Στηβ Τζομπς: Ο “μέγας ευαγγελιστής της ψηφιακής εποχής” και το Ευαγγέλιο του καπιταλισμού
Η δημοφιλία των προϊόντων αυτών αλλά και ο πρόωρος θανατός του από καρκίνο στο πάγκρεας το 2011, συνετέλεσαν στη φιλοτέχνηση ενός σχεδόν αγιογραφικού προφίλ του Τζομπς στα διεθνή ΜΜΕ. Όλα αυτά όμως όταν δεν αποκρύπτουν συνειδητά, σίγουρα υποβαθμίζουν τις σκοτεινές πλευρές της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Τζομπς, οι οποίες δεν οφείλονται στα προσωπικά ελαττώματα του ίδιου, αλλά στον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
O Στηβ Τζομπς, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1955, συνιδρυτής της Apple και πρόεδρος της Pixar μέχρι την εξαγορά της τελευταίας από την Disney, έχει χαρακτηριστεί ο “μέγας ευαγγελιστής της ψηφιακής εποχής”, καθώς τα προϊόντα των εταιρειών του, ιδίως το περίφημο iphone, άσκησαν καθοριστική επίδραση στο χώρο των νέων τεχνολογιών αλλά και της ποπ κουλτούρας συνολικά. Η δημοφιλία των προϊόντων αυτών αλλά και ο πρόωρος θανατός του από καρκίνο στο πάγκρεας το 2011, που δυστυχώς οφείλεται και στην άφρονα απόφαση του να αναβάλει το χειρουργείο προς όφελος “εναλλακτικών” θεραπειών, συνετέλεσαν στη φιλοτέχνηση ενός σχεδόν αγιογραφικού προφίλ του Τζομπς στα διεθνή ΜΜΕ, που ενισχύθηκε κι από την προβολή βιογραφικής ταινίας με το όνομά του το 2015, όπου τον ενσαρκώνει ο μάλλον αισθητά ομορφότερός του Μάικλ Φάσμπεντερ, που απέσπασε σειρά κινηματογραφικών βραβείων και υποψηφιοτήτων για Όσκαρ. Είχε προηγηθεί η θεωρούμενη από κάποιους ως καλτ ταινία “Jobs” το 2013, όπου ένας έτερος γόης του Χόλυγουντ Άστον Κούτσερ, υποδύεται τον επιχειρηματία κατά τα πρώτα “ηρωικά” χρόνια της ανάδειξής του στην κορυφή. Η αδυναμία πληρωμής των διδάκτρων στο κολλέγιο, οι πειραματισμοί του με τα ναρκωτικά και το ταξίδι στην Ινδία, αλλά κυρίως οι απαρχές της επιχείρησης που συνίδρυσε με το φίλο του Στήβ Βόζνιακ, στο γκαράζ του πατέρα του αποτελούν τον καμβά για το πορτραίτο του “αντισυμβατικού” κι “αυτοδημιούργητου” επιχειρηματία, δίδοντας τις απαραίτητες “εναλλακτικές” πινελιές στην κλασική εκδοχή του “αμερικανικού ονείρου”.
Όλα αυτά όμως όταν δεν αποκρύπτουν συνειδητά, σίγουρα υποβαθμίζουν τις σκοτεινές πλευρές της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Τζομπς, οι οποίες δεν οφείλονται στα προσωπικά ελαττώματα του ίδιου, έτσι θέματα όπως η αρχική συμπεριφορά του στην εκτός γάμου κόρη του και τη μητέρα της ή το “άδειασμα” σε στενούς του συνεργάτες, δε θα μας απασχολήσουν εδώ, ούτε η έλλειψη φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της Apple, η οποία ίσα-ίσα μπορεί να θεωρηθεί και τίμια στάση μες στον κυνισμό της. Είναι ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, κι ο αδυσώπητος νόμος μεγιστοποίησης του κέρδους που καθιστούν αναπόφευκτες αυτές τις σκοτεινές πλευρές, οι οποίες συνήθως είναι ευθέως ανάλογες της επιτυχίας και της μακροβιότητας μιας επιχείρησης. Έτσι, οι πρακτικές της Apple που θα συνοψίσουμε παρακάτω, ούτε ανήκουστες είναι, ούτε μεμονωμένες, αλλά συνθέτουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το μωσαϊκό όλων των πολυεθνικών ιδίως επιχειρήσεων, από καταβολής ύπαρξής τους , αν και με ολοένα “επιστημονικότερη” τελειοποίηση των μεθόδων απόσπασης υπεραξίας.
Η κουλτούρα φόβου που καλλιεργούνταν κι ακόμα καλλιεργείται στην επιχείρηση, είναι ένα από τα βασικά συστατικά της λειτουργίας της. Στην Apple η ρουφιανιά είχε-όπως και σε άλλες επιχειρήσεις- δική της taskforce με τον οργουελιανής κοπής τίτλο “Διεθνής ομάδα αφοσίωσης”, (“Worldwide Loyalty Team”), η οποία εύστοχα από εργαζόμενους της επιχείρησης έχει αποκληθεί “Η Γκεστάπο της Apple”. Τα μέλη αυτής της ομάδας έχουν ακριβώς το ρόλο του ασφαλίτη, δηλαδή να αναμειγνύονται με τους εργαζόμενους στα κεντρικά και τα υποκαταστήματα της εταιρείας, δίνοντας ραπόρτο απευθείας στα ανώτερα στελέχη της. Ο εκφοβισμός δεν περιορίζεται στους εργαζόμενους της επιχείρησης, αλλά επεκτείνεται και στον τύπο, καθώς αρχής γενομένης επί προεδρίας Τζομπς, το νομικό τμήμα της επιχείρησης στρεφόταν κατά δημοσιογράφων ή και απλών μπλόγκερ, που θεωρούνταν απειλητικοί για τα συμφέροντα της επιχείρησης. Έτσι, ο 19χρονος μπλόγκερ Νικ Κιαρέλι εξαναγκάστηκε το 2005 να κλείσει τον ιστότοπό του, για να λήξει η εναντίον του δίωξη επειδή είχε δημοσιοποιήσει την ύπαρξη του Mac Mini πριν την επίσημη κυκλοφορία του. Σε ένα πιο ακραίο περιστατικό, αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι του εκδότη τεχνολογικού περιοδικού, Jason Chen, όταν στην ιστοσελίδα του ανέβηκε βίντεο του iphone 4 πριν βγει αυτό στην αγορά.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η Apple δεν είχε καν την υπομονή να χρησιμοποιήσει τα όργανα του αστικού κράτους για την προστασία των συμφερόντων της και προχώρησε σε γνήσια αναρχοκαπιταλιστικές κινήσεις, θυμίζοντας εποχές φαρ ουεστ. Έτσι το 2010, όπως ισχυρίζεται κάτοικος του Σαν Φραντσίσκο, σεκιουριτάδες της Apple παριστάνοντας τους αστυνομικούς μπήκαν στο σπίτι του ψάχνοντας το χαμένο πρωτότυπο ενός iphone. Την επόμενη χρονιά, σεκιουριτάδες της εταιρείας πήγαν στο σπίτι του Σέρχιο Καλδερόν στο Bay Area, αφότου χάθηκε ένα άλλο πρωτότυπο iphone σε μπαρ της περιοχής, εντοπίζοντας το κινητό μέσω GPS. Αφού έδειξαν το δήθεν “σήμα” τους, τα μέλη του προσωπικού ασφαλείας απείλησαν τον Καλδερόν πως θα ζητούσαν ένταλμα αν δεν τους άφηνε να μπουν στο σπίτι. Εκείνος θεωρώντας ότι πρόκειται για αστυνομικούς, τους επέτρεψε την έρευνα, δίνοντάς τους πρόσβαση και στον προσωπικό του υπολογιστή. Ένας από τους σεκιουριτάδες απείλησε την οικογένεια, ρωτώντας αν “όλοι στο σπίτι είναι Αμερικανοί πολίτες” και φωνάζοντας ότι “θα βρείτε όλοι το μπελά σας”. Μη βρίσκοντας το επίμαχο κινητό στο σπίτι, προσπάθησαν να τον δωροδοκήσουν.
Σε διεθνές επίπεδο, σάλο είχαν προκαλέσει οι αναφορές για τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια της Apple στην Κίνα, όπου το 2010 και 2011 η επιχείρηση κατηγορήθηκε για παραβίασης της τοπικής εργατικής νομοθεσίας, όπως την απασχόληση ατόμων κάτω των 16, τον εξαναγκασμό ανθρώπων σε εργασία, καθώς και την εργασία σε βάρδιες των 34(!) ωρών ανά εργαζόμενο, για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης των προιόντων, όλα αυτά με την πλειονότητα των εργοστασίων να μην τηρεί ούτε τους βασικούς κανόνες ασφάλειας και υγιεινής. Διαβόητη υπήρξε και η περίπτωση της θυγατρικής της Apple στην Κίνα Foxconn, όπου μόνο το 2010 σημειώθηκαν 14 επιτυχημένες αυτοκτονίες και 18 απόπειρες. Η απάντηση του Τζομπς σε όλα αυτά ήτανα να δηλώσει “προβληματισμένος” με τους θανάτους, προσθέτοντας ωστόσο πως “Έχουν εστιατόρια και πισίνες…Για εργοστάσιο, είναι μια χαρά ωραίο”.
Ο ίδιος ως αφεντικό δεν ήταν ακριβώς ευχάριστος, αφού δε δίσταζε να εξευτελίζει και να καθυβρίζει δημόσια όσους εργαζόμενους δεν έπιαναν τους στόχους που ο ίδιος είχε θέσει, ενώ ιδίως κατά την προεδρία του στην Pixar έγινε γνωστός για τις μαζικές απολύσεις μετά από απώλειες κερδών σε τρία τμήματα της επιχείρησης, χωρίς προειδοποίηση ή αποζημίωση. Στην προτροπή της αντιπροέδρου Pamele Kerwin να δοθεί μια προειδοποίηση έστω δυο εβδομάδων, ο ίδιος απάντησε ειρωνικά: “Εντάξει, αλλά η ειδοποίηση έχει αναδρομική ισχύ δύο εβδομάδων”.
Στις πρακτικές της επιχείρησης εντάσσεται επίσης η λογοκρισία των διαθέσιμων προς κατέβασμα εφαρμογών της εταιρείας, περιλαμβανομένων εκείνων με ομοφυλοφιλική θεματολογία αλλά και πολιτικό περιεχόμενο, όπως πχ. τα πολιτικά καρτούν.
O Τζομπς λοιπόν μπορεί δικαίως να θεωρείται “ευαγγελιστής της ψηφιακής εποχής”, ωστόσο ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ευαγγέλιό του δε διαφέρει σε τίποτε από εκείνο οποιουδήποτε καπιταλιστή. Κι αυτό μόνο χαράς ευαγγέλια δε σημαίνει για τους εργαζόμενους, αλλά συχνά και για τους ίδιους τους καταναλωτές, ανεξάρτητα από την άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα των προϊόντων της νέας τεχνολογίας σε κάθε τομέα της σύγχρονης ζωής.
Με πληροφορίες από allthatisintersting.com
.