Στρατηγός Παναγιώτης Νάσης: Ο δημοκράτης αξιωματικός που γύρισε την πλάτη στις λίρες του Ζέρβα και πολέμησε με τον ΕΛΑΣ για λευτεριά και κοινωνική προκοπή
Όταν άλλοι αξιωματικοί του εθνικού στρατού κρύβονταν πίσω από την αποστρατεία ή φούσκωναν τα πορτοφόλια τους κάνοντας «αντίσταση», ο στρατηγός Παναγιώτης Νάσης, χωρίς δισταγμό δήλωσε παρών στην ένοπλη αντιστασιακή πάλη κατά του χιτλεροφασισμού, που οργανώθηκε με την καθοδήγηση και πρωτοπορία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
Ο Στρατηγός Παναγιώτης Νάσης αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στρατιωτικού. Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν καλλιεργημένο, και πράο άνθρωπο, με βαθιά δημοκρατική συνείδηση και αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους, που, με την ίδια φροντίδα και μεράκι που διεύθυνε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, μελετούσε ιστορία, έχτιζε έναν τοίχο ή καλλιεργούσε τη γη.
Μορφωμένος και μπαρουτοκαπνισμένος αξιωματικός στις μάχες κατά των Τούρκων και των Βούλγαρων, τραυματίστηκε στη Μικρασιατική Εκστρατεία και δεν συντάχτηκε ποτέ με τις ιδέες του Μεταξά. Γι’ αυτό ο φασίστας δικτάτορας, για να τον εκδικηθεί, του αρνήθηκε την εθελοντική συμμετοχή (βρισκόταν σε αποστρατεία) στο αλβανικό μέτωπο και στην υπηρεσία της πατρίδας.
Μετά την κατάληψη της χώρας μας από τους Γερμανούς και Ιταλούς ομοϊδεάτες του Μεταξά, όταν άλλοι αξιωματικοί του εθνικού στρατού κρύβονταν πίσω από την αποστρατεία ή φούσκωναν τα πορτοφόλια τους κάνοντας «αντίσταση», ο στρατηγός Παναγιώτης Νάσης, χωρίς δισταγμό δήλωσε παρών στην ένοπλη αντιστασιακή πάλη κατά του χιτλεροφασισμού, που οργανώθηκε με την καθοδήγηση και πρωτοπορία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και με τη δράση του πέρασε στο πάνθεον των αγωνιστών του λαού μας, που πολέμησαν για λευτεριά και κοινωνική προκοπή.
Ο Παναγιώτης Νάσης γεννήθηκε το 1889 στη Φτέρη Άρτας, ένα χωριό που βρίσκεται στις όχθες του Άραχθου ποταμού. Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στο Τραπεζάκι Άρτας, πήγε στο Σχολαρχείο στα Άγναντα και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Άρτα.
Ο πατέρας του, Αθανάσιος Νάσης, ήθελε ο γιος του να γίνει γιατρός και γι’ αυτό τον έγραψε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας. Ο νεαρός φοιτητής παρακολούθησε τα μαθήματα μερικούς μήνες και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική, από την οποία αποφοίτησε, χωρίς όμως να ακολουθήσει τη δικηγορία. Ούτε η ιατρική, ούτε η δικηγορία, που μπορούσαν να του εξασφαλίσουν μια άνετη και πλούσια ζωή, τον συγκίνησαν.
Κληρωτός του 1910, κατατάσσεται στο στρατό ξηράς (Πεζικό), γίνεται έφεδρος αξιωματικός και μονιμοποιείται εξ εφέδρων. Την δεκαετία 1912-1922 βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των πεδίων των μαχών. Παίρνει μέρος σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων και Βούλγαρων, όπως στη νικηφόρα μάχη του Κιλκίς – Λαχανά κατά των Βούλγαρων, τον Ιούνη του 1913, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.
Με το βαθμό του λοχαγού πήρε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία. Τον Αύγουστο του 1921 τραυματίζεται σοβαρά στο λαιμό στη μάχη κατά των Τούρκων στο Σαγγάριο ποταμό. Νοσηλεύεται για ένα διάστημα και στη συνέχεια επιστρέφει στο μέτωπο. Ανακλήθηκε το 1927 με το βαθμό του ταγματάρχη και σαν συνταγματάρχης υπηρέτησε σε μια σειρά συντάγματα Πεζικού. Στα διαστήματα ειρήνης φοίτησε στη Σχολή Εφαρμογής του Πεζικού. Μένει στρατιωτικός ως το 1938, οπότε αποστρατεύτηκε με το βαθμό του υποστρατήγου.
Ο Παναγιώτης Νάσης παντρεύτηκε την Αγγελικούλα (Αγγελική) Δημητρίου Παππά, από τη Χώσεψη Άρτας (σημερινή ονομασία Κυψέλη), τόπο όπου θα ζήσουν στη συνέχεια, μετά τον πόλεμο. Άνθρωπος δραστήριος, με ανοιχτό μυαλό, πολύ εργατικός και ταξιδεμένος, ο βενιζελικός Δημ. Παππάς διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη, γεγονός όχι συνηθισμένο σε έναν τόπο που τον έδερνε η φτώχεια, που εκτός των άλλων περιείχε και σπάνια για την εποχή επιστημονικά βιβλία. Μελετώντας ο ίδιος βιβλία ιατρικής, πρόσφερε στους χωριανούς υπηρεσίες πρακτικού γιατρού. Σύμφωνα με τους απογόνους, η μοναχοκόρη του, Αγγελικούλα Παππά – Νάση, ήταν η πρώτη γυναίκα της Χώσεψης που αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο του χωριού.
Ο Παναγιώτης Νάσης εκτός από πολεμιστής ήταν και φιλομαθής. Αγαπούσε τη λογοτεχνία και του άρεσε πολύ να μελετάει ιστορία, κάτι ίσως όχι τυχαίο για έναν στρατιωτικό. Γνώριζε αρχαία ελληνικά και γαλλικά, κι έμαθε αγγλικά εξόριστος στη Μακρόνησο και άλλα νησιά, «για να διαβάζει τα κείμενα του Τσώρτσιλ στη γλώσσα τους, γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στους μεταφραστές», όπως θυμάται η κόρη του Λίτσα (Ευαγγελία) Λαμπράκη – Νάση (περιοδικό “χάος και όψη”, τ. 21 – 1998).
Η κήρυξη του πολέμου βρίσκει τον στρατηγό Νάση συνταξιούχο στη Χώσεψη. Η κόρη του διηγείται ότι στις 29 του Οκτώβρη 1940 ο στρατηγός φτάνει με τα πόδια στα Γιάννενα, παρουσιάζεται στον στρατηγό Κατσιμήτρο, διοικητή τότε της 8ης Μεραρχίας και θέτει τις δυνάμεις, τις γνώσεις και τις ικανότητές του στην υπηρεσία της πατρίδας, με τη φράση «Είμαι παρών, αν θέλουν ας με χρησιμοποιήσουν». Το φασιστικό μεταξικό καθεστώς δεν τον δέχεται στο στράτευμα λόγω των δημοκρατικών του φρονημάτων και ο Νάσης επιστρέφει στη Χώσεψη.
«Όταν εμφανίστηκε ο Ζέρβας στη Χελώνα [βουνό του νομού Άρτας], ήμασταν στην πλατεία μαζεμένοι κάμποσοι και ήταν κι ο στρατηγός ο Νάσης. Όταν είπαν ότι εμφανίστηκε ο Ζέρβας γι’ αντάρτικο, ο Νάσης αμέσως λέει: «Ωχ, Ελλάδα μου τι έχεις να τραβήξεις!». Τότε τον ρωτάει ένας ανιψιός του, ο Κώστας Παπάς: «Γιατί Παναγιώτη το είπες αυτό;» και γυρίζει ο στρατηγός και του λέει: «Εσύ δεν γνωρίζεις ποιος είναι ο Ζέρβας και τι ρόλο θα παίξει…», γράφει στο βιβλίο του «Όσα επέζησαν στη μνήμη… – Οδοιπορικό μιας ζωής» (Αθήνα, 2016) ο Χωσεψίτης αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Χρήστος Νταβαντζής.
Αφού έχουν συγκροτηθεί στην Ήπειρο, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, οι πρώτες ένοπλες ομάδες, πραγματοποιείται στο χωριό Πιστιανά του νομού Άρτας, το διήμερο 29-30 του Μάρτη 1943, η Α΄ Συνδιάσκεψη των Ανταρτών Ηπείρου. Στην αίθουσα του δημοτικού σχολείου συναντιούνται αξιωματικοί και στελέχη της Αντίστασης που σχεδιάζουν και αποφασίζουν για την παραπέρα ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Τις εργασίες της Συνδιάσκεψης παρακολούθησε σαν παρατηρητής και ο στρατηγός Παναγιώτης Νάσης, ο οποίος στο τέλος της συνδιάσκεψης θέτει την προσωπικότητα, τις ικανότητες και την πείρα του στην υπηρεσία του λαϊκού κινήματος και μέσα σε συγκινητικές εκδηλώσεις προσχωρεί στον ΕΛΑΣ. Στη συνδιάσκεψη αυτή ιδρύθηκε το Στρατηγείο Ηπείρου.
Ο στρατηγός Νάσης θα αναλάβει διοικητής της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, από το καλοκαίρι του 1943 ως το Δεκέμβρη του 1943, πριν από τον στρατηγό Γεράσιμο Αυγερόπουλο.
Στις 10 του Απρίλη 1944, με απόφαση της Κυβέρνησης του Βουνού (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης – ΠΕΕΑ) συστήνεται η Εθνική Πολιτοφυλακή, «σώμα ένοπλο που είναι συγκροτημένο με στρατιωτική ιεραρχία και πειθαρχία και κατανέμεται στις περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας», η λαϊκή αστυνομία που θα περιφρουρεί τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού. Διοικητής της Εθνικής Πολιτοφυλακής αναλαμβάνει ο στρατηγός Παναγιώτης Νάσης και παραμένει στη θέση αυτή μέχρι τον Φλεβάρη του 1945.
Η ακτινοβολία και η εντιμότητα του στρατηγού Παναγιώτη Νάση, μαζί με το παράδειγμα της ολόπλευρης ένταξης όλης της οικογένειάς του στο ΕΑΜ, είχαν ευεργετική δράση στην ανάπτυξη των οργανώσεων ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και απογύμνωσαν την προπαγάνδα του ΕΔΕΣ και των Άγγλων, που ισχυρίζονταν ότι στον ΕΛΑΣ δεν κατατάσσονταν μόνιμοι αξιωματικοί.
Την ένταξή του στον ΕΛΑΣ ο στρατηγός θα την «πληρώσει» στα τέλη του 1943 με το κάψιμο από τους ζερβικούς του σπιτιού του, που είχε προίκα από τον πεθερό του Δημήτρη Παππά. Στις αρχές του 1943, ο Ζέρβας έστειλε σύνδεσμο στο στρατηγό Νάση με ιδιόχειρη γραπτή πρόσκληση και του ζητούσε να συναντηθούν, τάζοντάς του παράλληλα μερικές χιλιάδες χρυσές λίρες για να ενταχτεί στον ΕΔΕΣ. Ο στρατηγός Νάσης αρνήθηκε ευγενικά και στη συνέχεια προσχώρησε στον ΕΛΑΣ. Για να τον εκδικηθούν οι ζερβικοί, σε ένα από τα περάσματά τους στη Χώσεψη, ανάμεσα σε άλλα σπίτια έβαλαν φωτιά και στο σπίτι του στρατηγού, που καταστράφηκε και μαζί του κάηκε και η πολύτιμη βιβλιοθήκη του Δημήτρη Παππά.
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία ήταν αντίθετος, και την έναρξη της περιόδου της «λευκής τρομοκρατίας», ο στρατηγός Παναγιώτης Νάσης βρέθηκε εξόριστος στη Μακρόνησο και άλλα νησιά, που «βούλιαζαν» απ΄τους κρατούμενους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η οικογένεια του στρατηγού Νάση δόθηκε ολόψυχα στον αγώνα μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Αντίστασης, ενώ συμμετοχή υπήρξε και στο δεύτερο αντάρτικο. Η κόρη του Αντωνία Νάση υπήρξε κατά τη διάρκεια της Κατοχής καθοδηγήτρια στην ΕΠΟΝ. Η Λίτσα Λαμπράκη – Νάση, επίσης κόρη του στρατηγού, καταδικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο της Καστοριάς, με την κατηγορία ότι δούλευε παράνομα για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Την περίοδο που έγινε η δίκη, ο στρατηγός Νάσης βρισκόταν εξόριστος στη Μακρόνησο, μαζί με τους στρατηγούς Στέφανο Σαράφη και Γεράσιμο Αυγερόπουλο και άλλους πατριώτες αξιωματικούς. Η μάνα της Λίτσας, επικοινώνησε με τον στρατηγό Σπαή που ήταν τότε φρούραρχος στην Αθήνα και μετά από παρέμβασή του η αγωνίστρια γλύτωσε την εκτέλεση, η δίκη της πήγε σε αναθεώρηση και δικάστηκε σε ισόβια.
Πολύτιμη συμμετοχή στην Αντίσταση είχε και η Χριστίνα Κοτελίδα, που όταν μικρό κορίτσι έμεινε ορφανή από μάνα, η οικογένεια του στρατηγού Νάση την δέχτηκε στο σπίτι τους και μεγάλωσε μαζί τους, την είχαν σαν παιδί τους. Ο Χρήστος Νταβαντζής αναφέρει για την ίδια στο βιβλίο του: «Αυτή η κοπέλα κατάφερνε πράγματα που στους πολλούς έμοιαζαν αδιανόητα. Σκαρφιζόταν τρόπους και επισκεπτόταν συναγωνιστές πατριώτες μας στο τμήμα Μεταγωγών ή στην Ασφάλεια, τους ρώταγε τι έχουν ανάγκη να τους πάει και τους το πήγαινε. Αυτό που κατάφερνε η Χριστίνα δεν μπορούσε κανείς να το κάνει!».
Ένα από τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τον στρατηγό Νάση Παναγιώτη και δεν μπόρεσαν η φρίκη του πολέμου και η σκληρή εποχή στην οποία έζησε να του το αφαιρέσουν, ήταν η ανθρωπιά. Η κόρη του Λίτσα Λαμπράκη – Νάση θυμάται: «Μας τόνιζε διαρκώς να κοιτάζουμε όχι μόνο αυτούς που έχουν κάτι, αλλά κι αυτούς που δεν έχουν και να τους βοηθούμε σε ό,τι μπορούμε. Εφήρμοζε στη ζωή του την αρχή: “Όταν δεν έχεις αυτό που θέλεις κι αγαπάς, ν’ αγαπάς αυτό που έχεις”. Εμείς τα παιδιά και η μητέρα μας θέλαμε να πηγαίνουμε τα καλοκαίρια στην Κέρκυρα ή κάπου άλλου, εκείνος μας έφερνε πάντα στη Χώσεψη, κοντά στον παππού, περνώντας κι από τους γονείς του στη Φτέρη. Επειδή στη Χώσεψη δεν είχαμε κοντά πόσιμο νερό, έχτισε στο Φτελιά ένα δωμάτιο κοντά στη βρύση με το καλό πόσιμο νερό. Αγαπούσαμε πολύ να περνάμε εκεί τις καλοκαιρινές διακοπές μας».
Παρά το ότι δεν καταγόταν από τη Χώσεψη, πρώτη έδρα της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ο στρατηγός έζησε σ’ αυτό το χωριό μετά τον πόλεμο μέχρι το τέλος της ζωής του. Έφυγε από τη ζωή στις 29 του Οκτώβρη 1979, στα 90 του χρόνια, και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του χωριού, στο ύψωμα του Αη Θανάση. Ο τάφος του, από απλή ντόπια πέτρα, μοιάζει να επισφραγίζει μια ζωή σεμνή, λιτή και αγωνιστική, στην οποία ο στρατηγός Παναγιώτης Νάσης προσέδωσε νόημα και τίμησε, όπως λίγοι.
Κλείνοντας τη μικρή αυτή αναφορά μας παραθέτουμε μια ακόμα «επιζήσασα μνήμη» του Χρήστου Νταβαντζή από το βιβλίο του: «Θυμάμαι ένα περιστατικό με τον στρατηγό Παναγιώτη Νάση. Συνέβη στο χωριό, επί ΕΔΑ, πριν από τη χούντα. Ο στρατηγός είχε φτιάξει δικό του σπίτι στο χωριό και είχε και κάτι χωραφάκια εκεί και τα καλλιεργούσε. Στο Βουργαρέλι ήταν διοικητής της χωροφυλακής (σταθμάρχης λεγόταν τότε) ο Μαυρογόνατος. Καταγόταν από κάπου στην Αιτωλοακαρνανία και απ’ ό,τι είχα ακούσει ήταν κάθαρμα και ζόριζε πολύ τον κόσμο. (…) Ήταν λοιπόν μαζεμένοι στην πλατεία, έξω απ’ το μαγαζί του Τσιρώνη, διάφοροι ΤΕΑτζήδες και άλλοι «παλικαράδες» του χωριού και ο Νάσης ανέβαινε την ανηφόρα στα Κουτελιδέικα. Τον είδαν αυτοί απ’ την πλατεία και πιάνουν τον Μαυρογόνατο και του λένε αυτός είναι ο στρατηγός ο Νάσης που ήταν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και να πάει να του πάρει τα στοιχεία του. Ξεκίνησε ο Μαυρογόνατος και πήγε και στάθηκε σ’ ένα πουρνάρι εκεί που είναι τώρα το κοινοτικό γραφείο (δεν υπήρχε τότε). Ο στρατηγός ανέβαινε σιγά σιγά την ανηφόρα κρατώντας τη γκλίτσα του. Τον σταματάει ο Μαυρογόνατος με άγρια φωνή:
― Ποιος είσαι συ; Τα στοιχεία σου!
Τον κοιτάζει καλά-καλά ο στρατηγός… Τον ξανακοιτάζει…
― Στρατηγός Νάσης Παναγιώτης, στάσου προσοχή όταν σου μιλάω ρε! τον αγριεύει ο στρατηγός. «Κόκαλο» ο Μαυρογόνατος.
― Ποιος σε έστειλε εδώ ρε να πάρεις στοιχεία από μένα;
Τι να του πει ο χωροφύλακας; Έφυγε σα βρεγμένη γάτα χωρίς να του πει λέξη και γύρισε πάνω στην πλατεία. Τι έγινε εκεί, τι τους είπε, δεν ξέρω. Το πιθανότερο είναι να τους είπε «που στο διάολο με στείλατε». Πάντως στο στρατηγό ο Μαυρογόνατος δεν ξαναμίλησε και απέφευγε ακόμα και να τον ξανακοιτάξει.
Πολλές φορές σκέφτομαι πόσο παλιάνθρωποι ήταν κάποιοι στο χωριό… Πήγαιναν να υποβαθμίσουν τον Νάση το στρατηγό, ποιοι; Αυτοί που βρώμαγε το στόμα τους απ’ την πείνα και τα ποδάρια τους μαζί. Υπήρχαν τόσοι άνθρωποι που απαρνιόντουσαν την τάξη τους, την καλή ζωή, τις ανέσεις και αγωνίζονταν για να έχει όλος ο κόσμος μια ζωή με τις ανέσεις τις δικές τους και πήγαιναν και τους πρόδιδαν ή τους βασάνιζαν αυτοί που δεν είχαν να φάνε, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα… Ο στρατηγός Νάσης στάθηκε στο ύψος του μέχρι το τέλος»…