Η σύλληψη του Μίμη Φωτόπουλου στα Δεκεμβριανά

-Ώστε έτσι λοιπόν; Λαοκρατία;
-Δε σας αντελήφθην…
-Εσύ δε φώναζες στους δρόμους ‘Λαοκρατία’;
-Ποτέ. Όχι πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπαθώ γενικά τις φωνές. Μ’ αρέσει να μιλώ λίγο, σιγά και απλά”.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Μίμη Φωτόπουλου “Το ποτάμι της ζωής μου” (Εκδόσεις Καστανιώτη).

Το φθινόπωρο του 44′ με διεκδικούσαν με πείσμα δύο θίασοι. Ο Κουν, που με είχε ξαναεκτιμήσει κι έπαιζε στο “Βρετάνια”, κι ένας θίασος πρόζας που έπαιζε στου “Παπαϊωάννου”. Έπαιξα και στους δυο ταυτόχρονα. Θα μου πεις πώς. Να σου πω. Οι δύο θίασοι παίζανε σε διαφορετικές ώρες ο ένας από τον άλλο κι έτσι τους προλάβαινα.

Αλλά αυτή η διπλή χαρά με το διπλό μεροκάματο δεν κράτησε μέρες. Ήλθανε τα Δεκεμβριανά και σκορπίσανε τα όνειρα. Κι άρχισε ο εφιάλτης…

Το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι. Κάτι που δεν μπορούσαν να το καταλάβουν ούτε η μάνα μου ούτε η γιαγιά μου. Αναρωτιόταν η μάνα μου:
“Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας το κάψανε;”

Τι μπορούσαμε να έχουμε κάνει εμείς στους Εγγλέζους; Τίποτα. Είχαμε μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας, κρεμασμένο κι ένα χαρτόνι που είχε κολλημένα επάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ.

Με ρώτησε η γιαγιά μου:
“Καλά παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι από πού ήρθανε και μας βάλανε φωτιά;”
“Από την Αγγλία!”
“Και κατά πού πέφτει η Αγγλία;”
“Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά…”
“Χριστός και Παναγιά. Κι ήρθανε από τόσο μακριά που λες να κάψουνε το δικό μας; Δεν έχουν σπίτια εκεί να τα κάψουνε;”
“Ε, είναι ιδιότροποι βλέπεις…”

Έκανε το σταυρό της η γριά και συνέχισε να καθαρίζει κάτι σκουληκιασμένα ρεβίθια, το φαγητό μας για το μεσημέρι. Μέναμε στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, μακρινός συγγενής, μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του, από τότε που το μικρό νοικοκυριό μας το ‘καψαν εμπρηστικές βόμβες, αφήνοντας το κτίσμα ανέπαφο. Κάτι εγγλέζικα τανκς είχαν σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας και ρίχνανε.

Εμένα με πιάσανε παραμονή Πρωτοχρονιάς του ’45. Ξαφνικά ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέαρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα εξ όψεως και εκ φήμης. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης.

Αυτόν τον άνθρωπο, χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σου χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι και στο πετσί σου περπατούσαν κοπάδια οι σαρανταποδαρούσες.

“Τι τρέχει κύριε Αποστόλη;”
“Τίποτα. Μια μικρή ανάκριση”. Κι έκανε νόημα σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.

Ο ανθυπολοχαγός έβγαλε μια πιστόλα δύο πιθαμές, τη γύρισε προς το μέρος μου, με βάλανε μπροστά και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τους γύρω δεν έκανε εντύπωση το γεγονός. Τέτοια πράγματα ήταν συνηθισμένα εκείνη την εποχή.

Προχωρήσαμε έτσι για λίγο και μετά ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό να κρύψει το πιστόλι και το ‘δωσε να καταλάβει πως δεν ήμουν και τόσο επικίνδυνος. Συμμορφώθηκε.

Φτάσαμε στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. ήταν εκεί κι ένας υποβολέας. Ο Αποστόλης κάτι του είπε στ’ αυτί κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε φαίνεται -είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές- του πέταξε ένα “ναι”. Αμέσως με πήρανε βιαστικά και φύγαμε. Κάτι αποτυχημένοι που είχαν έλθει για συσσίτιο δεν είπαν λέξη. Κανένας δε μου μίλησε.

“Μα τι συμβαίνει κύριε Αποστόλη;”
“Προχώρα!”

Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξαμε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σε μια ευρύχωρη κάμαρα. Στο βάθος, μπροστά σ’ ένα γραφείο, καθόταν ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Ήταν δύο ηθοποιές “γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις” αλλά και πολύ εθνικόφρονες. Με τη μία από αυτές είχαμε βρεθεί δυο τρεις φορές στον ίδιο θίασο. Με το που με είδε, γύρισε το κεφάλι αλλού. Ο Αποστόλης κάτι ψιθύρισε του αξιωματικού. Ατάκα του ‘φυγε το κωμικό χαμόγελο του Δον Ζουάν προς τις δυο κυρίες.

“‘Ωστε έτσι λοιπόν; Λαοκρατία;”
“Δε σας αντελήφθην…”
“Εσύ δε φώναζες στους δρόμους ‘Λαοκρατία’;”
“Ποτέ. Όχι πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπαθώ γενικά τις φωνές. Μ’ αρέσει να μιλώ λίγο, σιγά και απλά”.
“Το βεβαιώνει ο κύριος από δω που είναι αξιόπιστος μάρτυς”.
“Ο Αποστόλης;”
“Μάλιστα”.
“Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου”.
“Ητανε, αλλά προχτές ανένηψε”.
“Κατάλαβα”.
“Πάρτε τον!”

Με πήρανε. Και σε λίγο να με στα βάθη ενός κρατητηρίου. Στον πόλεμο το χρησιμοποιούσαν για καταφύγιο. Βρισκόμουν σ’ ένα αστυνομικό τμήμα που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δυο ώρες αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε. Ο Αποστόλης, προτού με “αποχωριστεί”, με ρώτησε:

“Θέλεις να πάω στο σπίτι σου να πω τίποτα;”
“Σ’ ευχαριστώ. Τι να τους πεις; Πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά στην οδό Καρνεάδου”.

Θα ‘τανε στις εννιά το βράδυ, όταν έξω από το τμήμα ακούστηκε φρενάρισμα αυτοκινήτων. Ένας είπε:
“Φορτηγά”.

Φορτηγά μέσα στη νύχτα και παραμονή Πρωτοχρονιάς δεν μπορεί να είχαν έλθει για μετακόμιση. Τα μόνα αντικείμενα εκεί ήμασταν εμείς. Μπήκανε μερικοί αστυνομικοί κρατώντας λάμπες πετρελαίου.

“Όσοι ακούνε τα ονόματά τους να ανεβαίνουν επάνω”.

Μας ζώσανε τα φίδια. Οι μετακινήσεις κρατουμένων μέσα στη νύχτα είναι πάντα ύποπτες. Ήρθε κι η σειρά μου. Στο διάρδομο της πολυκατοικίας, ως τιμητικό άγημα να πούμε, δυο σειρές Εγγλέζοι με αυτόματα στο χέρι. Έξω δύο φορτηγά δικά τους. Μας βάλανε από είκοσι πέντε σε κάθε φορτηγό. Και δύο Εγγλέζοι με αυτόματα μας φυλάγανε. Κατά τις δέκα φτάνουμε στο Γουδί. Στη διαδρομή ένας από τους Εγγλέζους μας έψαξε και μας πήρε ό,τι πολύτιμο είχαμε πάνω μας.

Ένα δαχτυλίδι που είχα το έβγαλα και το ‘κρυψα με τρόπο στο στόμα μου. “Σκέψου να μας ψάξουν και για χρυσά δόντια”, σκέφτηκα με ανησυχία. Δε μας ψάξανε.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: