσηδων και των πλούσιων προεστών που μισούσαν τον τιμωρό της αδικίας Κατσαντώνη) οργώνουν σπιθαμή προς σπιθαμή τα βουνά και τα χωριά των Αγράφων. Τρυπώνουν παντού, ερευνούν εξονυχιστικά τα χωριατόσπιτα, τις σαρακατσάνικες στάνες, τα φτωχοκάλυβα, ενώ παράλληλα τάζουν, απειλούν και βασανίζουν τους χωρικούς για να τους φανερώσουν τον καπετάνιο. Όμως ο απλός λαός, αυτοί οι περήφανοι ταπεινοί των αγραφιώτικων βουνών, καλύπτουν και υποβοηθούν με κάθε μέσο και τρόπο τον καταδιωγμένο προστάτη της φτωχολογιάς! Έτσι ο Κατσαντώνης τούς ξεγλιστράει αριστοτεχνικά, κάνοντας τα μαντρόσκυλα της αληπασαλίδικης εξουσίας να λυσσάνε! Οι διώκτες του θεωρούν ζήτημα τιμής τη σύλληψη του ατίθασου Ευρυτάνα πρωτοΚλέφτη, αφού αυτός για χρόνια ολόκληρα τους εξευτέλιζε και τους κατατρόπωνε σε αναρίθμητες μάχες μένοντας πάντα ασύλληπτος και απροσκύνητος! Όμως ο Κατσαντώνης θεωρείται άκρως επικίνδυνος για το βιλαέτι και για έναν επιπλέον σημαντικό λόγο : Ένα μόλις χρόνο πριν, στα 1807, σε μία ευρεία συνάντηση ενόπλων στο Μαγεμένο της Λευκάδας, είχε ανακηρυχθεί, ομόφωνα!, αρχηγός όλων των Κλεφτών! Σχεδίαζε, μάλιστα, να πείσει και κάποιους ακόμη έμπιστους οπλαρχηγούς να τον ακολουθήσουν σε ένα παράτολμο εγχείρημα: να χτυπήσουν όλοι μαζί και συντονισμένα τον Αλή μέσα στο σπίτι του στα Γιάννινα! Οπότε η δράση του παίρνει -αντικειμενικά πλέον- και χαρακτηριστικά ευρύτερου απελευθερωτικού αγώνα. Συνεπώς, «έπρεπε» για πολλούς και διαφορετικούς λόγους να εξοντωθεί.
Κι αφού δεν κατόρθωναν να πιάσουν τον Αετό της Κλεφτουριάς ούτε με το ανελέητο ανθρωποκυνηγητό, έπρεπε να επιστρατεύσουν «τον άλλο τρόπο»! Τον συνήθη…
Ο Κατσαντώνης πήγε από εκείνο που απεχθανόταν περισσότερο από κάθε τι άλλο: την προδοσιά! Για το ποιος συγκεκριμένα ήταν ο καταδότης, οι ιστορικές πληροφορίες διίστανται. Οι διαφορετικές εκδοχές που προέρχονται από έλληνες και ξένους μελετητές του βίου του (βλ. Φραγκίστας, Κασομούλης, Λουκόπουλος, Σταμέλος, Φωτιάδης, Κωτσοκάλης, Αραβαντινός, Ράμφος, Κρέμος, Ζήσιος, Βαλαωρίτης, Yemeniz, Fauriel, Emerson, κ.λπ.) είναι συγκεχυμένες και συχνά αντιφατικές, ενώ σε πλείστες περιπτώσεις περιπλέκονται με ομιχλώδεις τοπικές διηγήσεις και μύθους. Ορισμένοι εκ των ερευνητών ισχυρίζονται ότι μία βαλτή γριά ζητιάνα, που δήθεν μάζευε βότανα στα βουνά, εντόπισε τους καταδιωγμένους και εν συνεχεία τους πρόδωσε. Άλλοι πάλι κάνουν λόγο για έναν Γιάννη Γκούρλια που, είτε οικιοθελώς είτε επειδή βασανίστηκε φριχτά, αποκάλυψε την κρυψώνα. Ή για κάποιον ντόπιο, ίσως από τους τροφοδότες του καπετάνιου, που όταν απειλήθηκε με σούβλισμα από τον Μουχουρντάρη κιότεψε κι ομολόγησε το μυστικό. Μία πολύ σημαντική εκδοχή, που υποστηρίζεται από αρκετούς ερευνητές, καταδεικνύει ως πιθανότερο προδότη ένα χαφιέ ρασοφόρο (σ.σ. ονόματι Καρδερίνη)! Μάλιστα από κάμποσους εικάζεται ότι αυτός μπορεί να μην ενήργησε από μόνος του αλλά κατόπιν εντολής ενός τοπικού ηγούμενου από κοντινό μοναστήρι. Σε τούτο το ενδεχόμενο βρίσκουμε να συνηγορούν και οι στίχοι του δημοτικού μας τραγουδιού με την παραγγελιά του Κατσαντώνη προς το Λεπενιώτη: «Φωτιά να βάλει στ’ Άγραφα, στο μέγα μοναστήρι, για να καεί ο ηγούμενος μ’ όλους τους καλογήρους, που πήγαν και με πρόδωσαν στους σκυλοαρβανίτες»! Όπως και νάχει κι όποια κι αν είναι η αλήθεια, τσιράκια της εξουσίας πάντα θα υπάρχουν διαθέσιμα, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο!
Μετά το «δόσιμο», πάνω από εφτακόσιοι μισθοφόροι αρβανιτάδες του Άγου Μουχουρντάρη κυκλώνουν τη σπηλιά. Ζητούν από τους Κατσαντωναίους να παραδώσουν τ’ άρματα! Οι πολιορκημένοι μαχητές αρνούνται και ανοίγουν πυρ κατά των ανθρωποκυνηγών. Ο συσχετισμός όμως είναι εναντίον των καταδιωγμένων.
Ο Κατσαντώνης, σύμφωνα με το κλέφτικο έθιμο, παρακαλεί τον αδερφό του Γιώργο (Χασιώτη) να του πάρει το κεφάλι για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των αντιπάλων του. Ο Χασιώτης αρνείται, παίρνει τον άρρωστο αδερφό του στην πλάτη του και όλοι μαζί με τα χατζάρια στα χέρια επιχειρούν να σπάσουν τον κλοιό, κατηφορίζοντας το γκρεμό σε μια απέλπιδα προσπάθεια φυγής! Ακολουθεί πραγματικό μακελειό, μα έτσι κι αλλιώς ετούτη η στερνή μάχη ήταν άνιση. Οι σύντροφοι σκοτώνονται, ενώ ο Κατσαντώνης με το Χασιώτη πιάνονται αιχμάλωτοι. Αρχικά οδηγούνται αλυσοδεμένοι στο τουρκοκρατούμενο Καρπενήσι και από εκεί μέσω μιας μακράς πορείας θανάτου φτάνουν στην έδρα του Αλή με τη γνωστή τραγική συνέχεια. Υπάρχει μια παράδοση που λέει ότι λίγο πριν δέσουν τον Κατσαντώνη, αυτός ζήτησε από τον Άγο Μουχουρντάρη να αποχαιρετήσει για τελευταία φορά τα χιλιοαγαπημένα του Άγραφα σφυρίζοντας κλέφτικα και ρίχνοντας μια μπαταριά με το καριοφίλι του. Ίσως με αυτό τον τρόπο να προσδοκούσε ότι οι συμπολεμιστές του θα αναγνώριζαν «το σήμα» και θα έσπευδαν προς βοήθεια. Οι απόπειρες πάντως του αδερφού του Λεπενιώτη και των υπολοίπων συμπολεμιστών του να τον απελευθερώσουν -με κυριότερη το καρτέρι στο γιοφύρι της Βίνιανης- αποτυγχάνουν. Η δολοπλόκος μοίρα που δεν συμπονά τους γενναίους είχε πάρει οριστικά τις αποφάσεις της…
Αυτή η μικρή σπηλιά στο Σίχνικο, πάνω από το Μοναστηράκι Αγράφων παραμένει μετά από δύο και πλέον αιώνες σύμβολο περήφανης ανυποταξίας και απειθαρχίας απέναντι σε κάθε δυνάστη, απέναντι σε κάθε εκμεταλλευτή/εξουσιαστή. Γιατί ο Κατσαντώνης, για όσους δεν γνωρίζουν ή καμώνονται πως δεν γνωρίζουν, ήταν πάνω απ’ όλα ένας ελεύθερος άνθρωπος, ένας απροσκύνητος κοινωνικός αγωνιστής της εποχής του, που μάχονταν όχι μόνο ενάντια στον επικυρίαρχο Αλή πασά της Υψηλής Πύλης, μα και κόντρα στους ντόπιους συνεργάτες του, την άτιμη φάρα των κοτζαμπάσηδων και των ρωμιών μεγαλοαρχόντων που ξεζούμιζαν αντάμα με τον τύραννο τη φτωχολογιά των Αγράφων (ακούτε εσείς… “ενωτικοί εθνικοί μυθιστοριογράφοι”;;;).
Πολλές φορές ο… «Ευρυτάνας Ρομπέν» έκανε επιδρομές στα κτήματα των τσιφλικάδων και στα σεράια των προεστών απαλλοτριώνοντας μέρος του κλεμμένου κοινωνικού πλούτου. Τα περισσότερα από τα λάφυρά του τα διέθετε στους ανήμπορους και τους μη έχοντες! Ο Κατσαντώνης πολεμούσε τόσο για την προσωπική του αξιοπρέπεια και ελευθερία όσο και για το δίκιο των καταπιεσμένων συμπατριωτών του.
Γι’ αυτό ο Λαός τον λάτρεψε και η Εξουσία τον μίσησε!
Γι’ αυτό ο Κατσαντώνης πήγε από προδοσιά….
Γι’ αυτό, όμως, και έμεινε Αθάνατος στους αιώνες των αιώνων!
===============
Εκεί…
Η παρέα μας ανηφόρισε μέσω μιας περιπετειώδους διαδρομής μέχρι το ξέφωτο της Φούρκας -ένα μεγάλο πλάτωμα πάνω από το χωριό Μοναστηράκι Αγράφων όπου βρίσκεται και το σεμνό μνημείο του Κατσαντώνη!
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι σε τούτο το σημείο γίνονται από τους Αγραφιώτες εκδηλώσεις τιμής στον Καπετάνιο με αποκορύφωμα την αναπαράσταση της “Μάχης της Σπηλιάς”!
Από το ξέφωτο του μνημείου και με τις γκλίτσες παρά πόδα, τραβάμε το ανηφορικό μονοπάτι μέχρι απάνω στο βουναλάκι. Εκεί παίρνουμε μια βαθιά ανάσα αφήνοντας τη ματιά μας να ταξιδέψει στα αλπικά υπερθεάματα της επιβλητικής Ευρυτανικής γης που απλώνονται ολόγυρά μας!
Στη συνέχεια κατηφορίζουμε προσεκτικά από την πίσω πλευρά, περπατώντας ή μάλλον ακροβατώντας σε μια στενή γιδόστρατα σύριζα στο γκρεμό!
Ακολουθώντας τα ενδεικτικά κόκκινα σημάδια μετά από είκοσι περίπου λεπτά φτάνουμε στο ιστορικό ριζοσπήλι του Ευρυτάνα επαναστάτη.
Μέσα σ’ ένα άγριο κι απόκρημνο τοπίο, σε μια κρυφή πλαγιά της κορυφής Πύργος, φωλιάζει το κλεφτολήμερο του Κατσαντώνη! Δύσκολα μπορεί κανείς να το διακρίνει, έτσι που είναι καμουφλαρισμένο μέσα στο οργιώδες φυσικό ανάγλυφο! Πρόκειται για μία οριζόντια σχισμή που, αν την παρατηρήσεις από απέναντι, ομοιάζει με ανθρώπινο χείλος – είναι ένα πέτρινο κοίλωμα ενσωματωμένο σε έναν τεράστιο κατακόρυφο βράχο το Κεδράκι! Δύσκολα στέκεσαι ολόρθος στο εσωτερικό κοίλωμα του βράχου. Όμως, η ματιά και το πνεύμα ταξιδεύουν στον ορίζοντα χωρίς καμία δέσμευση…
Το Κατσαντωνέικο λημέρι λειτουργεί και ως μάχιμη βίγλα, σαν ένα πραγματικό αετίσιο μετερίζι, μια έπαλξη αντίστασης, αφού από εδώ μπορείς και να ελέγχεις τον τόπο μέχρι όσο βλέπει το μάτι, μα και να δώσεις πόλεμο ενάντια σε όποιον τολμήσει να πλησιάσει! Πιαστήκαμε από τον πλαϊνό βράχο και μπήκαμε μέσα στο ριζοσπήλι. Μια σταλιά γη με τόση μεγάλη ιστορία!
Απέναντι υψώνονται πυργωτές οι πανύψηλες ευρυτανικές κορυφογραμμές του Καλόγηρου, της Παπαδιάς, του Προσηλιάκου και άλλων ορέων! Απόρθητα αιώνια τείχη με μια πρωτόγονη αγριάδα που κόβει την ανάσα! Στα βάθη των αβυσσαλέων γκρεμών κυλά ο Αγραφιώτης ποταμός.
Τα Κατσαντωνέικα άρματα της ανυποταξίας διάλεξαν τον κατάλληλο τόπο για να βροντήξουν το σάλπισμα της λευτεριάς. Εδώ σε τούτα τα περήφανα βουνά ο καπετάνιος παραμένει ζωντανός· μιάς και τ’ Άγραφα τον μνημονεύουν αιώνια!
Σιωπηλοί ατενίζαμε για ώρα τα γύρω ευλογημένα βουνά, αυτά που χρόνια φύλαξαν στην αγκαλιά τους τον αετό των Αγράφων!
Ύστερα, άναψε η κουβέντα για την αδάμαστη προσωπικότητα και τη λεβέντικη στάση του Κατσαντώνη στη ζωή και στο θάνατο!
Κι έτσι χωρίς να το καταλάβουμε πιάσαμε όλοι αντάμα τον παλιό κλέφτικο σκοπό:
«Τα μάθατε τι γίνηκε ψηλά στο Μοναστήρι;
Τον Κατσαντώνη πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από πίσω,
κι αυτός κοντοστεκότανε και στους αγάδες λέει:
Οχτροί κρατάτε τ’ άλογα, για να τηράξω πίσω,
να χαιρετίσω τα βουνά, τα έρημα λημέρια,
για να σουρίξω κλέφτικα, καθώς σουράνε οι κλέφτες,
μπας και μ’ ακούσουν τα παιδιά,
Τσιόγκας και Λεπενιώτης,
να βγουν μπροστά στα Άγραφα, μπέλκε και με γλυτώσουν.»
Αφήσαμε κατάχαμα στο ριζοσπήλι μερικά κόκκινα αγριολούλουδα της ευρυτανικής γης και βρέξαμε με τσίπουρο την τελευταία του λεύτερη εστία.
Τον αποχαιρετίσαμε απαγγέλοντας για εκείνον ένα απόσπασμα από το «Φεύγα απ’ τη γη Ελευθεριά!» (σ.σ. τραγούδι της εποχής που διασώθηκε από το συμπολεμιστή του Φραγγίστα):
«Ήλιε στον κόσμο μη φανείς, χορτάρια μαραθείτε,
ποτάμια πάψτε το νερό, κι εσείς βουνά ραγίστε.
Και σεις λουλούδια του Μαγιού πλέον μην πρασινίστε.
Εξακουσμένα Άγραφα και κλέφτικα λημέρια,
κλάψτε με μαύρα δάκρυα, φορέσετε τα μαύρα.
Φεύγα απ’ τη γη, Ελευθεριά, αφού η γη σε διώχνει,
μαύρο μανδύα φόρεσε κι ανέβα στα ουράνια,
κι ούλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού, στεφάνι διαμαντένιο,
βάλε τα στο κεφάλι σου το χιλιοπικραμμένο.
Έχε τα μαύρα σύγνεφα για φοβερό σου θρόνο,
έχε για μάτι αστραπή, σπαθί τ’ αστροπελέκι.
Το γιό σου τον μονάκριβο τον Κλέφτη Κατζαντώνη,
όπου τον κόσμον τρόμαξε το φοβερ’ όνομά του,
τον πιάσανε και ζωντανόν στα Γιάννινα τον σέρνουν.
Το γκαρδιακό τ’ αδέρφι του, ο Γιώργης ο Χασιώτης,
δεμένος με τα σίδερα μαζί ακολουθάει.
Και τη Λαμπρή ανήμερα στον πλάτανο τούς σέρνουν.
Ο Κατζαντώνης γύρισε και λέγει του Χασιώτη:
«Καρδιά Χασιώτη μ’ αδερφέ, και μη λιγοκαρδίσεις,
εκάμαμε το χρέος μας σαν άξια παλικάρια,
τ’ Άγραφα τα ποτίσαμε με των οχτρών το γαίμα.
Ποτέ δεν εδειλιάσαμε, στο θάνατό μας τώρα,
βάλε καρδιά από σίδερο και θάνατο μην τρέμεις…»!
Προσκυνούμε το αίμα σου καπετάνιε!